Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

(α) «Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων», όπως διορθώθηκε, και

(β) «Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των Κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012»,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος του 2016.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αρμόδια αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

«αρμόδια αρχή κράτους μέλους» σημαίνει αρχή κράτους μέλους που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

«Αρχή Εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

«διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα» σημαίνει μετρητά, καταθέσεις και στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει την καθοριζόμενη στην υποπαράγραφο (δ) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 12 των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών και τα οποία χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου.

«διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του Ταμείου Εξυγίανσης» σημαίνει τα μετρητά, τις καταθέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που διατίθενται στο Ταμείο Εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 103 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

«ΕΑΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

«εισφορά» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) το οφειλόμενο ποσό που προκύπτει από την αρχική, την εκ των προτέρων ή την εκ των υστέρων εισφορά, την οποία το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου και δυνάμει των κανονισμών,

(β) το οφειλόμενο ποσό που προκύπτει από την εκ των προτέρων ή την εκ των υστέρων εισφορά, την οποία το ίδρυμα υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο Εξυγίανσης δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 11 και 12 του παρόντος Νόμου και δυνάμει των κανονισμών.

«Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2015/81» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2014 περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης.

«Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 67, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

«Ένωση» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση.

«επηρεαζόμενο ίδρυμα» [Διαγράφηκε]∙

«επιλέξιμες καταθέσεις» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους κανονισμούς∙

«Επιτροπή» σημαίνει τη Διαχειριστική Επιτροπή η οποία ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6∙

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, όπως αυτή ορίζεται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο, ως διορθώθηκε∙

«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«ίδρυμα» σημαίνει -

(α) πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου «πιστωτικό ίδρυμα»∙

(β) επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις προϋποθέσεις του  ορισμού του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2) του  Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10 των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2016, οι οποίες παρέμειναν σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 104 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2017∙

«καλυπτόμενο ίδρυμα» [Διαγράφηκε]∙

«καλυπτόμενες καταθέσεις» σημαίνει το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων που δεν υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που αναφέρεται στους κανονισμούς∙

«κανονισμοί» σημαίνει τους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 32∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων», όπως διορθώθηκε∙

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2005/78/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όπως τροποποιήθηκε από τον κατ΄ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 2015/62 της Επιτροπής της 10ης Οκτωβρίου 2014 και όπως διορθώθηκε∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014 περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010»∙

«κατάθεση» σημαίνει πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, περιλαμβανομένων των καταθέσεων προθεσμίας και των καταθέσεων ταμιευτηρίου, αλλά εξαιρουμένου του πιστωτικού υπολοίπου, όταν-

(α) η ύπαρξή του μπορεί να αποδειχθεί μόνο με χρηματοοικονομικά μέσα, όπως αυτά ορίζονται στον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο όπως διορθώθηκε, εκτός εάν πρόκειται για αποταμιευτικό προϊόν που βεβαιώνεται με πιστοποιητικό κατάθεσης στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου και το οποίο υφίστατο κατά την 2α Ιουλίου 2014,

(β) το κεφάλαιό του δεν είναι επιστρεπτέο στο άρτιο,

(γ) το κεφάλαιό του είναι επιστρεπτέο στο άρτιο μόνο δυνάμει ειδικής εγγύησης ή συμφωνίας που παρέχεται από το πιστωτικό ίδρυμα ή τρίτο μέρος·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο∙

«μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«μέτρο πώλησης εργασιών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«μη διαθέσιμη κατάθεση» σημαίνει κατάθεση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, η οποία δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα βάσει των ισχυόντων νόμιμων ή συμβατικών όρων και ως προς την οποία συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) τηρουμένων των περί της Σύνδεσης Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων με τον Κεντρικό Φορέα Οδηγιών του 2013 και 2015, η Κεντρική Τράπεζα έχει διαπιστώσει και έχει ενημερώσει την Επιτροπή ότι πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση και κρίνει ότι δεν θα καταστεί ικανό προς τούτο στο προσεχές μέλλον,

(β) έχει εκδοθεί διάταγμα από δικαστήριο της Δημοκρατίας για ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο ή σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος του οποίου η έδρα είναι άλλη από τη Δημοκρατία, έχει εκδοθεί αντίστοιχο διάταγμα από δικαστική αρχή της χώρας που αποτελεί την έδρα του.

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ˙

«Οδηγία 2014/49/EΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/49/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων»∙

«Οδηγία 2014/59/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012∙

«Ορισθείσα Αρχή» σημαίνει το φορέα που διοικεί το ΣΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

«πιστωτικό ίδρυμα» -

(α) αναφορικά με τα άρθρα 11 και 14  του παρόντος Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «ίδρυμα» από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 5 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ∙

(β) αναφορικά με τα άρθρα 4(α)(i), 9(2), 9(3),  10(1)(α) και σε οποιεσδήποτε άλλες αναφορές του παρόντος Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013˙

«ΣΕΚ» σημαίνει το Σύστημα Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων, που λειτουργεί στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

«στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου» σημαίνει στοιχεία ενεργητικού που εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία που αναφέρονται στον πίνακα 1 του Άρθρου 336 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού που κρίνονται εξίσου ασφαλή και ρευστά από την Επιτροπή∙

«σχετική αρμόδια αρχή τρίτης χώρας» σημαίνει αρμόδια αρχή τρίτης χώρας η οποία, αν ήταν θεσπισμένη στην Ένωση, θα πληρούσε τον ορισμό του όρου αρμόδια αρχή∙

«Ταμεία» σημαίνει το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και το Ταμείο Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων∙

«Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων» σημαίνει το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων Πιστωτικών Ιδρυμάτων∙

«Ταμείο Εξυγίανσης» σημαίνει το Ταμείο Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων∙

(2) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, εκτός εάν από το κείμενο του παρόντος Νόμου προκύπτει διαφορετική έννοια-

(α) οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως Οδηγία, Κανονισμό ή Απόφαση, σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(β) οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή την εν λόγω κανονιστική διοικητική πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Πεδίο εφαρμογής

3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα ή ιδρύματα κατ’αναλογίαν και σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2.

