Καταβολή πάγιας ετήσιας εισφοράς, ατομικής εισφοράς και επιβαρύνσεων

16.-(1) Όλες οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να καταβάλλουν στο Ταμείο πάγια ετήσια εισφορά κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 15.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 28, ως προς τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις οι οποίες ήδη λειτουργούν κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας σε χρηματοοικονομική επιχείρηση, ενημερώνουν το Φορέα γραπτώς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη συγκεκριμένη χρηματοοικονομική επιχείρηση.

(3) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ο Φορέας δύναται-

(α)να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον της χρηματοοικονομικής επιχείρησης για την καταβολή των ποσών που οφείλονται από τη χρηματοοικονομική επιχείρηση προς το Φορέα·

(β)να επιβάλει στη χρηματοοικονομική επιχείρηση:

(i)χρηματική επιβάρυνση ίση προς δέκα τοις εκατόν (10%) επί της πάγιας ετήσιας εισφοράς που υποχρεούται να καταβάλει,

(ii)τόκο με επιτόκιο, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου, επί της πάγιας εισφοράς:

Νοείται ότι, η χρηματική επιβάρυνση και ο τόκος αποτελούν εξ ολοκλήρου πρόσοδο του Ταμείου του Φορέα.

(4) Κάθε χρηματοοικονομική επιχείρηση, εναντίον της οποίας ο Επίτροπος εξέδωσε γραπτή απόφαση, μετά από εξέταση παραπόνου καταναλωτή, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15 και, εφόσον εφαρμόζεται, το κόστος των υπηρεσιών του εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση του παραπόνου που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Επιτρόπου.

(5) Σε περίπτωση μη καταβολής των ποσών που ορίζονται στο εδάφιο (4), εντός της προβλεπόμενης σε αυτό προθεσμίας, ο Φορέας δύναται-

(α)να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον της χρηματοοικονομικής επιχείρησης για την καταβολή των ποσών που οφείλονται από τη χρηματοοικονομική επιχείρηση προς το Φορέα·

(β)να επιβάλει στη χρηματοοικονομική επιχείρηση-

(i)χρηματική επιβάρυνση ίση προς δέκα τοις εκατόν (10%) επί του ποσού που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15,

(ii)χρηματική επιβάρυνση ίση προς δέκα τοις εκατόν (10%) επί του κόστους των υπηρεσιών του εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση του παραπόνου, όπως αυτό προβλέπεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15, και

(iii)τόκο με επιτόκιο, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου, επί των ποσών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 15:

Νοείται ότι, η χρηματική επιβάρυνση καθώς και ο τόκος αποτελούν εξ ολοκλήρου πρόσοδο του Ταμείου του Φορέα.