Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο-

«Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαϊου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων» (EE L 166 της 11/06/1998, σ. 0045),

Για σκοπούς εναρμόνισης με το με το Άρθρο 87, παράγραφος 1, της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015,

Για σκοπούς εναρμόνισης με το Άρθρο 9, παράγραφος 1, της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο "Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαϊου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων" όπως το εν λόγω Άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου , της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμος του 2003.

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αξιόγραφα» σημαίνει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 και 2009·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«γραφείο συμψηφισμού» σημαίνει οργανισμό, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης-

(α) των ιδρυμάτων,

(β) του τυχόν κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή/και

(γ) του τυχόν διακανονιστή·

«διαδικασία εκκαθάρισης» σημαίνει -

(α) Διαδικασία εκκαθάρισης δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία που εφαρμόζεται σε σχέση με το νομικό πρόσωπο, το οποίο αφορά η εκκαθάριση, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 μέχρι και 7, και,

(β) στην περίπτωση άλλου κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας, το συλλογικό μέτρο, το οποίο προβλέπεται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας και αφορά, είτε την εκκαθάριση, είτε την αναδιοργάνωση του συμμετέχοντος, εφόσον αυτό το μέτρο συνεπάγεται την αναστολή των μεταβιβάσεων ή των πληρωμών ή την επιβολή περιορισμών σ' αυτές·

«διακανονιστής» σημαίνει οργανισμό, ο οποίος, χάριν διακανονισμού-

(α) Παρέχει σε ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους λογαριασμούς διακανονισμού, μέσω των οποίων γίνεται ο διακανονισμός εντολών μεταβίβασης στο πλαίσιο συστημάτων· και

(β) εάν συντρέχει περίπτωση, παρέχει πίστωση σε ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που συμμετέχουν στα συστήματα αυτά.

«διαλειτουργικά συστήματα» σημαίνει δύο ή περισσότερα κηρυχθέντα συστήματα, οι διαχειριστές των οποίων έχουν προβεί σε μεταξύ τους διευθέτηση που περιλαμβάνει τη διασυστημική εκτέλεση εντολών μεταβίβασης·

«διαχειριστής» [Διαγράφηκε]

«διαχειριστής συστήματος» σημαίνει πρόσωπο που είναι νομικά υπεύθυνο για τη λειτουργία του συστήματος, με βάση τις πρόνοιες της διευθέτησης που εγκαθιδρύει το σύστημα, το οποίο πρόσωπο δύναται να ενεργεί και ως διακανονιστής, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή γραφείο συμψηφισμού∙

«έμμεσα συμμετέχων» σημαίνει ίδρυμα, κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, διακανονιστή, γραφείο συμψηφισμού ή διαχειριστή συστήματος, που έχει συμβατική σχέση ή διευθέτηση με συμμετέχοντα σε σύστημα το οποίο εκτελεί εντολές μεταβίβασης, η οποία επιτρέπει στον έμμεσα συμμετέχοντα να δίνει εντολές μεταβίβασης μέσω του συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι ο έμμεσα συμμετέχων είναι γνωστός στο διαχειριστή συστήματος·

«εντολή μεταβίβασης» σημαίνει -

(α) κάθε οδηγία ενός συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση ενός αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας, κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή διακανονιστή, ή κάθε οδηγία η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος, ή

(β) κάθε οδηγία ενός συμμετέχοντος για τη μεταβίβαση του τίτλου επί ή του συμφέροντος εξ’ αξιογράφου μέσω λογιστικής εγγραφής σε μητρώο ή άλλως πως·

«εξασφάλιση» σημαίνει όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4(2) του περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου του 2004, τα οποία παρέχονται δυνάμει ενέχυρου (συμπεριλαμβανομένου του χρήματος που παρέχεται με τον τρόπο αυτό), συμφωνίας επαναγοράς ή παρεμφερούς συμφωνίας ή άλλως, με σκοπό την εξασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με ένα σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«εργάσιμη ημέρα» καλύπτει τόσο τους ημερήσιους όσο και τους νυκτερινούς διακανονισμούς και περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τον επιχειρησιακό κύκλο του συστήματος∙

«Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών» ή «ΕΑΚΑΑ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), που ιδρύθηκε επίσης με τον Κανονισμό 1095/2010∙

«Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που λειτουργεί σύμφωνα με τη Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

«Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου» ή «ΕΣΣΚ» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου·

«ίδρυμα» σημαίνει -

(α) πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως 2011, συμπεριλαμβανομένων και των ιδρυμάτων που απαριθμούνται στο Άρθρο 2 της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(β) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), όπως ορίζεται στους περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμους του 2007 και 2009,

(γ) κεντρική τράπεζα κράτους-μέλους,

(δ) δημόσια αρχή ή επιχείρηση που λειτουργεί με εγγύηση του δημοσίου,

(ε) επιχείρηση που έχει το εγγεγραμμένο γραφείο της εκτός κράτους-μέλους και που οι εργασίες της είναι ανάλογες προς εκείνες των προαναφερομένων πιστωτικών ιδρυμάτων ή των προαναφερομένων επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κρατών-μελών,

(στ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως αυτό καθορίζεται σε γνωστοποίηση της αρμόδιας αρχής, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,

εφόσον συμμετέχει σε σύστημα και ευθύνεται για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο το συστήματος αυτού·

«Κανονισμός 1095/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και  Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ”, ως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2011/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011∙

«‟Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012ˮ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο ‟Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηρικά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγώνˮ, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2099 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2019 για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά τις διαδικασίες αδειοδότησης κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τις συμμετέχουσες αρχές, καθώς και τις απαιτήσεις αναγνώρισης κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο ‟CCPˮ το σημείο 1) του Άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης·

«κηρυχθέν σύστημα» σημαίνει το σύστημα, το οποίο υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου μετά από απόφαση της αρμόδιας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 9, ή, μετά από απόφαση αντίστοιχης αρμόδιας αρχής για την κήρυξη συστήματος σε άλλο κράτος μέλος·

«λογαριασμός διακανονισμού» σημαίνει λογαριασμό σε κεντρική τράπεζα, διακανονιστή ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που χρησιμοποιείται για την κατοχή κεφαλαίων ή αξιογράφων, καθώς και για το διακανονισμό συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχόντων σε σύστημα·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στην παραχώρηση δανείων ή άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων προς το κοινό για ίδιο λογαριασμό·

«συμμετέχων» σημαίνει ίδρυμα, κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, διακανονιστή, συμψηφιστικό γραφείο, διαχειριστή συστήματος ή εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου ο οποίος έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το Άρθρο 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«συμψηφισμός» σημαίνει την σε καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή μετατροπή απαιτήσεων και οφειλών, που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης, τις οποίες συμμετέχων ή συμμετέχοντες απευθύνουν προς ή λαμβάνουν από έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες, με τελικό εξαγόμενο μια μόνο καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή·

«συμψηφιστικό γραφείο» [Διαγράφηκε]

«σύστημα» σημαίνει σύστημα πληρωμών ή διακανονισμού αξιογράφων το οποίο καθιδρύεται δυνάμει διευθέτησης κατά το άρθρο 8·

«συστημικός κίνδυνος» σημαίνει τον κίνδυνο, τον οποίο, η αδυναμία ενός συμμετέχοντος σε σύστημα πληρωμών ή σε χρηματοοικονομική αγορά, γενικότερα, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του είναι δυνατόν να προκαλέσει σε άλλους συμμετέχοντες σε σύστημα πληρωμών ή σε άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα την αδυναμία να εκπληρώσουν τις δικές τους οικονομικές υποχρεώσεις, όταν καταστούν πληρωτέες, απειλώντας έτσι τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών˙

«τρίτη χώρα» σημαίνει κράτος που δεν είναι κράτος-μέλος.

(2) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Κανονισμό, Οδηγία, Απόφαση ή άλλη πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια.

