ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ-ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων

18.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ένα ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης·

(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους·

(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(β) Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί, εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο η αρχή εξυγίανσης είτε να το εκκαθαρίσει στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να το εξυγιάνει, εφαρμόζοντας στο ίδρυμα τα διάφορα μέτρα και εξουσίες εξυγίανσης, μειώνοντας παράλληλα στον ελάχιστο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή συνέπεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δημοκρατίας, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος, ή άλλων κρατών μελών ή της ΕΕ, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από το ίδρυμα.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που κάποιο ίδρυμα θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

(2) Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) Το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι σε θέση να καταγράψει βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες σε νομικά πρόσωπα·

(β) το βαθμό στον οποίο ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες·

(γ) το βαθμό στον οποίο προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

(δ) την ύπαρξη και την αρτιότητα των συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών·

(ε) το βαθμό στον οποίο οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών τις οποίες διατηρεί το ίδρυμα είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσης του ιδρύματος·

(στ) το βαθμό στον οποίο η δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος επαρκεί για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος όσον αφορά τις συμφωνίες του για το επίπεδο υπηρεσιών·

(ζ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα διαθέτει διαδικασία για τη μεταβίβαση των υπηρεσιών που παρέχονται βάσει συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών σε τρίτα μέρη, σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων·

(η) το βαθμό στον οποίο προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού·

(θ) την επάρκεια των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για τη διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώσουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία λήψη αποφάσεων·

(ι) τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες·

(ια) τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

(ιβ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο το θιγόμενο ίδρυμα όσο και το νέο ίδρυμα, σε περίπτωση που οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς·

(ιγ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει καθιερώσει κατάλληλες διαδικασίες για τη διασφάλιση ότι παρέχει στην αρχή εξυγίανσης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό των καταθετών και των ποσών που καλύπτονται από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων·

(ιδ) κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν τα μέτρα εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων μέτρων εξυγίανσης και της δομής του ιδρύματος·

(ιε) την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των μέτρων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους πιστωτές, τους αντισυμβαλλόμενους, τους πελάτες και τους εργαζόμενους ·

(ιστ) το βαθμό στον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης του ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών·

(ιζ) το βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία·

(ιη) το βαθμό στον οποίο, με την εφαρμογή των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση σε άλλα ιδρύματα ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(ιθ) το βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.

(3) Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται από την αρχή εξυγίανσης ταυτόχρονα και για τους σκοπούς κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10.

(4) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εξετάσει το σχέδιο ανάκαμψης ιδρύματος που παρέχεται από αρμόδια αρχή, προκειμένου να προσδιορίσει δράσεις περιλαμβανόμενες στο σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος και να υποβάλει συστάσεις στην αρμόδια αρχή σχετικά με τα θέματα αυτά.

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων

19.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης είτε ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών είτε ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου, και μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών των θυγατρικών, καθώς και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο όμιλος είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης και των σχετικών ρυθμίσεων χρηματοδότησης εξυγίανσης κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 104·

(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους·

(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(β) Όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο για τις αρχές εξυγίανσης είτε να εκκαθαρίσουν τις οντότητες του ομίλου στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να εξυγιάνουν  τον εν λόγω όμιλο, με την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης επί, και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά, οντοτήτων εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου, αποφεύγοντας παράλληλα στο μέγιστο δυνατό βαθμό οποιεσδήποτε σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για τα χρηματοπιστωτικά συστήματα της Δημοκρατίας και των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι οντότητες του ομίλου ή τα υποκαταστήματα, ή άλλων κρατών μελών ή της ΕΕ, ακόμη και σε ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια ή γεγονότα που αφορούν το σύνολο του συστήματος, με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από τις εν λόγω οντότητες του ομίλου, είτε διότι αυτές μπορούν να διαχωριστούν εύκολα και εγκαίρως είτε με άλλα μέσα.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ενημερώνει εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που όμιλος θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

(δ) Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου εξετάζεται από τα σώματα εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 90 ή 91, κατά περίπτωση.

(2)(α) Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(i) Τα θέματα που προβλέπονται στο άρθρο 18(2)·

(ii) σε περίπτωση που ο όμιλος χρησιμοποιεί ενδοομιλικές εγγυήσεις, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω εγγυήσεις παρέχονται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω εγγυήσεις·

(iii) σε περίπτωση που ο όμιλος προβαίνει σε συναλλαγές αντιστήριξης, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω συναλλαγές εκτελούνται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω συναλλακτικές πρακτικές·

(iv) το βαθμό στον οποίο η χρήση ενδοομιλικών εγγυήσεων ή η εγγραφή συναλλαγών αντιστήριξης αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο·

(v) το βαθμό στον οποίο η νομική δομή του ομίλου καθιστά απαγορευτική τη χρήση των μέτρων εξυγίανσης, λόγω του αριθμού των νομικών προσώπων, της πολυπλοκότητας της δομής του ομίλου ή της δυσκολίας ευθυγράμμισης των επιχειρηματικών τομέων με τις οντότητες του ομίλου·

(vi) τον αριθμό και το είδος των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα, του ομίλου·

(vii) σε περίπτωση που η αξιολόγηση αφορά μεικτή εταιρεία συμμετοχών, τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση των οντοτήτων του ομίλου που είναι ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου·

(viii) κατά πόσον οι σχετικές αρχές τρίτων χωρών διαθέτουν την εξουσία λήψης των αναγκαίων διοικητικών μέτρων για να στηρίξουν τις δράσεις εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, καθώς και τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρχών της ΕΕ και των τρίτων χωρών·

(ix) το βαθμό στον οποίο η δομή του ομίλου παρέχει τη δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης να εξυγιάνει ολόκληρο τον όμιλο ή μία ή περισσότερες από τις οντότητες του ομίλου, χωρίς να προκαλέσει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία, και με προοπτική να μεγιστοποιήσει την αξία ολόκληρου του ομίλου·

(x) τις ρυθμίσεις και τα μέσα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την εξυγίανση, στις περιπτώσεις ομίλων που έχουν θυγατρικές οι οποίες υπάγονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες·

(xi) την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των μέτρων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους πιστωτές, στους αντισυμβαλλόμενους, στους πελάτες και στους εργαζόμενους, καθώς και των ενδεχόμενων δράσεων τις οποίες μπορεί να αναλάβουν οι αρχές τρίτων χωρών.

(β) Κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο (α), η αναφορά στο άρθρο 18(2) σε ίδρυμα θεωρείται ότι περιλαμβάνει οποιοδήποτε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο (3)(1)(γ) ή (δ) εντός του ομίλου.

(3)(α) Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται ταυτόχρονα και για τους σκοπούς της κατάρτισης και της επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15.

(β) Η αξιολόγηση γίνεται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του άρθρου 14 ή 15, κατά περίπτωση.

(4)(α) Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τη δυνατότητα εξυγίανσης του κάθε ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πραγματοποιείται παράλληλα με την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ολόκληρου του ομίλου και διενεργείται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 14 και 15, κατά περίπτωση.

Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών

19Α.-(1)(α)Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο είναι σε κατάσταση κατά την οποία πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις απαιτήσεις που αναφέρονται  στο άρθρο 22Γδις(α), (β) και (γ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 91(1)(α), (β) και (γ) του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου, η αρχή εξυγίανσης δύναται, σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) του παρόντος άρθρου, να απαγορεύει στο εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο τη διανομή μεγαλύτερου ποσού από το μέγιστο διανεμητέο ποσό που συνδέεται με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (εφεξής στο παρόν άρθρο, «το M-MDA») που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου μέσω οποιασδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

(i) Διανομή σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

(ii) δημιουργία υποχρέωσης καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν ικανοποιούσε τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας· ή

(iii) πληρωμές σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1.

(β) Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), ενημερώνει αμέσως την αρχή εξυγίανσης σχετικά.

