Ποιοτικά χαρακτηριστικά της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας

19.-(1) Το Ίδρυμα διασφαλίζει την παροχή δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας με αμερόληπτη προσοχή και σεβασμό στα συμφέροντα και τις ευαισθησίες της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, των θρησκευτικών ομάδων και των διάφορων μειονοτήτων που υπάρχουν στη Δημοκρατία.

(2) Το Ίδρυμα παρέχει δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία στην Ελληνική, την Τουρκική και την Αγγλική γλώσσα και σε οποιεσδήποτε άλλες κατά την κρίση του γλώσσες και διασφαλίζει την τήρηση δίκαιης ισορροπίας στην κατανομή του συνολικού ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού χρόνου σε προγράμματα, εκπομπές και θέματα που μεταδίδονται στις γλώσσες αυτές.

(3) Το Ίδρυμα διασφαλίζει ότι η δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία που παρέχει δεν προκαλεί τη δημιουργία αισθημάτων μίσους λόγω διαφορών στη φυλή, το φύλο, τη θρησκεία ή την ιθαγένεια.

(4) Το Ίδρυμα παρέχει, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία για λήψη εκτός της Δημοκρατίας, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου:

Νοείται ότι, στο πλαίσιο της παροχής δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, το Ίδρυμα διασφαλίζει την αμφίδρομη απευθείας τηλεοπτική σύνδεση της Δημοκρατίας με την Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με την εκάστοτε σε ισχύ σχετική διακρατική συμφωνία.

(5) (α) Το Ίδρυμα έχει υποχρέωση να διασφαλίζει ότι οι τηλεοπτικές εκπομπές του δεν περιλαμβάνουν προγράμματα τα οποία ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη σωματική, την πνευματική ή την ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων και ιδίως προγράμματα που περιέχουν πορνογραφικές σκηνές ή σκηνές αδικαιολόγητης βίας.

(β) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) υποχρέωση, επεκτείνεται επίσης και σε άλλα προγράμματα που ενδέχεται να βλάψουν τη σωματική, την πνευματική ή την ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, εκτός αν εξασφαλίζεται, με την επιλογή του κατάλληλου χρόνου μετάδοσης του προγράμματος ή με άλλα τεχνικής φύσεως μέτρα, ότι οι ανήλικοι δε βλέπουν ή ακούν κατά κανόνα και συστηματικά τις εκπομπές αυτές.

(γ) Για τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α) και (β) προγράμματα που μεταδίδονται σε μη κωδικοποιημένη μορφή, το Ίδρυμα έχει υποχρέωση να διασφαλίζει ότι προηγείται ακουστική προειδοποίηση ή ότι αναγνωρίζονται από την παρουσία ενός οπτικού συμβόλου καθ’ όλη τη διάρκειά τους.

(6) Το Ίδρυμα διασφαλίζει την τήρηση δίκαιης ισορροπίας στην κατανομή του συνολικού ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού χρόνου μετάδοσης προγραμμάτων ή εκπομπών πολιτικού περιεχομένου ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα.

(7) Για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (5), το Ίδρυμα εκδίδει Κανονισμούς, δυνάμει του παρόντος Νόμου  που διέπουν, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη οπτικού κώδικα κατάταξης προγραμμάτων, πανομοιότυπου με αυτού που ισχύει για τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς.

(8)(α) Η συμμετοχή ανηλίκου σε εμπορικά προγράμματα, εκπομπές, οπτικοακουστικές εμπορικές ανακοινώσεις ή διαφημίσεις, εφεξής για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου καλούμενη «συμμετοχή ανηλίκου», επιτρέπεται μόνο υπό την αίρεση της εξασφάλισης προηγουμένως της γραπτής συγκατάθεσης των γονέων ή κηδεμόνων του ανηλίκου και  νοουμένου ότι αυτή κρίνεται ως συμφέρουσα για τον ίδιο.

(β) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του περί Προστασίας των Νέων στην Απασχόληση Νόμου αναφορικά με την απασχόληση παιδιού σε δραστηριότητα πολιτιστικής, καλλιτεχνικής, αθλητικής ή διαφημιστικής φύσεως, η συμμετοχή ανηλίκου σε πολιτιστικά ή καλλιτεχνικά προγράμματα, εκπομπές ή οπτικοακουστικές ανακοινώσεις ανάλογου περιεχομένου, επιτρέπεται χωρίς όρους, νοουμένου ότι διασφαλίζεται η ελεύθερη συμμετοχή του ανηλίκου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η συμμετοχή ανηλίκου εμπίπτει στην έννοια της απασχόλησης με βάση τις διατάξεις του περί Προστασίας των Νέων στην Απασχόληση Νόμου, τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του Νόμου αυτού.

(γ) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων της παραγράφου (α), για τη συμμετοχή ανηλίκου ηλικίας άνω των δεκαπέντε (15) ετών, απαιτείται η γραπτή συγκατάθεση του ιδίου του ανηλίκου.

(δ) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων της παραγράφου (α), για τη συμμετοχή ανηλίκου ηλικίας κάτω των δεκαπέντε (15) ετών, λαμβάνεται υπόψη η ωριμότητα του ανηλίκου, ενώ σε περίπτωση που ο ανήλικος εκφράζει με οποιοδήποτε τρόπο άρνηση συμμετοχής ή άρνηση συνέχισης συμμετοχής σε οποιαδήποτε δραστηριότητα ανεξαρτήτως της φύσεως αυτής, τότε η συμμετοχή ανηλίκου αποκλείεται ή διακόπτεται, αντίστοιχα.