(2) Ποσά που ορίζονται ως ηλεκτρονικό χρήμα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.

Σκοποί του ΣΕΚ

4. Οι σκοποί του ΣΕΚ είναι οι ακόλουθοι:

(α) Η καταβολή μέσω του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων-

(i) αποζημίωσης στους καταθέτες πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία καταβάλλουν εισφορά στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, στην περίπτωση που αυτά δεν είναι σε θέση να αποπληρώσουν τις καταθέσεις τους∙

(ii) χρηματοδότησης της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σύμφωνα με το Άρθρο 105 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου και σύμφωνα με το άρθρο 10 του παρόντος Νόμου∙

(β) η χρηματοδότηση, μέσω του Ταμείου Εξυγίανσης, της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο και στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο.

Ορισθείσα Αρχή

5.-(1) Το ΣΕΚ αποτελείται από τα Ταμεία και η Επιτροπή είναι η Ορισθείσα Αρχή.

(2) Επιτρέπεται η συγχώνευση του ΣΕΚ με συστήματα εγγύησης των καταθέσεων άλλων κρατών μελών ή/και η συμμετοχή του ΣΕΚ σε σύσταση διασυνοριακών συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι τέτοια συγχώνευση ή/και σύσταση τυγχάνει της εκ των προτέρων έγκρισης της Επιτροπής.

Καθεστώς ΣΕΚ

6.-(1) Το ΣΕΚ αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα δημοσίου δικαίου.

(2) Για την εξυπηρέτηση των σκοπών του ΣΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των Ταμείων και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 30, ιδρύεται Επιτροπή της οποίας η συγκρότηση, η σύνθεση, οι εξουσίες, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ.

(3) Το ΣΕΚ, για τις σχέσεις του στην αλλοδαπή, χρησιμοποιεί την επωνυμία «Deposit Guarantee and Resolution of Credit and Other Institutions Scheme (DGS) ».

Επιλεξιμότητα των καταθέσεων, επίπεδο κάλυψης και αποπληρωμή

7. Οι καλυπτόμενες από το ΣΕΚ καταθέσεις, το επίπεδο και το νόμισμα κάλυψης, η περίοδος και οι μέθοδοι αποπληρωμής καθορίζονται στους κανονισμούς.

Διαθέσιμα κεφάλαια των Ταμείων Εγγύησης Καταθέσεων

8. [Διαγράφηκε]
Εισφορές στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων

9.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι το ΣΕΚ διαθέτει επαρκείς μηχανισμούς για τον προσδιορισμό των δυνητικών υποχρεώσεών του. τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΣΕΚ για σκοπούς αποζημίωσης καλυπτόμενων καταθέσεων πρέπει να είναι ανάλογα των υποχρεώσεων αυτών.

(2) Η Επιτροπή επιβάλλει σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα που λαμβάνει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές και το οποίο υπόκειται σε υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφοράς στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων κατά τον παρόντα Νόμο, την καταβολή αρχικής εισφοράς, όπως καθορίζεται στους κανονισμούς.

(3) Κάθε μέλος του ΣΕΚ καταβάλλει κατ’ έτος εισφορά σε αυτό, το ύψος της οποίας καθορίζεται με κανονισμούς, οι οποίοι δύναται να προβλέπουν και πρόσθετη χρηματοδότηση του ΣΕΚ από άλλες πηγές.

(4) Το επίπεδο-στόχος, όπως αυτό καθορίζεται στους κανονισμούς, επιτυγχάνεται μέχρι την 3η Ιουλίου 2024.

(5) Η εκ των προτέρων εισφορά λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και την επίπτωση που μπορεί να έχουν οι προκυκλικές εισφορές κατά τον καθορισμό των ετήσιων εισφορών στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

(6) Η αρχική χρονική περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να παραταθεί κατά τέσσερα (4) έτη κατά μέγιστο, εφόσον το ΣΕΚ εκταμίευσε σωρευτικά ποσά που υπερβαίνουν το 0,8% των καλυπτόμενων καταθέσεων.

(7) Η Επιτροπή καθιερώνει κατάλληλες ρυθμίσεις εναλλακτικής χρηματοδότησης, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλιστεί βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση προκειμένου να υπάρξει ανταπόκριση στις απαιτήσεις του ΣΕΚ.

(8) Η Επιτροπή ενημερώνει την ΕΑΤ πριν από την 31η Μαρτίου κάθε έτους, σχετικά με το ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων στη Δημοκρατία και των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων του ΣΕΚ αναφορικά με το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, όπως αυτά ίσχυαν κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.

(9) Οι εισφορές στο Ταμείο Εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων του Ταμείου Εξυγίανσης που λαμβάνονται υπόψη ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος του Ταμείου Εξυγίανσης, δεν συνυπολογίζονται για την επίτευξη του επιπέδου-στόχου αναφορικά με το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων.

(10) Ο υπολογισμός των αρχικών, των εκ των προτέρων και των έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών, καθορίζεται στους κανονισμούς.

Χρήση κεφαλαίων του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων

10.-(1) Τα κεφάλαια του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων δύναται να χρησιμοποιούνται για τους ακόλουθους σκοπούς:

(α) Πρωτίστως για την καταβολή αποζημίωσης στους καταθέτες πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία καταβάλλουν εισφορά στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, εφόσον κατάθεση καταστεί μη διαθέσιμη∙

(β) για τη χρηματοδότηση της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους Χ του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 105 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου και του εδαφίου (2) του άρθρου 27 του παρόντος Νόμου, εάν τα διαθέσιμα χρηματοοικονομικά μέσα του ΣΕΚ χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων αυτών, και κατόπιν τούτου μειωθούν σε λιγότερο από δύο τρίτα (2/3) του επιπέδου-στόχου του ΣΕΚ, οι τακτικές συνεισφορές στο ΣΕΚ καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι (6) ετών.

(3) Η Αρχή Εξυγίανσης, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής, καθορίζει το ποσό που θα χρησιμοποιείται από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων για τη χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης, το οποίο δεν υπερβαίνει ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατόν (50%) του επιπέδου-στόχου.

(4) Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, το ποσό που χρησιμοποιείται από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων για τη χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης, δεν υπερβαίνει το ύψος των ζημιών που θα χρειαζόταν να υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(5) Οι όροι και προϋποθέσεις ενεργοποίησης της διαδικασίας καταβολής αποζημίωσης από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων ρυθμίζονται στους κανονισμούς.

Εισφορές εκ των προτέρων στο Ταμείο Εξυγίανσης

11.-(1) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του Ταμείου Εξυγίανσης θα ανέρχονται στο επίπεδο-στόχο του τουλάχιστον 1% του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία.

(2) Κατά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στο εδάφιο (1), οι εισφορές στο Ταμείο Εξυγίανσης, που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των κανονισμών, κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. προς τούτο, η Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη της Αρχής Εξυγίανσης, λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου καθώς και του αντίκτυπου προκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των συνεισφερόντων ιδρυμάτων.

Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι εισφορές των αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία μεταφέρονται από το Ταμείο Εξυγίανσης στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης της Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Συμφωνίας για τη Μεταφορά και Αμοιβαιοποίηση των Εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (Κυρωτικού) Νόμου του 2015, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/81. οι ΕΠΕΥ και τα αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία λειτουργούν στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος και η έδρα τους βρίσκεται σε τρίτες χώρες, συνεχίζουν να καταβάλλουν εισφορές στο Ταμείο Εξυγίανσης σύμφωνα με τους κανονισμούς και τις οδηγίες της Επιτροπής.

(3) Οι εισφορές στο ΣΕΚ για σκοπούς εγγύησης των καταθέσεων δεν προσμετρούνται στο επίπεδο-στόχο του Ταμείου Εξυγίανσης.

(4) Ο τρόπος υπολογισμού όλων των εισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης καθορίζεται στους κανονισμούς.

(5) Η αρχική χρονική περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) επιτρέπεται να παραταθεί μέχρι τέσσερα (4) έτη, εάν το Ταμείο Εξυγίανσης έχει προβεί σε σωρευτικές εκταμιεύσεις που υπερβαίνουν το 0,5% των καλυπτόμενων καταθέσεων του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία.

(6) Εάν, μετά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στο εδάφιο (1), τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του Ταμείου Εξυγίανσης είναι κατώτερα του επιπέδου-στόχου που καθορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, οι τακτικές εκ των προτέρων εισφορές οι οποίες συγκεντρώθηκαν συνεχίζονται μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. μετά την επίτευξη του επιπέδου-στόχου για πρώτη φορά και εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του Ταμείου Εξυγίανσης έχουν μετέπειτα μειωθεί σε λιγότερο από δύο τρίτα (2/3) του επιπέδου-στόχου, οι εν λόγω εισφορές καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι (6) ετών.

(7) Οι εισφορές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς των μέτρων της εξυγίανσης.

(8) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 45, 46, 48, 50, 51, 52 και 112 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, τα ποσά που εισπράττονται από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα, οι τόκοι και άλλα κέρδη επί των επενδύσεων και οποιαδήποτε άλλα κέρδη επιτρέπεται να είναι προς όφελος του Ταμείου Εξυγίανσης.

Εισφορές εκ των υστέρων στο Ταμείο Εξυγίανσης

12.-(1) Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του Ταμείου Εξυγίανσης δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι συγκεντρώνονται έκτακτες εισφορές εκ των υστέρων από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία, προκειμένου να καλύπτονται τα επιπλέον ποσά. οι εν λόγω έκτακτες εκ των υστέρων εισφορές υπολογίζονται σύμφωνα με τους κανονισμούς.

(2) Οι έκτακτες εκ των υστέρων εισφορές δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο του ετήσιου ποσού των εισφορών το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με τους κανονισμούς.

(3) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να χορηγήσει σε ίδρυμα συνολική ή μερική απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εκ των υστέρων συνεισφοράς προς το Ταμείο Εξυγίανσης, εάν οι εισφορές θα έθεταν σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα του ιδρύματος:

Νοείται ότι, η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, αλλά επιτρέπεται να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του ιδρύματος και οι απαλλαχθείσες, δυνάμει του παρόντος εδαφίου, εισφορές καταβάλλονται όταν η πληρωμή δεν θέτει πια σε κίνδυνο τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του ιδρύματος.

(4) Για τις εισφορές που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 κατ’ αναλογία.

Ταμείο Εξυγίανσης και διασυνοριακές χρηματοδοτήσεις

13.-(1) Σε περίπτωση εξυγίανσης ενός ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 104 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, το Ταμείο Εξυγίανσης συμμετέχει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, καταβάλλοντας αμέσως τη συνεισφορά του για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου, σύμφωνα με πολιτική που καθορίζει η Επιτροπή.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το ΣΕΚ δύναται να συνάπτει δάνεια ή να λαμβάνει άλλες μορφές στήριξης από ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη ή να εγγυάται οποιαδήποτε δάνεια τα οποία συνάπτονται από χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 104 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

Χρήση κεφαλαίων του Ταμείου Εξυγίανσης

14.-(1) Η Επιτροπή, κατόπιν σχετικής απαίτησης της Αρχής Εξυγίανσης, καθιστά άμεσα διαθέσιμο ποσό το οποίο καταβάλλεται από το Ταμείο Εξυγίανσης για τη χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης, σύμφωνα με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο.

(2) Η Αρχή Εξυγίανσης ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τη διαρρύθμιση του Ταμείου Εξυγίανσης.

(3) Η Αρχή Εξυγίανσης ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με το ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο (1), τουλάχιστον ετησίως.