(2)(α) Όταν συντρέχει η κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, εκτιμά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εάν θα ασκήσει την εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

(i) Την αιτία, τη διάρκεια και την έκταση της μη εκπλήρωσης και τον αντίκτυπό της στη δυνατότητα εξυγίανσης·

(ii) την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου και την πιθανότητα, στο εγγύς μέλλον, να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(α)·

(iii) την προοπτική ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) σε εύλογο χρονικό διάστημα·

(iv) όταν το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο αδυνατεί να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα Άρθρα 72β και 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στο άρθρο 25Α ή 25Ε(3) του παρόντος Νόμου, εάν η αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσης ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς·

(v) εάν η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι το πλέον κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της τόσο στους όρους χρηματοδότησης όσο και στη δυνατότητα εξυγίανσης του οικείου ιδρύματος ή σχετικού προσώπου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση για το εάν θα ασκήσει την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) εξουσία τουλάχιστον κάθε μήνα, εφόσον το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(3)(α) Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) κατάσταση εννέα (9) μήνες μετά την κοινοποίησή της από το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, μετά από αξιολόγηση, ότι πληρούνται τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Η μη εκπλήρωση οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία οδηγεί σε εκτεταμένες πιέσεις που ασκούνται στη χρηματοπιστωτική αγορά σε διάφορα τμήματά της·

(ii) η διαταραχή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) δεν επιφέρει μόνο την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου ή αυξημένο κόστος για το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, αλλά οδηγεί επίσης σε πλήρες ή μερικό κλείσιμο των αγορών που εμποδίζει το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να εκδώσει μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στις εν λόγω αγορές·

(iii) το κλείσιμο της αγοράς που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) δεν παρατηρείται μόνο για το οικείο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, αλλά και για διάφορες άλλες οντότητες·

(iv) η διαταραχή που αναφέρεται στην  υποπαράγραφο (i) εμποδίζει το οικείο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο από την έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων επαρκών για τη θεραπεία της μη συμμόρφωσης·

(v) η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) οδηγεί σε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες για μέρος του τραπεζικού τομέα, ως εκ τούτου υπονομεύοντας δυνητικά τη χρηματο-πιστωτική σταθερότητα.

(β) Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για την απόφασή της και επεξηγεί γραπτώς την εκτίμησή της.

(γ) Κάθε μήνα, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση κατά πόσον εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο (α).

(4)(α) Το M-MDA υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (5) με τον συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (6).

(β) Το M-MDA μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προκύπτει από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1).

(5) Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με το εδάφιο (4) υπολογίζεται ως ΕΚ+ΚΤΧ-ΠΦ, όπου-

ΕΚ:    τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου·

ΚΤΧ: τυχόν κέρδη τέλους χρήσεως που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου·

ΠΦ: τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν τα κέρδη ΕΚ και ΚΤΧ παρέμεναν ως αδιανέμητα κέρδη.

(6)(α) Ο συντελεστής που αναφέρεται στο εδάφιο (4) καθορίζεται ως εξής:

(i) Όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι μηδέν (0)·

(ii) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι είκοσι ποσοστιαίες μονάδες (0,2)·

(iii) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι σαράντα ποσοστιαίες μονάδες (0,4)·

(iv) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι εξήντα ποσοστιαίες μονάδες (0,6)·

(β) Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

 

όπου Qn = ο αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.

Αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

20.-(1) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή σχετικού προσώπου που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, η εν λόγω αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί γραπτώς τη διαπίστωση αυτή στο εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, στην αρμόδια αρχή και στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

(2) Η απαίτηση για την αρχή εξυγίανσης να καταρτίσει σχέδια εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10(1) και να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις σχετικές αρχές εξυγίανσης κρατών μελών για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 14(4) ή 15(4), κατά περίπτωση, αναστέλλεται ύστερα από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αποδεχθεί τα μέτρα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή αποφασίσει περί αυτών σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.

(3)(α) Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1), το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση.

(β) Το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1), προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι συμμορφώνεται με το άρθρο 25Δ ή 25Ε και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν ένα ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφείλεται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις:

(i) Το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα σε κάθε μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 22Γδις(α), (β) και (γ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 91(1)(α), (β) και (γ) του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα στις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εφόσον υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου· ή

(ii) το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα Άρθρα 92α και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου.

(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνεται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(δ) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, αξιολογεί κατά πόσο με τα μέτρα που προτείνονται στις παραγράφους (α) και (β) αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το εν λόγω ουσιαστικό εμπόδιο.

