Διερεύνηση ατυχημάτων και άλλων συμβάντων

12.-(1)(α) Σε περίπτωση που πλοίο εμπλέκεται σε ατύχημα το οποίο έλαβε χώρα σε ύδατα υπό τη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας ή σε περίπτωση που κυπριακό πλοίο εμπλέκεται σε ατύχημα το οποίο έλαβε χώρα σε ύδατα υπό τη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους, η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία, για σκοπούς διερεύνησης του ατυχήματος, να απαιτεί δια γραπτής οδηγίας και να λαμβάνει, εντός εύλογης προθεσμίας την οποία καθορίζει στην γραπτή της οδηγία, από έκαστο του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και του πλοιάρχου του πλοίου οποιαδήποτε συλλεγόμενα δεδομένα από το όργανο καταγραφής δεδομένων ταξιδιού του πλοίου, τα οποία η Αρμόδια Αρχή κρίνει ως σχετικά.

(β) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει ότι -

(i) οποιαδήποτε δεδομένα λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (α) χρησιμοποιούνται στην διερεύνηση του ατυχήματος και αναλύονται δεόντως, και

(ii) τα πορίσματα της διερεύνησης δημοσιεύονται το συντομότερο δυνατό μετά την περάτωσή της, σύμφωνα με την παράγραφο 12.3 του Κώδικα για τη Διερεύνηση Ναυτικών Ατυχημάτων και Περιστατικών.

(γ) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 11 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Υποχρεωτικές Επιθεωρήσεις για την Ασφαλή Εκτέλεση Τακτικών Γραμμών από Οχηματαγωγά Ro-Ro και Ταχύπλοα Επιβατηγά Σκάφη) Νόμων του 2002 και 2004, η Αρμόδια Αρχή ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας -

(i) που διεξάγει τη διερεύνηση θαλάσσιου συμβάντος ή ατυχήματος στο οποίο εμπλέκεται πλοίο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, συμμορφώνεται με τις διατάξεις του Κώδικα για τη Διερεύνηση Ναυτικών Ατυχημάτων και Περιστατικών, και

(ii) συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στη διερεύνηση για θαλάσσια συμβάντα και ατυχήματα στα οποία εμπλέκονται κυπριακά πλοία.

(2) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται απαίτηση για παροχή δεδομένων, δυνάμει του εδαφίου (1)(α), και το οποίο -

(α) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί τα δεδομένα που απαιτούνται, ή

(β) παραλείπει ή αρνείται να παράσχει στην Αρμόδια Αρχή τα απαιτούμενα δεδομένα, ή

(γ) παρέχει στην Αρμόδια Αρχή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά δεδομένα,

και υπόκειται -

(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(3) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (2)-

(α) αναφορικά με την παράλειψη παροχής δεδομένων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει την παροχή των απαιτούμενων δεδομένων·

(β) αναφορικά με την παροχή ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών δεδομένων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε τα δεδομένα με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι τα παρεχόμενα δεδομένα ήταν ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά.