Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αξιόγραφα» σημαίνει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 και 2009·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«γραφείο συμψηφισμού» σημαίνει οργανισμό, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης-

(α) των ιδρυμάτων,

(β) του τυχόν κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή/και

(γ) του τυχόν διακανονιστή·

«διαδικασία εκκαθάρισης» σημαίνει -

(α) Διαδικασία εκκαθάρισης δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία που εφαρμόζεται σε σχέση με το νομικό πρόσωπο, το οποίο αφορά η εκκαθάριση, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 μέχρι και 7, και,

(β) στην περίπτωση άλλου κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας, το συλλογικό μέτρο, το οποίο προβλέπεται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας και αφορά, είτε την εκκαθάριση, είτε την αναδιοργάνωση του συμμετέχοντος, εφόσον αυτό το μέτρο συνεπάγεται την αναστολή των μεταβιβάσεων ή των πληρωμών ή την επιβολή περιορισμών σ' αυτές·

«διακανονιστής» σημαίνει οργανισμό, ο οποίος, χάριν διακανονισμού-

(α) Παρέχει σε ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους λογαριασμούς διακανονισμού, μέσω των οποίων γίνεται ο διακανονισμός εντολών μεταβίβασης στο πλαίσιο συστημάτων· και

(β) εάν συντρέχει περίπτωση, παρέχει πίστωση σε ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που συμμετέχουν στα συστήματα αυτά.

«διαλειτουργικά συστήματα» σημαίνει δύο ή περισσότερα κηρυχθέντα συστήματα, οι διαχειριστές των οποίων έχουν προβεί σε μεταξύ τους διευθέτηση που περιλαμβάνει τη διασυστημική εκτέλεση εντολών μεταβίβασης·

«διαχειριστής» [Διαγράφηκε]

«διαχειριστής συστήματος» σημαίνει πρόσωπο που είναι νομικά υπεύθυνο για τη λειτουργία του συστήματος, με βάση τις πρόνοιες της διευθέτησης που εγκαθιδρύει το σύστημα, το οποίο πρόσωπο δύναται να ενεργεί και ως διακανονιστής, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή γραφείο συμψηφισμού∙

«έμμεσα συμμετέχων» σημαίνει ίδρυμα, κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, διακανονιστή, γραφείο συμψηφισμού ή διαχειριστή συστήματος, που έχει συμβατική σχέση ή διευθέτηση με συμμετέχοντα σε σύστημα το οποίο εκτελεί εντολές μεταβίβασης, η οποία επιτρέπει στον έμμεσα συμμετέχοντα να δίνει εντολές μεταβίβασης μέσω του συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι ο έμμεσα συμμετέχων είναι γνωστός στο διαχειριστή συστήματος·

«εντολή μεταβίβασης» σημαίνει -

(α) κάθε οδηγία ενός συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση ενός αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας, κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή διακανονιστή, ή κάθε οδηγία η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος, ή

(β) κάθε οδηγία ενός συμμετέχοντος για τη μεταβίβαση του τίτλου επί ή του συμφέροντος εξ’ αξιογράφου μέσω λογιστικής εγγραφής σε μητρώο ή άλλως πως·

«εξασφάλιση» σημαίνει όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4(2) του περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου του 2004, τα οποία παρέχονται δυνάμει ενέχυρου (συμπεριλαμβανομένου του χρήματος που παρέχεται με τον τρόπο αυτό), συμφωνίας επαναγοράς ή παρεμφερούς συμφωνίας ή άλλως, με σκοπό την εξασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με ένα σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«εργάσιμη ημέρα» καλύπτει τόσο τους ημερήσιους όσο και τους νυκτερινούς διακανονισμούς και περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν κατά τον επιχειρησιακό κύκλο του συστήματος∙”.

«Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που λειτουργεί σύμφωνα με τη Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

«ίδρυμα» σημαίνει -

(α) πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως 2011, συμπεριλαμβανομένων και των ιδρυμάτων που απαριθμούνται στο Άρθρο 2 της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(β) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), όπως ορίζεται στους περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμους του 2007 και 2009,

(γ) κεντρική τράπεζα κράτους-μέλους,

(δ) δημόσια αρχή ή επιχείρηση που λειτουργεί με εγγύηση του δημοσίου,

(ε) επιχείρηση που έχει το εγγεγραμμένο γραφείο της εκτός κράτους-μέλους και που οι εργασίες της είναι ανάλογες προς εκείνες των προαναφερομένων πιστωτικών ιδρυμάτων ή των προαναφερομένων επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κρατών-μελών,

(στ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως αυτό καθορίζεται σε γνωστοποίηση της αρμόδιας αρχής, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,

εφόσον συμμετέχει σε σύστημα και ευθύνεται για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο το συστήματος αυτού·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» σημαίνει οργανισμό, ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ των ιδρυμάτων ενός συστήματος και, ο οποίος δρα ως ο αποκλειστικός αντισυμβαλλόμενος των ίδιων ιδρυμάτων, σ’ ότι αφορά τις εντολές μεταβίβασης των ιδρυμάτων αυτών·

«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης·

«κηρυχθέν σύστημα» σημαίνει το σύστημα, το οποίο υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου μετά από απόφαση της αρμόδιας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 9, ή, μετά από απόφαση αντίστοιχης αρμόδιας αρχής για την κήρυξη συστήματος σε άλλο κράτος μέλος·

«λογαριασμός διακανονισμού» σημαίνει λογαριασμό σε κεντρική τράπεζα, διακανονιστή ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που χρησιμοποιείται για την κατοχή κεφαλαίων ή αξιογράφων, καθώς και για το διακανονισμό συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχόντων σε σύστημα·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στην παραχώρηση δανείων ή άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων προς το κοινό για ίδιο λογαριασμό·

«συμμετέχων» σημαίνει ίδρυμα, κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, διακανονιστή, γραφείο συμψηφισμού ή διαχειριστή συστήματος, που σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος, δύναται επίσης να δρα ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή γραφείο συμψηφισμού ή να εκτελεί μέρος αυτών των καθηκόντων·

«συμψηφισμός» σημαίνει την σε καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή μετατροπή απαιτήσεων και οφειλών, που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης, τις οποίες συμμετέχων ή συμμετέχοντες απευθύνουν προς ή λαμβάνουν από έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες, με τελικό εξαγόμενο μια μόνο καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή·

«συμψηφιστικό γραφείο» [Διαγράφηκε]

«σύστημα» σημαίνει σύστημα πληρωμών ή διακανονισμού αξιογράφων το οποίο καθιδρύεται δυνάμει διευθέτησης κατά το άρθρο 8·

«συστημικός κίνδυνος» σημαίνει τον κίνδυνο, τον οποίο, η αδυναμία ενός συμμετέχοντος σε σύστημα πληρωμών ή σε χρηματοοικονομική αγορά, γενικότερα, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του είναι δυνατόν να προκαλέσει σε άλλους συμμετέχοντες σε σύστημα πληρωμών ή σε άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα την αδυναμία να εκπληρώσουν τις δικές τους οικονομικές υποχρεώσεις, όταν καταστούν πληρωτέες, απειλώντας έτσι τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών˙

«τρίτη χώρα» σημαίνει κράτος που δεν είναι κράτος-μέλος.