ΜΕΡΟΣ VII ΤΑΜΕΙΟ, ΕΣΟΔΑ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΦΟΡΕΑ
Ταμείο και πόροι του Φορέα

15.-(1) Το Συμβούλιο με την έναρξη λειτουργίας του Φορέα, συστήνει Ταμείο, στο οποίο κατατίθενται όλα τα έσοδα του Φορέα και από το οποίο καταβάλλονται όλες οι δαπάνες του, εφεξής καλούμενο «Ταμείο».

(2) Τα έσοδα του Φορέα προέρχονται από -

(α) την καταβολή στο Φορέα τέλους ύψους είκοσι ευρώ (€20) δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12(7), 14Γ(6), 14Θ(7) και 14ΙΣΤ(1)·

(β) την καταβολή από κάθε χρηματοοικονομική επιχείρηση προς το Φορέα, πάγιας ετήσιας εισφοράς, σύμφωνα με Οδηγίες που εκδίδει το Συμβούλιο, μετά από διαβούλευση με τον Επίτροπο:

Νοείται ότι, το Συμβούλιο, στα πλαίσια του ετήσιου προϋπολογισμού του, καθορίζει το ύψος της ετήσιας εισφοράς εκάστου χρηματοοικονομικού τομέα, η οποία στο σύνολό της, κατανέμεται ως ακολούθως:

(i) σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατόν (70%), κατ΄ αναλογίαν της συνεισφοράς του κάθε τομέα στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν που αντιστοιχεί στο σύνολο των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων· και

(ii) σε ποσοστό τριάντα τοις εκατόν (30%), κατ’ αναλογίαν του αριθμού των παραπόνων που έχουν υποβληθεί ανά τομέα κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και για τα οποία η γραπτώς εκδοθείσα απόφαση του Επιτρόπου στρέφεται εναντίον των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που στα πλαίσια του προϋπολογισμού του Φορέα υπολογίζεται ότι το ετήσιο κόστος του Φορέα που αφορά στο μέρος της επίτευξης των σκοπών που προβλέπονται στο Μέρος VIA, υπερβαίνει τα συνολικά ετήσια έσοδα του Φορέα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6) του άρθρου 14Γ, το Συμβούλιο  δύναται να καθορίσει ότι η εν λόγω υπέρβαση δε θα κατανεμηθεί βάσει των πιο πάνω διατάξεων και ότι το εν λόγω κόστος θα επιβαρύνει αποκλειστικά την ετήσια εισφορά του τομέα που παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις, κατά την έννοια του άρθρου 14Α:

Νοείται περαιτέρω ότι, το Συμβούλιο καθορίζει την εισφορά εκάστης χρηματοοικονομικής επιχείρησης, στη βάση του συνολικού ποσού που αναλαμβάνει ο κάθε τομέας ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τις εισηγήσεις του εκπροσώπου του κάθε τομέα:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, το ύψος της πάγιας ετήσιας εισφοράς του κάθε τομέα, καθορίζεται αφού πρώτα ληφθεί υπόψη το σύνολο όλων των εσόδων και δαπανών, καθώς και οποιοδήποτε τυχόν πλεόνασμα έχει συσσωρευτεί κατά τα προηγούμενα έτη.

(γ) την καταβολή από κάθε χρηματοοικονομική επιχείρηση στο Φορέα-

(i) του ποσού των τριακόσιων πενήντα ευρώ (€350) για κάθε παράπονο που υποβάλλεται στο Φορέα, για το οποίο η απόφαση του Επιτρόπου στρέφεται εναντίον της χρηματοοικονομικής επιχείρησης:

Νοείται ότι, το πιο πάνω ποσό καταβάλλεται από τη χρηματοοικονομική επιχείρηση, έστω και εάν η χρηματοοικονομική επιχείρηση δεν έχει αποδεχτεί την απόφαση ή έχει στο μεταξύ επέλθει διακανονισμός.

(ii) του κόστους για τις υπηρεσίες που δυνατό να έχουν παρασχεθεί στο Φορέα από εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση του παραπόνου·

(δ) τις επιβαρύνσεις που καθίστανται πληρωτέες σε περίπτωση που χρηματοοικονομική επιχείρηση παραλείψει να καταβάλει στο Φορέα τα ποσά που ορίζονται στις παραγράφους (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου·

(ε) την καταβολή από κάθε πιστωτή ή/και κάθε μεσίτη πιστώσεων στο Φορέα -

(i) του ποσού των τριακόσιων πενήντα ευρώ (€350) για κάθε καταγγελία που υποβάλλεται στο Φορέα κατά τις διατάξεις του Μέρους VΙB, για την οποία η απόφαση του Επιτρόπου στρέφεται εναντίον του πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων:

Νοείται ότι, το ποσό καταβάλλεται από τον πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων έστω και εάν ο πιστωτής ή/και μεσίτης πιστώσεων δεν έχει αποδεχτεί την απόφαση ή έχει στο μεταξύ επέλθει διακανονισμός:

Νοείται περαιτέρω ότι, όταν η καταγγελία στρέφεται εναντίον πιστωτή και μεσίτη πιστώσεων από κοινού και κεχωρισμένα και αφορά την ίδια σύμβαση πίστωσης, το ποσό των τριακόσιων πενήντα ευρώ (€350) καταβάλλεται από κοινού από τον πιστωτή και το μεσίτη πιστώσεων∙

(ii) του κόστους, το οποίο δεν υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ (€300) για τις υπηρεσίες που δυνατό να έχουν παρασχεθεί στο Φορέα από εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση της καταγγελίας  που υποβάλλεται στο Φορέα κατά τις διατάξεις του Μέρους VΙB, για την οποία η απόφαση του Επιτρόπου στρέφεται εναντίον του πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων∙ και

(στ)  την καταβολή από κάθε πάροχο υπηρεσιών πληρωμής στο Φορέα-

(i) του ποσού των τριακόσιων πενήντα ευρώ (€350) για κάθε παράπονο που υποβάλλεται στο Φορέα κατά τις διατάξεις του Μέρους VIΓ, για την οποία η απόφαση του Επιτρόπου στρέφεται εναντίον του παρόχου υπηρεσιών πληρωμής:

Νοείται ότι το ποσό καταβάλλεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμής, έστω και εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής δεν έχει αποδεχτεί την απόφαση ή έχει στο μεταξύ επέλθει διακανονισμός∙

(ii) του κόστους, το οποίο δεν υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ (€300) για τις υπηρεσίες που δυνατό να έχουν παρασχεθεί στο Φορέα από εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση του παραπόνου που υποβάλλεται στο Φορέα κατά τις διατάξεις του Μέρους VIΓ, για την οποία η απόφαση του Επιτρόπου στρέφεται εναντίον του παρόχου υπηρεσιών πληρωμής.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Φορέας δύναται να έχει επιπρόσθετους πόρους από-

(α) προσόδους από Ευρωπαϊκά Προγράμματα. και

(β) προσόδους από δωρεές από φυσικά και νομικά πρόσωπα με την έγκριση του Υπουργείου Οικονομικών.

Καταβολή πάγιας ετήσιας εισφοράς, ατομικής εισφοράς και επιβαρύνσεων

16.-(1) Όλες οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να καταβάλλουν στο Ταμείο πάγια ετήσια εισφορά κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 15.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 28, ως προς τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις οι οποίες ήδη λειτουργούν κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας σε χρηματοοικονομική επιχείρηση, ενημερώνουν το Φορέα γραπτώς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη συγκεκριμένη χρηματοοικονομική επιχείρηση.

(3) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ο Φορέας δύναται-

(α)να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον της χρηματοοικονομικής επιχείρησης για την καταβολή των ποσών που οφείλονται από τη χρηματοοικονομική επιχείρηση προς το Φορέα·

(β)να επιβάλει στη χρηματοοικονομική επιχείρηση:

(i)χρηματική επιβάρυνση ίση προς δέκα τοις εκατόν (10%) επί της πάγιας ετήσιας εισφοράς που υποχρεούται να καταβάλει,

(ii)τόκο με επιτόκιο, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου, επί της πάγιας εισφοράς:

Νοείται ότι, η χρηματική επιβάρυνση και ο τόκος αποτελούν εξ ολοκλήρου πρόσοδο του Ταμείου του Φορέα.

(4) Κάθε χρηματοοικονομική επιχείρηση, εναντίον της οποίας ο Επίτροπος εξέδωσε γραπτή απόφαση, μετά από εξέταση παραπόνου καταναλωτή, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15 και, εφόσον εφαρμόζεται, το κόστος των υπηρεσιών του εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση του παραπόνου που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Επιτρόπου.

(5) Σε περίπτωση μη καταβολής των ποσών που ορίζονται στο εδάφιο (4), εντός της προβλεπόμενης σε αυτό προθεσμίας, ο Φορέας δύναται-

(α)να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον της χρηματοοικονομικής επιχείρησης για την καταβολή των ποσών που οφείλονται από τη χρηματοοικονομική επιχείρηση προς το Φορέα·

(β)να επιβάλει στη χρηματοοικονομική επιχείρηση-

(i)χρηματική επιβάρυνση ίση προς δέκα τοις εκατόν (10%) επί του ποσού που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15,

(ii)χρηματική επιβάρυνση ίση προς δέκα τοις εκατόν (10%) επί του κόστους των υπηρεσιών του εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση του παραπόνου, όπως αυτό προβλέπεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15, και

(iii)τόκο με επιτόκιο, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου, επί των ποσών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15:

Νοείται ότι, η χρηματική επιβάρυνση καθώς και ο τόκος αποτελούν εξ ολοκλήρου πρόσοδο του Ταμείου του Φορέα.

Αποθεματικό του Φορέα

17. Τυχόν πλεονάσματα του Φορέα μεταφέρονται σε αποθεματικό το οποίο χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του Φορέα για το επόμενο έτος.