Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2002 για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και την κατάργηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου» (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10),

 

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κοινοτικό Σύστημα Παρακολούθησης και Ενημέρωσης Σχετικά με την Κυκλοφορία Πλοίων) Νόμος του 2004.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αιγιαλίτιδα ζώνη» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί Αιγιαλίτιδος Ζώνης Νόμος του 1964·

«αλιευτικό σκάφος» σημαίνει οποιοδήποτε σκάφος το οποίο είναι εξοπλισμένο για την εμπορική εκμετάλλευση έμβιων υδρόβιων πόρων·

«Απόφαση Α.851(20) του IMO» σημαίνει την οικεία Απόφαση του ΙΜΟ την οποία υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του στην εικοστή σύνοδό της την 27η Νοεμβρίου 1997, με τίτλο «Γενικές αρχές για τα συστήματα αναφοράς των πλοίων και τις απαιτήσεις αναφοράς των πλοίων, καθώς και κατευθύνσεις για την αναφορά περιστατικών όπου ενέχονται επικίνδυνα εμπορεύματα, επιβλαβείς ουσίες ή/και θαλάσσιοι ρύποι»·

«Απόφαση MSC. 150 (77) του ΙΜΟ» σημαίνει την οικεία Απόφαση του ΙΜΟ την οποία υιοθέτησε η Γενική Συνέλευσή του, στην εβδομηκοστή έβδομη σύνοδό της την 2α Ιουνίου 2003, με τίτλο “Σύσταση για Δελτία Δεδομένων Ασφάλειας Υλικών για Φορτία του Παραρτήματος Ι της Σύμβασης MARPOL και των καυσίμων πλοίων”, στην επικαιροποιημένη εκδοχή της·

«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει τον Υπουργό ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται από αυτόν δυνάμει του άρθρου 4·

«Αρχή Λιμένων Κύπρου» σημαίνει την αρχή που καθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 4 των περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμων του 1973 μέχρι 1997·

«ατύχημα» σημαίνει οποιοδήποτε ατύχημα κατά την έννοια του Κώδικα για τη Διερεύνηση Ναυτικών Ατυχημάτων και Περιστατικών·

«διεύθυνση» σημαίνει την ονομασία και τις τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις που επιτρέπουν την επαφή, όποτε αυτή χρειάζεται, με τον έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου, τον πράκτορα, την Αρμόδια Αρχή, το Διευθυντή, την Αρχή Λιμένων Κύπρου ή κάθε άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οργανισμό που διαθέτει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το φορτίο πλοίου·

«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας·

«επικίνδυνα αγαθά» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) τα αγαθά που αναφέρονται στον Κώδικα IMDG,

(β) τα υγροποιημένα αέρια που απαριθμούνται στο Κεφάλαιο 17 του Κώδικα IBC,

(γ) τα υγρά αέρια που απαριθμούνται στο Κεφάλαιο 19 του Κώδικα IGC,

(δ) οι στερεές ύλες που αναφέρονται στο Προσάρτημα Β του Κώδικα BC,

(ε) τα αγαθά για τη μεταφορά των οποίων καθορίσθηκαν κατάλληλες προϋποθέσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1.1.3 του Κώδικα IBC ή την παράγραφο 1.1.6 του Κώδικα IGC·

«επιθεώρηση» σημαίνει οποιαδήποτε ενέργεια δυνάμει του άρθρου 27·

«επιθεωρητής» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 27(1)(α)·

«Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας» σημαίνει την Επιτροπή που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 22∙

«εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο Κανονισμός 1(2) του Κεφαλαίου IX της Σύμβασης SOLAS·

«ΙΜΟ» σημαίνει το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (International Maritime Organization)·

«καταφύγιο» σημαίνει λιμένα, τμήμα λιμένα ή άλλο ασφαλές σημείο προσόρμισης ή αγκυροβόλιο ή οποιαδήποτε άλλη προφυλαγμένη περιοχή η οποία καθορίζεται ως χώρος για την υποδοχή πλοίων που διατρέχουν κίνδυνο στο σχέδιο που η Αρμόδια Αρχή καταρτίζει δυνάμει του άρθρου 22(1)·

«κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ για τη δίκαιη μεταχείριση των πληρωμάτων σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος» σημαίνει τις κατευθυντήριες γραμμές που επισυνάπτονται στο Ψήφισμα LEG.3(91) της Νομικής Επιτροπής του ΙΜΟ, της 27ης Απριλίου 2006, όπως εγκρίθηκε από τη διοικητική επιτροπή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κατά την 296η  σύνοδό της, στις 12 με 16 Ιουνίου 2006·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

«κυπριακό αλιευτικό σκάφος» σημαίνει αλιευτικό σκάφος που είναι είτε  εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων και φέρει τη σημαία της Δημοκρατίας δυνάμει των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων του 1963 έως 2005 είτε στο Μητρώο Μικρών Σκαφών  που τηρείται από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας δυνάμει των περί Εκτάκτων Εξουσιών (Έλεγχος Μικρών Σκαφών) Κανονισμών του 1955∙

«κυπριακό πλοίο» σημαίνει πλοίο το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο κυπριακών πλοίων και φέρει τη σημαία της Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003·

«Κώδικας BC» σημαίνει τον Κώδικα Πρακτικών Κανόνων του ΙΜΟ για την Ασφαλή Μεταφορά Στερεών Φορτίων Χύδην·

«Κώδικας για τη Διερεύνηση Ναυτικών Ατυχημάτων και Περιστατικών» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα για τη Διερεύνηση Ναυτικών Ατυχημάτων που υιοθετήθηκε από τον IMO δια της Απόφασης Α.849(20) της Συνέλευσής του, ημερομηνίας 27ης Νοεμβρίου 1997, ο οποίος Κώδικας εγκρίθηκε με δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 4 των περί της Συμβάσεως περί του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (Κυρωτικοί) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1973 έως 1996·

«Κώδικας IBC» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα του IMO για την Κατασκευή και τον Εξοπλισμό των Πλοίων που Μεταφέρουν Επικίνδυνα Χημικά Χύμα, ο οποίος κυρώθηκε δια των περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικοί) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1985 έως 2001·

«Κώδικας IGC» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα του IMO για την Κατασκευή και τον Εξοπλισμό των Πλοίων που Μεταφέρουν Υγροποιημένα Αέρια Χύμα, ο οποίος κυρώθηκε δια των περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικοί) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1985 έως 2001·

«Κώδικας IMDG» σημαίνει το Διεθνή Ναυτιλιακό Κώδικα Επικίνδυνων Αγαθών του IMO, ο οποίος Κώδικας εγκρίθηκε με δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 4 των περί της Συμβάσεως περί του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (Κυρωτικοί) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1973 έως 1996·

«Κώδικας INF» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα του IMO για την Ασφαλή Μεταφορά σε Δοχεία, επί Πλοίων, Ακτινοβολημένων Πυρηνικών Καυσίμων, Πλουτωνίου και Εντόνως Ραδιενεργών Αποβλήτων που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας του ΙΜΟ δια της απόφασής της MSC 88(71), ημερομηνίας 27ης Μαΐου 1999·

«Κώδικας ISM» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα Διαχείρισης για την Ασφαλή Λειτουργία των Πλοίων και την Πρόληψη της Ρύπανσης, που υιοθετήθηκε από τον IMO δια της Απόφασης Α. 741(18) της Συνέλευσής του, ημερομηνίας 4ης Νοεμβρίου 1993, ο οποίος Κώδικας εγκρίθηκε με δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 4 των περί της Συμβάσεως περί του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (Κυρωτικοί) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1973 έως 1996·

«λιμενική αρχή», αναφορικά με κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, σημαίνει αρμόδια αρχή ή οργανισμό που ορίζεται από το κράτος μέλος για κάθε λιμένα του, προκειμένου να λαμβάνει και διαθέτει πληροφορίες σύμφωνα με την Οδηγία 2002/59/ΕΚ·

«μέσο μεταφοράς φορτίου» σημαίνει όχημα για την οδική μεταφορά φορτίου, βαγόνι για τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίου, εμπορευματοκιβώτιο, βυτιοφόρο όχημα, βαγόνι-βυτίο ή φορητή δεξαμενή·

«Οδηγία 2002/59/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2002 για την δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και την κατάργηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου» (EE L 208 της 5.8.2002, σ. 10), ως τροποποιήθηκε τελευταία με την Οδηγία 2009/17/ΕΚ και ως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«Οδηγία 2009/17/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “Οδηγία 2009/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 για τροποποίηση της οδηγίας 2002/59/ΕΚ για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης”·

«Οδηγία 2009/20/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο “Οδηγία 2009/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση των πλοιοκτητών για ναυτικές απαιτήσεις”, ως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου» σημαίνει πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως το διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού πλοίου (bareboat charterer), ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας πλοίου από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα παρεπόμενα καθήκοντα, ευθύνες και υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο·

«παραδοσιακά πλοία» σημαίνει ιστορικά πλοία κάθε είδους και τα αντίγραφά τους, περιλαμβανομένων εκείνων που σχεδιάζονται προκειμένου να ενθαρρυνθούν και να προωθηθούν παραδοσιακές ικανότητες και στοιχεία της ναυτικής τέχνης, τα οποία χρησιμεύουν ως ζωντανά πολιτιστικά μνημεία, λειτουργώντας σύμφωνα με τις παραδοσιακές ναυτικές αρχές και τεχνικές·

«παράκτιο κέντρο», αναφορικά με τη Δημοκρατία, σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, η οποία καθορίζεται από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 13(2),

(β) εγκατάσταση στην ξηρά που είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία συστήματος υποχρεωτικής υποβολής αναφορών από πλοία, το οποίο είναι εγκεκριμένο από τον IMO και καθορίζεται από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 13(2),

(γ) το Κέντρο Συντονισμού ΄Ερευνας και Διάσωσης που αναφέρεται στο άρθρο 6(1) του περί της Διεθνούς Σύμβασης για τη Ναυτική ΄Ερευνα και Διάσωση του 1979 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1994,

(δ) το Τμήμα Αλιείας του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·

«πλοίαρχος» σημαίνει πρόσωπο που έχει τη διακυβέρνηση πλοίου·

«πλοίο» σημαίνει πλοίο ή σκάφος, που είναι θαλασσοπλοούν·

«πλοίο χρήζον συνδρομής» σημαίνει, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της Σύμβασης SAR για τη διάσωση προσώπων, το πλοίο σε κατάσταση που θα μπορούσε να καταλήξει σε ναυάγιο ή σε κίνδυνο για το περιβάλλον ή τη ναυσιπλοΐα·

«πλοιοκτήτης» σημαίνει πρόσωπο που έχει την κυριότητα πλοίου·

«πράκτορας» σημαίνει πρόσωπο που έχει εντολή ή είναι εξουσιοδοτημένο να παρέχει πληροφορίες για λογαριασμό του έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου·

«προγραμματισμένη γραμμή» σημαίνει μια σειρά δρομολογίων οργανωμένη κατά τρόπο που να εξασφαλίζει σύνδεση μεταξύ δύο ή περισσότερων ίδιων λιμένων, είτε σύμφωνα με δημοσιευμένο χρονοδιάγραμμα ή με δρομολόγια τόσο τακτικά ή συχνά ώστε να συνιστούν αναγνωρίσιμη συστηματική σειρά·

«ρυπογόνα αγαθά» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) τα πετρελαιοειδή, όπως ορίζονται στο Παράρτημα Ι της Σύμβασης MARPOL,

(β) οι υγρές τοξικές ουσίες, όπως ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης MARPOL,

(γ) οι επιβλαβείς ουσίες, όπως ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης MARPOL·

«Σύμβαση INTERVENTION» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση για την Επέμβαση στην Ανοικτή Θάλασσα σε Περιπτώσεις Ατυχημάτων Ρυπάνσεως από Πετρέλαιο του 1969 και το Πρωτόκολλο αυτής του 1973 Αναφορικά με την Επέμβαση στην Ανοικτή Θάλασσα σε Περιπτώσεις Ρυπάνσεως από Ουσίες ΄Αλλες από το Πετρέλαιο·

«Σύμβαση MARPOL» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί Προλήψεως της Ρύπανσης από Πλοία του 1973 και το Πρωτόκολλο αυτής του 1978, που κυρώθηκαν δια των περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προλήψεως της Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία (Κυρωτικοί) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1989 έως 2001·

«Σύμβαση SAR» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση για τη Ναυτική ΄Ερευνα και Διάσωση του 1979, που κυρώθηκε δια του περί της Διεθνούς Σύμβασης για τη Ναυτική ΄Ερευνα και Διάσωση του 1979 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1994·

«Σύμβαση SOLAS» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί της Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974 (SOLAS), που κυρώθηκε δια των περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικοί) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1985 έως 2001, καθώς και τα Πρωτόκολλα και οι τροποποιήσεις αυτής της Σύμβασης·

«Σύμβαση TONNAGE» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί της Καταμετρήσεως της Χωρητικότητας των Πλοίων του 1969, που κυρώθηκε δια του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί της Καταμετρήσεως της Χωρητικότητας των Πλοίων του 1969 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1986·

«Συμβουλευτική Επιτροπή Καταφυγίων - Ασφάλειας» [Καταργήθηκε]

«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφτηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992, ως εκάστοτε τροποποιείται·

«σύστημα οργάνωσης της κυκλοφορίας πλοίων» (ships’ roating system) σημαίνει σύστημα ενός ή περισσότερων πορειών ή ενός ή περισσοτέρων μέτρων καθοδήγησης, με στόχο τη μείωση του κινδύνου ατυχημάτων, και περιλαμβάνει σχέδια διαχωρισμού της θαλάσσιας κυκλοφορίας, αμφίδρομες πορείες, προτεινόμενες πορείες, περιοχές προς αποφυγή, ζώνες παράκτιας κυκλοφορίας, παρακάμψεις, περιοχές προφύλαξης και πορείες για πλοία με μεγάλο βύθισμα·

«Σύστημα LRIT» σημαίνει σύστημα μεγάλου βεληνεκούς για την αναγνώριση και τον εντοπισμό πλοίων, σύμφωνα με τον κανονισμό V/19-1, της Σύμβασης SOLAS∙

«Σύστημα SafeSeaNet» σημαίνει το κοινοτικό σύστημα ανταλλαγής ναυτιλιακών πληροφοριών, το οποίο έχει αναπτυχθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη για την εξασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«σχετικές διεθνείς πράξεις» σημαίνει όλα τα ακόλουθα στην επικαιροποιημένη τους εκδοχή:

(α) η Σύμβαση MARPOL,

(β) η Σύμβαση SOLAS,

(γ) η Σύμβαση TONNAGE,

(δ) η Σύμβαση INTERVENTION,

(ε) η Σύμβαση SAR,

(στ) ο Κώδικας ISM,

(ζ) ο Κώδικας IMDG,

(η) ο Κώδικας IBC,

(θ) ο Κώδικας IGC,

(ι) ο Κώδικας BC,

(ια) ο Κώδικας INF,

(ιβ) η Απόφαση Α.851(20) του IMO,

(ιγ)   το Ψήφισμα Α.917(22) του ΙΜΟ,

(ιδ) το Ψήφισμα A.949(23) του ΙΜΟ,

(ιε) το Ψήφισμα A.950(23) του ΙΜΟ,

(ιστ) τις κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ για τη δίκαιη μεταχείριση των πληρωμάτων σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος·

«τακτικό δρομολόγιο» σημαίνει δρομολόγιο που προβλέπεται να εκτελείται επί ένα τουλάχιστο μήνα·

«Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας» σημαίνει το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων·

«τρίτο κράτος» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων» ή «VTS» (vessel traffic service) σημαίνει υπηρεσία η οποία είναι επιφορτισμένη με τη βελτίωση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της κυκλοφορίας πλοίων και με την προστασία του περιβάλλοντος, έχοντας τη δυνατότητα επίδρασης επί της κυκλοφορίας και παράλληλα ανταπόκρισης σε καταστάσεις κυκλοφορίας που παρουσιάζονται στη ζώνη την οποία η εν λόγω υπηρεσία εποπτεύει·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·

«φορτωτής» σημαίνει πρόσωπο από το οποίο ή στο όνομα του οποίου ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί σύμβαση μεταφοράς αγαθών με μεταφορέα·

«Ψήφισμα Α.917(22) του ΙΜΟ» σημαίνει  το Ψήφισμα Α.917(22) του ΙΜΟ με τίτλο “Κατευθυντήριες γραμμές για την επί του πλοίου χρήση των AIS”, όπως τροποποιήθηκε με το Ψήφισμα Α.956(23) του ΙΜΟ·

«Ψήφισμα A.949(23) του ΙΜΟ» σημαίνει το Ψήφισμα 949(23) του ΙΜΟ με τίτλο “Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα καταφύγια για τα πλοία που χρήζουν συνδρομής”·

«Ψήφισμα A.950(23) του ΙΜΟ» σημαίνει το Ψήφισμα 950(23) του ΙΜΟ με τίτλο “Υπηρεσίες συνδρομής στη θάλασσα (MAS)”.

Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου

3.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε έκαστο από τα ακόλουθα πλοία το οποίο είναι, εκτός εάν ο παρών Νόμος προβλέπει διαφορετικά, ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 μονάδων:

(α) κυπριακό πλοίο, οπουδήποτε βρίσκεται·

(β) μη κυπριακό πλοίο το οποίο βρίσκεται εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας.

(2) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα, εκτός αν προβλέπεται σε αυτόν διαφορετικά:

(α) πολεμικά πλοία, βοηθητικά πολεμικά πλοία και άλλα πλοία που-

(i) είτε ανήκουν στη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος είτε τυγχάνουν εκμετάλλευσης από τη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος, και

(ii) χρησιμοποιούνται για την παροχή δημόσιων μη εμπορικών υπηρεσιών·

(β) οποιοδήποτε από τα ακόλουθα είναι μήκους κάτω των 45 μέτρων:

(i) αλιευτικά σκάφη,

(ii) παραδοσιακά πλοία,

(iii) σκάφη αναψυχής·

(γ) δεξαμενές σε πλοία ολικής χωρητικότητας κάτω των χιλίων μονάδων, καθώς και εφόδια πλοίων και εξοπλισμός που χρησιμοποιείται επί όλων των πλοίων.

Ασκηση εξουσιών και εκτέλεση καθηκόντων κρατικών λειτουργών και αξιωματούχων

4.-(1) Ο Υπουργός έχει εξουσία να μεταβιβάζει γραπτώς σε οποιονδήποτε από τους ακόλουθους την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας, εξαιρουμένης της εξουσίας περί έκδοσης διαταγμάτων, και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, στην Αρμόδια Αρχή:

(α) το Διευθυντή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο υπηρετεί στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας·

(β) την Αρχή Λιμένων Κύπρου ή οποιοδήποτε πρόσωπο υπηρετεί σε αυτήν.

Σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Υπουργός διατηρεί την εξουσία να ασκεί ούτως μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον, από και κατά την διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.

(2) Πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η άσκηση εξουσίας ή η εκτέλεση καθήκοντος δυνάμει του εδαφίου (1) έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία και να εκτελεί το καθήκον σύμφωνα με τις τυχόν οδηγίες του Υπουργού.

(3) Ο Υπουργός έχει εξουσία να τροποποιεί και να ανακαλεί μεταβίβαση που έκανε δυνάμει του εδαφίου (1) με γραπτή ειδοποίηση προς το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση.

(4) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου δύο ή περισσότερα πρόσωπα ταυτόχρονα ασκούν την ίδια εξουσία ή εκτελούν το ίδιο καθήκον, ο ιεραρχικά υφιστάμενος από τα εν λόγω πρόσωπα λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ούτως ώστε να μην ασκεί την εξουσία ή εκτελεί το καθήκον στα ίδια πραγματικά γεγονότα με τον ιεραρχικά ανώτερό του, εκτός εάν ο τελευταίος το επιτρέπει και σύμφωνα με τυχόν οδηγίες του τελευταίου.

(5) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου πρόσωπο ασκεί εξουσία ή εκτελεί καθήκον, που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, σε άλλο πρόσωπο, ο παρών Νόμος και οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί εφαρμόζονται ως εάν είχαν χορηγήσει ρητά την εν λόγω εξουσία στο ασκών αυτήν πρόσωπο και είχαν αναθέσει ρητά το εν λόγω καθήκον στο εκτελών αυτό πρόσωπο.

Δημόσια πρόσβαση σε σχετικές πράξεις

5.-(1) Ο Διευθυντής -

(α) διασφαλίζει την τήρηση αντιγράφου στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας των σχετικών διεθνών πράξεων, των προτύπων, κριτηρίων, αποφάσεων, Kωδίκων και άλλων πράξεων του ΙΜΟ ή άλλου διεθνούς οργανισμού, τα οποία αναφέρονται στον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς, και των γνωστοποιήσεων και διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, και του σχεδίου που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 22(1), και

(β) παρέχει σε οποιοδήποτε πρόσωπο -

(i) πρόσβαση σε οποιοδήποτε τέτοιο κείμενο, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο του το ζητεί κατά τον καθοριζόμενο τρόπο, και

(ii) με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), αντίγραφο οποιουδήποτε τέτοιου κειμένου ή μέρους αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο του το ζητεί κατά τον καθοριζόμενο τρόπο και καταβάλλει στο Διευθυντή τέλος, το οποίο καθορίζεται από το Διευθυντή και σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει το ποσό που καλύπτει τις δαπάνες στις οποίες το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας υποβάλλεται για την παραγωγή του αντίγραφου.

(2) Ο Διευθυντής παρέχει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, χωρίς την καταβολή τέλους, αντίγραφο του σχεδίου το οποίο καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 22(1), υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο του το ζητεί κατά τον καθοριζόμενο τρόπο.

(3) Στα εδάφια (1) και (2), «κατά τον καθοριζόμενο τρόπο» σημαίνει γραπτώς ή με τηλεομοιότυπο ή άλλο ηλεκτρονικό μέσο.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΠΛΟΙΑ, ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΠΛΟΙΩΝ
Διαβίβαση πληροφοριών πριν τον κατάπλου σε λιμένα κράτους μέλους

6.-(1) Σε περίπτωση που -

(α) πλοίο έχει ως προορισμό λιμένα της Δημοκρατίας, ή

(β) κυπριακό πλοίο έχει ως προορισμό λιμένα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία,

ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πράκτορας έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι ένας από αυτούς διαβιβάζει -

(αα) στην Αρχή Λιμένων Κύπρου, στην περίπτωση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α), και

(ββ) στην αρμόδια λιμενική αρχή του άλλου κράτους μέλους, στην περίπτωση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (β),

τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του Πρώτου Παραρτήματος -

(ααα) τουλάχιστον 24 ώρες πριν τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα προορισμού, ή

(βββ) το αργότερο κατά το χρόνο απόπλου του πλοίου από τον προηγούμενο λιμένα, εάν η διάρκεια του ταξιδιού είναι μικρότερη από 24 ώρες, ή

(γγγ) εάν ο λιμένας προορισμού είναι άγνωστος κατά τον απόπλου ή μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αμέσως μόλις αυτή η πληροφορία είναι διαθέσιμη.

(2) Σε περίπτωση που βάσει του εδαφίου (1) πληροφορίες διαβιβάζονται, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (γγγ) του ιδίου εδαφίου, στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ή σε λιμενική αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, τα πρόσωπα που έχουν την υποχρέωση διασφάλισης της διαβίβασης αυτών των πληροφοριών φέρουν μαζί και ξεχωριστά το βάρος απόδειξης περί του ότι ο λιμένας προορισμού ήταν άγνωστος κατά τον απόπλου ή μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

(3) Σε περίπτωση μεταβολής οποιασδήποτε από τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες, ο αναφερόμενος στο ίδιο εδάφιο πλοίαρχος διαβιβάζει αμέσως την ούτως μεταβληθείσα πληροφορία στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ή, κατά περίπτωση, την λιμενική αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία.

Είσοδος πλοίου σε ζώνη συστήματος υποβολής αναφορών από πλοία

7.-(1) Σε περίπτωση που πλοίο εισέρχεται σε ζώνη συστήματος υποχρεωτικής υποβολής αναφορών από πλοία (mandatory ship reporting system) το οποίο σύστημα υιοθετήθηκε από τον IMO σύμφωνα με τον κανονισμό 11 του Κεφαλαίου V της Σύμβασης SOLAS και λειτουργεί σύμφωνα με τις εκάστοτε σχετικές κατευθυντήριες γραμμές και κριτήρια του ΙΜΟ -

(α) είτε μόνο στη Δημοκρατία είτε στη Δημοκρατία και οποιοδήποτε άλλο κράτος, ή

(β) είτε μόνο σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία είτε σε τέτοιο κράτος μέλος και οποιοδήποτε άλλο κράτος, και το εισερχόμενο πλοίο είναι κυπριακό,

ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πράκτορας έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι ένας από αυτούς συμμορφώνεται με το σύστημα υποβάλλοντας τις απαιτούμενες πληροφορίες στο σταθμό παρακολούθησης, χωρίς επηρεασμό της υποχρέωσης διαβίβασης των πρόσθετων πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με την Απόφαση Α.851(20) του ΙΜΟ από την Αρμόδια Αρχή, ή κατά περίπτωση, την αρμόδια αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση που η Δημοκρατία υποβάλλει στον ΙΜΟ προς έγκριση πρόταση είτε δημιουργίας νέου συστήματος υποχρεωτικής υποβολής αναφορών από πλοία είτε τροποποίησης τυχόν υφιστάμενου τέτοιου συστήματος, η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι στην πρόταση περιλαμβάνονται οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του Πρώτου Παραρτήματος.

Εξοπλισμός πλοίου με σύστημα αυτόματου εντοπισμού (AIS)

8.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου και ο πλοίαρχος του πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το πλοίο καταπλέει-

(α) σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή

(β) σε λιμένα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, εάν το πλοίο είναι κυπριακό,

μόνο εάν είναι εξοπλισμένο με σύστημα αυτόματου εξοπλισμού (Automatic Identification System) κατά τα διαλαμβανόμενα στο Μέρος Ι του Δεύτερου Παραρτήματος.

(2) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου που διαθέτει σύστημα αυτόματου εντοπισμού και ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να διατηρούν το εν λόγω σύστημα πάντοτε σε λειτουργία, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες διεθνείς συμφωνίες, κανόνες ή πρότυπα προβλέπουν την προστασία των σχετικών με τη ναυσιπλοΐα πληροφοριών.

Εξοπλισμός αλιευτικού σκάφους άνω των 15 μέτρων με σύστημα αυτόματου εντοπισμού (AIS)

8Α.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση και ο πλοίαρχος αλιευτικού σκάφους συνολικού μήκους άνω των 15 μέτρων έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το αλιευτικό σκάφος–

(α) αναπτύσσει δραστηριότητα στην αιγιαλίτιδα ζώνη ή στα εσωτερικά ύδατα της Δημοκρατίας ή εκφορτώνει το αλίευμά του σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή

(β) αναπτύσσει δραστηριότητα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία ή εκφορτώνει το αλίευμά του σε λιμένα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, εάν το αλιευτικό σκάφος είναι κυπριακό,

μόνο εάν είναι εξοπλισμένο με σύστημα αυτόματου εντοπισμού (Automatic Identification System) (κατηγορίας Α) κατά τα διαλαμβανόμενα στο Μέρος Ι του Δεύτερου Παραρτήματος.

(2) Ο έχων την εκμετάλλευση αλιευτικού σκάφους, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), και ο πλοίαρχος τέτοιου σκάφους έχουν έκαστος υποχρέωση να διατηρούν το εν λόγω σύστημα πάντοτε σε λειτουργία, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις όπου ο πλοίαρχος δικαιούται να διακόψει τη λειτουργία του συστήματος αυτόματου εντοπισμού όταν το θεωρεί αναγκαίο για την ασφαλή ναυσιπλοΐα ή ασφάλεια του σκάφους.

Εξοπλισμός πλοίου με σύστημα ευρείας εμβέλειας αναγνώρισης και εντοπισμού πλοίων (LRIT)

8Β. Ο έχων την εκμετάλλευση και ο πλοίαρχος πλοίου, επί του οποίου εφαρμόζονται ο κανονισμός V/19- 1 της Σύμβασης SOLAS και τα πρότυπα επιδόσεων και οι λειτουργικές απαιτήσεις που έχει καθιερώσει ο ΙΜΟ, έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το πλοίο καταπλέει–

(α) σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή

(β) σε λιμένα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, εάν το πλοίο είναι κυπριακό,

μόνο εάν είναι εξοπλισμένο με Σύστημα LRIT.

Συστήματα οργάνωσης της κυκλοφορίας πλοίων

9.-(1) Σε περίπτωση που πλοίο εισέρχεται σε ζώνη υποχρεωτικού συστήματος οργάνωσης της κυκλοφορίας πλοίων, το οποίο σύστημα υιοθετήθηκε από τον IMO σύμφωνα με τον κανονισμό 10 του Κεφαλαίου V της Σύμβασης SOLAS και λειτουργεί -

(α) είτε μόνο στη Δημοκρατία είτε στη Δημοκρατία και οποιοδήποτε άλλο κράτος, ή

(β) είτε μόνο σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία είτε σε τέτοιο κράτος μέλος και οποιοδήποτε άλλο κράτος, και το εισερχόμενο πλοίο είναι κυπριακό,

ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πράκτορας έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το πλοίο χρησιμοποιεί το σύστημα σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και κριτήρια του ΙΜΟ.

(2) Σε περίπτωση που η Δημοκρατία εφαρμόζει με δική της ευθύνη σύστημα οργάνωσης της κυκλοφορίας πλοίων το οποίο δεν έχει υιοθετηθεί από τον IMO, η Αρμόδια Αρχή-

(α) διασφαλίζει ότι το σύστημα εφαρμόζεται σύμφωνα, εάν είναι δυνατό, με τις εκάστοτε κατευθυντήριες γραμμές και κριτήρια του IMO, και

(β) γνωστοποιεί με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την ασφαλή και αποτελεσματική χρήση του συστήματος.

Είσοδος πλοίου σε ζώνη υπηρεσίας εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων (VTS)

10.-(1) Σε περίπτωση που πλοίο εισέρχεται σε ζώνη που εποπτεύεται από υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων (Vessel Traffic Service) η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις εκάστοτε κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ -

(α) είτε μόνο στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Δημοκρατίας είτε στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Δημοκρατίας και οποιουδήποτε άλλου κράτους, ή

(β) είτε μόνο στην αιγιαλίτιδα ζώνη κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία είτε στην αιγιαλίτιδα ζώνη τέτοιου κράτους μέλους και οποιουδήποτε άλλου κράτους, και το πλοίο είναι κυπριακό,

ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου και ο πλοίαρχος του πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το πλοίο χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη υπηρεσία και συμμορφώνεται με τους κανόνες της.

(2) Σε περίπτωση που -

(α) πλοίο έχει ως προορισμό λιμένα της Δημοκρατίας και εισέρχεται σε ζώνη που εποπτεύεται από υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις εκάστοτε κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης της Δημοκρατίας, ή

(β) κυπριακό πλοίο εισέρχεται σε ζώνη που εποπτεύεται από υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις εκάστοτε κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης της Δημοκρατίας,

ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου και ο πλοίαρχος του πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το πλοίο συμμορφώνεται με τους κανόνες της συγκεκριμένης υπηρεσίας.

(3) Σε περίπτωση που πλοίο το οποίο φέρει τη σημαία τρίτου κράτους και δεν έχει ως προορισμό λιμένα της Δημοκρατίας εισέρχεται σε ζώνη που εποπτεύεται από υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων η οποία λειτουργεί εκτός της αιγιαλίτιδας ζώνης της Δημοκρατίας, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου και ο πλοίαρχος του πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το πλοίο συμμορφώνεται, εάν είναι δυνατόν, με τους κανόνες της συγκεκριμένης υπηρεσίας.

(4) Η Αρμόδια Αρχή αναφέρει στην αρμόδια αρχή του κράτους της σημαίας πλοίου, το οποίο εισέρχεται σε ζώνη που εποπτεύεται από υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, οποιαδήποτε εκ πρώτης όψεως σοβαρή παράβαση από το πλοίο των κανόνων της συγκεκριμένης υπηρεσίας.

Εξοπλισμός πλοίου με όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού (VDR)

11. Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου και ο πλοίαρχος του πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το πλοίο καταπλέει-

(α) σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή

(β) σε λιμένα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, εάν το πλοίο είναι κυπριακό,

μόνο εάν είναι εξοπλισμένο με όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού (Voyage Data Recorder) κατά τα διαλαμβανόμενα στο Μέρος ΙΙ του Δεύτερου Παραρτήματος.

Διερεύνηση ατυχημάτων και άλλων συμβάντων

12. [Διαγράφηκε]
Παράκτια κέντρα

13.-(1) Πρόσωπο υπό την ευθύνη του οποίου λειτουργεί στη Δημοκρατία παράκτιο κέντρο το οποίο-

(α) συνιστά υπηρεσία εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, ή

(β) είναι υπεύθυνο για την λειτουργία συστήματος οργάνωσης της κυκλοφορίας πλοίων,

διασφαλίζει ότι το παράκτιο κέντρο λειτουργεί σύμφωνα με τις εκάστοτε σχετικές κατευθυντήριες γραμμές του IMO.

(2) Η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τα παράκτια κέντρα, τα οποία λειτουργούν στη Δημοκρατία και είναι άλλα από το Κέντρο Συντονισμού ΄Ερευνας και Διάσωσης που αναφέρεται στο άρθρο 6(1) του περί της Διεθνούς Σύμβασης για τη Ναυτική ΄Ερευνα και Διάσωση του 1979 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1994.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ Ή ΡΥΠΟΓΟΝΑ ΑΓΑΘΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΛΟΙΑ (HAZMAT)
Υποχρεώσεις σχετικά με παράδοση προς μεταφορά και φόρτωση

14.-(1) Έκαστος φορτωτής διασφαλίζει ότι επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής σύμβασης μεταφοράς η οποία τον αφορά -

(α) παραδίδονται προς μεταφορά επί πλοίου οποιωνδήποτε διαστάσεων, σε λιμένα της Δημοκρατίας· ή

(β) φορτώνονται σε πλοίο οποιωνδήποτε διαστάσεων, σε λιμένα της Δημοκρατίας,

μόνο υπό την προϋπόθεση ότι-

(αα) ο φορτωτής διαβιβάζει στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή τον  πλοίαρχο του πλοίου δήλωση η οποία περιλαμβάνει-

(i) τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του Πρώτου Παραρτήματος,

(ii) πληροφορίες όσον αφορά τις ουσίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Σύμβασης MΑRPOL, το δελτίο των δεδομένων ασφαλείας όπου αναφέρονται τα φυσικό-χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου, εφόσον απαιτείται, του ιξώδους σε cSt στους 50 °C και της πυκνότητας στους 15 °C, καθώς και τα άλλα δεδομένα που περιέχονται στο δελτίο των δεδομένων ασφαλείας σύμφωνα με την Απόφαση MSC. 150 (77) του ΙΜΟ,

(iii) τους αριθμούς κλήσης έκτακτης ανάγκης του φορτωτή ή κάθε άλλου προσώπου ή οργανισμού που διαθέτει πληροφορίες σχετικά με τα φυσικο-χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, και

(ββ) τα προαναφερόμενα αγαθά είναι αυτά τα οποία αφορά η προαναφερόμενη δήλωση.

(2) Σε περίπτωση πλοίου το οποίο προέρχεται από λιμένα τρίτου κράτους και κατευθύνεται σε λιμένα της Δημοκρατίας ή στην αιγιαλίτιδα ζώνη αυτής, μεταφέροντας επικίνδυνες ή ρυπογόνους ουσίες, ο έχων την εκμετάλλευση και ο πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι το πλοίο είναι εφοδιασμένο με δήλωση εκ μέρους του φορτωτή η οποία πληροί της απαιτήσεις του εδαφίου (1).

Διαβίβαση πληροφοριών περί επικίνδυνων ή ρυπογόνων αγαθών

15.-(1) Σε περίπτωση πλοίου οποιωνδήποτε διαστάσεων, το οποίο μεταφέρει επικίνδυνα ή ρυπογόνα αγαθά και αποπλέει-

(α) από λιμένα της Δημοκρατίας, ή

(β) από λιμένα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, και το πλοίο είναι κυπριακό,

ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πράκτορας έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι ένας από αυτούς, το αργότερο κατά τον απόπλου, διαβιβάζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του Πρώτου Παραρτήματος -

(αα) στην Αρμόδια Αρχή, στην περίπτωση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α), ή

(ββ) στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος το επιτρέπει, σε λιμενική αρχή του εν λόγω κράτους μέλους, στην περίπτωση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (β).

(2) Σε περίπτωση πλοίου οποιωνδήποτε διαστάσεων, το οποίο μεταφέρει επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα, αποπλέει από λιμένα τρίτου κράτους και έχει ως πρώτο προορισμό -

(α) είτε λιμένα της Δημοκρατίας είτε αγκυροβόλιο εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης της Δημοκρατίας,

(β) είτε λιμένα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία είτε αγκυροβολίο εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης τέτοιου κράτους μέλους, και το πλοίο είναι κυπριακό,

ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πράκτορας έχουν έκαστος υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι ένας από αυτούς διαβιβάζει -

(αα) στην Αρμόδια Αρχή, στην περίπτωση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α), ή

(ββ) στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος το επιτρέπει, σε λιμενική αρχή του άλλου κράτους μέλους, στην περίπτωση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (β),

τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του Πρώτου Παραρτήματος-

(ααα) το αργότερο κατά το χρόνο απόπλου του πλοίου από το λιμένα φόρτωσης των προαναφερόμενων αγαθών, ή

(βββ) εάν ο λιμένας ή το αγκυροβόλιο προορισμού είναι άγνωστος κατά τον απόπλου ή μεταβλήθηκε κατά την διάρκεια του ταξιδιού, αμέσως μόλις η πληροφορία είναι διαθέσιμη.

(3) Σε περίπτωση που βάσει του εδαφίου (2) πληροφορίες διαβιβάζονται, κατά τα διαλαμβανομένα στην παράγραφο (βββ) του ίδιου εδαφίου, στην Αρμόδια Αρχή ή σε αρμόδια ή λιμενική αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, τα πρόσωπα που έχουν την υποχρέωση διασφάλισης της διαβίβασης αυτών των πληροφοριών φέρουν μαζί και ξεχωριστά το βάρος απόδειξης περί του ότι ο λιμένας ή το αγκυροβόλιο προορισμού ήταν άγνωστος κατά τον απόπλου ή μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

(4) Σε περίπτωση μεταβολής οποιασδήποτε από τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) ή (2) πληροφορίες, ο αναφερόμενος στο αντίστοιχο εδάφιο πλοίαρχος διαβιβάζει αμέσως στην Αρμόδια Αρχή ή, κατά περίπτωση, σε αρμόδια ή λιμενική αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία την ούτως μεταβληθείσα πληροφορία.

(5) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πράκτορας διασφαλίζουν τα ακόλουθα:

(α)(i) τη διαβίβαση στην Αρμόδια Αρχή των αναφερομένων στα εδάφια (1), (2) και (4) πληροφοριών μέσω ηλεκτρονικού μέσου, εάν αυτό είναι εφικτό, και

(ii) εάν η διαβίβαση των προαναφερόμενων πληροφοριών μέσω ηλεκτρονικού μέσου είναι εφικτή, τη διενέργεια της διαβίβασης αυτής κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 2 του Τρίτου Παραρτήματος·

(β) εάν το πλοίο είναι κυπριακό -

(i) τη διαβίβαση σε αρμόδια αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία ή, εάν το εν λόγω κράτος μέλος το επιτρέπει, σε λιμενική αρχή του εν λόγω κράτους μέλους των αναφερομένων στα εδάφια (1), (2) και (4) πληροφοριών μέσω ηλεκτρονικού μέσου, εάν αυτό είναι εφικτό, και

(ii) εάν η διαβίβαση των προαναφερομένων πληροφοριών είναι εφικτή, τη διενέργεια της διαβίβασης αυτής κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 2 του Τρίτου Παραρτήματος.

(6)(α) Η Αρμόδια Αρχή ενεργεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Τρίτου Παραρτήματος και συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για τη διασφάλιση της διασύνδεσης και διαλειτουργικότητας του αναφερόμενου στο Τρίτο Παράρτημα συστήματος επικοινωνίας με τα αντίστοιχα συστήματα των άλλων κρατών μελών.

(β) Το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) σύστημα επικοινωνίας πρέπει να -

(i) διενεργεί την ανταλλαγή δεδομένων και να επιτρέπει τη λήψη και την επεξεργασία των μηνυμάτων που διαβιβάζονται βάσει του παρόντος άρθρου, και

(ii) επιτρέπει τη μετάδοση των πληροφοριών επί εικοσιτετραώρου βάσεως, και

(iii) επιτρέπει στην Αρμόδια Αρχή να μεταδίδει αμελλητί στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, κατόπιν αιτήσεως μέσω του συστήματος SafeSeaNet και εφόσον απαιτείται για τους σκοπούς της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας ή της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τις πληροφορίες σχετικά με το πλοίο και τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα αγαθά που αυτό μεταφέρει.

Απαλλαγή από επιβαλλόμενη υποχρέωση βάσει του άρθρου 15

16.-(1)(α) Εταιρεία η οποία εκτελεί τακτικά δρομολόγια μεταξύ λιμένων της Δημοκρατίας και στην οποία επιβάλλεται υποχρέωση βάσει του άρθρου 15, αναφορικά με τη διαβίβαση πληροφοριών στην Αρμόδια Αρχή, έχει δικαίωμα να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλει στην Αρμόδια Αρχή το αναφερόμενο στο εδάφιο (17) τέλος, γραπτή αίτηση για να της χορηγήσει η Αρμόδια Αρχή δια απόφασής της απαλλαγή από τέτοια υποχρέωση.

(β) Κάθε αίτηση που υποβάλλεται στην Αρμόδια Αρχή δυνάμει της παραγράφου (α) περιέχει τις πληροφορίες οι οποίες -

(i) είναι εύλογα αναγκαίες για εξέταση της αίτησης και τις οποίες η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να καθορίζει κατά την κρίση της, και

(ii) σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνουν τα σχετικά με τις αναφερόμενες στο εδάφιο (4) προϋποθέσεις.

(2) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να απαιτεί με γραπτή οδηγία από εταιρεία που υπέβαλε αίτηση δυνάμει του εδαφίου (1) (στο εξής θα αναφέρεται στο παρόν άρθρο ως «η αιτήτρια») όπως η τελευταία παρέχει γραπτώς στην Αρμόδια Αρχή, εντός εύλογης προθεσμίας που η Αρμόδια Αρχή καθορίζει στη γραπτή της οδηγία, οποιαδήποτε πληροφορία η οποία δεν περιέχεται στην αίτηση της αιτήτριας και η οποία είναι κατά τη κρίση της Αρμόδιας Αρχής εύλογα αναγκαία για την εξέταση της αίτησης.

(3) Σε περίπτωση που υποβάλλεται στην Αρμόδια Αρχή αίτηση δυνάμει του εδαφίου (1), η Αρμόδια Αρχή, σε εύλογο χρόνο, εξετάζει την αίτηση, αποφασίζει επ’ αυτής υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (4) και διαβιβάζει γραπτώς την απόφασή της στην αιτήτρια.

(4) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να χορηγεί απαλλαγή από υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15 αναφορικά με τη διαβίβαση πληροφοριών στην ίδια, μόνο εάν ικανοποιηθεί ότι ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) η αιτήτρια έχει καταρτίσει κατάλογο των πλοίων, δια των οποίων εκτελεί τα τακτικά δρομολόγια μεταξύ λιμένων της Δημοκρατίας, και περιέλαβε αυτό τον κατάλογο στην αίτησή της προς την Αρμόδια Αρχή·

(β) η αιτήτρια είναι σε θέση να συμμορφώνεται με τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (6).

(5) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να αρνείται να χορηγεί απαλλαγή από υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15 αναφορικά με τη διαβίβαση πληροφοριών στην ίδια, για οποιοδήποτε λόγο που, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής, καθιστά τέτοια άρνηση εύλογα αναγκαία, περιλαμβανομένων των ακόλουθων λόγων:

(α) άρνηση ή παράλειψη της αιτήτριας να καταβάλει στην Αρμόδια Αρχή τέλος ή να παράσχει στην Αρμόδια Αρχή πληροφορία κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (1) και (2)·

(β) τερματισμός δυνάμει του εδαφίου (8)(α) προηγούμενης χορηγηθείσας απαλλαγής, ο οποίος τερματισμός δεν ακυρώθηκε από τον Υπουργό δυνάμει του άρθρου 31, σε περίπτωση που, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής, οι λόγοι στους οποίους βάσισε την απόφασή της για τον τερματισμό συνεχίζουν να υφίστανται.

(6) Η απαλλαγή από υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15, την οποία Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να χορηγεί δυνάμει του εδαφίου (4), υπόκειται -

(α) στους ακόλουθους όρους:

(i) η εταιρεία στην οποία χορηγείται η απαλλαγή (στο εξής θα αναφέρεται στο παρόν άρθρο ως «η απαλλαγείσα εταιρεία») ενημερώνει τον αναφερόμενο στο εδάφιο (4)(α) κατάλογο των πλοίων και διαβιβάζει αμελλητί τον ούτως ενημερωμένο κατάλογο στην Αρμόδια Αρχή,

(ii) η απαλλαγείσα εταιρεία διαβιβάζει αμέσως στην Αρμόδια Αρχή, μετά από αίτημα της τελευταίας, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του Πρώτου Παραρτήματος σχετικά με κάθε ταξίδι το οποίο η εταιρεία εκτελεί σε τακτικό δρομολόγιο μεταξύ λιμένων της Δημοκρατίας,

(iii) η απαλλαγείσα εταιρεία έχει σε εφαρμογή εσωτερικό σύστημα το οποίο διασφαλίζει την διαβίβαση στην Αρμόδια Αρχή, μετά από αίτημα της τελευταίας, επί εικοσιτετραώρου βάσεως και αμελλητί, των αναφερόμενων στην υποπαράγραφο (ii) πληροφοριών -

(Α) μέσω ηλεκτρονικού μέσου, εάν αυτό είναι εφικτό, και

(Β) εάν η διαβίβαση των προαναφερόμενων πληροφοριών είναι εφικτή, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 2 του Τρίτου Παραρτήματος· και

(iv) κάθε απόκλιση τριών ή περισσοτέρων ωρών από τον υπολογιζόμενο χρόνο άφιξης στον λιμένα προορισμού ή τον σταθμό πλοήγησης γνωστοποιείται στο λιμένα άφιξης ή στην Αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 15·

(v) εξαιρέσεις εγκρίνονται για μεμονωμένα πλοία και συγκεκριμένο δρομολόγιο και περιορίζονται σε ταξίδια με προβλεπόμενη διάρκεια μέχρι 12 ώρες∙ και

(β) σε οποιουσδήποτε άλλους όρους του οποίους η Αρμόδια Αρχή κρίνει ως εύλογα αναγκαίους για τη ρύθμιση της απαλλαγής, περιλαμβανομένης σε κάθε περίπτωση της χρονικής διάρκειας της απαλλαγής, τους οποίους όρους καθορίζει στην απόφαση δυνάμει της οποίας χορηγεί την απαλλαγή,

(7)(α) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία, μετά την παροχή εύλογης και γραπτής ειδοποίησης σε απαλλαγείσα εταιρεία, να τροποποιεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος είτε την απαλλαγή που χορήγησε στην εταιρεία είτε οποιοδήποτε όρο αυτής της απαλλαγής, εξαιρουμένων των όρων που αναφέρονται στο εδάφιο (6)(α)· η Αρμόδια Αρχή διαβιβάζει γραπτώς σε απαλλαγείσα εταιρεία την απόφασή της για τροποποίηση της απαλλαγής.

(β) Απαλλαγείσα εταιρεία έχει δικαίωμα να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλει στην Αρμόδια Αρχή το αναφερόμενο στο εδάφιο (17) τέλος, γραπτή αίτηση για να τροποποιήσει η Αρμόδια Αρχή είτε την απαλλαγή που χορήγησε στην εταιρεία είτε οποιοδήποτε όρο αυτής της απαλλαγής, εξαιρουμένων των όρων που αναφέρονται στο εδάφιο (6)(α). Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης εφαρμόζονται με τις αναγκαίες προσαρμογές, τα εδάφια (1)(β), (2), (3), (4), (5)(α) και (6).

(8)(α) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία, μετά ή χωρίς την παροχή ειδοποίησης προς απαλλαγείσα εταιρεία, να αναστέλλει ή τερματίζει απαλλαγή από υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15, την οποία χορήγησε στην εταιρεία δυνάμει του εδαφίου (4) ή βάσει του εδαφίου (12), εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι η εταιρεία παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε όρο στον οποίο υπόκειται η απαλλαγή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (6), (7) ή (12)(β), αντίστοιχα. Η Αρμόδια Αρχή, το συντομότερο δυνατό, διαβιβάζει γραπτώς στην επηρεαζόμενη εταιρεία την απόφασή της για την αναστολή ή τερματισμό της απαλλαγής που της είχε χορηγήσει.

(β) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να αίρει αναστολή την οποία επέβαλε δυνάμει της παραγράφου (α), εάν ικανοποιηθεί ότι οι λόγοι οι οποίοι, κατά την κρίση της, κατέστησαν αναγκαία την επιβολή της δεν υφίστανται πλέον, και έχει υποχρέωση το συντομότερο δυνατό να διαβιβάζει γραπτώς στην επηρεαζόμενη εταιρεία την απόφασή της για άρση της αναστολής της απαλλαγής.

(9) Η Αρμόδια Αρχή, σε κάθε απόφασή της -

(α) δυνάμει του εδαφίου (3) ή (7)(β), σε περίπτωση που η απόφαση απορρίπτει ή δεν αποδέχεται πλήρως αίτηση που της υποβλήθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) ή (7)(β), αντίστοιχα, ή

(β) δυνάμει του εδαφίου (7)(α) ή (8)(α),

εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους η απόφαση βασίζεται και πληροφορεί την εταιρεία στην οποία αυτή διαβιβάζεται -

(αα) περί του δικαιώματός της να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή στον Υπουργό, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και

(ββ) περί του δικαιώματός της να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(γγ) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα δύο προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(10)(α) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί κάθε απόφασή της δυνάμει του παρόντος άρθρου στην Αρχή Λιμένων Κύπρου.

(β) Κάθε απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, δυνάμει του παρόντος άρθρου καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στην εταιρεία στην οποία διαβιβάζεται βάσει του παρόντος άρθρου.

(11) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει, δια διενέργειας επιθεωρήσεων, τον τακτικό έλεγχο της συμμόρφωσης των εταιρειών οι οποίες απολαύουν ισχύουσας απαλλαγής από υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15, η οποία απαλλαγή χορηγήθηκε από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του εδαφίου (4) ή βάσει του εδαφίου (12), με τους όρους στους οποίους υπόκειται η χορηγηθείσα απαλλαγή βάσει του εδαφίου (6), (7) ή (12)(β), αντίστοιχα.

(12)(α) Σε περίπτωση που κράτος μέλος ζητεί από τη Δημοκρατία να απαλλάξει εταιρεία η οποία εκτελεί τακτικά δρομολόγια μεταξύ αυτού του κράτους μέλους και της Δημοκρατίας, από υποχρέωση που επιβάλλεται στην εταιρεία βάσει του άρθρου 15, η Αρμόδια Αρχή -

(i) χορηγεί δια απόφασής της την απαλλαγή, εάν ικανοποιηθεί ότι -

(Α) η εταιρεία έχει καταρτίσει κατάλογο των πλοίων δια των οποίων εκτελεί τα προαναφερόμενα τακτικά δρομολόγια, τον οποίο θέτει στη διάθεση της Αρμόδιας Αρχής μετά από αίτημα της τελευταίας, και

(Β) η εταιρεία είναι σε θέση να συμμορφώνεται με τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (6)(α), τηρουμένων των αναλογιών· και

(ii) διαβιβάζει την απόφασή της στην εταιρεία.

(β) Η απαλλαγή από υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15, την οποία η Αρμόδια Αρχή χορηγεί βάσει της παραγράφου (α), υπόκειται στους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (6)(α), τηρουμένων των αναλογιών.

(γ) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί τα ακόλουθα σε κράτος μέλος που αιτήθηκε απαλλαγή εταιρείας από υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15 κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α):

(i) την απόφαση δια της οποίας η Αρμόδια Αρχή χορηγεί την απαλλαγή στην εταιρεία·

(ii) οποιαδήποτε απόφαση δια της οποίας η Αρμόδια Αρχή είτε αναστέλλει ή τερματίζει την απαλλαγή δυνάμει του εδαφίου (8)(α) είτε αίρει αναστολή της απαλλαγής δυνάμει του εδαφίου (8)(β).

(13) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την Αρχή Λιμένων Κύπρου τα ακόλουθα:

(α) κατάλογο των εταιρειών, στις οποίες χορηγεί απαλλαγή από υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 15, και οποιαδήποτε ενημέρωση αυτού,

(β) τους αναφερόμενους στα εδάφια (4)(α) και (12)(α)(i)(Α) καταλόγους πλοίων και οποιοδήποτε ενημερωμένο κατάλογο διαβιβάζεται στην Αρμόδια Αρχή δυνάμει του εδαφίου (6)(α)(i) ή (12)(β).

(14) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -

(α) υποβάλλει αίτηση, δυνάμει του εδαφίου (1) ή (7)(β), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία βάσει του εδαφίου (2) ή (7)(β) η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται-

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(15) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (14), αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ήταν ψευδής, ελλιπής, ανακριβής ή παραπλανητική.

(16) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση ή παραλείπει να συμμορφωθεί -

(α) με όρο απαλλαγής η οποία χορηγήθηκε σε αυτό είτε δυνάμει του εδαφίου (4) είτε βάσει του εδαφίου (12), ή

(β) με εκτελεστή απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για τροποποίηση, αναστολή ή τερματισμό της απαλλαγής,

και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(17) Οποιοδήποτε τέλος καταβάλλεται βάσει του εδαφίου (1) ή (7)(β) καθορίζεται από την Αρμόδια Αρχή και, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερβαίνει το πόσο που καλύπτει δαπάνες στις οποίες το Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων ή οποιοδήποτε Τμήμα του ή υπηρεσία ή αρχή που υπάγεται σε αυτό ενδεχομένως να υποβάλλεται για τη δέουσα εξέταση της σχετικής αίτησης, περιλαμβανομένης της δαπάνης περί της διενέργειας επιθεώρησης της αιτήτριας εταιρείας και των πλοίων αυτής σε σχέση με τα οποία υποβάλλει την σχετική αίτηση.

ΜΕΡΟΣ IV ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΠΛΟΙΑ, ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ, ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ, ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΚΑΙΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΗ ΠΛΟΙΩΝ ΣΕ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ
Επικίνδυνα πλοία

17.-(1) ΄Εκαστο από τα ακόλουθα πλοία θεωρείται ότι παρουσιάζει δυνητικό κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα ή ότι συνιστά απειλή για την ασφάλεια στη θάλασσα, την ασφάλεια των προσώπων ή το περιβάλλον:

(α) πλοίο το οποίο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του -

(i) έχει εμπλακεί σε θαλάσσιο συμβάν ή ατύχημα που αναφέρεται στο άρθρο 18(1), ή

(ii) δεν έγινε αντικείμενο συμμόρφωσης με υποχρέωση διαβίβασης πληροφοριών ή υποβολής αναφορών, η οποία υποχρέωση επιβάλλεται δια ή δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή

(iii) δεν έγινε αντικείμενο συμμόρφωσης με τους κανόνες που ισχύουν στο πλαίσιο συστήματος οργάνωσης της κυκλοφορίας πλοίων ή υπηρεσίας εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων, που λειτουργεί υπ’ ευθύνη της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους·

(β) πλοίο για το οποίο υπάρχουν αποδείξεις ή ενδείξεις εσκεμμένων απορρίψεων πετρελαίου ή άλλων παραβάσεων της Σύμβασης MARPOL σε ύδατα υπό τη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους·

(γ) πλοίο είτε στο οποίο απαγορεύθηκε ο κατάπλους σε λιμένα της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους είτε για το οποίο υποβλήθηκε έκθεση ή κοινοποίηση από κράτος μέλος σύμφωνα με το σημείο 3 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος της περί Εμπορικής Ναυτιλίας (΄Ελεγχος του Κράτους του Λιμένα) Πρώτης Γνωστοποίησης του 2004·

(δ) πλοίο το οποίο δεν έχει κοινοποιήσει, ή που δε διαθέτει, πιστοποιητικά ασφάλισης ή χρηματοοικονομικές εγγυήσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους διεθνείς κανόνες·

(ε) πλοίο το οποίο έχει επισημανθεί από τους πλοηγούς ή από τις λιμενικές αρχές ότι παρουσιάζει εμφανείς ανωμαλίες που είναι ικανές να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας ή να προκαλέσουν κίνδυνο για το περιβάλλον.

(2) ΄Εκαστο πρόσωπο, υπό την ευθύνη του οποίου λειτουργεί παράκτιο κέντρο στη Δημοκρατία, διασφαλίζει τη διαβίβαση των πληροφοριών, που το παράκτιο κέντρο κατέχει σχετικά με πλοίο που αναφέρεται στο εδάφιο (1), στα ενδιαφερόμενα παράκτια κέντρα των άλλων κρατών μελών που ευρίσκονται στην προβλεπόμενη πορεία του πλοίου.

(3)(α) ΄Εκαστο πρόσωπο, υπό την ευθύνη του οποίου λειτουργεί παράκτιο κέντρο στη Δημοκρατία, στο οποίο κέντρο διαβιβάστηκαν πληροφορίες κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 16(2) της Οδηγίας 2002/59/ΕΚ, διασφαλίζει τη διαβίβαση των πληροφοριών στην Αρμόδια Αρχή.

(β) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει, ανάλογα με τους διαθέσιμους επιθεωρητές, τη διενέργεια, με πρωτοβουλία δική της ή μετά από αίτημα κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, επιθεωρήσεων ή ελέγχων, αναφορικά με οποιοδήποτε πλοίο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και βρίσκεται σε λιμένα της Δημοκρατίας, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε υποχρέωσης επιθεώρησης που επιβάλλεται δια των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (΄Ελεγχος του Κράτους του Λιμένα) Νόμων του 2001 και 2004. Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη περί των αποτελεσμάτων οποιασδήποτε δράσης διενεργείται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Υποβολή αναφορών σχετικά με θαλάσσια συμβάντα, ατυχήματα και περιστατικά

18.-(1) Με την επιφύλαξη του διεθνούς δικαίου και προκειμένου να διευκολύνεται η πρόληψη ή η μείωση κάθε σημαντικής απειλής της ασφάλειας στη θάλασσα, της ασφάλειας των προσώπων ή του περιβάλλοντος, ο πλοίαρχος πλοίου το οποίο πλέει -

(α) εντός της περιοχής έρευνας και διάσωσης που αναφέρεται στο άρθρο 5 του περί της Διεθνούς Σύμβασης για τη Ναυτική ΄Ερευνα και Διάσωση του 1979 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1994 ή αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ή ανάλογης περιοχής, που τελεί υπό τη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας, ή

(β) εντός της ζώνης έρευνας και διάσωσης ή αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ή ανάλογης περιοχής, που τελεί υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, εάν το πλοίο είναι κυπριακό,

ειδοποιεί αμέσως το κατά τόπο αρμόδιο παράκτιο κέντρο σχετικά με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα γεγονότα:

(αα) κάθε συμβάν ή ατύχημα που επηρεάζει την ασφάλεια του πλοίου, όπως σύγκρουση, προσάραξη, αβαρία, δυσλειτουργία ή βλάβη, κατάκλιση, μετατόπιση φορτίου, καθώς και κάθε ελάττωμα του σκάφους ή αστοχία των δομικών στοιχείων του πλοίου·

(ββ) κάθε συμβάν ή ατύχημα που αφορά το πλοίο και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, όπως βλάβες που ενδέχεται να επηρεάσουν τη δυνατότητα ελιγμών ή πλεύσης του πλοίου, καθώς και κάθε δυσλειτουργία στα συστήματα προώθησης ή τα πηδάλια, την ηλεκτρογεννήτρια, το ναυτιλιακό ή τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό·

(γγ) κάθε συμβάν που -

(i) είτε αφορά το πλοίο είτε δεν αφορά το πλοίο αλλά έρχεται σε γνώση του πλοιάρχου, και

(ii) ενδέχεται να προκαλέσει ρύπανση των υδάτων ή των ακτών της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους, όπως απόρριψη ή απειλή απόρριψης ρυπογόνων προϊόντων στη θάλασσα·

(δδ) κάθε κηλίδα ρυπογόνων υλικών και εμπορευματοκιβώτια ή συσκευασίες, που παρασύρονται στη θάλασσα, η οποία κηλίδα, εμπορευματοκιβώτια ή συσκευασίες είτε προέρχονται από το πλοίο είτε δεν προέρχονται από το πλοίο αλλά έρχονται σε γνώση του πλοιάρχου.

(2) Στο ειδοποιητήριο μήνυμα που διαβιβάζει βάσει του εδαφίου (1), ο πλοίαρχος περιλαμβάνει τα στοιχεία του πλοίου, τη θέση του, το λιμένα απόπλου, το λιμένα προορισμού, τη διεύθυνση από την οποία μπορούν να ληφθούν πληροφορίες σχετικά με τα επικίνδυνα και ρυπογόνα αγαθά που το πλοίο μεταφέρει, τον αριθμό των προσώπων που επιβαίνουν στο πλοίο, τις λεπτομέρειες του συμβάντος, ατυχήματος ή περιστατικού, καθώς και κάθε σχετική πληροφορία που αναφέρεται στην Απόφαση Α.851(20) του ΙΜΟ.

(3) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για μη συμμόρφωση με το εδάφιο (1)(γ) ή (δ), απόδειξη ότι πλοίο βρισκόταν στην τοποθεσία που έλαβε χώρα οτιδήποτε περιγράφεται στο εδάφιο (1)(γ) ή (δ) αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι ήρθε σε γνώση του πλοιάρχου του πλοίου.

(4)(α) Έκαστο πρόσωπο, υπό την ευθύνη του οποίου λειτουργεί παράκτιο κέντρο στη Δημοκρατία, διασφαλίζει -

(i) την άμεση διαβίβαση στην Αρμόδια Αρχή οποιασδήποτε πληροφορίας που διαβιβάζεται στο παράκτιο κέντρο βάσει του παρόντος άρθρου, και

(ii) την πλήρη αξιοποίηση των πληροφοριών που διαβιβάζονται στο παράκτιο κέντρο βάσει του παρόντος άρθρου.

(β) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την πλήρη αξιοποίηση των πληροφοριών που της διαβιβάζονται βάσει της παραγράφου (α).

Μέτρα σχετικά με θαλάσσια συμβάντα, ατυχήματα ή περιστατικά

19.-(1)(α) Σε περίπτωση θαλάσσιου συμβάντος ή ατυχήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 18(1), η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας λαμβάνει όποτε είναι αναγκαίο όλα τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία συνάδουν με το διεθνές δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλίζονται η ασφάλεια στη ναυσιπλοΐα, η ασφάλεια των προσώπων και η προστασία του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος.

Στο Τέταρτο Παράρτημα παρατίθεται μη περιοριστικός κατάλογος των μέτρων που έχει εξουσία να λαμβάνει η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

(β) Η άσκηση από την Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1(α) του Τέταρτου Παραρτήματος, σε σχέση με οποιοδήποτε πλοίο, δεν επηρεάζει την υποχρέωση του πλοίαρχου για την ασφαλή διακυβέρνηση του πλοίου του.

(γ) Σε περίπτωση πλοήγησης ή ρυμούλκησης πλοίου κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 1(δ) του Τέταρτου Παραρτήματος, οι δαπάνες της πλοήγησης ή ρυμούλκησης βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επηρεαζόμενου πλοίου.

(2) Σε περίπτωση θαλάσσιου συμβάντος ή ατυχήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 18(1) και αφορά πλοίο, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο ιδιοκτήτης των επικίνδυνων ή ρυπογόνων αγαθών που το πλοίο μεταφέρει, έχουν έκαστος υποχρέωση, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τη νομοθεσία της Δημοκρατίας, να συνεργάζονται πλήρως με την Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας και κάθε άλλη αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, προκειμένου να ελαχιστοποιούνται οι συνέπειες ενός θαλάσσιου συμβάντος ή ατυχήματος.

Για το σκοπό αυτό, τα προαναφερόμενα πρόσωπα έχουν έκαστος υποχρέωση να διαβιβάζουν στην Αρμόδια Αρχή, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 14.

(3) Ο πλοίαρχος πλοίου επί του οποίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα ISM ενημερώνει την εταιρεία, σύμφωνα με τον εν λόγω Κώδικα, για κάθε συμβάν ή ατύχημα, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18(1) και συντελείται στη θάλασσα. Η εταιρεία, μόλις ενημερωθεί για το γεγονός αυτό, έρχεται σε επαφή με το αρμόδιο παράκτιο κέντρο και τίθεται στη διάθεσή του, ως το παράκτιο κέντρο κρίνει ότι χρήζει στην περίσταση.

(4) Κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ σχετικά με τη δίκαιη μεταχείριση των ναυτικών σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος στα ύδατα που βρίσκονται υπό την δικαιοδοσία της Δημοκρατίας.

Ενημέρωση ενδιαφερόμενων μερών

20.-(1) Το αρμόδιο παράκτιο κέντρο στη Δημοκρατία αναγγέλλει, σε περίπτωση ανάγκης, μέσω ασυρμάτου εντός των θιγόμενων περιοχών, κάθε συμβάν ή ατύχημα, για το οποίο ενημερώνεται βάσει του άρθρου 18 καθώς και πληροφορίες σχετικά με κάθε πλοίο που συνιστά απειλή για την ασφάλεια στη θάλασσα, την ασφάλεια των προσώπων ή το περιβάλλον.

(2)(α) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την ανά πάσα στιγμή παροχή, σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους η οποία το ζητεί για λόγους ασφαλείας, οποιασδήποτε πληροφορίας που της διαβιβάζεται βάσει του άρθρου 15 ή 18.

(β) ΄Έκαστο πρόσωπο, υπό την ευθύνη του οποίου λειτουργεί παράκτιο κέντρο στη Δημοκρατία, διασφαλίζει την ανά πάσα στιγμή παροχή σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους η οποία το ζητεί για λόγους ασφάλειας, οποιασδήποτε πληροφορίας που διαβιβάζεται στο παράκτιο κέντρο βάσει του άρθρου 18.

(3) Σε περίτπωση που η Αρμόδια Αρχή ενημερώνεται, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, την Οδηγία 2002/59/ΕΚ ή με άλλο τρόπο, για περιστατικό που συνεπάγεται ή αυξάνει, για άλλο κράτος μέλος, τον κίνδυνο ατυχήματος σε ορισμένες περιοχές ναυσιπλοΐας και παράκτιες ζώνες, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για να ενημερώσει σχετικά, το ταχύτερο δυνατό, την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και να διαβουλευθεί μαζί της όσον αφορά την εξεταζόμενη δράση. Κατά περίπτωση, η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών για τον κοινό καθορισμό των όρων μιας κοινής δράσης.

Μέτρα που λαμβάνονται σε περίπτωση ιδιαίτερα δυσμενών θαλάσσιων ή μετεωρολογικών συνθηκών

21.-(1) (α) Εφόσον η Αρμόδια Αρχή εκτιμά, σε περίπτωση που οι μετεωρολογικές συνθήκες ή η κατάσταση της θάλασσας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ρύπανσης των περιοχών ναυσιπλοΐας ή των παράκτιων ζωνών της Δημοκρατίας ή των περιοχών ναυσιπλοΐας ή των παράκτιων ζωνών άλλων κρατών ή ότι κινδυνεύει η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής-

(i) ενημερώνει πλήρως, εφόσον είναι δυνατό, τον πλοίαρχο εκάστου πλοίου το οποίο βρίσκεται σε θιγόμενη λιμενική περιοχή της Δημοκρατίας και το οποίο προτίθεται να καταπλεύσει στο λιμένα ή να αποπλεύσει από αυτόν, σχετικά με τις μετεωρολογικές και θαλάσσιες συνθήκες και, όπου απαιτείται και είναι δυνατό, σχετικά με τους κινδύνους που αυτές μπορούν να παρουσιάζουν για το πλοίο, το φορτίο, το πλήρωμα και τους επιβάτες·

(ii) έχει εξουσία να λαμβάνει, χωρίς επηρεασμό της βάσει του άρθρου 22 υποχρέωσης παροχής βοήθειας σε πλοία που βρίσκονται σε κίνδυνο, οποιαδήποτε άλλα κατάλληλα μέτρα, τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνουν σύσταση ή απαγόρευση απόπλου ή κατάπλου, είτε ενός συγκεκριμένου πλοίου είτε όλων γενικώς των πλοίων στις θιγόμενες περιοχές, έως ότου διαπιστωθεί ότι δεν υφίσταται πλέον κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή και το περιβάλλον·

(iii) λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να περιορίζει όσο το δυνατό περισσότερο ή, εάν χρειάζεται, να απαγορεύει τον ανεφοδιασμό των πλοίων σε καύσιμα (bunkering) στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Δημοκρατίας.

(β) Η Αρμόδια Αρχή ασκεί την εξουσία απαγόρευσης απόπλου ή κατάπλου, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α)(ii), κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 28.

(2) Η Αρμόδια Αρχή βασίζει οποιαδήποτε ενέργειά της βάσει του εδαφίου (1) στην κατάσταση της θάλασσας και την πρόγνωση του καιρού που παρέχει αρμόδια μετεωρολογική υπηρεσία αναγνωρισμένη από τη Δημοκρατία.

(3)(α) Ο πλοίαρχος πλοίου ενημερώνει την εταιρεία περί οποιασδήποτε ενέργειας της Αρμόδιας Αρχής βάσει του εδαφίου (1), η οποία αφορά το πλοίο.

(β) Καμία ενέργεια της Αρμόδιας Αρχής βάσει του εδαφίου (1) δεν προδικάζει την απόφαση του πλοιάρχου, η οποία βασίζεται στην επαγγελματική του κρίση σύμφωνα με τη Σύμβαση SOLAS. Εάν η απόφαση που έλαβε ο πλοίαρχος δεν συμφωνεί με οποιαδήποτε ενέργεια της Αρμόδιας Αρχής βάσει του εδαφίου (1), ο πλοίαρχος ενημερώνει την Αρμόδια Αρχή περί των λόγων στους οποίους βασίζεται η απόφασή του.

Μέτρα σε περίπτωση κινδύνων από την ύπαρξη πάγου

21Α.-(1) Εφόσον η Αρμόδια Αρχή εκτιμά, ενόψει της κατάστασης των πάγων, ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα ή την προστασία των θαλάσσιων ή παράκτιων περιοχών της Δημοκρατίας ή των θαλάσσιων ή παράκτιων περιοχών άλλων κρατών μελών-

(α) παρέχει στους πλοίαρχους των πλοίων που βρίσκονται στις περιοχές δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας ή στους πλοιάρχους πλοίων που προτίθενται να καταπλεύσουν ή να αποπλεύσουν από λιμένα της Δημοκρατίας, κατάλληλες πληροφορίες για την κατάσταση των πάγων, τις συνιστώμενες διαδρομές και τις υπηρεσίας παγοθραυστικών στην περιοχή δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας·

(β) έχει εξουσία, με την επιφύλαξη του καθήκοντος παροχής συνδρομής και άλλων υποχρεώσεων που απορρέουν από σχετικούς διεθνείς κανόνες, να ζητεί από τα πλοία που βρίσκονται στην εν λόγω περιοχή και που προτίθενται να καταπλεύσουν ή να αποπλεύσουν από λιμένα ή τερματικό σταθμό ή να αναχωρήσουν από περιοχή αγκυροβολίου, να πληρούν τις απαιτήσεις ανθεκτικότητας και ισχύος που αντιστοιχούν στην κατάσταση των πάγων στην εν λόγω περιοχή.

(2) Η Αρμόδια Αρχή βασίζει οποιαδήποτε ενέργειά της βάσει του εδαφίου (1), όσον αφορά τα δεδομένα για την κατάσταση των πάγων,  σε προγνώσεις καιρού και πάγων που παρέχει η Μετεωρολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ή άλλη μετεωρολογική υπηρεσίας αναγνωρισμένη από τη Δημοκρατία.

Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας

22.–(1) Καθιδρύεται Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας, η οποία συγκροτείται από-

(α) το Διευθυντή, ως πρόεδρο της Επιτροπής ή, σε περίπτωση απουσίας του Διευθυντή, τον εκτελόντα χρέη αντικαταστάτη του·

(β) ένα λειτουργό του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, τον οποίο ορίζει ο Διευθυντής·

(γ) ένα   εκπρόσωπο  της Αρχής Λιμένων Κύπρου·

(δ) ένα  εκπρόσωπο  του Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·

(ε) ένα εκπρόσωπο του Τμήματος  Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·  και

(στ) ένα εκπρόσωπο της  εμπλεκόμενης Επαρχιακής Διοίκησης.

(2) Σε περίπτωση  αντιμετώπισης συγκεκριμένου περιστατικού δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται από το Τέταρτο Παράρτημα, ο Διευθυντής έχει εξουσία  να διευρύνει  την πιο πάνω κανονική  σύνθεση της Επιτροπής Καταφυγίων- Ασφάλειας  με ένα  εκπρόσωπο του Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΚΣΕΔ) που αναφέρεται στο άρθρο 6(1) του περί της Διεθνούς Σύμβασης για τη Ναυτική Έρευνα και Διάσωση του 1979 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1994 και 2007  και με ένα εκπρόσωπο κάθε άλλης εμπλεκόμενης κρατικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας.

(3) Η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφαλείας συγκαλείται από τον Πρόεδρο. Η Επιτροπή Καταφυγίων- Ασφάλειας συνέρχεται και λαμβάνει νομίμως αποφάσεις αν στη συνεδρία παρίστανται ο Πρόεδρος και τρία από τα μέλη της. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ισχύει η ψήφος του Διευθυντή.

(4) Η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας έχει εξουσία να καλεί ενώπιον της εμπειρογνώμονες  του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα  για να τη βοηθούν στη λήψη  αποφάσεων.

(5) Η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας συνέρχεται τακτικά με σκοπό την ανταλλαγή γνώσεων και τη βελτίωση των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 22Α. Η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας συνέρχεται οποτεδήποτε συντρέχουν ειδικές περιστάσεις.

Μέτρα για την υποδοχή πλοίων που χρήζουν συνδρομής

22Α.-(1)(α) Η  Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας λαμβάνει με δική της πρωτοβουλία ανεξάρτητες αποφάσεις όσον αφορά την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν βοήθειας.

(β)  Εφόσον απαιτείται και ειδικότερα εφόσον απειλείται η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και η προστασία του περιβάλλοντος, η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας έχει εξουσία να λαμβάνει οποιαδήποτε από τα μέτρα του μη περιοριστικού καταλόγου του Τέταρτου Παραρτήματος συμπεριλαμβανομένου του να διατάξει πλοίο όπως-

(i) παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο· ή

(ii) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.

(γ) Η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας αποφασίζει επί της αποδοχής εισόδου πλοίου χρήζοντος συνδρομής σε καταφύγιο κατόπιν αξιολόγησης της κατάστασης βάσει των σχεδίων για την υποδοχή πλοίων που προβλέπονται στο άρθρο 22Β. Η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας διασφαλίζει ότι πλοία γίνονται δεκτά σε καταφύγιο εφόσον θεωρεί ότι η εν λόγω υποδοχή συνιστά την καλύτερη δυνατή ενέργεια για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος.

(2)(α) Η έλλειψη πιστοποιητικού ασφάλισης υπό την έννοια του Άρθρου 6 της Οδηγίας 2009/20/ΕΚ δεν απαλλάσσει την Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας από την προκαταρκτική αξιολόγηση και τη λήψη απόφασης κατά το εδάφιο (1) και δεν αποτελεί επαρκή λόγο τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας για να αρνηθεί την υποδοχή πλοίου σε καταφύγιο.

(β) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (α), όταν η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας υποδέχεται σε καταφύγιο πλοίο που διατρέχει κίνδυνο, έχει εξουσία να ζητεί από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, τον πράκτορα ή τον πλοίαρχο να παρουσιάσουν πιστοποιητικό ασφάλισης υπό την έννοια του Άρθρου 6 της Οδηγίας 2009/20/ΕΚ. Η απαίτηση του εν λόγω πιστοποιητικού δεν δικαιολογεί καθυστέρηση της διαδικασίας για την υποδοχή πλοίου.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), το άρθρο 28 εφαρμόζεται ως εάν αναφερόταν στην Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφαλείας αντί στην Αρμόδια Αρχή.

Σχέδια για την υποδοχή πλοίων που χρήζουν συνδρομής

22Β.-(1) Η Αρμόδια Αρχή, αφού συμβουλευθεί την Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας, καταρτίζει σχέδια για την υποδοχή πλοίων προκειμένου να αντιμετωπίσει απειλές που προκαλούνται από την παρουσία πλοίων που χρήζουν συνδρομής στα ύδατα που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, επαπειλουμένου κινδύνου κατά της ανθρώπινης ζωής και κατά του περιβάλλοντος.  Η Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφάλειας συμμετέχει στην εφαρμογή των σχεδίων.

(2) Τα σχέδια που αναφέρονται στο εδάφιο (1) εκπονούνται έπειτα από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, βάσει των Ψηφισμάτων Α.949(23) και Α.950(23) του ΙΜΟ, και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) τα στοιχεία της αρμόδιας αρχής που είναι επιφορτισμένη με τη λήψη και διαχείριση των συναγερμών·

(β)  τα στοιχεία της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της κατάστασης και για τη λήψη απόφασης σχετικά με την αποδοχή ή την άρνηση εισόδου πλοίου χρήζοντος συνδρομής στο επιλεγμένο καταφύγιο·

(γ) πληροφορίες σχετικά με την ακτογραμμή της Δημοκρατίας και όλα τα στοιχεία που διευκολύνουν την προκαταρκτική αξιολόγηση και την ταχεία απόφαση σχετικά με τον τόπο του καταφυγίου πλοίου, καθώς και σχετικά με τους περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες και τις φυσικές συνθήκες·

(δ) τις διαδικασίες αξιολόγησης για την αποδοχή ή την άρνηση εισόδου πλοίου χρήζοντος συνδρομής σε καταφύγιο·

(ε) τα κατάλληλα μέσα και εγκαταστάσεις για συνδρομή, διάσωση και καταπολέμηση της ρύπανσης·

(στ) διαδικασίες για το διεθνή συντονισμό και τη λήψη αποφάσεων·

(ζ) τις διαδικασίες χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και ευθύνης που υφίστανται όσον αφορά πλοία που γίνονται δεκτά σε καταφύγια.

(3) Τα στοιχεία επικοινωνίας της Αρμόδιας Αρχής, της Επιτροπής Καταφυγίων-Ασφαλείας καθώς επίσης και της αρχής για τη λήψη και διαχείριση των συναγερμών γνωστοποιούνται με Γνωστοποίηση του Διευθυντή δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4)(α) Εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα στη Δημοκρατία από γειτονικό κράτος μέλος, η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί σε τέτοιο κράτος μέλος τις πληροφορίες αναφορικά με τα σχέδια για την υποδοχή πλοίων.

(β) Κατά την υλοποίηση των διαδικασιών που προβλέπονται στα σχέδια για την υποδοχή των πλοίων που χρήζουν συνδρομής, η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι οι σχετικές πληροφορίες τίθενται στη διάθεση των εμπλεκομένων στις επιχειρήσεις μερών.

(γ) Σε περίπτωση που η Δημοκρατία καθίσταται παραλήπτης πληροφοριών από άλλο κράτος μέλος δυνάμει του Άρθρου 20α(3) της Οδηγίας 2002/59/ΕΚ, τότε οι πληροφορίες αυτές τυγχάνουν εμπιστευτικού χειρισμού.

ΜΕΡΟΣ V ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ενημέρωση περί των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας

23.-(1) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την κατάλληλη πληροφόρηση και την τακτική ενημέρωση του τομέα της ναυτιλίας, κυρίως μέσω ναυτιλιακών δημοσιεύσεων, αναφορικά με τα ακόλουθα:

(α) τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας στις οποίες διαβιβάζονται πληροφορίες, δεδομένα και μηνύματα κατά τον παρόντα Νόμο, ήτοι την Αρμόδια Αρχή, την Αρχή Λιμένων Κύπρου και τα παράκτια κέντρα της Δημοκρατίας·

(β) ανάλογα με την περίπτωση, τη ζώνη της κατά τόπου αρμοδιότητας των προαναφερόμενων αρμόδιων αρχών·

(γ) τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο για τη διαβίβαση των πληροφοριών, δεδομένων και μηνυμάτων στις προαναφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(2) Η Αρμόδια Αρχή διαβιβάζει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατάλογο των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας, καθώς και κάθε ενημέρωση του καταλόγου.

Ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής ναυτιλιακών πληροφοριών (SafeSeaNet)

23Α.–(1) Η Αρμόδια Αρχή εγκαθιστά συστήματα διαχείρισης ναυτιλιακών πληροφοριών, σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, με σκοπό την επεξεργασία των πληροφοριών που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο.

(2) Τα συστήματα που καθιερώνονται κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (1) καθιστούν δυνατή την επιχειρησιακή αξιοποίηση των συλλεγόμενων πληροφοριών και πληρούν ιδίως τους όρους του άρθρου 15(6).

(3) Για την εξασφάλιση αποτελεσματικής ανταλλαγής των αναφερομένων στον παρόντα Νόμο πληροφοριών, η Αρμόδια Αρχή βεβαιώνεται ότι τα εθνικά ή τοπικά συστήματα, που έχουν τεθεί σε λειτουργία για τη συλλογή, επεξεργασία και διατήρηση των εν λόγω πληροφοριών, μπορούν να διασυνδεθούν με το Σύστημα SafeSeaNet. Η περιγραφή και οι αρχές του Συστήματος SafeSeaNet καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα.

(4) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (3), η Αρμόδια Αρχή, όταν ενεργεί στο πλαίσιο ενδοκοινοτικών συμφωνιών ή στο πλαίσιο διασυνοριακών, διαπεριφερειακών ή διεθνικών έργων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλίζει ότι τα συστήματα ή δίκτυα πληροφοριών συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και είναι συμβατά και συνδεδεμένα με το Σύστημα SafeSeaNet.

Υποχρεώσεις Αρμόδιας Αρχής έναντι της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης

24.-(1) Η Αρμόδια Αρχή, ως αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, συνεργάζεται με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο ΄Άρθρο 23 της Οδηγίας 2002/59/ΕΚ, και ενεργεί ως απαιτεί το ίδιο ΄Άρθρο.

(2) Η Αρμόδια Αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις εκθέσεις που αναφέρει το Άρθρο 26(1) της Οδηγίας 2002/59/ΕΚ, εντός των χρονικών πλαισίων που καθορίζει το ίδιο Άρθρο για την υποβολή έκαστης τέτοιας έκθεσης.

(3)  Η Αρμόδια Αρχή, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας -

(α) συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο Άρθρο 6β(2) της Οδηγίας 2002/59/ΕΚ και ενεργεί ως απαιτεί το ίδιο Άρθρο∙

(β) ενεργεί ως απαιτεί το Άρθρο 20α(4) της Οδηγίας 2002/59/ΕΚ.

Εμπιστευτικότητα διαβιβαζόμενων πληροφοριών

25.-(1) Σε περίπτωση που κατά τον παρόντα Νόμο διαβιβάζεται πληροφορία, δεδομένα ή μήνυμα στην Αρμόδια Αρχή, την Επιτροπή Καταφυγίων-Ασφαλείας την Αρχή Λιμένων Κύπρου ή σε παράκτιο κέντρο της Δημοκρατίας, κανένα πρόσωπο, το οποίο έχει πρόσβαση στην πληροφορία, δεδομένα ή μήνυμα λόγω της διαβίβασης, δεν τα αποκαλύπτει ή διαβιβάζει, παρά μόνο όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή την Οδηγία 2002/59/ΕΚ.

(2) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση ή παραλείπει να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που επιβάλλει το εδάφιο (1)-

(α) διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες· και

(β) προκειμένου περί δημόσιου υπάλληλου, διαπράττει πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο τιμωρείται κατά τα διαλαμβανόμενα στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 έως 2004.

(3) Σε περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (2), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι αποκάλυψε ή διαβίβασε πληροφορία για σκοπούς απόδειξης στα πλαίσια ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου.

Υποχρεώσεις Αρμόδιας Αρχής στα πλαίσια εφαρμογής του παρόντος Νόμου

26.-(1) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την διενέργεια τακτικών επιθεωρήσεων και τη λήψη οποιασδήποτε άλλης απαιτούμενης ενέργειας για τον έλεγχο της λειτουργίας των τηλεματικών συστημάτων ξηράς που δημιουργούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου, ιδίως της δυνατότητας τους να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις άμεσης λήψης ή μετάδοσης επί εικοσιτετραώρου βάσεως οποιασδήποτε πληροφορίας που διαβιβάζεται βάσει του άρθρου 15 ή 16.

(2) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την άμεση ενημέρωση της Αρχής Λιμένων Κύπρου, του κράτους της σημαίας και κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους για τα μέτρα που λαμβάνει, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 17 ή 19, έναντι πλοίου που δεν φέρει τη σημαία της Δημοκρατίας, καθώς και περί των διοικητικών προστίμων και ποινικών κυρώσεων που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου σε σχέση με το πλοίο αυτό.

(3) Σε περίπτωση ατυχήματος ή συμβάντος, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18(1), και αφορά πλοίο που πλέει είτε εντός της περιοχής έρευνας και διάσωσης που αναφέρεται στο άρθρο 5 του περί της Διεθνούς Σύμβασης για τη Ναυτική ΄Ερευνα και Διάσωση του 1979 (Κυρωτικός) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1994 είτε εντός αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ή ανάλογης περιοχής, που τελεί υπό τη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας, εάν η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει ότι εταιρεία δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει και διατηρήσει την επαφή είτε με πλοίο του οποίου ο πλοίαρχος την ενημέρωσε κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 19(3) είτε με το αρμόδιο παράκτιο κέντρο όπως απαιτεί το άρθρο 19(3), η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους, εάν αυτό δεν είναι η Δημοκρατία, το οποίο χορήγησε ή για λογαριασμό του οποίου χορηγήθηκε το έγγραφο συμμόρφωσης με τον Κώδικα ISM αναφορικά με την εταιρεία και το συναφές πιστοποιητικό διαχείρισης της ασφάλειας αναφορικά με το πλοίο.

(4) Σε περίπτωση ατυχήματος ή συμβάντος, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18(1), είτε έλαβε χώρα εντός της Δημοκρατίας είτε όχι, εάν η Αρμόδια Αρχή κρίνει ότι -

(α) εταιρεία, η οποία είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει και διατηρήσει την επαφή είτε με κυπριακό πλοίο του οποίου ο πλοίαρχος την ενημέρωσε κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 19(3) είτε με αρμόδιο παράκτιο κέντρο όπως απαιτεί το άρθρο 19(3), και

(β) η σοβαρότητα της δυσλειτουργίας αποδεικνύει την ύπαρξη σημαντικής παρατυπίας στη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας της εταιρείας,

η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει αμέσως τα δέοντα μέτρα για ανάκληση του εγγράφου συμμόρφωσης με τον Κώδικα ISM το οποίο χορήγησε αναφορικά με το πλοίο και του συναφούς πιστοποιητικού διαχείρισης της ασφάλειας το οποίο χορήγησε στην εταιρεία.

ΜΕΡΟΣ VI ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Εξουσίες επιθεωρητών

27.-(1)(α) Οι εξουσίες που χορηγούνται από το παρόν άρθρο, αναφορικά με την επιθεώρηση πλοίου, χορηγούνται σε -

(i) οποιοδήποτε επιθεωρητή ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 3(2)(α) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003, και

(ii) οποιοδήποτε επόπτη πλοίων ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 3(2)(β) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφoυ (α),το άρθρο 3(2) των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 2003 εφαρμόζεται ως εάν η φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κώδικος», η οποία περιέχεται σε έκαστη των παραγράφων (α) και (β) του εν λόγω άρθρου, είχε αντικατασταθεί από τη φράση «δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, του Κώδικος και του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κοινοτικό Σύστημα Παρακολούθησης και Ενημέρωσης Σχετικά με την Κυκλοφορία Πλοίων) Νόμου του 2004».

(2) Με σκοπό την διακρίβωση της εκπλήρωσης οποιασδήποτε υποχρέωσης ή εξουσίας, που απορρέει είτε από το Μέρος ΙΙ, ΙΙΙ ή IV είτε από κανονισμούς ή διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, κάθε επιθεωρητής έχει εξουσία σε κάθε εύλογο χρόνο (ή, σε περίπτωση η οποία κατά την εύλογη κρίση του ενέχει κίνδυνο, σε οποιοδήποτε χρόνο)-

(α) να εισέρχεται, επιθεωρεί, ερευνά και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, εκτός από κατοικία, στον οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είναι εγκατεστημένος οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους:

(i) εταιρεία,

(ii) έχων την εκμετάλλευση πλοίου,

(iii) πράκτορας,

(iv) φορτωτής,

(v) ιδιοκτήτης ρυπογόνων ή επικίνδυνων αγαθών· και

(β) να ανακόπτει, εισέρχεται, επιθεωρεί και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε πλοίο, είτε αυτό ναυλοχεί είτε είναι εν πλω, και να παρέχει οποιαδήποτε κατά την κρίση του αναγκαία βοήθεια στον πλοίαρχο· και

(γ) να εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται είτε σε υποστατικό ή άλλο χώρο είτε σε πλοίο, στο οποίο έχει εξουσία να εισέρχεται δυνάμει των παραγράφων (α) και (β), για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορία ή καταχώρηση σε σχέση με οποιαδήποτε υποχρέωση που απορρέει όπως προαναφέρεται, να τα αντιγράφει και φωτοτυπεί, και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματά τους, υπό την προϋπόθεση, όσον αφορά τα αποσπάσματα, ότι έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης είτε με τον παρόντα Νόμο είτε με τους κανονισμούς ή τα διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει αυτού· και

(δ) να εισέρχεται είτε σε υποστατικό ή άλλο χώρο (εξαιρουμένων των κατοικιών) είτε σε πλοίο -

(i) συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3), και

(ii) φέροντας μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικά, που κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3).

(3) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου, ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου, οποιαδήποτε εταιρεία, πράκτορας, φορτωτής και ιδιοκτήτης ρυπογόνων ή επικίνδυνων αγαθών έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον επιθεωρητή, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί-

(α) οποιαδήποτε διευκόλυνση, και

(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και

(γ) υπογεγραμμένη δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχουν στον επιθεωρητή,

ο δε επιθεωρητής έχει εξουσία να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.

(4) Κάθε επιθεωρητής επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των εδαφίων (2) και (3), το δελτίο ταυτότητάς του το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα με τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Δελτία Ταυτότητας Επιθεωρητών Πλοίων και Εποπτών Πλοίων) Κανονισμούς του 2000, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο-

(α) στο οποίο το εδάφιο (3) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή

(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε επιθεωρητή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει σε επιθεωρητή πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο επιθεωρητής απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(6) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (5) -

(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·

(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.

Διαδικασία λήψης δεσμευτικών μέτρων από την Αρμόδια Αρχή

28.-(1) Σε περίπτωση που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού κανονισμοί προβλέπουν ότι η Αρμόδια Αρχή ασκεί εξουσία κατά τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο, η Αρμόδια Αρχή ασκεί την εξουσία δια γραπτής οδηγίας την οποια διαβιβάζει δια χειρός ή μέσω τέλεξ, τηλεμοιοτύπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον πλοίαρχο του πλοίου το οποίο αφορά η άσκηση της εξουσίας.

(2) ΄Εκαστη οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον πλοίαρχο του πλοίου το οποίο αφορά, και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από τη Αρμόδια Αρχή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (8) είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια είτε ένστασης είτε προσφυγής ενώπιον του Υπουργού είτε δικαστικής προσφυγής.

(3) Σε κάθε οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Αρμόδια Αρχή -

(α) καθορίζει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους για τους οποίους ασκεί την εξουσία, και ιδίως -

(i) τα αποτελέσματα της επιθεώρησης που έχει τυχόν διενεργηθεί και στα οποία βασίζονται οι λόγοι άσκησης της εξουσίας, και

(ii) τα κατά την κρίση της εύλογα διορθωτικά μέτρα τα οποία τυχόν πρέπει να ληφθούν για άρση των λόγων για τους οποίους ασκεί την εξουσία· και

(β) πληροφορεί τον πλοίαρχο, στον οποίο η οδηγία διαβιβάζεται -

(i) περί του καθοριζόμενου στο εδάφιο (5) δικαιώματος ένστασης του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου το οποίο αφορά η οδηγία και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, και

(ii) περί του δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου το οποίο αφορά η οδηγία και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου να προσβάλουν την οδηγία -

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(iii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(4) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάζει, δια της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας της, όπως το πλοίο το οποίο αφορά η οδηγία -

(α) παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, ή

(β) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.

(5)(α) Ο πλοίαρχος πλοίου το οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ο έχων την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου και ο εντός της Δημοκρατίας αντιπρόσωπος του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν την εν λόγω οδηγία με ένσταση ενώπιον της Αρμόδιας Αρχής, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 7 ημερών από την διαβίβαση στον πλοίαρχο της εν λόγω οδηγίας.

(β) Η κατά την παράγραφο (α) υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβληθείσας οδηγίας.

(γ) Σε περίπτωση υποβολής ένστασης δυνάμει της παραγράφου (α), η Αρμόδια Αρχή την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενη κατά την κρίση της να ακούσει τον ενιστάμενο ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ένσταση.

(δ) Η Αρμόδια Αρχή, εντός προθεσμίας 3 ημερών από την υποβολή της ένστασης, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον ενιστάμενο την απόφασή της επί της ένστασης, δια της οποίας απόφασης-

(i) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την ένσταση, και

(ii) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία.

Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής επί της ένστασης καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον ενιστάμενο.

(ε) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει ένσταση που της υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), στην απόφασή της επί της ένστασης εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον ενιστάμενο-

(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση της Αρμόδιας Αρχής -

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(6) ΄Εκαστος εκ των πλοιάρχου πλοίου, το οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία ή εκτελεστή απόφαση της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (5)(ε), και του έχοντα την εκμετάλλευση τέτοιου πλοίου υποχρεούται κατά την περίοδο ισχύος της οδηγίας να συμμορφούται με αυτή και να προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης της οδηγίας, εκτός σε περίπτωση που ο πλοίαρχος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 21(3)(β).

(7)(α) Σε περίπτωση που πλοίαρχος πλοίου, στον οποίο διαβιβάστηκε αναφερόμενη στο εδάφιο (1) οδηγία, ισχυρίζεται στην Αρμόδια Αρχή ότι έχει ενεργήσει σύμφωνα με το εδάφιο (6), η Αρμόδια Αρχή, εάν το κρίνει σκόπιμο, διασφαλίζει τη κατά το συντομότερο δυνατό διενέργεια επιθεώρησης επί του πλοίου, προς διαπίστωση της άρσης των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης της οδηγίας.

(β) Οι δαπάνες κάθε επιθεώρησης που διενεργείται κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α) βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επιθεωρούμενου πλοίου.

(8) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή ικανοποιηθεί ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους άσκησε εξουσία δια αναφερόμενης στο εδάφιο (1) οδηγίας, ανακαλεί την οδηγία δια γραπτής απόφασής της την οποία διαβιβάζει δια χειρός ή μέσω τέλεξ, τηλειομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον πλοίαρχο του πλοίου, το οποίο αφορούσε η ανακληθείσα οδηγία.

(9) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει το εδάφιο (6) και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(10) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (9) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει του, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.

(11) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -

(α) υποβάλλει ένσταση, δυνάμει του εδαφίου (5)(α), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (5)(γ), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(12) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (9) ή (10), αναφορικά με οδηγία περί απαγόρευσης απόπλου ή κατάπλου όπως αναφέρεται στο άρθρο 21(1)(α)(ii), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι ο πλοίαρχος, στον οποίο διαβιβάστηκε η οδηγία, ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 21(3)(β).

(13) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (11), αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας ή στοιχείων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή στοιχεία ήταν ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά.

Αδικαιολόγητη καθυστέρηση πλοίου

29.-(1) Κατά την άσκηση εξουσίας και την εκτέλεση καθήκοντος -

(α) από επιθεωρητή βάσει του άρθρου 27,

(β) από την Αρμόδια Αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28,

έκαστος εκ των προαναφερόμενων καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή καθυστέρηση πλοίου.

(2)(α) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου, ο έχων την εκμετάλλευση του ούτως επηρεαζόμενου πλοίου δικαιούται αποζημίωση βάσει του ΄Αρθρου 172 του Συντάγματος για τις τυχόν απώλειες ή ζημιές που έχει υποστεί.

(β) Σε περίπτωση που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης πλοίου, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ο οποίος προβάλλει τον ισχυρισμό.

Διοικητικό πρόστιμο

30.-(1)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή έχει εύλογη αιτία να πιστεύει, βάσει των αποτελεσμάτων επιθεώρησης που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 27, ότι ο έχων την εκμετάλλευση κυπριακού πλοίου ή ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου δεν εκπληρώνει οποιαδήποτε υποχρέωση την οποία του επιβάλλει είτε το Μέρος ΙΙ, ΙΙΙ ή IV είτε κανονισμοί ή διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να επιβάλλει σε τέτοιο πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες, ανάλογα με την βαρύτητα αυτής της παράβασης, και ανεξάρτητα από το εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης δυνάμει του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου ή κανονισμών.

(β) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, η Αρμόδια Αρχή ειδοποιεί τον παραβάτη για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντάς τον για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτόν το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών.

(2) Η Αρμόδια Αρχή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του εδαφίου (1) με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της -

(α) η οποία καθορίζει την παράβαση· και

(β) δια της οποίας πληροφορεί τον παραβάτη-

(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση-

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου και το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα· και

(γ) την οποία διαβιβάζει στον παραβάτη· και

(δ) η οποία καθίσταται εκτελεστή με την εν λόγω διαβίβασή της.

(3) Ο Υπουργός έχει εξουσία να καθορίζει δια οδηγιών του τα κριτήρια υπολογισμού του ύψους επιβαλλόμενου δυνάμει του εδαφίου (1) διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να περιορίζει την διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής, την οποία ασκεί εντός των πλαισίων των οδηγιών του Υπουργού, να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.

Προσφυγή ενώπιον του Υπουργού

31.-(1)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου, ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία και ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν, εντός της αναφερόμενης στην παράγραφο (γ) προθεσμίας, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) οδηγία της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 28, η οποία οδηγία αφορά το εν λόγω πλοίο,

(ii) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί επιβολής διοικητικού προστίμου, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, η οποία απόφαση αφορά το εν λόγω πλοίο,

(iii) απορριπτική απόφαση της Αρμόδιας Αρχής επί υποβληθέντων ενστάσεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 28(5), η οποία απόφαση αφορά το εν λόγω πλοίο.

(β) Εταιρεία έχει δικαίωμα να προσβάλει, εντός της αναφερόμενης στην παράγραφο (γ) προθεσμίας, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει του άρθρου 16(4) ή (7)(β), σε περίπτωση που η απόφαση απορρίπτει ή δεν αποδέχεται πλήρως αίτηση που υποβλήθηκε στην Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 16(1) ή (7)(β), αντίστοιχα,

(ii) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει του άρθρου 16(7)(α) ή (8)(α).

(γ) Τα δικαιώματα προσφυγής που χορηγούνται δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) ασκούνται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την διαβίβαση, κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, της οδηγίας ή απόφασης, στην οποία εδράζεται η προσφυγή.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) υποβολή προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση προσβληθείσας οδηγίας ή απόφασης.

(3) Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής δυνάμει του εδαφίου (1), ο Υπουργός την εξετάζει, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.

(4) Ο Υπουργός έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Υπουργείου του την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη προσφυγή και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της προσφυγής.

(5) Ο Υπουργός, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την υποβολή της προσφυγής, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον προσφεύγοντα την απόφασή του επί της προσφυγής, δια της οποίας απόφασης -

(α) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την προσφυγή, και

(β) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία ή απόφαση.

Η απόφαση του Υπουργού επί της προσφυγής καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της στον προσφεύγοντα.

(6) Σε περίπτωση που ο Υπουργός υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει προσφυγή που του υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), στην απόφασή του επί της προσφυγής ο Υπουργός εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον προσφεύγοντα περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφασή του με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και περί της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.

(7) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -

(α) υποβάλλει προσφυγή, δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (3), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(8) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με εκτελεστή απόφαση του Υπουργού δυνάμει του εδαφίου (5) και το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(9) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (7) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας ή στοιχείων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή στοιχεία ήταν ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά.

(10) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται αναφορικά με αποφάσεις της Επιτροπής Καταφυγίων-Ασφάλειας που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 19 και 22Α.

Αποπληρωμή δαπανών επιθεώρησης και διοικητικής χρηματικής ποινής

32.-(1) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης -

(α) του έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου να καταβάλει στη Αρμόδια Αρχή το αντίτιμο των δαπανών επιθεώρησης οι οποίες τον βαρύνουν κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 19(1)(γ) ή 28(7)(β), ή

(β) προσώπου, στο οποίο επεβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών να καταβάλει στην Αρμόδια Αρχή τέτοιο πρόστιμο,

η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

(2) Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα συνιστά επιβάρυνση επί πλοίου, η οποία επιβάρυνση ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, έπεται όμως κάθε υποθήκης:

(α) δαπάνες επιθεώρησης που βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου βάσει του άρθρου 19(1)(γ) ή 28(7)(β)·

(β) διοικητικό πρόστιμο που επεβλήθηκε στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών.

(3) Σε περίπτωση που -

(α) οδηγία της Αρμόδιας Αρχής προσβλήθηκε επιτυχώς ενώπιόν της δυνάμει του άρθρου 28(5), ή

(β) οδηγία ή διοικητικό πρόστιμο, που εκδόθηκε ή επεβλήθηκε, αντίστοιχα, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, προσβλήθηκε επιτυχώς είτε ενώπιον του Υπουργού κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 31 είτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, ισχύουν τα ακόλουθα:

(αα) τα εδάφια (1) και (2)(α) και (β) δεν εφαρμόζονται -

(i) αναφορικά με δαπάνες επιθεώρησης οι οποίες σχετίζονται με τέτοια οδηγία, και

(ii) αναφορικά με τέτοιο διοικητικό πρόστιμο·

(ββ) η Αρμόδια Αρχή επιστρέφει οποιοδήποτε καταβληθέν αντίτιμο των προαναφερόμενων δαπανών και οποιοδήποτε καταβληθέν προαναφερόμενο διοικητικό πρόστιμο, στο πρόσωπο που το είχε καταβάλει.

ΜΕΡΟΣ VII ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Γενικά ποινικά αδικήματα

33.-(1)(α) Διαπράττει ποινικό αδίκημα έκαστος εκ των πλοιάρχου, έχοντος την εκμετάλλευση πλοίου, πράκτορα, φορτωτή, εταιρείας και ιδιοκτήτη αγαθών, που ενεργεί κατά παράβαση ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση την οποία του επιβάλλει το Μέρος ΙΙ, ΙΙΙ ή IV και για την οποία το Μέρος ΙΙ, ΙΙΙ ή IV δεν δημιουργεί άλλο ποινικό αδίκημα, και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι -

(i) είχε λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση του με την υποχρέωση την οποία αφορά η ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος, ή

(ii) ενήργησε εντός των ορίων επιτρεπόμενης δια ή δυνάμει του παρόντος Νόμου παρέκκλισης από την υποχρέωση που αφορά την ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.

(2) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο-

(α) στο οποίο το Μέρος ΙΙ, ΙΙΙ ή IV επιβάλλει υποχρέωση περί παροχής ή διαβίβασης πληροφοριών, και

(β) το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί τέτοια πληροφορία ή διαβιβάζει ή παρέχει ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(3) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (2) αναφορικά με την παροχή ή διαβίβαση ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε ή διαβίβασε την πληροφορία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ήταν ψευδής, ελλιπής, ανακριβής ή παραπλανητική.

(4) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει την Αρμόδια Αρχή, οποιοδήποτε επιθεωρητή ή άλλο λειτουργό, κατά την άσκηση των εξουσιών ή εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, και υπόκειται -

(α) σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 3 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(β) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(5) Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου, και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή έγκριση είτε ότι έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια φυσικού προσώπου που, κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο διαπράττει το ίδιο ποινικό αδίκημα και υπόκειται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.

Ποινική δίωξη μόνο με συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

34. Δεν ασκείται ποινική δίωξη δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών χωρίς τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Τροποποίηση Παραρτημάτων του παρόντος Νόμου και Παραρτημάτων κανονισμών

35. Ο Υπουργός έχει εξουσία να τροποποιεί με διάταγμά του οποιοδήποτε Παράρτημα του παρόντος Νόμου και οποιοδήποτε Παράρτημα των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενων κανονισμών.

Δημοσίευση και έναρξη ισχύος διαταγμάτων Υπουργού

36. Έκαστο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό δυνάμει του παρόντος Νόμου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτό διαφορετικά, τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Εξουσία έκδοσης κανονισμών

37.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει δημοσιευόμενους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κανονισμούς για την καλύτερη λειτουργία ή εφαρμογή του παρόντος Νόμου ή για τον καθορισμό ή ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, που αφορά το σύστημα παρακολούθησης και ενημέρωσης σχετικά με την κυκλοφορία πλοίων, ή συναφούς θέματος.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να δημιουργούν αδίκημα για παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με διατάξεις τους, και να προβλέπουν ποινές και διοικητικά πρόστιμα για κολασμό της διάπραξης των αδικημάτων αυτών, που σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνουν την υψηλότερη ποινή και διοικητικό προστιμο, αντίστοιχα, που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο. Το άρθρο 29(β) του περί Ερμηνείας Νόμου δεν εφαρμόζεται αναφορικά με τις ποινές που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.

(3) Οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτούς διαφορετικά.

(4) Η έκδοση κανονισμών δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

΄Εναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

38.-(1) Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία την οποία καθορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να καθορίζει διαφορετικές ημερομηνίες για την έναρξη ισχύος διαφόρων διατάξεων του παρόντος Νόμου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρα 6(1), 7(2), 14(1), 15(1) και (2) και 16(6))

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΡΟΣ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ

 

1. Πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ή σε λιμενική αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία βάσει του άρθρου 6(1) - γενικές πληροφορίες:

(α) Στοιχεία του πλοίου (όνομα, διεθνές διακριτικό σήμα, αριθμός αναγνώρισης του ΙΜΟ ή διακριτικός αριθμός ταυτότητας πλοίου (Maritime Mobile Service Identity-ΜΜSΙ)).

(β) Λιμένας προορισμού.

(γ) Πιθανή ώρα κατάπλου στο λιμένα προορισμού ή τον πλοηγικό σταθμό, όπως απαιτείται από την Αρχή Λιμένων Κύπρου ή, κατά περίπτωση, τη λιμενική αρχή κράτους μέλους άλλου απ’ τη Δημοκρατία, και πιθανή ώρα απόπλου από τον εν λόγω λιμένα.

(δ) Συνολικός αριθμός των προσώπων που επιβαίνουν στο πλοίο.

 

2. Πληροφορίες σχετικά με το φορτίο που διαβιβάζονται από φορτωτή σε πλοίαρχο ή έχοντα την εκμετάλλευση πλοίου βάσει του άρθρου 14(1):

(α)(i) Οι ορθές τεχνικές ονομασίες των επικίνδυνων ή ρυπογόνων αγαθών.

(ii) Οι αριθμοί Ηνωμένων Εθνών (UN), εάν υπάρχουν.

(iii) Οι κλάσεις κινδύνου ΙΜΟ σύμφωνα με τους διεθνείς Κώδικες ΙΜDG, IΒC και IGC.

(iv) Όπου είναι αρμόζων, η κλάση του πλοίου που απαιτείται για τα φορτία INF σύμφωνα με τον Κανόνα VII/14.2 του Κώδικα INF.

(v) Οι ποσότητες των προαναφερόμενων αγαθών.

(vi) Εάν τα προαναφερόμενα αγαθά μεταφέρονται με μέσα μεταφοράς φορτίου αλλά από φορητές δεξαμενές, ο αναγνωριστικός τους αριθμός.

(β) Διεύθυνση στην οποία μπορούν να αναζητηθούν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το φορτίο.

 

3. Πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρμόδια Αρχή ή σε αρμόδια ή λιμενική αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία βάσει των άρθρων 15(1) και (2) και 16(6)(α)(ii):

Α. Γενικές πληροφορίες:

(α) Στοιχεία του πλοίου (όνομα, διεθνές διακριτικό σήμα, αριθμός αναγνώρισης του ΙΜΟ ή διακριτικός αριθμός ταυτότητας πλοίου (Maritime Mobile Service Identity-ΜΜSI)).

(β) Λιμένας προορισμού.

(γ) Για τα πλοία που αποπλέουν από λιμένα της Δημοκρατίας ή λιμένα άλλου κράτους μέλους, πιθανή ώρα απόπλου από το λιμένα ή τον πλοηγικό σταθμό, όπως απαιτείται από την Αρμόδια Αρχή ή, κατά περίπτωση, την αρμόδια ή λιμενική αρχή του άλλου κράτους μέλους, και πιθανή ώρα κατάπλου στο λιμένα προορισμού.

(δ) Για τα πλοία που προέρχονται από λιμένα τρίτου κράτους με προορισμό λιμένα της Δημοκρατίας ή, κατά περίπτωση, λιμένα άλλου κράτους μέλους, πιθανή ώρα κατάπλου στο λιμένα προορισμού ή τον πλοηγικό σταθμό, όπως απαιτείται από την Αρμόδια Αρχή ή, κατά περίπτωση, την αρμόδια ή λιμενική αρχή του άλλου κράτους μέλους.

(ε) Συνολικός αριθμός των προσώπων που επιβαίνουν στο πλοίο.

Β. Πληροφορίες σχετικά με το φορτίο:

(α)(i) Οι ορθές τεχνικές ονομασίες των επικίνδυνων ή ρυπογόνων αγαθών.

(ii) Οι αριθμοί Ηνωμένων Εθνών (UN), εάν υπάρχουν.

(iii) Οι κλάσεις κινδύνου ΙΜΟ σύμφωνα με τους διεθνείς Κώδικες IMDG, IBC και IGC.

(iv) Όπου είναι αρμόζων, η κλάση του πλοίου όπως ορίζεται από τον Κώδικα INF.

(v) Οι ποσότητες των προαναφερόμενων αγαθών και η θέση τους επί του πλοίου.

(vi) εάν τα προαναφερόμενα αγαθά μεταφέρονται με μέσα μεταφοράς φορτίου άλλα από φορητές δεξαμενές, ο αναγνωριστικός τους αριθμός.

(β) Βεβαίωση ότι υπάρχει στο πλοίο κατάλογος, κατάσταση ή κατάλληλο σχέδιο φόρτωσης το οποίο αναφέρει λεπτομερώς τα επικίνδυνα ή ρυπογόνα αγαθά που μεταφέρονται καθώς και τη θέση τους στο πλοίο.

(γ) Διεύθυνση στην οποία μπορούν να αναζητηθούν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το φορτίο.

 

4. Πληροφορίες που διαβιβάζονται στον ΙΜΟ βάσει του άρθρου 7(2):

- Α. Στοιχεία του πλοίου (όνομα, διεθνές διακριτικό σήμα, αριθμός αναγνώρισης του ΙΜΟ ή διακριτικός αριθμός ταυτότητας πλοίου (Maritime Mobile Service Identity-ΜΜSI)).

- Β. Ημερομηνία και ώρα.

- C. ή D. Θέση είτε βάσει γεωγραφικού πλάτους και μήκους, είτε αληθινή διόπτευση και απόσταση σε ναυτικά μίλια από σαφώς προσδιορισμένο σημείο.

- Ε. Πορεία.

- F. Ταχύτητα.

- I. Λιμένας προορισμού και πιθανή ώρα κατάπλου.

- P. Φορτίο και, εφόσον υπάρχουν στο πλοίο επικίνδυνα αγαθά, ποσότητα και κλάση ΙΜΟ.

- Τ. Διεύθυνση για την ανακοίνωση πληροφοριών σχετικά με το φορτίο.

- W. Συνολικός αριθμός προσώπων που επιβαίνουν στο πλοίο.

- Χ. Διάφορα:

- χαρακτηριστικά και κατ’ εκτίμηση μεταφερόμενη ποσότητα καυσίμων δεξαμενής για όλα τα πλοία, με ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη των 1000 μονάδων,

- καθεστώς πλοήγησης.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρα 8(1) και 11)

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΠΛΟΙΩΝ

 

Μέρος I- Σύστημα αυτόματου εντοπισμού (Automatic Identification System-AIS) το οποίο καθίσταται υποχρεωτικό βάσει του άρθρου 8:

 

1. Πλοία που ναυπηγούνται κατά ή μετά την 1η Ιουλίου 2002:

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πλοίο που ναυπηγείται κατά ή μετά την 1η Ιουλίου 2002 και εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες πρέπει, όταν καταπλέει σε λιμένα της Δημοκρατίας ή, κατά περίπτωση, λιμένα άλλου κράτους μέλους, να είναι εξοπλισμένο με σύστημα αυτόματου εντοπισμού το οποίο πληροί τα εκάστοτε σχετικά πρότυπα επιδόσεων του ΙΜΟ:

(α) επιβατηγά πλοία οποιωνδήποτε διαστάσεων,

(β) πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 μονάδων.

 

2. Πλοία που ναυπηγήθηκαν πριν την 1η Ιουλίου 2002:

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πλοίο που-

(α) ναυπηγήθηκε πριν την 1η Ιουλίου 2002, και

(β) εμπίπτει σε κατηγορία που αναφέρεται στη Στήλη 1 του ακόλουθου Πίνακα,

πρέπει να είναι εξοπλισμένο με σύστημα αυτόματου εντοπισμού το οποίο πληροί τα εκάστοτε σχετικά πρότυπα επιδόσεων του ΙΜΟ, όταν καταπλέει σε λιμένα της Δημοκρατίας ή, κατά περίπτωση, λιμένα άλλου κράτους μέλους, κατά ή μετά την αναφερόμενη στη Στήλη 2 του ακόλουθου Πίνακα ημερομηνία αναφορικά με την κατηγορία στην οποία το πλοίο εμπίπτει:

ΠΙΝΑΚΑΣ

Αύξων

Αριθμός

 

Στήλη 1

Κατηγορίες πλοίων

 

Στήλη 2

Ενωρίτερη ημερομηνία

συμμόρφωσης με το άρθρο 8

1. Επιβατηγά πλοία οποιωνδήποτε διαστάσεων Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου

2.

 

Δεξαμενόπλοια ολικής χωρητικό-τητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 μονάδων

 

Η ημερομηνία διενέργειας της πρώτης επιθεώρησης του εξοπλισμού ασφαλείας κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, αλλά όχι αργότερα από την ημερομηνία που καθορίζεται από τον κανονισμό 19 του Κεφαλαίου V της Σύμβασης SOLAS

3.

 

Πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 50 χιλιάδων μονάδων, εξαιρουμένων των επιβατηγών πλοίων και των δεξαμενόπλοιων

1η Ιουλίου 2004

 

4.

 

 

Πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 χιλιάδων μονάδων αλλά κατώτερης των 50 χιλιάδων μονάδων, τα οποία δεν εκτελούν διεθνή δρομολόγια και τα οποία δεν είναι επιβατηγά πλοία ή δεξαμενόπλοια

1η Ιουλίου 2005

 

 

5.

 

 

Πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 μονάδων αλλά κατώτερης των 50 χιλιάδων μονάδων, τα οποία εκτελούν διεθνή δρομολόγια και τα οποία δεν είναι επιβατηγά πλοία ή δεξαμενόπλοια

Η ημερομηνία διενέργειας της πρώτης επιθεώρησης του εξοπλισμού ασφαλείας κατά ή μετά την 1η Ιουλίου 2004, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι αργότερα από την 31η Δεκεμβρίου 2004

 

6.

 

 

Πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3 χιλιάδων μονάδων αλλά κατώτερης των 10 χιλιάδων μονάδων, τα οποία δεν εκτελούν διεθνή δρομολόγια και τα οποία δεν είναι επιβατηγά πλοία ή δεξαμενόπλοια

1η Ιουλίου 2006

 

 

7.

 

 

Πλοία χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 μονάδων αλλά κατώτερης των 3 χιλιάδων μονάδων, τα οποία δεν εκτελούν διεθνή δρομολόγια και τα οποία δεν είναι επιβατηγά πλοία ή δεξαμενόπλοια

1η Ιουλίου 2007

 

 

 

3. Απαλλαγή:

Επιβατηγό πλοίο χωρητικότητας κατώτερης των 300 μονάδων, το οποίο εκτελεί εσωτερικά δρομολόγια στη Δημοκρατία σε θαλάσσιες περιοχές άλλες από αυτές που καλύπτουν τα πλοία Κατηγορίας Α όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 5 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κανόνες και Πρότυπα Ασφάλειας) Νόμων του 2002 και 2004, απαλλάσσεται από την υποχρέωση να είναι εξοπλισμένο με σύστημα αυτόματου εντοπισμού.

4. Αλιευτικά σκάφη:

Κάθε αλιευτικό σκάφος ολικού μήκους άνω των 15 μέτρων έχει υποχρέωση να φέρει τον εξοπλισμό που προβλέπεται στο άρθρο 8Α σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

- αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος ίσο ή μεγαλύτερο από 24 μέτρα και μικρότερο από 45 μέτρα: το αργότερο μέχρι την 31η Μαΐου 2012,

- αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος ίσο ή μεγαλύτερο από 18 μέτρα και μικρότερο από 24 μέτρα: το αργότερο μέχρι την 31η Μαΐου 2013·

- αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος μεγαλύτερο από 15 μέτρα και μικρότερο από 18 μέτρα: το αργότερο μέχρι την 31η Μαΐου 2014.

Τα νεότευκτα αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος άνω των 15 μέτρων υπόκεινται στην υποχρέωση εξοπλισμού που προβλέπει το άρθρο 8Α από την 30η Νοεμβρίου 2010.

Μέρος IΙ - ΄Οργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού (Voyage Data Recorder-VDR) το οποίο καθίσταται υποχρεωτικό βάσει του άρθρου 11:

 

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πλοίο που εμπίπτει σε κατηγορία η οποία αναφέρεται στη Στήλη 1 του ακόλουθου Πίνακα πρέπει να είναι εξοπλισμένο, όταν καταπλέει σε λιμένα της Δημοκρατίας ή, κατά περίπτωση, λιμένα άλλου κράτους μέλους, κατά ή μετά την αναφερόμενη στη Στήλη 2 του ακόλουθου Πίνακα ημερομηνία αναφορικά με την κατηγορία στην οποία το πλοίο εμπίπτει, με όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού το οποίο πληροί τα πρότυπα επιδόσεων της Απόφασης Α.861(20) του ΙΜΟ καθώς και τα πρότυπα δοκιμής που ορίζει το πρότυπο αριθ. 61996 της Διεθνούς Ηλεκτροτεχνικής Επιτροπής (International Electronic Commission) και το αντίστοιχο κυπριακό πρότυπο CYS EN 61996:2001:

Πίνακας

Αύξων

Αριθμός

 

Στήλη 1

Κατηγορίες πλοίων

 

Στήλη 2

Ενωρίτερη ημερομηνία

συμμόρφωσης με το άρθρο 11

1. Επιβατηγά πλοία Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου
2. Πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3 χιλιάδων μονάδων, τα οποία ναυπηγήθηκαν κατά ή μετά την 1η Ιουλίου 2002 και τα οποία δεν είναι επιβατηγά πλοία

 

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πλοίο που -

(α) ναυπηγήθηκε πριν την 1η Ιουλίου 2002, και

(β) εμπίπτει σε κατηγορία η οποία αναφέρεται στην Στήλη 1 του ακόλουθου Πίνακα,

πρέπει να είναι εξοπλισμένο με όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού το οποίο πληροί τα εκάστοτε σχετικά πρότυπα του ΙΜΟ, όταν καταπλέει σε λιμένα της Δημοκρατίας ή, κατά περίπτωση, λιμένα άλλου κράτους μέλους, κατά ή μετά την αναφερόμενη στη Στήλη 2 του ακόλουθου Πίνακα ημερομηνία αναφορικά με την κατηγορία στην οποία το πλοίο εμπίπτει:

Πίνακας

Αύξων

Αριθμός

 

Στήλη 1

Κατηγορίες πλοίων

 

Στήλη 2

Ενωρίτερη ημερομηνία

συμμόρφωσης με το άρθρο 11

1. Φορτηγά πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 20 χιλιάδων μονάδων
Εκείνη από τις ακόλουθες ημερομηνίες που θα επέλθει ενωρίτερα:
(α) η ημερομηνία που καθορίζεται με γνωστοποίηση της Αρμόδιας Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,
(β) η 1η Ιανουαρίου 2007
2. Φορτηγά πλοία ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 3 χιλιάδων μονάδων αλλά κατώτερης των 20 χιλιάδων μονάδων
Εκείνη από τις ακόλουθες ημερομηνίες που θα επέλθει ενωρίτερα:
(α) η ημερομηνία που καθορίζεται με γνωστοποίηση της Αρμόδιας Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,
(β) η 1η Ιανουαρίου 2008

 

3. Απαλλαγή:

Επιβατηγό πλοίο, το οποίο εκτελεί εσωτερικά δρομολόγια σε θαλάσσιες περιοχές στη Δημοκρατία άλλες από αυτές που καλύπτουν τα πλοία Κατηγορίας Α όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 5 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Κανόνες και Πρότυπα Ασφάλειας Επιβατηγών Πλοίων) Νόμων του 2002 και 2004, απαλλάσσεται από την υποχρέωση να είναι εξοπλισμένο με όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού.

ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
[άρθρα 15(5) και (6), 16(6) και 23Α(3)]

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΚΑΙ SAFESEANET

 

1. Γενική θεώρηση και αρχιτεκτονική Το κοινοτικό σύστημα ανταλλαγής ναυτιλιακών πληροφοριών SafeSeaΝet καθιστά δυνατή τη λήψη, αποθήκευση, ανάκτηση και ανταλλαγή πληροφοριών για τους σκοπούς της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, της ασφάλειας των πλοίων και των λιμένων, της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και της αποτελεσματικότητας της θαλάσσιας κυκλοφορίας και των θαλάσσιων μεταφορών.

Το Σύστημα SafeSeaNet είναι εξειδικευμένο σύστημα που έχει δημιουργηθεί για να εξυπηρετήσει την ανταλλαγή πληροφοριών σε ηλεκτρονική μορφή μεταξύ των κρατών μελών και να παράσχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις σχετικές πληροφορίες σύμφωνα  με την κοινοτική νομοθεσία. Απαρτίζεται από ένα δίκτυο εθνικών συστημάτων SafeSeaNet στα κράτη μέλη και ένα κεντρικό σύστημα  SafeSeaNet, το οποίο λειτουργεί ως κομβικό σημείο.

Το δίκτυο SafeSeaNet συνδέει όλα τα εθνικά συστήματα SafeSeaNet και περιλαμβάνει το κεντρικό σύστημα  SafeSeaNet.

2. Διαχείριση, λειτουργία, ανάπτυξη και συντήρηση του SafeSeaNet

2.1. Ευθύνες

2.1.1. Εθνικά συστήματα SafeSeaNet

Η Αρμόδια Αρχή δημιουργεί και διατηρεί ένα εθνικό σύστημα SafeSeaΝet που καθιστά δυνατή την ανταλλαγή ναυτιλιακών πληροφοριών μεταξύ εξουσιοδοτημένων χρηστών υπό την ευθύνη της.

Η Αρμόδια Αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του εθνικού συστήματος, η οποία περιλαμβάνει τον εθνικό συντονισμό των χρηστών και  των παροχών των δεδομένων, καθώς και για να διασφαλίζει ότι έχουν  καθοριστεί οι κωδικοί UN LOCODES και ότι έχουν δημιουργηθεί και συντηρούνται η αναγκαία εθνική υποδομή πληροφορικής και οι διαδικασίες που περιγράφονται στο έγγραφο ελέγχου διεπαφής και  λειτουργικότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.3.

Το εθνικό Σύστημα SafeSeaΝet καθιστά δυνατή τη διασύνδεση όλων των εξουσιοδοτημένων χρηστών υπό την ευθύνη της Αρμόδιας Αρμής και μπορεί να καταστεί προσβάσιμο από καθορισμένους ναυτιλιακούς παράγοντες (πλοιοκτήτες, πράκτορες, πλοιάρχους, ναυλωτές και άλλους) όταν εξουσιοδοτούνται προς τούτο από την Αρμόδια Αρχή, συγκεκριμένα προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ηλεκτρονική υποβολή αναφορών σύμφωνα με την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.1.2. Κεντρικό σύστημα SafeSeaNet

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και ανάπτυξη σε επίπεδο πολιτικής του κεντρικού συστήματος SafeSeaNet καθώς και για την επίβλεψη του Συστήματος SafeSeaNet σε συνεργασία με κράτη μέλη ενώ, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο οργανισμός είναι υπεύθυνος για την τεχνική υλοποίηση, σε συνεργασία με την Αρμόδια Αρχή, τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το κεντρικό Σύστημα SafeSeaNet λειτουργώντας ως κομβικό σημείο, διασυνδέει όλα τα εθνικά συστήματα SafeSeaNet και δημιουργεί την αναγκαία υποδομή πληροφορικής και τις αναγκαίες διαδικασίες όπως περιγράφονται στο «έγγραφο ελέγχου διεπαφής και λειτουργικότητας» που αναφέρεται στην παράγραφο 2.3.

2.2. Αρχές διαχείρισης

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκροτεί διευθύνουσα ομάδα υψηλού επιπέδου, η οποία υιοθετεί τον εσωτερικό της κανονισμό, αποτελείται από εκπροσώπους της Αρμόδιας Αρχής, των αρμοδίων αρχών των άλλων κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και έχει την αποστολή:

- να διατυπώνει συστάσεις με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας του Συστήματος SafeSeaNet,

- να προσφέρει την κατάλληλη καθοδήγηση για την ανάπτυξη του Συστήματος SafeSeaNet,

- να επικουρεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την εποπτεία της απόδοσης του Συστήματος SafeSeaNet,

- να εγκρίνει το έγγραφο ελέγχου διεπαφής και λειτουργικότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.3. και κάθε μελλοντική του τροποποίηση.

2.3. Έγγραφο ελέγχου διεπαφής και λειτουργικότητας και τεχνική τεκμηρίωση SafeSeaNet

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρτίζει και διατηρεί, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, «έγγραφο ελέγχου διεπαφής και λειτουργικότητας» (IFCD).

Το IFCD περιγράφει λεπτομερώς τις απαιτήσεις απόδοσης και τις διαδικασίες που έχουν εφαρμογή στα εθνικά και στο κεντρικό στοιχείο του Συστήματος SafeSeaNet, που είναι σχεδιασμένα ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία.

Το IFCD περιλαμβάνει κανόνες:

- για την καθοδήγηση όσον αφορά τα δικαιώματα πρόσβασης των χρηστών για τη διαχείριση της ποιότητας των δεδομένων,

- για τις προδιαγραφές ασφαλείας για τη μετάδοση και ανταλλαγή δεδομένων και

- για την αρχειοθέτηση των πληροφοριών σε εθνικό και κεντρικό επίπεδο.

Το IFCD αναφέρει τους τρόπους αποθήκευσης και τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών για επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα σχετικά με τακτικά δρομολόγια για τα οποία έχει χορηγηθεί απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος Νόμου.

Η τεχνική τεκμηρίωση σχετικά με το Σύστημα SafeSeaNet, όπως πρότυπα για τη μορφή ανταλλαγής δεδομένων, εγχειρίδια χρηστών και προδιαγραφές ασφαλείας δικτύου, καταρτίζεται και διατηρείται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη.

3. Ανταλλαγή δεδομένων μέσω του SafeSeaNet

Το σύστημα χρησιμοποιεί βιομηχανικά πρότυπα και έχει την ικανότητα αλληλεπίδρασης με δημόσια και ιδιωτικά συστήματα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία, την παροχή ή τη λήψη πληροφοριών εντός του Συστήματος SafeSeaNet.

Η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον είναι εφικτό καθώς και την ανάπτυξη λειτουργιών οι οποίες, κατά το μέτρο του δυνατού, διασφαλίζουν ότι οι παροχείς δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των πλοιάρχων, πλοιοκτητών, πρακτόρων, εκμεταλλευόμενων τα πλοία, ναυλωτών και των αρμόδιων αρχών, χρειάζεται να υποβάλλουν τις πληροφορίες μόνον μία φορά. Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες είναι διαθέσιμες προς χρήση σε όλα τα σχετικά συστήματα ενημέρωσης και ειδοποίησης, καθώς και πληροφοριακά συστήματα παρακολούθησης της θαλάσσιας κυκλοφορίας (VTMIS).

Τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, την Οδηγία 2002/59/ΕΚ και τη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης διανέμονται μέσω του Συστήματος SafeSeaΝet. Προς τούτο, η Αρμόδια Αρχή αναπτύσσει και συντηρεί τις αναγκαίες διεπαφές για την αυτόματη μετάδοση δεδομένων με ηλεκτρονικά μέσα προς το Σύστημα SafeSeaNet.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διεθνώς αναγνωρισμένοι κανόνες επιτρέπουν τη δρομολόγηση πληροφοριών LRIT σχετικά με σκάφη τρίτων χωρών, τα δίκτυα του Συστήματος SafeSeaNet θα χρησιμοποιούνται για τη διανομή μεταξύ της Αρμόδιας Αρχής και των άλλων κρατών μελών, με κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας, των πληροφοριών LRIT που έχουν ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 8Β του παρόντος Νόμου.

4. Ασφάλεια και δικαιώματα πρόσβασης

Το κεντρικό και τα εθνικά συστήματα SafeSeaNet συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2002/59/ΕΚ σχετικά με την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών καθώς και με τις αρχές και προδιαγραφές ασφαλείας που περιγράφονται στο IFCD, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα πρόσβασης.

Η Αρμόδια Αρχή προσδιορίζει όλους τους χρήστες για τους οποίους αναγνωρίζεται ρόλος και δέσμη δικαιωμάτων πρόσβασης σύμφωνα με το IFCD.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρα 19(1) και 22(2) και 22Α(1))

 

ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΝ - ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΕΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΝΑ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΓΙΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ

ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΗ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ, ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

 

1. Όταν, μετά από συμβάν ή ατύχημα, που αναφέρεται στο άρθρο 18(1) και αφορά πλοίο, η Επιτροπή Καταφυγίων–Ασφάλειας κρίνει ότι, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, πρέπει να προληφθεί, μετριασθεί ή εξαλειφθεί σοβαρή και άμεση απειλή για τις ακτές ή τα σχετικά συμφέροντα, την ασφάλεια άλλων πλοίων, του πληρώματος, των επιβατών, των προσώπων που βρίσκονται στην ξηρά ή του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η Επιτροπή Καταφυγίων–Ασφάλειας έχει εξουσία, μεταξύ άλλων, να προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

(α) να περιορίζει τις κινήσεις του πλοίου ή να του επιβάλλει συγκεκριμένη πορεία·

(β) να απαιτεί από τον πλοίαρχο του πλοίου να θέτει τέρμα σε οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες απειλές·

(γ) να διασφαλίζει την επιθεώρηση του πλοίου, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 27, από ομάδα αξιολόγησης με αποστολή να εκτιμήσει την κατάστασή του και το βαθμό του κινδύνου, να παρέχει βοήθεια στον πλοίαρχο προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση και να ενημερώνει σχετικά το αρμόδιο παράκτιο κέντρο·

(δ) να διατάζει τον πλοίαρχο να πλεύσει σε καταφύγιο σε περίπτωση άμεσου κινδύνου ή να επιβάλλει την πλοήγηση ή τη ρυμούλκηση του πλοίου.

 

2. Η Επιτροπή Καταφυγίων–Ασφάλειας ασκεί έκαστη εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1(α), (β) ή (δ) κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 28.

 

3. [Καταργήθηκε]

Σημείωση
21 του Ν.98(I)/2010Έναρξη της ισχύος του Ν.98(I)/2010

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.98(I)/2010] τίθεται σε ισχύ την 30η Νοεμβρίου 2010.