΄Εκταση εφαρμογής

3. Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 6 και του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται-

(α) στα συστήματα, τα οποία διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους και τα οποία διενεργούν πράξεις σε οιοδήποτε νόμισμα ή σε διάφορα νομίσματα αμοιβαίως μετατρέψιμα·

(β) στους συμμετέχοντες σε τέτοιο σύστημα·

(γ) στην εξασφάλιση που παρέχεται σε συνάρτηση-

(i) με τη συμμετοχή συμμετέχοντος σε τέτοιο σύστημα· ή

(ii) με τις πράξεις των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο πλαίσιο της ιδιότητάς τους ως κεντρικών τραπεζών.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟ, ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ
Συμψηφισμός και εντολές μεταβίβασης

4.-(1) Παρά τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία νόμου, οποιεσδήποτε εντολές μεταβίβασης και οποιοσδήποτε συμψηφισμός ισχύουν και αντιτάσσονται έναντι τρίτου, ακόμα και σε περίπτωση διαδικασίας εκκαθάρισης κατά συμμετέχοντος σε κηρυχθέν σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα ή κατά διαχειριστή διαλειτουργικού συστήματος ο οποίος δεν είναι συμμετέχων, εφόσον οι εντολές μεταβίβασης εισήχθηκαν στο κηρυχθέν σύστημα πριν από τη στιγμή έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης, όπως ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6.

(2) Οι εντολές μεταβίβασης που -

(α) εισάγονται στο κηρυχθέν σύστημα μετά τη στιγμή έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης, και

(β) εκτελούνται εντός της εργάσιμης ημέρας, όπως ορίζεται από τους κανόνες του κηρυχθέντος συστήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας επήλθε η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης,

ισχύουν και αντιτάσσονται έναντι τρίτου, μόνο εάν ο διαχειριστής του κηρυχθέντος συστήματος μπορεί να αποδείξει ότι, κατά το χρόνο που οι εν λόγω εντολές μεταβίβασης κατέστησαν αμετάκλητες, δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης.

(3) Ο συμψηφισμός δεν ανατρέπεται βάσει οποιασδήποτε νομοθεσίας, κανόνα ή πρακτικής σχετικά με την ακύρωση συμβάσεων ή άλλων δικαιοπραξιών, που έχουν συναφθεί πριν από τη στιγμή της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης, όπως ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6.

(4)(α) Ο χρόνος εισαγωγής μιας εντολής μεταβίβασης σε κηρυχθέν σύστημα πρέπει να καθορίζεται με σαφήνεια από τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του εν λόγω συστήματος.

(β) Στην περίπτωση διαλειτουργικών συστημάτων, κάθε κηρυχθέν σύστημα καθορίζει στους δικούς του κανόνες το χρονικό σημείο εισαγωγής μιας εντολής μεταβίβασης στο σύστημα, προκειμένου να εξασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, ο συντονισμός, ως προς το σημείο αυτό, των κανόνων όλων των σχετικών διαλειτουργικών συστημάτων:

Νοείται ότι οι κανόνες ενός κηρυχθέντος συστήματος, όσον αφορά το χρονικό σημείο εισαγωγής εντολής στο σύστημα, δεν επηρεάζονται από οποιουσδήποτε κανόνες των άλλων συστημάτων με τα οποία είναι διαλειτουργικό εκτός εάν οι κανόνες όλων των συστημάτων που συμμετέχουν στα διαλειτουργικά συστήματα προβλέπουν ρητά κάτι διαφορετικό.

(5)(α) Η εντολή μεταβίβασης δεν ανακαλείται ούτε από συμμετέχοντα σε κηρυχθέν σύστημα, ούτε από τρίτο, μετά τη χρονική στιγμή που ορίζουν οι κανόνες του εν λόγω συστήματος.