(4) Σε περίπτωση χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης σε διαδικασία εφαρμογής μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (7) του άρθρου 54, και της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 103 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου το Ταμείο Εξυγίανσης επιτρέπεται να χρηματοδοτηθεί με-

(α) Το διαθέσιμο στο Ταμείο Εξυγίανσης ποσό που συγκεντρώθηκε μέσω εκ των προτέρων εισφορών σύμφωνα με τους κανονισμούς∙

(β) το ποσό που μπορεί να αντληθεί μέσω εκ των υστέρων εισφορών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, εντός περιόδου τριών (3) ετών∙

(γ) σε περίπτωση που τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α) και (β) ποσά δεν επαρκούν, ποσά που συγκεντρώνονται από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15.

Εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης

15. Εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης του ΣΕΚ επιτρέπεται να προέρχονται από τα ακόλουθα:

(α) [Διαγράφηκε]·

(β) δάνεια ή άλλους τύπους στήριξης από ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη, σε περίπτωση που τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 και 11 δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των Ταμείων, και δεν υπάρχει αμέσως πρόσβαση στις έκτακτες εκ των υστέρων εισφορές που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 12 ή οι εισφορές αυτές δεν επαρκούν∙

(γ) ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή επενδύσεων.

Μεταφορά ποσών από το Ταμείο Εξυγίανσης

16. Απαγορεύεται η μεταφορά ποσών από το Ταμείο Εξυγίανσης προς το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και αντιστρόφως, εκτός σε περίπτωση που προσδιοριστεί με αποτίμηση, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 76 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, ότι η συνεισφορά του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων σε διαδικασία εξυγίανσης ήταν μεγαλύτερη από τις καθαρές ζημιές που θα είχε υποστεί το ΣΕΚ εάν το ίδρυμα ετίθετο υπαλλακτικά σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ως αυτές ορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

Δανεισμός

17.-(1) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίζει κατά πόσο το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων μπορεί να χορηγεί σε ή/και να λαμβάνει δάνειο από άλλα συστήματα εγγύησης καταθέσεων εντός της Ένωσης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στους κανονισμούς.

(2) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίζει κατά πόσο μπορεί να χορηγεί δάνεια σε άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης εντός της Ένωσης ή να υποβάλλει αίτημα για δανεισμό από άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης εντός της Ένωσης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στους κανονισμούς.

ΜΕΡΟΣ III ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΣΕΚ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ
Επιτροπή

18.-(1) Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα μέλη της Επιτροπής δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από το Υπουργικό Συμβούλιο, από την Κυβέρνηση ή οποιοδήποτε άλλο κρατικό ή ημικρατικό φορέα, όργανο ή οργανισμό, ούτε υπόκεινται σε επιρροές οποιασδήποτε φύσης.

(2)(α) Η Επιτροπή απαρτίζεται από πέντε (5) μέλη, περιλαμβανομένου του Προέδρου.

(β) Πρόεδρος ως εκ της θέσης του είναι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.

(γ) Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του, τον Πρόεδρο αναπληρώνει στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο υποδεικνύει ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.

(3) Τα τέσσερα (4) άλλα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και είναι-

(α) δύο (2) υπάλληλοι της Κεντρικής Τράπεζας, και

(β) δύο (2) υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών.

(4) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας διορίζει τέσσερα (4) αναπληρωματικά μέλη τα οποία αναπληρούν τα μέλη που αναφέρονται στο εδάφιο (3). τα δύο (2) μέλη που αναπληρούν τους δύο (2) εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών διορίζονται από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών.

(5) Η θητεία των μελών της Επιτροπής που αναφέρονται στα εδάφια (3) και (4) είναι πενταετής, δύναται όμως να ανανεώνεται ή/και να παρατείνεται μέχρι το διορισμό νέας Επιτροπής, νοουμένου ότι η παράταση δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

(6) Η θητεία οποιουδήποτε μέλους της Επιτροπής κενούται μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) σε περίπτωση που, κατά την κρίση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας ή λόγω θανάτου∙

(β) σε περίπτωση αφυπηρέτησης ή παραίτησής του από την Κεντρική Τράπεζα ή το Υπουργείο Οικονομικών∙

(γ) εφόσον, κατά την κρίση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλους προκύψουν πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση την απαραίτητη για την άσκηση του λειτουργήματός του αξιοπιστία του μέλους∙

(δ) με έγγραφη παραίτηση από τη θέση του ως μέλος της Επιτροπής και εφόσον αυτή γίνει αποδεκτή από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας∙

(ε) για οποιαδήποτε άλλη σοβαρή αιτία που, κατά την κρίση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, επηρεάζει την ομαλή ή/και αποτελεσματική λειτουργία της Επιτροπής.

(7) Μετά την κένωση της θέσης, οποιουδήποτε μέλους, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών σε περίπτωση κένωσης θέσης μέλους το οποίο εκπροσωπεί το Υπουργείο Οικονομικών, μεριμνά το γρηγορότερο για την πλήρωση της θέσης για τον υπολειπόμενο χρόνο της θητείας αυτού, αλλά μέχρις ότου πληρωθεί η κενωθείσα θέση, καμία κένωση θέσης δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση και λειτουργία της Επιτροπής, νοουμένου ότι ο αριθμός των παραμενόντων μελών δεν είναι μικρότερος του απαιτούμενου αριθμού της Επιτροπής για σκοπούς απαρτίας σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών.

(8) Η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας της Επιτροπής δεν επηρεάζεται εξαιτίας της χηρείας θέσης μέλους της, εφόσον ο αριθμός των μελών δεν είναι μικρότερος των τριών (3) κατά το χρόνο της απόφασης της Επιτροπής.

(9) Οι διαδικασίες λειτουργίας της Επιτροπής καθορίζονται σε κανονισμούς.

Εξουσίες και ευθύνη μελών Επιτροπής

19.-(1) Η Επιτροπή έχει πλήρη εξουσία για τη διοίκηση και διαχείριση του κάθε Ταμείου και ειδικότερα-

(α) Διασφαλίζει ότι τα Ταμεία διαθέτουν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους∙

(β) υπολογίζει, επιβάλλει και εισπράττει τις εισφορές που πρέπει να καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων∙

(γ) στην περίπτωση των εισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης, η Επιτροπή υπολογίζει τις εισφορές κατόπιν συνεννόησης με την Αρχή Εξυγίανσης, επιβάλλει τις εισφορές και έχει την ευθύνη της είσπραξής τους∙

(δ) χρησιμοποιεί τους πόρους του κάθε Ταμείου χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 4∙

(ε) διεκπεραιώνει την επενδυτική πολιτική των Ταμείων∙

(στ) δανείζεται, όταν παρίσταται ανάγκη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 και των κανονισμών∙

(ζ) έχει οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα και ευθύνες που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του κάθε Ταμείου∙

(η) τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 4, διεκπεραιώνει τις αναγκαίες πληρωμές που προκύπτουν από μέτρα εξυγίανσης, κατόπιν εντολής της Αρχής Εξυγίανσης∙

(θ) εκδίδει προς τα ιδρύματα γενικές ή ειδικές οδηγίες μέσω εγκυκλίων, οι οποίες έχουν δεσμευτική ισχύ και τις οποίες γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει.

(2) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα, απευθείας ή μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, τηρουμένων των διατάξεων του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, όπως διορθώθηκε και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, να υποβάλλουν στοιχεία ή/και πληροφορίες σχετικά με την επίτευξη του σκοπού του κάθε Ταμείου, μέσα σε χρονική προθεσμία που η ίδια ορίζει, και δυνατό να περιλαμβάνουν-

(α) Στοιχεία που αφορούν τη βάση σχετικών υποχρεώσεων για τον υπολογισμό της τακτικής ή έκτακτης εισφοράς∙

(β) στοιχεία ισολογισμού και αποτελεσμάτων χρήσης∙

(γ) οποιαδήποτε άλλα στοιχεία:

Νοείται ότι, κάθε πιστωτικό ίδρυμα, από το οποίο η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί την υποβολή στοιχείων ή/και πληροφοριών, οφείλει να συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση.

(3) Η Επιτροπή:

(α) Έχει την ευθύνη της συλλογής των οφειλόμενων εισφορών, οι οποίες πρέπει να εξοφλούνται πλήρως,

(β) θεσπίζει κατάλληλη υποχρεωτική λογιστική υποβολή εκθέσεων και άλλες υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων εισφορών,

(γ) διασφαλίζει τη λήψη μέτρων για την κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των εισφορών,

(δ) διασφαλίζει τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της διαφυγής, της αποφυγής και της κατάχρησης.

(4) Σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κάθε μέλος αυτής, καθώς επίσης και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο εκτελεί εργασίες που του έχουν ανατεθεί για την επίτευξη των σκοπών του ΣΕΚ, δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

(5)(α) Απαγορεύεται στα μέλη της Επιτροπής, στο προσωπικό του ΣΕΚ και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να έχει πρόσβαση ή να λαμβάνει γνώση μη δημοσιευμένων στοιχείων ή/και οποιασδήποτε άλλης πληροφόρησης, η οποία αποδεδειγμένα δεν έχει γίνει δημόσια γνωστή και αφορά το ΣΕΚ ή/και πιστωτικό ίδρυμα ή/και τις χρηματοοικονομικές αγορές ή/και πρόσωπο επηρεαζόμενο από επικείμενες ή λαμβανόμενες ενέργειες ή αποφάσεις της Επιτροπής του ΣΕΚ, να παρέχει, κοινοποιεί, αποκαλύπτει ή χρησιμοποιεί προς ίδιο όφελος τις πληροφορίες αυτές:

Νοείται ότι, τα πρόσωπα που εμπίπτουν στα διαλαμβανόμενα στο παρόν εδάφιο, συνεχίζουν να φέρουν την υποχρέωση τήρησης του απόρρητου και της εχεμύθειας και μετά την αποχώρησή τους, την παύση ή/και την ολοκλήρωση των εργασιών που τους ανατέθηκαν από την Επιτροπή.

(β) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δεν γνωστοποιούνται σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, παρά μόνον κατόπιν προηγούμενης συγκατάθεσης της Επιτροπής.

(γ) Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση παροχής πληροφοριών στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές ή σε άλλους φορείς ή/και πρόσωπα, εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

(6)(α) Όταν συντρέχει η προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου “μη διαθέσιμη κατάθεση” στο εδάφιο (1) του άρθρου 2, αλλά δεν έχει εκδοθεί διάταγμα από δικαστήριο όπως αναφέρεται στην προϋπόθεση της παραγράφου (β) του ίδιου ορισμού, και το πιστωτικό ίδρυμα δεν εφαρμόζει εντός τριών (3) ημερών τις οδηγίες της Επιτροπής που δίδονται σύμφωνα με τον  Κανονισμό 12(1)(ε) των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών του 2016 έως 2020, η Επιτροπή δύναται να αναλάβει την αποκλειστική διαχείριση των λογαριασμών ρευστών διαθεσίμων που τηρεί το πιστωτικό ίδρυμα με την Κεντρική Τράπεζα ή/και με άλλο πιστωτικό ίδρυμα στη Δημοκρατία, με αποκλειστικό σκοπό την πληρωμή των καλυπτόμενων καταθέσεών του και προβαίνει σε τέτοιες πληρωμές εντός των χρονικών ορίων και διαδικασιών που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.

(β) Η Επιτροπή προβαίνει σε πληρωμές τηρουμένης της υποχρέωσης τήρησης του ποσού των ρευστών διαθεσίμων, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 12(1)(ε) των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών του 2016 έως 2020.

(γ) Οι υπογράφοντες των σχετικών εντολών πληρωμών καθορίζονται από την Επιτροπή.

(δ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή έχει αναλάβει τη διαχείριση λογαριασμού ρευστών διαθεσίμων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και στη συνέχεια εκδίδεται διάταγμα εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, τη διαχείριση αναλαμβάνει ο εκκαθαριστής.

(ε) Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 28.

Στελέχωση ΣΕΚ

20.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει την παροχή γραμματείας στο ΣΕΚ και στο πλαίσιο αυτό, παρέχει υποστήριξη στο ΣΕΚ σε επίπεδο διοικητικής και τεχνικής μέριμνας.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση του καθήκοντός της να παράσχει γραμματειακή και τεχνική υποστήριξη.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακτά απευθείας από τα ιδρύματα τα εύλογα και κοστοστρεφή έξοδα που προκύπτουν από την παροχή διοικητικής και τεχνικής μέριμνας στο ΣΕΚ, η δε συνεισφορά κάθε ιδρύματος για τα έξοδα αποφασίζεται από την Κεντρική Τράπεζα.

Εκπροσώπηση ΣΕΚ

21.-(1) Το ΣΕΚ εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του, οι οποίοι το δεσμεύουν με την υπογραφή τους.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Πρόεδρος δύναται να αναθέτει, με την έγκριση της Επιτροπής, την εκπροσώπηση του ΣΕΚ σε ένα ή περισσότερα μέλη της Επιτροπής, που δεσμεύουν με την υπογραφή τους το ΣΕΚ.

Ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και έλεγχος

22.-(1) Το οικονομικό έτος του ΣΕΚ αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, με εξαίρεση τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του ΣΕΚ, που αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

(2) Η Επιτροπή ετοιμάζει ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του ΣΕΚ ανά οικονομικό έτος.

(3) Το αργότερο σε έξι (6) μήνες μετά την έναρξη εκάστου οικονομικού έτους συντάσσεται, με μέριμνα της Επιτροπής, συνοπτική έκθεση με απολογισμό της λειτουργίας του ΣΕΚ, περιλαμβανομένης της λειτουργίας του κάθε Ταμείου ξεχωριστά για το προηγούμενο οικονομικό έτος.

(4) Η έκθεση που συντάσσει η Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) κοινοποιείται μαζί με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην Κεντρική Τράπεζα και στο Υπουργείο Οικονομικών.

(5) Ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του ΣΕΚ και των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων για κάθε οικονομικό έτος διενεργείται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.

(6) Η έκθεση του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας ολοκληρώνεται και κοινοποιείται στην Επιτροπή τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από την ημερομηνία αποστολής της έκθεσης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην Κεντρική Τράπεζα και στο Υπουργείο Οικονομικών.

(7) Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα πρόσβασης σε οικονομικά βιβλία, στοιχεία και λογαριασμούς του ΣΕΚ και του κάθε Ταμείου ξεχωριστά και αναφέρεται στην Επιτροπή για οποιοδήποτε θέμα άπτεται της οικονομικής διαχείρισης του ΣΕΚ και των ελεγκτικών του καθηκόντων.

ΜΕΡΟΣ IV ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εποπτεία ΣΕΚ

23.-(1) Η Ορισθείσα Αρχή εποπτεύει το ΣΕΚ, επί συνεχούς βάσης, ως προς τη συμμόρφωσή του με την Οδηγία 2014/49/ΕΕ.

(2) Σε περίπτωση που το ΣΕΚ συμμετέχει σε διασυνοριακό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, το σύστημα αυτό εποπτεύεται από εκπροσώπους της Επιτροπής και από εκπροσώπους των ορισθεισών αρχών των άλλων κρατών μελών όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα.

Συνεργασία αρχών

24.-(1) Το ΣΕΚ ανταλλάζει πληροφορίες και επικοινωνεί με άλλα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων κρατών μελών, με πιστωτικά ιδρύματα συνδεδεμένα με αυτά και με τις αρμόδιες και με ορισθείσες αρχές σε κράτη μέλη καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, με άλλους φορείς σε διασυνοριακή βάση.

(2) Το ΣΕΚ συνάπτει γραπτές συμφωνίες με άλλα συστήματα εγγύησης καταθέσεων ώστε να επιτυγχάνεται η αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος Νόμου, τηρουμένων των διατάξεων που αφορούν την εμπιστευτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα που καθορίζονται στον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο και ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο  των συμφωνιών αυτών˙ εάν το ΣΕΚ δεν μπορεί να καταλήξει σε  συμφωνία ή εάν προκύψει διαφορά με άλλο σύστημα εγγύησης  καταθέσεων ως προς την ερμηνεία μιας συμφωνίας, έκαστο των μερών  μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19  του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010˙ η απουσία τέτοιων συμφωνιών  δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις καταθετών σύμφωνα με τις διατάξεις του  εδαφίου (1) του άρθρου 27 του παρόντος Νόμου ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του Κανονισμού 19 Επίσημη των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Εφημερίδα,  Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 19, το ΣΕΚ διαφυλάττει το απόρρητο για την επεξεργασία των δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, όταν ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές.

(4)  Η Επιτροπή -

(α) Μεριμνά ώστε να διενεργούνται έλεγχοι αντοχής των συστημάτων του ΣΕΚ σε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα και οι έλεγχοι αυτοί να διενεργούνται τουλάχιστον ανά τριετία ή συχνότερα εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο από την Επιτροπή∙

(β)χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια ελέγχων αντοχής στο ΣΕΚ αποκλειστικά στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών και τις διατηρεί μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τον σκοπό αυτό.

(5) Η ΕΑΤ, η Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και το ΣΕΚ συνεργάζονται μεταξύ τους και ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όπως διορθώθηκε και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6) Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ την ταυτότητα του ΣΕΚ, αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

Επενδυτική πολιτική

25. Εκτός από τα ποσά που είναι απαραίτητα για την κάλυψη των άμεσων εξόδων που απαιτούνται για τη λειτουργία του ΣΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των ποσών που μεταφέρονται στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης, η Επιτροπή δύναται να επενδύει μέρος των κεφαλαίων του κάθε Ταμείου σε άμεσα ρευστοποιήσιμα και χαμηλού κινδύνου στοιχεία ενεργητικού, διασφαλίζοντας ότι υπάρχουν άμεσα διαθέσιμοι πόροι και επαρκής διαφοροποίηση στις επενδύσεις, προκειμένου να μην επηρεάζεται η εξυπηρέτηση των σκοπών του ΣΕΚ.

Ανάκτηση λειτουργικών εξόδων

26. Η Επιτροπή δύναται να ανακτά από τα ιδρύματα τα εύλογα και κοστοστρεφή λειτουργικά έξοδα που δεν καλύπτονται από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, περιλαμβανομένων εξόδων -

(α) Για νομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίεςˑ και

(β) για ανάθεση εργασιών σε τρίτους.

Δικαιώματα καταθετών και απαιτήσεις ΣΕΚ έναντι τρίτων

27.-(1) Τα δικαιώματα αποζημίωσης των καταθετών αποτελούν αντικείμενο αγωγής κατά του ΣΕΚ.

(2) Εάν οι επιλέξιμες καταθέσεις σε ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα μέσω του μέτρου πώλησης εργασιών ή του μέτρου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, οι καταθέτες δεν έχουν καμία απαίτηση κατά του ΣΕΚ όσον αφορά οποιοδήποτε μέρος των καταθέσεών τους στο ίδρυμα υπό εξυγίανση που δεν μεταβιβάζεται, εφόσον το ύψος των χρηματικών ποσών που μεταβιβάζονται είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το συνολικό επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στους κανονισμούς.

(3) Σε περίπτωση που το ΣΕΚ καταβάλλει αποζημίωση σε καταθέτες πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του άρθρου 4 και την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 10, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

(α) Όταν συντρέχει η προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου “μη διαθέσιμη κατάθεση” στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 και η αρμόδια αρχή έχει ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, αλλά δεν έχει εκδοθεί διάταγμα από δικαστήριο όπως αναφέρεται στην προϋπόθεση της παραγράφου (β) του ίδιου ορισμού, το ΣΕΚ απαιτεί και ανακτά άμεσα από το πιστωτικό ίδρυμα ποσό ίσο με τις πληρωμές τις οποίες καταβάλλει για αποζημίωση των καταθετών του πιστωτικού ιδρύματος·

(β) προς υλοποίηση των ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο (α), το ΣΕΚ ειδοποιεί  γραπτώς το πιστωτικό ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, τον Ειδικό Διαχειριστή που διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 46 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, να προβεί στις δέουσες ενέργειες για πληρωμή του εν λόγω ποσού στο ΣΕΚ από τα ρευστά διαθέσιμα του πιστωτικού ιδρύματος, ως αυτά ορίζονται σε κανονισμούς, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της απαίτησης του ΣΕΚ·

(γ) κατόπιν λήψης της γραπτής ειδοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο (β), το πιστωτικό ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, ο Ειδικός Διαχειριστής, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην παράγραφο (β), αξιολογεί την επάρκεια των ρευστών διαθεσίμων του πιστωτικού ιδρύματος και-

(i) βεβαιώνει γραπτώς το ΣΕΚ ότι τα ρευστά διαθέσιμα του πιστωτικού ιδρύματος είναι ήδη κάτω από το διπλάσιο του υπολογιζόμενου συνολικού ποσού των απαιτήσεων που έχουν προτεραιότητα έναντι των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και δεν καταβάλλει οποιαδήποτε πληρωμή  προς το ΣΕΚ πριν από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης· ή

(ii) βεβαιώνει γραπτώς το ΣΕΚ ότι το υπόλοιπο των ρευστών διαθεσίμων, μετά την πληρωμή στο ΣΕΚ,  είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το διπλάσιο του υπολογιζόμενου συνολικού ποσού των απαιτήσεων που έχουν προτεραιότητα έναντι των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ώστε να διασφαλίζεται η αποζημίωσή τους στην εκκαθάριση, και πληρώνει στο ΣΕΚ ποσό ίσο με τη διαφορά του υπολοίπου των ρευστών διαθεσίμων με το διπλάσιο του υπολογιζόμενου συνολικού ποσού των απαιτήσεων που έχουν προτεραιότητα έναντι των καλυπτόμενων καταθέσεων, με μέγιστο ποσό το συνολικό ποσό της απαίτησης του ΣΕΚ σύμφωνα με τη γραπτή ειδοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο (β)·

(δ) σε περίπτωση που η πληρωμή την οποία λαμβάνει το ΣΕΚ, σύμφωνα με την παράγραφο (γ), δεν καλύπτει το συνολικό ποσό της απαίτησης που περιλαμβάνεται στην γραπτή ειδοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο (β), το ΣΕΚ για το υπολειπόμενο ποσό έχει το δικαίωμα υποκατάστασης στα δικαιώματα των καταθετών σε διαδικασίες εκκαθάρισης, μέχρι την πλήρη κάλυψη της απαίτησής του·

(ε) η προβλεπόμενη στις παραγράφους (α) έως (δ) διαδικασία δεν επηρεάζει τη σειρά προτεραιότητας καλυπτόμενων καταθέσεων στην εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(στ) όταν συντρέχει η προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου “μη διαθέσιμη κατάθεση” στο εδάφιο (1) του άρθρου 2, το ΣΕΚ έχει το δικαίωμα υποκατάστασης στα δικαιώματα των καταθετών σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή αναδιοργάνωσης για ποσό ίσο προς τις πληρωμές στις οποίες προβαίνει το ΣΕΚ.

(3Α) Όταν το ΣΕΚ προβαίνει σε πληρωμές σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) και την παράγραφο (β) του άρθρου 4, την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 10 και με το εδάφιο (1) του άρθρου 14, το ΣΕΚ έχει απαίτηση έναντι του σχετικού πιστωτικού ιδρύματος για ποσό ίσο με τις πληρωμές στις οποίες προβαίνει το ΣΕΚ και η εν λόγω απαίτηση κατατάσσεται στην ίδια σειρά προτεραιότητας, όπως οι καλυπτόμενες καταθέσεις βάσει του άρθρου 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.

(4) Οι καταθέτες, των οποίων οι καταθέσεις δεν αποζημιώθηκαν ούτε αναγνωρίστηκαν από το ΣΕΚ εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στους κανονισμούς, μπορούν να απαιτήσουν την αποζημίωση των καταθέσεών τους εντός δύο (2) ετών από την ημερομηνία από την οποία οι εν λόγω καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες καταθέσεις.