(4)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι τα μέτρα που προτείνει ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το εδάφιο (3) δεν περιορίζουν ούτε εξαλείφουν αποτελεσματικά τα εν λόγω εμπόδια, ζητά από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, η οποία σε τέτοια περίπτωση δύναται να δράσει αντίστοιχα, να λάβει εναλλακτικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου και κοινοποιεί γραπτώς τα εν λόγω μέτρα στο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, το οποίο εντός ενός (1) μηνός προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης προς τα μέτρα αυτά.

(β) Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα που προτείνει το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δε θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στην εξυγίανση και ότι τα προταθέντα εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εμποδίων αυτών.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την απειλή που παρουσιάζουν τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς και τον αντίκτυπο των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, τη σταθερότητά του και την ικανότητά του να συμβάλλει στην οικονομία.

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4), η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

(α) Να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να αναθεωρήσει οποιεσδήποτε ενδοομιλικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις ή να επανεξετάσει την απουσία τους ή να καταρτίσει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών, είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη, για να καλύψει την επιτέλεση κρίσιμων λειτουργιών·

(β) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να περιορίσει τα μέγιστα ατομικά και συνολικά ανοίγματά του·

(γ) να επιβάλλει απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών για τους σκοπούς της εξυγίανσης·

(δ) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να εκχωρήσει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία·

(ε) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

(στ) να περιορίζει ή να αποτρέπει την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την πώληση νέων ή υφιστάμενων προϊόντων·

(ζ) να απαιτεί αλλαγές στη νομική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου, η οποία βρίσκεται είτε άμεσα είτε έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να μειωθεί η πολυπλοκότητα και να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης·

(η) να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο ή μία μητρική επιχείρηση να συστήσει μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ·

(η1) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου εκφραζόμενη ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(θ) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να εκδώσει επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε·

(ι) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να λάβει άλλα μέτρα για την τήρηση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 25Δ ή 25Ε και ειδικότερα να επιχειρήσει, μεταξύ άλλων, να επαναδια-πραγματευθεί οποιαδήποτε επιλέξιμη υποχρέωση, πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή μέσο της κατηγορίας 2 που έχει εκδώσει, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω μέσου να είναι εφαρμοστέες σύμφωνα με το δίκαιο της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει αυτή την υποχρέωση ή το μέσο·

(ι1) για σκοπούς της εξασφάλισης της διαρκούς συμμόρφωσης με το άρθρο 25Δ ή 25Ε, να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να αλλάξει το προφίλ ληκτότητας-

(i) των μέσων ιδίων κεφαλαίων, αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής, και

(ii) των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στα άρθρα 25Α και 25Ε(3)(α)·

(ια) στην περίπτωση που το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο είναι η θυγατρική μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών, να απαιτεί από τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών να ιδρύσει χωριστή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, εάν είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου και να αποφευχθεί η περίπτωση να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις σε εργασίες άλλες από τις χρηματοοικονομικές εργασίες, από την εφαρμογή των μέτρων και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που καθορίζονται στο Μέρος VI του παρόντος Νόμου.

(6) Η απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (4) -

(α) Στηρίζεται σε αιτιολόγηση της εν λόγω αξιολόγησης ή διαπίστωσης· και

(β) αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο η εν λόγω αξιολόγηση ή διαπίστωση συμμορφώνεται με την απαίτηση περί αναλογικής εφαρμογής που προβλέπεται στο εδάφιο (4)· και

(γ) είναι προβλητέα ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(7) Η αρχή εξυγίανσης, πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στο εδάφιο (4), μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, η οποία αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, οφείλει να ανταποκριθεί στο αίτημα της αρμόδιας αρχής για διαβούλευση λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στο συγκεκριμένο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της ΕΕ στο σύνολό της.

Αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

21.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2) Η αρχή εξυγίανσης, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στο βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 19 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνει σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όσον αφορά-

(α) την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα και αποτελούν μέρος του ομίλου·

(β) την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους σε κράτη μέλη, οι οποίες είναι οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και αποτελούν μέρος του ομίλου.

(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 25, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές και στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα.

(β) Η έκθεση συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια που παρεμβάλλονται στην αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο και επίσης όσον αφορά ομίλους εξυγίανσης όποτε ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης.

(γ) Η έκθεση εξετάζει τον αντίκτυπο στο επιχειρησιακό μοντέλο του ομίλου και προτείνει αναλογικά και στοχοθετημένα μέτρα τα οποία, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, είναι αναγκαία ή ενδεδειγμένα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.

