ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΙΜΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Διατάγματα σε σχέση με μη παροχή αγαθών ή υπηρεσιών.

14.(1) Σε περίπτωση ευρήματος του δυνάμει του άρθρου 12 ότι υπήρξε μεταχείριση ή συμπεριφορά που αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή ότι εφαρμόστηκε διάταξη, όρος, κριτήριο ή πρακτική που αποτελεί τέτοια διάκριση, ο Επίτροπος δύναται να διατάξει με διάταγμα του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ότι πρέπει να εκλείψει σε καθορισμένη στο διάταγμα προθεσμία και κατά καθορισμένο στο διάταγμα τρόπο, τυχόν κατάσταση στην οποία σαν άμεσο αποτέλεσμα της μεταχείρισης ή συμπεριφοράς, ή της εφαρμογής της διάταξης, όρου, κριτηρίου, η πρακτικής, συνεχίζει να μην παρέχεται οποιοδήποτε αγαθό ή υπηρεσία στο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση μεταχείρισης ή συμπεριφοράς κατ’ εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών, ή άλλου νομοθετήματος. Σε περίπτωση που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, ο Επίτροπος πληροφορεί σχετικά το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διαβιβάζοντας σ’ αυτόν την έκθεση με το εύρημα του κατά τα διαλαμβανόμενα και για τους σκοπούς του άρθρου 39.

(3) Δεν εκδίδεται διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1) σε περίπτωση -

(α)Που η κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν επήλθε αποκλειστικά λόγω παράβασης του σχετικού νόμου ή κανονισμών που απαγορεύουν ή δεν επιτρέπουν ή διέπουν ειδικά τη συγκεκριμένη μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή αποκλειστικά λόγω εφαρμογής της σχετικής διάταξης, όρου, κριτηρίου, ή πρακτικής που απαγορεύεται ή δεν επιτρέπεται, ή διέπεται ειδικά από αυτούς, ή

(β)που δεν υπάρχει πρακτικός άμεσος τρόπος να εκλείψει η κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ή σε περίπτωση που υπάρχει μεν τέτοιος τρόπος, αλλά εκ των πραγμάτων συνεπάγεται δυσμενείς μεταβολές σε δημιουργηθείσα εν τω μεταξύ κατάσταση τρίτων προσώπων, ή

(γ)που δεν μπορεί να εκλείψει η κατάσταση χωρίς παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων του προσώπου του ιδιωτικού τομέα ή του δημόσιου προσώπου, ανάλογα με την περίπτωση, το οποίο αναφέρεται στο εύρημα του Επιτρόπου, ή

(δ)που για οποιοδήποτε λόγο το πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο δεν επιθυμεί να εκδοθεί διάταγμα, ή

(ε)που για οποιοδήποτε λόγο δε συνεχίζει πλέον η κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(4) Προτού ο Επίτροπος εκδώσει διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1), διερευνά κατά πόσο υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που αναφέρεται στο εδάφιο (3) για να μην εκδοθεί διάταγμα, και σε περίπτωση που διαπιστώνει με βάση τα ήδη ενώπιον του στοιχεία της έρευνας ότι υπάρχει τέτοιος λόγος, δεν εκδίδει διάταγμα και ταυτόχρονα με τη διαβίβαση της έκθεσης του πληροφορεί περί τούτου τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13.

Έκδοση και δημοσίευση διατάγματος σε σχέση με μη παροχή αγαθών ή υπηρεσιών

15.(1) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος διαπιστώνει δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 14 ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του εν λόγω άρθρου για να μην εκδοθεί διάταγμα, αυτός δύναται να εκδώσει διάταγμα αν το κρίνει σκόπιμο οπόταν και ταυτόχρονα με τη διαβίβαση της έκθεσης του πληροφορεί τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13 ότι προτίθεται να το πράξει, και ακολούθως εκδίδει και δημοσιεύει διάταγμα.

(2) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος δεν είναι σε θέση να κρίνει με βάση τα ήδη ενώπιον του στοιχεία της έρευνας, κατά πόσο υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 14 για να μην εκδοθεί διάταγμα, ή κατά πόσο είναι σκόπιμο να εκδοθεί διάταγμα, τότε ταυτόχρονα με τη διαβίβαση της έκθεσης του στα

πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13-

(α)Τα πληροφορεί ότι δυνατόν να εκδώσει διάταγμα εκτός αν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 για να μην εκδοθεί διάταγμα, ή εκτός αν κρίνει ότι δεν είναι σκόπιμο να εκδοθεί διάταγμα, ανάλογα με την περίπτωση, και

(β)τα καλεί να παραστούν ενώπιον του σε καθορισμένο τόπο και χρόνο και να τον πληροφορήσουν κατά πόσο υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 για να μην εκδοθεί διάταγμα, ή λόγος για τον οποίο δεν θα ήταν σκόπιμο να εκδοθεί αυτό, ανάλογα με την περίπτωση, προσκομίζοντας όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα προς στήριξη της θέσης τους.

(2) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος διαπιστώνει με βάση την πληροφόρηση, στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 για να μην εκδοθεί διάταγμα και κρίνει ότι είναι σκόπιμο να εκδοθεί διάταγμα, πληροφορεί περί τούτου τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13 και προβαίνει σε έκδοση και δημοσίευση διατάγματος του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι υπάρχει λόγος

για να μην εκδοθεί διάταγμα ή που δεν το θεωρεί σκόπιμο να εκδώσει διάταγμα, πληροφορεί και πάλιν περί τούτου τα πιο πάνω πρόσωπα.

Τρόπος που καθορίζεται σε διάταγμα για να εκλείψει κατάσταση μη παροχής αγαθών ή υπηρεσιών

16.(1) Ο τρόπος που ο Επίτροπος καθορίζει σε διάταγμα του δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 14 για να εκλείψει κατάσταση στην οποία δεν παρέχεται οποιοδήποτε αγαθό ή υπηρεσία, είναι εκείνος με τον οποίο κατά την κρίση του παύει άμεσα από πρακτικής άποψης, να υπάρχει για το πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο, η σχετική κατάσταση που είναι άμεσο αποτέλεσμα της μεταχείρισης ή συμπεριφοράς ή της εφαρμογή της διάταξης, όρου, κριτηρίου ή πρακτικής που σύμφωνα με το εύρημα του Επιτρόπου αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) ο Επίτροπος δύναται μεταξύ άλλων να διατάξει ότι πρέπει να παρασχεθεί συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, περιλαμβανομένης στέγασης, εκπαίδευσης, και υγειονομικής περίθαλψης, σε περίπτωση που η κατάσταση την οποία επέφερε η μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή η εφαρμογή της διάταξης, όρου, κριτηρίου ή πρακτικής, συνίσταται σε μη παροχή τους.

(3) Ο Επίτροπος κατονομάζει σε διάταγμα του που εκδίδεται και δημοσιεύεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 14, το δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, ανάλογα με την περίπτωση, που έχει καθήκον να συμμορφωθεί με το διάταγμα υπό το φως του ευρήματος του.

Πρόστιμο μετά από διερεύνηση παραπόνου

17.(1) Ο Επίτροπος δύναται με βάση τα στοιχεία της έρευνας, να επιβάλει στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα που σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 13 είναι υπεύθυνο για παράβαση του άρθρου 8, χρηματικές κυρώσεις για την παράβαση υπό μορφή προστίμου και να το διατάξει να καταβάλει το πρόστιμο που επιβλήθηκε, και δύναται πρόσθετα ή εναλλακτικά να προβεί σε σύσταση προς το πιο πάνω πρόσωπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 21.

(2) Ο Επίτροπος δεν επιβάλλει πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1) σε περίπτωση που εκδίδει διάταγμα δυνάμει του άρθρου 14, ή που για τη συγκεκριμένη μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή εφαρμογή διάταξης, όρου, κριτηρίου ή πρακτικής, το σχετικό δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις, ή σε περίπτωση μεταχείρισης ή συμπεριφοράς κατ’ εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου, κανονισμών, ή άλλου νομοθετήματος, ή εφαρμογής διάταξης, όρου, κριτηρίου ή πρακτικής που τίθεται με οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα.

Επιβολή προστίμου

18. Ο Επίτροπος δύναται να επιβάλει δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 17 στο σχετικό δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα πρόστιμο και να το διατάξει να καταβάλει, ως ακολούθως -

(α)Πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα λίρες, σε περίπτωση ευρήματος ότι η σχετική μεταχείριση ή συμπεριφορά ή η διάταξη, όρος, κριτήριο ή πρακτική που εφαρμόστηκε αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση.

(β)πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες, σε περίπτωση ευρήματος ότι η σχετική μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή η διάταξη, όρος, κριτήριο ή πρακτική που εφαρμόστηκε συνιστά φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

Διαβίβαση διαταγής για καταβολή προστίμου

19. Διαταγή του Επιτρόπου για καταβολή προστίμου δυνάμει των άρθρων 17 και 18 διαβιβάζεται στο δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα στο οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο, και στο πρόσωπο ή την ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο, ταυτόχρονα με την διαβίβαση της έκθεσης του Επιτρόπου, ή και την πληροφόρηση που τυχόν επίσης να τους γίνεται κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 15, ότι δεν θα εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του άρθρου 14.

Επιβολή πέραν του ενός προστίμου

20.(1) Ο Επίτροπος δε δύναται να επιβάλει σε δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα πέραν του ενός προστίμου δυνάμει του άρθρου 18, όπου σύμφωνα με το εύρημα του -

(α)Η συγκεκριμένη μεταχείριση ή συμπεριφορά, αποτελεί απαγορευμένη διάκριση και συνιστά επίσης φυλετική διάκριση, ή το αντίθετο.

(β)η συγκεκριμένη διάταξη, όρος, κριτήρίο ή πρακτική που εφαρμόστηκε -

(i)Αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση και συνιστά επίσης φυλετική διάκριση ή έμμεση φυλετική διάκριση, ή το αντίθετο.

(ii)συνιστά φυλετική διάκριση και επίσης έμμεση φυλετική διάκριση.

(2) Σε περίπτωση ευρήματος κατά τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους (α) και (β) (ι) του εδαφίου (1), ο Επίτροπος δύναται να επιβάλει πρόστιμο μόνο σε σχέση με τη μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή τη διάταξη, όρο, κριτήριο, ή πρακτική, που αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση.

Συστάσεις μετά από διερεύνηση παραπόνου

21.(1) Ο Επίτροπος δύναται να προβεί δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 17 όπου το θεωρεί σκόπιμο, σε οποιαδήποτε ή οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες συστάσεις σε σχέση με εύρημα του που καλύπτει αντίστοιχη περίπτωση που αναφέρεται πιο κάτω -

(α)Σε περίπτωση που σύμφωνα με εύρημα του υπήρξε μεταχείριση ή συμπεριφορά που αποτελεί κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 απαγορευμένη με νόμο διάκριση, αυτός δύναται να προβεί σε σύσταση προς το δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο εύρημα του, να πάρει σε καθορισμένη στη σύσταση προθεσμία συγκεκριμένα πρακτικά μέτρα που υποδεικνύει στη σύσταση, τα οποία θα αποτρέπουν μελλοντικά επανάληψη μεταχείρισης ή συμπεριφοράς όπως εκείνης του ευρήματος έναντι του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που υπέβαλε το παράπονο και προσώπων που βρίσκονται, ή δυνατόν να τεθούν σε όμοια με αυτούς θέση έναντι του πιο πάνω προσώπου που αναφέρεται στο εύρημα.

(β)σε περίπτωση που σύμφωνα με εύρημα του υπήρξε έναντι του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που υπέβαλε το παράπονο μεταχείριση ή συμπεριφορά που κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7 συνιστά φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας τους επί τω ότι είναι λιγότερο ευνοική από εκείνη στην οποία τυγχάνει, έτυχε, ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση στην απόλαυση του εν λόγω δικαιώματος, ή επί τω ότι έχει σαν αποτέλεσμα ή συνεπάγεται την εξουδετέρωση ή αποδυνάμωση της αρχής της αναγνώρισης ή απόλαυσης του εν λόγω δικαιώματος ή ελευθερίας τους, αυτός δύναται να προβεί σε σύσταση προς το δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο εύρημα του, να πάρει σε καθορισμένη στη σύσταση προθεσμία συγκεκριμένα πρακτικά μέτρα που υποδεικνύει στη σύσταση, με τα οποία -

(i)να διασφαλίζεται για το πρόσωπο ή την ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο και για πρόσωπα που βρίσκονται, ή δυνατόν να τεθούν σε όμοια με αυτούς θέση έναντι του προσώπου που αναφέρεται στο εύρημα, η απόλαυση του προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας τους χωρίς μεταχείριση ή συμπεριφορά όπως εκείνη του ευρήματος, που να συνιστά φυλετική διάκριση στην απόλαυση του, ή και

(ii)να αποτρέπεται μελλοντικά για το πρόσωπο ή την ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο και για πρόσωπα που βρίσκονται, ή δυνατόν να τεθούν σε όμοια με αυτούς θέση έναντι του προσώπου που αναφέρεται στο εύρημα, επανάληψη μεταχείρισης ή συμπεριφοράς όπως εκείνη του ευρήματος, που να συνιστά φυλετική διάκριση στην απόλαυση του προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας τους.

(γ)σε περίπτωση που σύμφωνα με εύρημα του εφαρμόστηκε διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, που κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση, αυτός δύναται να προβεί σε σύσταση προς το σχετικό πρόσωπο που αναφέρεται στο εύρημα του, να παύσει σε καθορισμένη στη σύσταση προθεσμία, να επικαλείται ή εφαρμόζει τη διάταξη, όρο, κριτήριο ή πρακτική, τόσο καθ’ όσον αφορά το πρόσωπο ή την ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο, όσο και καθ’ όσον αφορά πρόσωπα που βρίσκονται, ή δυνατόν να τεθούν σε όμοια με αυτούς θέση έναντι του προσώπου που αναφέρεται στο εύρημα.

(δ)σε περίπτωση που σύμφωνα με εύρημα του εφαρμόστηκε διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, που κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7 συνιστά φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας όπως αναφέρεται στην παράγραφο (β), ή συνιστά έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας επί τω ότι θέτει άτομα της φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ή εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που υπέβαλε το παράπονο, σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα στην απόλαυση του εν λόγω δικαιώματος ή ελευθερίας τους, αυτός δύναται να προβεί σε σύσταση προς το πρόσωπο που αναφέρεται στο εύρημα του, να εξαλείψει ή αντικαταστήσει σε καθορισμένη στη σύσταση προθεσμία, τη διάταξη, όρο, κριτήριο, ή πρακτική, με κατάλληλους κατά την κρίση του τρόπους που υποδεικνύει στη σύσταση, τόσο καθ’ όσον αφορά το πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο, όσο και καθ’ όσον αφορά πρόσωπα που βρίσκονται, ή δυνατόν να τεθούν σε όμοια με αυτούς θέση έναντι του προσώπου που αναφέρεται στο εύρημα.

(2) Για τους σκοπούς των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (1), διάταξη, όρος, και κριτήριο, δυνατόν να αφορά μεταξύ άλλων, διάταξη, όρο και κριτήριο σε συμβάσεις, καταστατικά, σχέδια, και όρους συμμετοχής, που αναφέρονται στις παραγράφους (β) μέχρι και (η) του άρθρου 9 .

(3) Προθεσμία που καθορίζει ο Επίτροπος σε σύσταση του δυνάμει του εδαφίου (1), δεν δύναται να υπερβαίνει περίοδο δεκαοκτώ μηνών από την ημερομηνία την οποία φέρει η σύσταση.

(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση μεταχείρισης ή συμπεριφοράς κατ’ εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών, ή άλλου νομοθετήματος, ή εφαρμογής διάταξης, όρου, ή κριτηρίου που τίθεται σε οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα. Σε περίπτωση που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, ο Επίτροπος πληροφορεί σχετικά το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διαβιβάζοντας σ’ αυτόν την έκθεση με το εύρημα του κατά τα διαλαμβανόμενα και για τους σκοπούς του άρθρου 39.

Λήψη απόφασης σε σχέση με σύσταση. Διαβουλεύσεις και διαβίβαση σύστασης.

22.(1) Ο Επίτροπος αποφασίζει κατά πόσο θα προβεί σε σύσταση δυνάμει του άρθρου 21, και για τις υποδείξεις στις οποίες προτίθεται να προβεί, αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία της έρευνας και τα ευρήματα του σ’ αυτή, αλλά δεν προβαίνει σε σύσταση εκτός κατόπιν διαβουλεύσεων του με το πρόσωπο ή την ομάδα προσώπων που υπέβαλε το παράπονο και το πρόσωπο που αναφέρεται στο εύρημα του, καθ’ όσον αφορά τα θέματα καθορισμού προθεσμιών, υπόδειξης πρακτικών μέτρων, παύσης της επίκλησης ή της εφαρμογής διατάξεων, όρων, κριτηρίων ή πρακτικών, και τρόπων εξάλειψης ή αντικατάστασης αυτών.

(2) Σε κάθε περίπτωση στην οποία ο Επίτροπος αποφασίζει να προβεί σε σύσταση, πληροφορεί τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) για την απόφαση του και για το περιεχόμενο της σύστασης στην οποία προτίθεται να προβεί, ταυτόχρονα με τη διαβίβαση σ’ αυτά της έκθεσης του και της τυχόν διαταγής του για καταβολή προστίμου, καλώντας τα να προσέλθουν σε τόπο και χρόνο που τους ορίζει για τις διαβουλεύσεις που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο.

(3) Ο Επίτροπος παίρνει τελική απόφαση για τις υποδείξεις στις οποίες θα προβεί υπό το φως των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), και διαβιβάζει ακολούθως τη σύσταση στα πρόσωπα που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο αφού θέσει πρώτα στη σύσταση την ημερομηνία στην οποία πήρε την τελική του απόφαση.

Προσφυγή στο Ανώτατατο Δικαστήριο

23. Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος και της νομολογίας που το αφορά, διατάγματα, πρόστιμα, και συστάσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού κανονισμών και κωδίκων πρακτικής, υπόκεινται σε ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου σε προσφυγή που δύναται να ασκηθεί όπως διαλαμβάνει το Άρθρο εναντίον του διατάγματος, επιβολής προστίμου, ή σύστασης, ανάλογα με την περίπτωση, από οποιοδήποτε πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα δραστηριοτήτων του οποίου το σχετικό διάταγμα, επιβολή προστίμου, ή σύσταση, προσβάλλει ευθέως ίδιον ενεστώς έννομο συμφέρον μέσα στην έννοια του Άρθρου 146.