Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αξιόγραφα» σημαίνει τα χρηματοοικονομικά μέσα που καθορίζονται στο Παράρτημα·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«διαδικασία εκκαθάρισης» σημαίνει -

(α) Διαδικασία εκκαθάρισης δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία που εφαρμόζεται σε σχέση με το νομικό πρόσωπο, το οποίο αφορά η εκκαθάριση, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 μέχρι και 7, και,

(β) στην περίπτωση άλλου κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας, το συλλογικό μέτρο, το οποίο προβλέπεται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας και αφορά, είτε την εκκαθάριση, είτε την αναδιοργάνωση του συμμετέχοντος, εφόσον αυτό το μέτρο συνεπάγεται την αναστολή των μεταβιβάσεων ή των πληρωμών ή την επιβολή περιορισμών σ' αυτές·

«διακανονιστής» σημαίνει οργανισμό, ο οποίος, χάριν διακανονισμού-

(α) Παρέχει σε ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους λογαριασμούς διακανονισμού, μέσω των οποίων γίνεται ο διακανονισμός εντολών μεταβίβασης στο πλαίσιο συστημάτων· και

(β) εάν συντρέχει περίπτωση, παρέχει πίστωση σε ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που συμμετέχουν στα συστήματα αυτά.

«διαχειριστής» σημαίνει το πρόσωπο που διαθέτει την αναγκαία υποδομή, μέσω της οποίας διεκπεραιώνονται οι εντολές των συμμετεχόντων σε σύστημα, με βάση τις πρόνοιες της συμφωνίας που εγκαθιδρύει το σύστημα·

«έμμεσα συμμετέχων» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα, που έχει συμβατική σχέση με ίδρυμα, το οποίο συμμετέχει σε σύστημα που εκτελεί εντολές μεταβίβασης, έτσι που να παρέχεται η δυνατότητα στο πιστωτικό ίδρυμα να δίνει εντολές μεταβίβασης μέσω του συστήματος·

«εντολή μεταβίβασης» σημαίνει‑

(i) κάθε οδηγία συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας ή διακανονιστή, ή κάθε εντολή, η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος· ή

(ii) κάθε οδηγία συμμετέχοντος για τη μεταβίβαση του τίτλου επί ή του συμφέροντος εξ αξιογράφου μέσω λογιστικής εγγραφής σε μητρώο ή άλλως πως·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«εξασφάλιση» σημαίνει όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται δυνάμει ενεχύρου (συμπεριλαμβανομένου του χρήματος που παρέχεται με αυτό τον τρόπο), συμφωνίας επαναγοράς ή παρεμφερούς συμφωνίας ή άλλως, για την ασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με ένα σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα·

«Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που λειτουργεί σύμφωνα με τη Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

«ίδρυμα» σημαίνει -

(i) πιστωτικό ίδρυμα· ·

(ii) κεντρική τράπεζα κράτους-μέλους·

(iii) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ), όπως ορίζεται στον περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ) Νόμο του 2002·

(iv) δημόσια αρχή ή επιχείρηση, που λειτουργεί με εγγύηση του δημοσίου·

(v) επιχείρηση, που έχει το εγγεγραμμένο γραφείο της εκτός κράτους-μέλους και που οι εργασίες της είναι ανάλογες προς εκείνες των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών(Ε.Π.Ε.Υ.) κρατών-μελών·

(vi) οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, όπως αυτά καθορίζονται σε γνωστοποίηση της αρμόδιας αρχής, που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας,

εφόσον συμμετέχει σε σύστημα και ευθύνεται για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» σημαίνει οργανισμό, ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ των ιδρυμάτων ενός συστήματος και, ο οποίος δρα ως ο αποκλειστικός αντισυμβαλλόμενος των ίδιων ιδρυμάτων, σ’ ότι αφορά τις εντολές μεταβίβασης των ιδρυμάτων αυτών·

«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης·

«κηρυχθέν σύστημα» σημαίνει το σύστημα, το οποίο υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου μετά από απόφαση της αρμόδιας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου (9), ή, μετά από απόφαση αντίστοιχης αρμόδιας αρχής για την κήρυξη συστήματος σε άλλο κράτος μέλος·

«λογαριασμός διακανονισμού» σημαίνει λογαριασμό σε κεντρική τράπεζα, διακανονιστή ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, που χρησιμοποιείται για την κατοχή κεφαλαίων και αξιογράφων, καθώς και για το διακανονισμό συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχόντων σε σύστημα·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στην παραχώρηση δανείων ή άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων προς το κοινό για ίδιο λογαριασμό·

«συμμετέχων» σημαίνει ίδρυμα, κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, διακανονιστή ή συμψηφιστικό γραφείο, ο οποίος, σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος, δύναται επίσης να δρα ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή γραφείο συμψηφισμού ή να εκτελεί μέρος αυτών των καθηκόντων·

«συμψηφισμός» σημαίνει την σε καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή μετατροπή απαιτήσεων και οφειλών, που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης, τις οποίες συμμετέχων ή συμμετέχοντες απευθύνουν προς ή λαμβάνουν από έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες, με τελικό εξαγόμενο μια μόνο καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή·

«συμψηφιστικό γραφείο» σημαίνει οργανισμό, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης-

(i) των ιδρυμάτων·

(ii) του τυχόν κεντρικού αντισυμβαλλομένου· ή/ και

(iii) του τυχόν διακανονιστή·

«σύστημα» σημαίνει σύστημα πληρωμών ή διακανονισμού αξιογράφων, το οποίο, καθιδρύεται δυνάμει συμφωνίας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8·

«συστημικός κίνδυνος» σημαίνει τον κίνδυνο, τον οποίο, η αδυναμία ενός συμμετέχοντος σε σύστημα πληρωμών ή σε χρηματοοικονομική αγορά, γενικότερα, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του είναι δυνατόν να προκαλέσει σε άλλους συμμετέχοντες σε σύστημα πληρωμών ή σε άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα την αδυναμία να εκπληρώσουν τις δικές τους οικονομικές υποχρεώσεις, όταν καταστούν πληρωτέες, απειλώντας έτσι τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών˙

«τρίτη χώρα» σημαίνει κράτος που δεν είναι κράτος-μέλος.