(δ) Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στην κατάσταση οντότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την αξιολόγηση του εν λόγω εμποδίου στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους στο οποίο υφίσταται η οντότητα εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται ιδρύματά της.

(4)(α) Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

(β) Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στην κατάσταση οντότητας ομίλου που αναφέρεται στο άρθρου 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε του παρόντος νόμου ή, κατά περίπτωση,  του Άρθρου 45ε ή 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(δ) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στο βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα.

(β) Η αρχή εξυγίανσης καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καταλήξει στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σε κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από τις αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, και λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων στη Δημοκρατία και σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος.

(6)(α) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(β) Εάν η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδάφιου (4).

(γ) Η κοινή απόφαση σχετικά με το εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης που οφείλεται σε κατάσταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β), λαμβάνεται εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.

(δ) Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και παρουσιάζεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(ε)  Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ για την κατάληξη κοινής συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 31, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε επίπεδο ομίλου.

(β) Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών. Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(γ) Εάν, κατά το τέλος της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, κάποια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (9), σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.

(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός (1) μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(7Α)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνουν και κοινοποιούνται σε αυτή από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των οικείων οντοτήτων εξυγίανσης σχετικά με τη λήψη των μέτρων σύμφωνα με το Άρθρο 17, παράγραφος 4 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις της.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, να παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙ η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙ το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.

(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

(8)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνουν και κοινοποιούνται σε αυτή από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα οποία υφίστανται θυγατρικές που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που οι θυγατρικές πρέπει να λάβουν σε ατομικό επίπεδο σύμφωνα με το Άρθρο 17, παράγραφος 4 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις της.

(β) Η αρχή εξυγίανσης, δύναται κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, να παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (10) του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.

(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός (1) μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.

(9) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (7) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης.

(10) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση σε σχέση με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20(5) (ζ), (η) ή (ια) του παρόντος Νόμου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί για βοήθεια στην ΕΑΤ, για την κατάληξη συμφωνίας του σώματος εξυγίανσης, όπως ορίζεται το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

22.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2) Η αρχή εξυγίανσης όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 19 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνει σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα και αποτελούν μέρος του ομίλου.

(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει, στις θυγατρικές του ομίλου στη Δημοκρατία, έκθεση την οποία λαμβάνει από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(β) Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στην κατάσταση οντότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) και είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η αρχή εξυγίανσης διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου πριν η τελευταία κοινοποιήσει την αξιολόγηση του εν λόγω εμποδίου στην μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(4)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, η εν λόγω μητρική επιχείρηση δύναται, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

(β) Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στην κατάσταση οντότητας ομίλου στη Δημοκρατία που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή/και στην κατάσταση οντότητας σε κράτος μέλος η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ, σε περίπτωση που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 18,  παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, του της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μέσω της αρχής εξυγίανσης, ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45ε ή 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(5) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ή αρχή εξυγίανσης οντότητας εξυγίανσης, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξει στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σε κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές του ομίλου, μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και των μέτρων που απαιτούνται από τις αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων στη Δημοκρατία και σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

(6)(α) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(β) Εάν η μητρική επιχείρηση της Ένωσης δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(γ) Η κοινή απόφαση σχετικά με το εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης που οφείλεται σε κατάσταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ λαμβάνεται εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 18,  παράγραφος 3 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(δ) Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και παρουσιάζεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(ε) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ για την κατάληξη κοινής συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 31, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε επίπεδο ομίλου για τον περιορισμό ή την εξάλειψη των εμποδίων για την εξυγίανση του ομίλου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει στην ΕΑΤ κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.

(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.  το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.

(7Α)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή οντότητας εξυγίανσης, λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρου 20(4) σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης.

(β) Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών άλλων οντοτήτων του ιδίου ομίλου εξυγίανσης και της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου· η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη σχετική οντότητα εξυγίανσης και στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(γ) Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, μια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

(8)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, λαμβάνει η ίδια αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λάβουν σε ατομικό επίπεδο οι θυγατρικές εγκατεστημένες στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 20(4).

(β) Η απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου. η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη σχετική θυγατρική, στην οντότητα εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, στην αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(γ) Εάν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), κάποια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

(9) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (7) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης.