Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αρμόδια αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

«αρμόδια αρχή κράτους μέλους» σημαίνει αρχή κράτους μέλους που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

«Αρχή Εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

«διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα» σημαίνει μετρητά, καταθέσεις και στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει την καθοριζόμενη στην υποπαράγραφο (δ) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 12 των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών και τα οποία χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου.

«διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του Ταμείου Εξυγίανσης» σημαίνει τα μετρητά, τις καταθέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που διατίθενται στο Ταμείο Εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 103 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

«ΕΑΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

«εισφορά» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) το οφειλόμενο ποσό που προκύπτει από την αρχική, την εκ των προτέρων ή την εκ των υστέρων εισφορά, την οποία το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου και δυνάμει των κανονισμών,

(β) το οφειλόμενο ποσό που προκύπτει από την εκ των προτέρων ή την εκ των υστέρων εισφορά, την οποία το ίδρυμα υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο Εξυγίανσης δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 11 και 12 του παρόντος Νόμου και δυνάμει των κανονισμών.

«Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2015/81» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2014 περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης.

«Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 67, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

«Ένωση» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση.

«επηρεαζόμενο ίδρυμα» [Διαγράφηκε]∙

«επιλέξιμες καταθέσεις» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους κανονισμούς∙

«Επιτροπή» σημαίνει τη Διαχειριστική Επιτροπή η οποία ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6∙

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, όπως αυτή ορίζεται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο, ως διορθώθηκε∙

«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«ίδρυμα» σημαίνει -

(α) πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου «πιστωτικό ίδρυμα»∙

(β) επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις προϋποθέσεις του  ορισμού του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2) του  Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10 των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2016, οι οποίες παρέμειναν σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 104 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2017∙

«καλυπτόμενο ίδρυμα» [Διαγράφηκε]∙

«καλυπτόμενες καταθέσεις» σημαίνει το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων που δεν υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που αναφέρεται στους κανονισμούς∙

«κανονισμοί» σημαίνει τους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 32∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων», όπως διορθώθηκε∙

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2005/78/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όπως τροποποιήθηκε από τον κατ΄ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 2015/62 της Επιτροπής της 10ης Οκτωβρίου 2014 και όπως διορθώθηκε∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014 περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010»∙

«κατάθεση» σημαίνει πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, περιλαμβανομένων των καταθέσεων προθεσμίας και των καταθέσεων ταμιευτηρίου, αλλά εξαιρουμένου του πιστωτικού υπολοίπου, όταν-

(α) η ύπαρξή του μπορεί να αποδειχθεί μόνο με χρηματοοικονομικά μέσα, όπως αυτά ορίζονται στον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο όπως διορθώθηκε, εκτός εάν πρόκειται για αποταμιευτικό προϊόν που βεβαιώνεται με πιστοποιητικό κατάθεσης στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου και το οποίο υφίστατο κατά την 2α Ιουλίου 2014,

(β) το κεφάλαιό του δεν είναι επιστρεπτέο στο άρτιο,

(γ) το κεφάλαιό του είναι επιστρεπτέο στο άρτιο μόνο δυνάμει ειδικής εγγύησης ή συμφωνίας που παρέχεται από το πιστωτικό ίδρυμα ή τρίτο μέρος·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο∙

«μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«μέτρο πώλησης εργασιών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«μη διαθέσιμη κατάθεση» σημαίνει κατάθεση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, η οποία δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα βάσει των ισχυόντων νόμιμων ή συμβατικών όρων και ως προς την οποία συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) τηρουμένων των περί της Σύνδεσης Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων με τον Κεντρικό Φορέα Οδηγιών του 2013 και 2015, η Κεντρική Τράπεζα έχει διαπιστώσει και έχει ενημερώσει την Επιτροπή ότι πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση και κρίνει ότι δεν θα καταστεί ικανό προς τούτο στο προσεχές μέλλον,

(β) έχει εκδοθεί διάταγμα από δικαστήριο της Δημοκρατίας για ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο ή σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος του οποίου η έδρα είναι άλλη από τη Δημοκρατία, έχει εκδοθεί αντίστοιχο διάταγμα από δικαστική αρχή της χώρας που αποτελεί την έδρα του.

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ˙

«Οδηγία 2014/49/EΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/49/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων»∙

«Οδηγία 2014/59/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012∙

«Ορισθείσα Αρχή» σημαίνει το φορέα που διοικεί το ΣΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

«πιστωτικό ίδρυμα» -

(α) αναφορικά με τα άρθρα 11 και 14  του παρόντος Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «ίδρυμα» από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 5 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ∙

(β) αναφορικά με τα άρθρα 4(α)(i), 9(2), 9(3),  10(1)(α) και σε οποιεσδήποτε άλλες αναφορές του παρόντος Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013˙

«ΣΕΚ» σημαίνει το Σύστημα Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων, που λειτουργεί στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

«στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου» σημαίνει στοιχεία ενεργητικού που εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία που αναφέρονται στον πίνακα 1 του Άρθρου 336 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού που κρίνονται εξίσου ασφαλή και ρευστά από την Επιτροπή∙

«σχετική αρμόδια αρχή τρίτης χώρας» σημαίνει αρμόδια αρχή τρίτης χώρας η οποία, αν ήταν θεσπισμένη στην Ένωση, θα πληρούσε τον ορισμό του όρου αρμόδια αρχή∙

«Ταμεία» σημαίνει το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και το Ταμείο Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων∙

«Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων» σημαίνει το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων Πιστωτικών Ιδρυμάτων∙

«Ταμείο Εξυγίανσης» σημαίνει το Ταμείο Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων∙

(2) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, εκτός εάν από το κείμενο του παρόντος Νόμου προκύπτει διαφορετική έννοια-

(α) οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως Οδηγία, Κανονισμό ή Απόφαση, σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(β) οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή την εν λόγω κανονιστική διοικητική πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται.