Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αγοραστής» σημαίνει τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4∙

«άδεια» σημαίνει τη χορηγούμενη άδεια εξαγοράς πιστωτικών διευκολύνσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

«αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα» ή «ΑΠΙ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.

«δανειολήπτης» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται πιστωτική διευκόλυνση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η πιστωτική διευκόλυνση συνίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εξ αποφάσεως πιστωτή έναντι εξ αποφάσεως οφειλέτη που ενσωματώνονται σε ή/και προκύπτουν από δικαστική ή διαιτητική απόφαση η οποία εκδίδεται αναφορικά με σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης στην οποία ο εξ αποφάσεως οφειλέτης ήταν συμβαλλόμενο μέρος ως πρωτοφειλέτης, ο όρος «δανειολήπτης» σημαίνει τον εξ αποφάσεως χρεώστη∙

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση κατοχή κεφαλαίου το οποίο αντιπροσωπεύει το δέκα τοις εκατόν (10%) ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου εταιρείας ή το οποίο καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση εταιρείας.

«εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων» σημαίνει εταιρεία στην οποία χορηγήθηκε άδεια εξαγοράς πιστωτικών διευκολύνσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

«κάτοχος καίριας θέσης» σημαίνει μέλος του προσωπικού πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικού ιδρύματος ή εταιρείας εξαγοράς πιστώσεων, το οποίο λόγω της θέσης του δύναται να ασκεί σημαντική επιρροή στη διοίκηση αλλά το οποίο δεν είναι μέλος του διοικητικού οργάνου και περιλαμβάνει τους επικεφαλής των σημαντικών επιχειρηματικών τομέων των υποκαταστημάτων εκτός της Δημοκρατίας και των δραστηριοτήτων στήριξης και εσωτερικού ελέγχου.

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία ή/και κράτος το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Πόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόσθηκε από το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαΐου, 1993.

«πιστωτική διευκόλυνση» σημαίνει-

(α) oποιαδήποτε σύμβαση παροχής χρηματοπιστωτικής χορήγησης η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δάνειο και όριο πιστωτικής κάρτας, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η σχετική σύμβαση έχει τερματισθεί ή όχι και/ή έχει λήξει ή όχι και/ή σε σχέση με αυτή εκκρεμούν οποιεσδήποτε νομικές διαδικασίες ή όχι, νοουμένου ότι από τη σύμβαση προκύπτουν συνεχιζόμενες και/ή μη πλήρως διευθετημένες υποχρεώσεις του οφειλέτη έναντι του πιστωτή αυτού,

(β) τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του εξ αποφάσεως πιστωτή έναντι του εξ αποφάσεως οφειλέτη που ενσωματώνονται σε ή/και προκύπτουν από δικαστική απόφαση η οποία δεν είναι ποινικής ή διοικητικής φύσης ή από διαιτητική απόφαση και αφορά σύμβαση παροχής χρηματοπιστωτικής χορήγησης στην οποία ο εξ αποφάσεως οφειλέτης ήταν συμβαλλόμενο μέρος ως πρωτοφειλέτης, νοουμένου ότι από την απόφαση προκύπτουν συνεχιζόμενες και/ή μη πλήρως διευθετημένες υποχρεώσεις του εξ αποφάσεως οφειλέτη έναντι του εξ αποφάσεως πιστωτή:

Νοείται ότι οποιαδήποτε υποχρέωση του εξ αποφάσεως πιστωτή προς τον εξ αποφάσεως οφειλέτη η οποία είναι χρηματική και υπερβαίνει την οφειλή του εξ αποφάσεως οφειλέτη προς τον εξ αποφάσεως πιστωτή δεν περιλαμβάνεται στον όρο «πιστωτική διευκόλυνση» και δεν μεταφέρεται στον αγοραστή∙

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει ΑΠΙ ή υποκατάστημα το οποίο λειτουργεί στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10Α του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.

«στενοί δεσμοί» σημαίνει μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους-

(α) με συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας άμεσης ή μέσω ελέγχου του είκοσι τοις εκατόν (20%) ή ανωτέρου ποσοστού των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης. ή

(β) με έλεγχο∙ ή

(γ) με μόνιμη σύνδεση και των δύο ή όλων στο ίδιο τρίτο πρόσωπο μέσω σχέσης ελέγχου.

«χρηματοδοτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

«χρόνος μεταφοράς» σημαίνει το χρονικό σημείο που καθορίζεται στη συμφωνία μεταξύ του εκχωρητή και του αγοραστή ως ο χρόνος της μεταφοράς των πιστωτικών διευκολύνσεων.