(β) Στην περίπτωση διαλειτουργικών συστημάτων, κάθε κηρυχθέν σύστημα καθορίζει στους δικούς του κανόνες το χρονικό σημείο μετά το οποίο η εντολή μεταβίβασης δεν ανακαλείται, προκειμένου να εξασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, ο συντονισμός ως προς το σημείο αυτό, των κανόνων όλων των σχετικών διαλειτουργικών συστημάτων:

Νοείται ότι οι κανόνες ενός κηρυχθέντος συστήματος, όσον αφορά το χρονικό σημείο μετά το οποίο η εντολή μεταβίβασης δεν ανακαλείται, δεν επηρεάζονται από οποιουσδήποτε κανόνες των άλλων συστημάτων με τα οποία είναι διαλειτουργικό εκτός εάν οι κανόνες όλων των συστημάτων που συμμετέχουν στα διαλειτουργικά συστήματα προβλέπουν ρητά κάτι διαφορετικό.

Χρησιμοποίηση διαθέσιμης εξασφάλισης

5.-(1) Η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης, κατά συμμετέχοντος σε κηρυχθέν ή διαλειτουργικό σύστημα ή κατά διαχειριστή διαλειτουργικού συστήματος, δεν κωλύει την χρησιμοποίηση των κεφαλαίων ή αξιογράφων, τα οποία κατά την εργάσιμη ημέρα έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης είναι διαθέσιμα στο λογαριασμό διακανονισμού αυτού του συμμετέχοντος, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του σε κηρυχθέν σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα σε εκείνη την ημέρα, σύμφωνα με τους κανόνες ή όρους λειτουργίας του εν λόγω συστήματος:

(2) Οποιαδήποτε πιστωτική διευκόλυνση παρασχέθηκε σε αυτόν τον συμμετέχοντα σε συνάρτηση με το κηρυχθέν σύστημα, δύναται να χρησιμοποιείται έναντι διαθέσιμης υφιστάμενης εξασφάλισης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του συμμετέχοντος αυτού.

Διαδικασία εκκαθάρισης

6.-(1) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 218 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία νόμου, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, χρόνος έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης θεωρείται η στιγμή, κατά την οποία το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα εκκαθάρισης ή, στις περιπτώσεις εκούσιας εκκαθάρισης ή εκκαθάρισης με την εποπτεία του Δικαστηρίου, η στιγμή κατά την οποία εγκρίνεται ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση.

(2) Μετά την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος εκκαθάρισης, ή στις περιπτώσεις εκούσιας εκκαθάρισης ή εκκαθάρισης με την εποπτεία του Δικαστηρίου μετά την έγκριση ψηφίσματος για εκούσια εκκαθάριση, αυτό κοινοποιείται πάραυτα από τον υπό εκκαθάριση συμμετέχοντα στην αρμόδια αρχή, η οποία ειδοποιεί αμέσως την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, καθώς και την ΕΑΚΑΑ.

(3) Τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν έχουν αναδρομική ισχύ σε χρόνο προγενέστερο της κατά το εδάφιο (1) έναρξης της δικαιοδοσίας, αναφορικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις συμμετέχοντος που προκύπτουν από ή συνδέονται με τη συμμετοχή του σε κηρυχθέν ή διαλειτουργικό σύστημα, και αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις διαχειριστή ενός διαλειτουργικού συστήματος ο οποίος δεν είναι συμμετέχων.

(4) Σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης κατά συμμετέχοντος σε κηρυχθέν σύστημα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή του στο σύστημα αυτό ή που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή, διέπονται από το δίκαιο που διέπει το ίδιο σύστημα.

Δικαιώματα κατόχων εξασφάλισης

7.-(1) Τα δικαιώματα διαχειριστή συστήματος ή συμμετέχοντος επί της εξασφάλισης που του παρασχέθηκε σε συνάρτηση με το κηρυχθέν σύστημα ή οποιοδήποτε διαλειτουργικό σύστημα, καθώς και τα δικαιώματα των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επί της εξασφάλισης που τους παρασχέθηκε, δε θίγονται από τη διαδικασία εκκαθάρισης έναντι-

(α) συμμετέχοντος στο εν λόγω κηρυχθέν σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα·

(β) του διαχειριστή διαλειτουργικού συστήματος που δεν είναι συμμετέχων·

(γ) του αντισυμβαλλομένου κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας· ή

(δ) οποιουδήποτε τρίτου παρέσχε την εξασφάλιση:

Η προαναφερόμενη εξασφάλιση δύναται να ρευστοποιηθεί αμέσως προς ικανοποίηση οποιουδήποτε προαναφερόμενου δικαιώματος.

(2) Όταν παρέχονται αξιόγραφα ή δικαιώματα επί αξιογράφων, ως εξασφάλιση σε συμμετέχοντες, σε διαχειριστές συστημάτων, σε κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1), και το δικαίωμά τους-ή το δικαίωμα οποιουδήποτε αντιπροσώπου, μεσίτη ή τρίτου ενεργούντος για λογαριασμό τους σε σχέση με τα αξιόγραφα-καταχωρείται νόμιμα σε μητρώο ή σε λογαριασμό ή σε κεντρικό σύστημα καταχώρισης αξιών που βρίσκεται σε κράτος-μέλος, τότε ο καθορισμός των δικαιωμάτων των εν λόγω φορέων ως δικαιούχων εξασφάλισης σε σχέση με τα αξιόγραφα αυτά διέπεται από το δίκαιο αυτού του κράτους-μέλους.

(3) Όταν διαχειριστής συστήματος έχει παράσχει εξασφάλιση σε άλλον διαχειριστή συστήματος σε συνάρτηση με διαλειτουργικό σύστημα, τα δικαιώματα του παρέχοντος διαχειριστή συστήματος επί της εν λόγω εξασφάλισης δεν θίγονται από διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι του λαμβάνοντος διαχειριστή συστήματος.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Διευθέτηση για την καθίδρυση συστήματος

8.-(1) Η διευθέτηση που διέπει ένα σύστημα σημαίνει τη διευθέτηση-

(α) μεταξύ τριών ή περισσότερων συμμετεχόντων, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται ο διαχειριστής του συστήματος αυτού, τυχόν διακανονιστής, τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, τυχόν γραφείο συμψηφισμού ή τυχόν έμμεσα συμμετέχων, με κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις για το συμψηφισμό, είτε μέσω κεντρικού αντισυμβαλλόμενου είτε όχι, ή για την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτή·

(β) η οποία διέπεται από το δίκαιο του κράτους-μέλους που επιλέγουν οι συμμετέχοντες:

Νοείται ότι οι συμμετέχοντες δικαιούνται να επιλέξουν μόνο την εφαρμογή νομοθεσίας κράτους-μέλους στο οποίο έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του τουλάχιστον ένας από τους συμμετέχοντες· και

(γ) η οποία προβλέπει ρητά ποιος είναι ο διαχειριστής του εν λόγω συστήματος.

(2) Τηρουμένων των προϋποθέσεων που τίθενται στο εδάφιο (1), η αρμόδια αρχή δύναται να χαρακτηρίζει ως σύστημα τη διευθέτηση, το αντικείμενο της οποίας συνίσταται-

(α) στην εκτέλεση εντολών μεταβίβασης όπως ορίζονται στην υποπαράγραφο (β) του ορισμού του ορισμού «εντολή μεταβίβασης» στο άρθρο 2, και

(β) σε περιορισμένη κλίμακα, στην εκτέλεση εντολών με αντικείμενο άλλα χρηματοοικονομικά μέσα,

εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι υφίσταται συστημικός κίνδυνος.

(3) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), εφόσον κρίνει ότι υφίσταται συστημικός κίνδυνος, η αρμόδια αρχή δύναται να χαρακτηρίζει, κατά περίπτωση, ως σύστημα τη διευθέτηση δύο συμμετεχόντων, στους οποίους δεν συναριθμούνται ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν γραφείο συμψηφισμού ή ο τυχόν έμμεσα συμμετέχων.

(4) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3), η διευθέτηση μεταξύ διαλειτουργικών συστημάτων δε συνιστά σύστημα.

Κήρυξη συστήματος

9.-(1) Η αρμόδια αρχή, αφού εξετάσει διευθέτηση, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, διέπει σύστημα, και εφόσον κρίνει τους κανόνες του συστήματος ικανοποιητικούς, αποφασίζει για την υπαγωγή του εν λόγω συστήματος στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και ορίζει το σύστημα αυτό ως κηρυχθέν σύστημα δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Η απόφαση της αρμόδιας αρχής δυνάμει του εδαφίου (1) ανακοινώνεται γραπτώς στο σύστημα και δημοσιεύεται με γνωστοποίηση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(3) Σε περίπτωση που κηρυχθέν σύστημα δεν πληροί ή έπαυσε να πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή δύναται να ανακαλέσει την κήρυξη του ως συστήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου και-

(α) Ανακοινώνει γραπτώς την απόφαση της αυτή προς το σύστημα· και

(β) δημοσιεύει την απόφαση της αυτή με γνωστοποίηση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4) Η ανακοίνωση της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), αναφέρει την ημερομηνία-

(α) Υπαγωγής συστήματος στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου· ή

(β) ανάκλησης της υπαγωγής συστήματος ως ανωτέρω.

Γνωστοποίηση στοιχείων κηρυχθέντος συστήματος στην αρμόδια αρχή

10.-(1) Ο διαχειριστής κάθε κηρυχθέντος συστήματος γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή τους συμμετέχοντες στο σύστημα, οποιοδήποτε τυχόν έμμεσα συμμετέχοντα, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή τους αφορά:

Νοείται ότι οποιαδήποτε αλλαγή που αφορά τους συμμετέχοντες σε κηρυχθέν σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και των έμμεσα συμμετεχόντων, κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή μέσα σε επτά ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίζεται η προσχώρηση ή αποχώρησή τους από το σύστημα.

(2) Κάθε τροποποίηση ή αναθεώρηση της διευθέτησης, που διέπει κηρυχθέν σύστημα, γνωστοποιείται στην αρμόδια αρχή μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την ημερομηνία της τροποποίησης ή αναθεώρησης αυτής.

Υποχρεώσεις αρμόδιας αρχής έναντι της ΕΑΚΑΑ

11.-(1) Η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τα κηρυχθέντα συστήματα και τους αντίστοιχους διαχειριστές των εν λόγω συστημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.

(2) Η αρμόδια αρχή συνεργάζεται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(3) Η αρμόδια αρχή παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες στην τελευταία για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Δικαιώματα

12. Η αρμόδια αρχή δύναται να καθορίζει δικαιώματα, τα οποία κάθε σύστημα, καταβάλλει στην αρμόδια αρχή με σκοπό την κάλυψη του κόστους της σχετικά με την επίβλεψη του εν λόγω συστήματος.

Ενημέρωση προσώπων με έννομο συμφέρον

13. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον δύναται να ενημερωθεί από ίδρυμα, κατόπιν αίτησης του, για τα συστήματα στα οποία το εν λόγω ίδρυμα συμμετέχει και για τους βασικούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία των εν λόγω συστημάτων.

ΜΕΡΟΣ IV ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Παροχή πληροφοριών στην αρμόδια αρχή

14.-(1) Μη επηρεαζομένων των διατάξεων του άρθρου 63 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002, η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε σύστημα, μέσα σε χρονικό διάστημα που η ίδια ήθελε καθορίσει-

(α) Πληροφορίες και στοιχεία, τα οποία είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης ως προς την υπαγωγή του συστήματος στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου·

(β) οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες και στοιχεία ήθελαν κριθεί αναγκαία για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος εδαφίου ο όρος «σύστημα» περιλαμβάνει τον διαχειριστή του εν λόγω συστήματος, τους συμμετέχοντες, καθώς και τους τυχόν διακανονιστή, κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, γραφείο συμψηφισμού και έμμεσα συμμετέχοντα.

(2) Ο τρόπος παρουσίασης και το περιεχόμενο των απαιτούμενων πληροφοριών και στοιχείων, καθώς επίσης ο τρόπος επιβεβαίωσής τους αποφασίζεται, κατά περίπτωση, από την αρμόδια αρχή.

(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των προνοιών του παρόντος άρθρου, οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τους κανόνες που διέπουν το σύστημα, καθώς επίσης οποιεσδήποτε οδηγίες ή εισηγήσεις, με βάση τις οποίες το σύστημα ενεργεί, και οι οποίες έχουν συνεχή εφαρμογή και εκδίδονται, είτε γραπτώς, είτε σε άλλη μορφή, προς τους συμμετέχοντες ή μερίδα συμμετεχόντων, τους χρήστες ή τα πρόσωπα που επιδιώκουν, είτε συμμετοχή στο σύστημα είτε χρήση των μέσων του συστήματος και οι οποίες, στην ουσία, θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος των κανόνων του συστήματος.

Εξουσία της αρμόδιας αρχής προς είσοδο και έρευνα

15. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 16, η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να διενεργεί έρευνες απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παραβίασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεων και, προς τούτο, δύναται-

(α) Να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα, καθώς και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές οποιουδήποτε προσώπου, για το οποίο υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι κατέχει στοιχεία που δυνατόν να βοηθήσουν την αρμόδια αρχή στην έρευνά της, και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα τους· και

(β) να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των υπό έρευνα προσώπων.

Διαδικασία εισόδου και έρευνας

16.-(1) Οι κατά το άρθρο 15 έρευνες διενεργούνται κατ’ εντολήν της αρμόδιας αρχής.

(2) Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παρά μόνο δυνάμει δικαστικού εντάλματος.

(3) Οι πληροφορίες που αποκτά η αρμόδια αρχή κατά την άσκηση της εξουσίας της αυτής είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό, για τον οποίο διενεργείται η έρευνα.

Υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου

17.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 25 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002, οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει γνώση ένεκα της θέσης του ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, έχει υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και οφείλει να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του και να μην τις κοινοποιεί παρά μόνο στην έκταση που η κοινοποίησή τους είναι αναγκαία στα πλαίσια διοικητικής προσφυγής, η οποία αφορά στην άσκηση των καθηκόντων του, ή εφόσον συνιστούν στοιχεία αποδεικτικά της τέλεσης ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος.

(2) Το απόρρητο συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες, που πρόσωπο λαμβάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του δύνανται να ανακοινωθούν μόνο σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας, εφόσον αναφέρονται σε θέματα που εμπίπτουν στις κατά Νόμο αρμοδιότητές τους.

(3) Οι αρχές, προς τις οποίες ανακοινώνονται εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες κατά τις διατάξεις του εδαφίου (2) δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

(4) Επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα-

(α) Εφόσον η ανακοίνωση γίνεται υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, κατά τρόπο που να μην μπορεί να διακριβωθεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο αυτή αναφέρεται, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης·

(β) στα πλαίσια αστικής διαδικασίας, σε περίπτωση πτώχευσης φυσικών προσώπων ή αναγκαστικής εκκαθάρισης νομικών προσώπων, νοουμένου ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν τρίτους που λαμβάνουν μέτρα διάσωσής τους· και

(γ) στα πλαίσια των διατάξεων του εδαφίου (5).

(5) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η αρμόδια αρχή δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες αρχές άλλου κράτους, που έχουν ανάλογες αρμοδιότητες στο κράτος αυτό και να ανταλλάσσει με τις εν λόγω αρχές τις αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες, νοουμένου ότι οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος, όπου εδρεύουν οι αρχές αυτές, από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.

(6) Οι παρασχεθείσες προς την αρμόδια αρχή κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου πληροφορίες είναι εμπιστευτικής φύσεως και απαγορεύεται η κοινοποίησή τους χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους που τις ανακοίνωσε και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς, για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

ΜΕΡΟΣ V ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Διοικητικό πρόστιμο

18.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 48 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, σε περίπτωση, κατά την οποία διαπιστώνεται ότι φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις, που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή οποιασδήποτε Οδηγίας που εκδίδεται δυνάμει αυτού, η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 10.000) και, σε περίπτωση δεύτερης παράβασης, τις είκοσι χιλιάδες λίρες (ΛΚ 20.000), ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης:

Νοείται ότι, δεν επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του παρόντος εδαφίου για παράβαση όρου λειτουργίας συστήματος, για την οποία έχει ήδη τυχόν επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 48 του περί της Κεντρικής Τράπεζας Νόμου του 2002.

(2) Σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό λίρες (Λ.Κ. 100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

Kλήση σε απολογία και παραστάσεις

19.-(1) Πριν προβεί στην έκδοση απόφασής προς επιβολή διοικητικού προστίμου, κατά το άρθρο 18, η αρμόδια αρχή οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, την πρόθεσή της προς λήψη απόφασης, να παραθέσει τους λόγους, που δικαιολογούν την πρόθεσή της και να επισημάνει τα δικαιώματα, που τους παρέχονται, δυνάμει του εδαφίου (2).

(2) Το πρόσωπο, προς το οποίο κοινοποιήθηκε έγγραφο κατά το εδάφιο (1), έχει δικαίωμα εντός προθεσμίας είκοσι μίας ημερών από της κοινοποίησης του εγγράφου, να προβεί σε γραπτές και προφορικές παραστάσεις στην αρμόδια αρχή.

(3) Η αρμόδια αρχή οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στο εδάφιο (2), πριν προβεί σε έκδοση απόφασής προς επιβολή διοικητικού προστίμου.

(4) Απόφαση της αρμόδιας αρχής προς επιβολή διοικητικού προστίμου οφείλει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται εγγράφως προς κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Λήψη δικαστικών μέτρων προς είσπραξη διοικητικού προστίμου

20. Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενου από την αρμόδια αρχή διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

ΜΕΡΟΣ VΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ποινικά αδικήματα

21.-(1) Πρόσωπο, που εν γνώσει του προβαίνει κατά την παροχή πληροφορίας για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή αποκρύπτει ουσιώδες στοιχείο ή παραλείπει την υποβολή στοιχείων ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμποδίζει τη διενέργεια ελέγχου της αρμόδιας αρχής, διαπράττει αδίκημα που, σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι τριάντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 30.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο τελεί οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο αδικήματα, τότε ποινική ευθύνη σε σχέση με το αδίκημα αυτό υπέχει, επιπρόσθετα από το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει συναινέσει ή συμπράξει στην τέλεση του αδικήματος.

Αστική ευθύνη

22.-(1) Πρόσωπο, το οποίο υπέχει ποινική ευθύνη κατά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 21 ευθύνεται για κάθε ζημιά που προσγίγνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.

(2) Πρόσωπο, το οποίο υπέχει κατά τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 21 ποινική ευθύνη για τελούμενο από νομικό πρόσωπο αδίκημα, ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που προσγίγνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.

ΜΕΡΟΣ VΙΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
΄Εκδοση Οδηγιών

23.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει Οδηγίες, οι οποίες δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και γενικά για τον καθορισμό κάθε ζητήματος, το οποίο, δυνάμει του παρόντος Νόμου, χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

(2) Η εφαρμογή των Οδηγιών της αρμόδιας αρχής από τα πρόσωπα, στα οποία αυτές απευθύνονται, είναι υποχρεωτική.

Εναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

24. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
[Διαγράφηκε]
Σημείωση
15 του Ν.99(Ι)/2011Μεταβατικές διατάξεις

(1) Εντολή μεταβίβασης, η οποία εισάγεται σε κηρυχθέν σύστημα πριν, αλλά διακανονίζεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.99(I)/2011], θεωρείται ως εντολή μεταβίβασης για σκοπούς του βασικού νόμου και του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.99(I)/2011].

(2) Η διευθέτηση, η οποία έχει κηρυχθεί από την αρμόδια αρχή ως σύστημα πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.99(I)/2011], εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως κηρυχθέν σύστημα για τους σκοπούς του βασικού νόμου και του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.99(I)/2011].