(5) Στις περιπτώσεις που υφίσταται δικαστική διαδικασία σε σχέση με καλυπτόμενη κατάθεση, η προθεσμία που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δεν ισχύει.

Επιβολή κυρώσεων

28.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ίδρυμα δεν τηρεί οποιαδήποτε υποχρέωση ή δέσμευσή του, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών ή καταβολής εισφοράς ή άλλης χρηματικής οφειλής, η οποία προκύπτει από τον παρόντα Νόμο, τους κανονισμούς ή τις εγκυκλίους ή οδηγίες τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή-

(α) η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την Κεντρική Τράπεζα, η οποία, σε συνεργασία με την Επιτροπή, εν ανάγκη αποφασίζει την επιβολή οποιασδήποτε κύρωσης, η οποία προβλέπεται από τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, οι δε διατάξεις του εν λόγω Νόμου που επιτρέπουν στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου την επιβολή τέτοιων κυρώσεων καθίστανται κατ’ αναλογία εφαρμοστέες για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

(β) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της παραγράφου (α), η Επιτροπή δύναται, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το εν λόγω ίδρυμα, να επιβάλει για κάθε παράβαση, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, ποσού που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) για έκαστη παράβαση.

(γ) σε περίπτωση κατά την οποία ίδρυμα παραλείπει να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό έως τη δοθείσα προθεσμία εκπλήρωσης των οφειλών του κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει τόκο επί του ποσού που οφείλεται, με επιτόκιο, το οποίο δεν υπερβαίνει το δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ενιαίου Δημόσιου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου.

(2)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν εξασφαλίζουν την τήρηση των υποχρεώσεων οποιουδήποτε μέλους, η Επιτροπή δύναται, μετά από ρητή συναίνεση της Κεντρικής Τράπεζας και, στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος που η έδρα του είναι άλλη από τη Δημοκρατία κατόπιν διαβουλεύσεων με την εποπτική αρχή της χώρας όπου αυτό έχει την έδρα του, να αποκλείσει το πιστωτικό ίδρυμα από το ΣΕΚ, δίνοντάς του προθεσμία τουλάχιστον ενός μηνός για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. τα υπόλοιπα των καταθέσεων που έγιναν πριν από τη λήξη της προθεσμίας εξακολουθούν να καλύπτονται από το ΣΕΚ στο βαθμό που προβλέπεται από τους κανονισμούς.

(β) Αν μετά την πάροδο της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) το πιστωτικό ίδρυμα συνεχίζει να μην τηρεί τις υποχρεώσεις του, η Επιτροπή αποκλείει το πιστωτικό ίδρυμα από το ΣΕΚ και ενημερώνει τους καταθέτες με σχετική ανακοίνωσή της στον ημερήσιο τύπο.

(γ) Οι καταθέσεις που υφίστανται κατά την ημερομηνία αποκλεισμού του πιστωτικού ιδρύματος από τη συμμετοχή στο ΣΕΚ εξακολουθούν να καλύπτονται από το ΣΕΚ.

(3)(α) Σε περίπτωση αποκλεισμού πιστωτικού ιδρύματος από το ΣΕΚ, η Κεντρική Τράπεζα ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του.

(β) Αναφορικά με υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος με έδρα σε χώρα εκτός της Ένωσης, οι διατάξεις της παραγράφου (α) δεν εφαρμόζονται αν το πιστωτικό ίδρυμα προβεί σε άλλες διευθετήσεις για κάλυψη των καταθετών του, τουλάχιστον στο επίπεδο και στο βαθμό που προνοεί το ΣΕΚ.

ΜΕΡΟΣ V ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Κατάργηση νομοθεσίας

29. Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμοι του 2013 και οι περί Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμοί του 2013 και 2014 καταργούνται.

Μεταβατική διάταξη περί της διατήρησης προηγούμενων αποφάσεων και συμφωνιών

30.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 5, 18 και 29, η Επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 3 των νόμων που καταργούνται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29, συνεχίζει να υφίσταται και θεωρείται και λειτουργεί ως η Ορισθείσα Αρχή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και τα μέλη της Επιτροπής τα οποία έχουν διοριστεί δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 15 των νόμων που καταργούνται από το άρθρο 29 του παρόντος Νόμου, εξακολουθούν να κατέχουν τις θέσεις τους στην Επιτροπή κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου μέχρι τη λήξη της θητείας τους δυνάμει των καταργηθέντων νόμων.

(2) Το άρθρο 29 δε θίγει την ισχύ και εγκυρότητα οποιωνδήποτε αποφάσεων που έλαβε και συμφωνιών που συνήψε η Επιτροπή στα πλαίσια της νομοθεσίας που καταργείται από το εν λόγω άρθρο.

Συνέχιση κάλυψης καταθέσεων

31. Σε περίπτωση που ορισμένες καταθέσεις ή κατηγορίες καταθέσεων ή άλλα μέσα παύσουν να καλύπτονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από το ΣΕΚ, κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι καταθέσεις και τα άλλα μέσα με συγκεκριμένη αρχική ημερομηνία λήξης συνεχίζουν να καλύπτονται μέχρι αυτή την αρχική ημερομηνία λήξης, εφόσον καταβλήθηκαν ή εκδόθηκαν πριν από την 2α Ιουλίου 2014.

Εξουσία έκδοσης κανονισμών

32.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει τους κανονισμούς για την εξυπηρέτηση των σκοπών του παρόντος Νόμου.

(2) Η Επιτροπή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, δύναται να εκδίδει συμπληρωματικούς ή/και τροποποιητικούς κανονισμούς των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) κανονισμών.

Κατάργηση του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων ΣΠΙ

33. Το συσταθέν, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων ΣΠΙ καταργείται και το σύνολο των κεφαλαίων, περιλαμβανομένων και των επενδυμένων κεφαλαίων που τηρούνται σε λογαριασμό στην Κεντρική Τράπεζα προς όφελός του, μεταφέρονται στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων.