Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο—

(α) "Οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1993 σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας" (EE L 307 της 13.12.1993,σελ. 18), και

(β) "Οδηγία 2000/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 2000 για την τροποποίηση της Οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ώστε να καλυφθούν οι τομείς και οι δραστηριότητες που εξαιρούνται από την εν λόγω οδηγία" (EE L 195 της 1.8.2000, σελ. 41).

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμος του 2002.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια

"αρμόδια αρχή" σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

"δραστηριότητα ανοικτής θάλασσας" σημαίνει τη δραστηριότητα η οποία εκτελείται κυρίως επάνω σε εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας (στις οποίες περιλαμβάνονται τα θαλάσσια γεωτρύπανα) ή από αυτές, και συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την αναζήτηση, την εξόρυξη ή την εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων, συμπεριλαμβανομένων των υδρογονανθράκων, καθώς και τις καταδύσεις που συνδέονται με αυτές τις δραστηριότητες, είτε γίνονται από εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας είτε από πλοίο·

"εβδομάδα" σημαίνει τη χρονική περίοδο επτά ημερών με έναρξη τη 00:01 ώρα της Δευτέρας και λήξη την 24:00 της επόμενης Κυριακής·

"επαρκής χρόνος ανάπαυσης" σημαίνει την πραγματική κατάσταση κατά την οποία οι εργαζόμενοι έχουν τακτικές περιόδους ανάπαυσης, των οποίων η διάρκεια εκφράζεται σε μονάδες χρόνου και οι οποίες είναι επαρκώς μακρές και συνεχείς, ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι δε θα προκαλούν σωματικές βλάβες στους ιδίους, σε συναδέλφους τους ή σε τρίτους και ότι δε θα βλάπτουν την υγεία τους, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, λόγω κόπωσης ή άτακτων ρυθμών εργασίας·

"εργασία κατά βάρδιες" σημαίνει κάθε μέθοδο οργάνωσης της ομαδικής εργασίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο στις ίδιες θέσεις εργασίας με ορισμένο ρυθμό, περιλαμβανομένου του ρυθμού περιτροπής και η οποία μπορεί να είναι συνεχής ή ασυνεχής, πράγμα το οποίο υποχρεώνει τους εργαζομένους να επιτελούν μια εργασία σε διαφορετικές ώρες, σε μια δεδομένη περίοδο ημερών ή εβδομάδων

"εργαζόμενος" περιλαμβάνει και τον ειδικευόμενο ιατρό·

"εργαζόμενος σε βάρδιες" σημαίνει κάθε εργαζόμενο με ωράριο που εντάσσεται σε πρόγραμμα εργασίας κατά βάρδιες·

"εργαζόμενος τη νύκτα" σημαίνει κάθε εργαζόμενο

(α) κατά τη νυχτερινή περίοδο επί τρεις τουλάχιστον ώρες του ημερήσιου χρόνου εργασίας του πάνω σε τακτική βάση, ή

(β) ο οποίος ενδέχεται να πραγματοποιεί κατά τη νυκτερινή περίοδο τουλάχιστον 726 ώρες του ετήσιου χρόνου εργασίας του εφόσον δεν προβλέπεται μικρότερος αριθμός ωρών από συλλογικές συμβάσεις. Για τον υπολογισμό των παραπάνω ωρών θα λαμβάνεται υπόψη ο ημερήσιος συνολικός χρόνος εργασίας του εργαζομένου εφόσον σ' αυτόν περιλαμβάνονται τρεις τουλάχιστον ώρες του χρονικού διαστήματος 23:00-06:00, ανεξαρτήτως ώρας έναρξης και λήξης βάρδιας και η εργασία του εργαζομένου είναι σε 7 τουλάχιστο συνεχείς ώρες εργασίας·

"μετακινούμενος εργαζόμενος" σημαίνει κάθε εργαζόμενο ο οποίος ασχολείται ως μέλος του ταξιδεύοντος ή ιπτάμενου προσωπικού μιας επιχείρησης η οποία παρέχει υπηρεσίες μεταφορών επιβατών ή εμπορευμάτων οδικώς, αεροπορικώς ή διαμέσου εσωτερικών πλωτών οδών

"Νόμος" σημαίνει τους περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμους τον 1996 έως 2002·

"νυκτερινή περίοδος" σημαίνει την περίοδο με έναρξη την 23:00 και λήξη την 06:00·

"περίοδος ανάπαυσης" σημαίνει κάθε περίοδο που δεν είναι χρόνος εργασίας·

"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

"χρόνος εργασίας" σημαίνει κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις για κάθε κατηγορία εργαζομένων.

Αντικείμενο - Πεδίο εφαρμογής

3.—(1) Ο παρών Νόμος καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

(2) Εφαρμόζεται

(α) Στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στο χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και

(β) σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του παρόντος Νόμου, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 3 του Νόμου.

(4) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται σε σχέση με-

(α) Τα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων,

(β) τα μέλη της Αστυνομίας, και

(γ) τους ναυτικούς οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Οργάνωση του Χρόνου Εργασίας των Ναυτικών) Νόμου του 2003.

(5) Οι διατάξεις του Νόμου εφαρμόζονται πλήρως στα θέματα που αναφέρει το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου με την επιφύλαξη περιοριστικότερων ή/και ειδικότερων διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Ημερήσια ανάπαυση

4.—(1) Κάθε εργαζόμενος διαθέτει, ανά εικοσιτετράωρο, περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συνεχόμενων ωρών.

(2) Η περίοδος των 24 ωρών αρχίζει την 00:01 και λήγει την 24:00 ώρα.

Διαλείμματα

5.—(1)(α) Όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξι ώρες ο εργαζόμενος δικαιούται σε διάλειμμα.

(β) Η περίοδος διαλείμματος είναι συνεχής περίοδος τουλάχιστο 15 λεπτών κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Τα διαλείμματα αυτά δεν επιτρέπεται να χορηγούνται συνεχόμενα με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας.

(2) Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος στο οποίο δικαιούται ο εργαζόμενος σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένης της διάρκειάς του και των όρων υπό τους οποίους παρέχεται, εφόσον δε ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από την κείμενη νομοθεσία, καθορίζονται στο επίπεδο της επιχείρησης στα πλαίσια της διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων.

Εβδομαδιαία ανάπαυση

6.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου κάθε εργαζόμενος δικαιούται ανά εβδομάδα συνεχή ελάχιστη ανάπαυση 24 ωρών.

(2) Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας μπορεί να οριστεί ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης 24 ωρών.

(3) Εάν ο εργοδότης το αποφασίσει ο εργαζόμενος δικαιούται είτε

(α) Δύο περιόδους ανάπαυσης 24 συνεχόμενων ωρών σε περίοδο 14 ημερών, ή -

(β) μία συνεχή περίοδο ελάχιστης ανάπαυσης 48 ωρών ανά περίοδο 14 ημερών.

Μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας

7.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων οποιωνδήποτε Νόμων ή Κανονισμών, οι οποίοι περιέχουν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους εργαζομένους, ο χρόνος εργασίας, ανά εβδομάδα, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 48 ώρες κατά μέσον όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών.

(2) Κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου οι περίοδοι ετήσιας άδειας μετ' αποδοχών και οι περίοδοι αδείας ασθενείας δε συνεκτιμώνται ή είναι ουδέτερες.

(3) Η περίοδος αναφοράς είναι τέσσερις μήνες.

(4) Τηρουμένων των γενικών αρχών προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, οι διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται, εφόσον

(α) Ο εργαζόμενος συναινεί για την παροχή της εργασίας αυτής,

(β) ο εργαζόμενος δεν υφίσταται καμία επίπτωση αν δε δεχτεί να εκτελέσει την εργασία αυτή,

(γ) ο εργοδότης τηρεί και ενημερώνει αρχείο για όλους τους εργαζομένους που παρέχουν τέτοια εργασία,

(δ) το αρχείο είναι στη διάθεση της αρμόδιας αρχής η οποία δικαιούται να απαγορεύει ή περιορίζει τη δυνατότητα υπέρβασης της ανώτατης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας, για λόγους ασφάλειας ή/και υγείας των εργαζομένων,

(ε) ύστερα από αίτηση της αρμόδιας αρχής ο εργοδότης της παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη συναίνεση των εργαζομένων.

Ετήσια άδεια

8.—(1) Όλοι οι εργαζόμενοι δικαιούνται σε ετήσια άδεια με αποδοχές τουλάχιστο τεσσάρων εβδομάδων σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η νομοθεσία ή οι συλλογικές συμβάσεις ή/και η πρακτική για την απόκτηση του δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

(2) Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ' αποδοχών μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.

Διάρκεια νυχτερινής εργασίας

9.—(1) Ο χρόνος εργασίας των εργαζομένων τη νύχτα δεν πρέπει να υπερβαίνει κατά μέσον όρον τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο, σε περίοδο ενός μηνός ή σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο καθορίζεται με συλλογικές συμβάσεις:

Νοείται ότι η περίοδος εικοσιτετράωρης εβδομαδιαίας ανάπαυσης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου δε λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του μέσου όρου.

(2) Οι εργαζόμενοι τη νύχτα των οποίων η εργασία ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση, δεν πρέπει να εργάζονται περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου στην οποία πραγματοποιούν νυχτερινή εργασία.

(3) Η εργασία που ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση, εφόσον δεν ορίζεται από την κείμενη νομοθεσία ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθορίζεται στο επίπεδο της επιχείρησης μετά από διαβούλευση μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους για θέματα ασφάλειας και υγείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και σύμφωνα με τη γραπτή εκτίμηση κινδύνου, στην οποία θα πρέπει να εκτιμούνται και οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη νυχτερινή εργασία.

Ιατρική εξέταση - Μετάθεση των εργαζομένων τη νύχτα σε θέση ημερήσιας εργασίας

10.—(1) Κάθε εργοδότης διασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι πριν αναλάβουν νυχτερινή εργασία και, στη συνέχεια, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, υποβάλλονται δωρεάν στις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί η καταλληλότητά τους για την εργασία αυτή.

(2) Εφόσον οι εργαζόμενοι τη νύχτα, μετά από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ιατρικές εξετάσεις, αποδειχθεί ότι έχουν προβλήματα υγείας που οφείλονται στη νυχτερινή εργασία, μετατίθενται, όποτε είναι δυνατό, σε θέση ημερήσιας εργασίας για την οποία είναι κατάλληλοι.

(3) Κανένα πρόσωπο δεν αποκαλύπτει τα αποτελέσματα της ιατρικής εξέτασης που διενεργείται με βάση το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από τον εργαζόμενο τον οποίο αφορούν, εκτός εάν ο εργαζόμενος δώσει την έγγραφη συγκατάθεσή του.

Εγγυήσεις για νυκτερινή εργασία. 48(Ι) του 2001

11.—(1) Σχετικά με τη νυκτερινή εργασία νέων εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του περί Προστασίας των Νέων κατά την Απασχόληση Νόμου του 2001.

(2) Σχετικά με τη νυκτερινή εργασία εγκύων εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του περί της Σύμβασης του 1990 για Νυκτερινή Εργασία (Κυρωτικού) Νόμου του 1993.

(3) Σχετικά με τη νυκτερινή εργασία άλλων κατηγοριών εργαζομένων, από τις προβλεπόμενες στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, για τις οποίες απαιτείται κατά την εργασία τους η λήψη ιδιαίτερων μέτρων, επιπλέον προς τα γενικά, πρέπει στη γραπτή εκτίμηση κινδύνων που έχει υποχρέωση να διαθέτει ο εργοδότης, σύμφωνα με το Νόμο και τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, να λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη και οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη νυκτερινή εργασία.

Ενημέρωση αρμόδιας αρχής για εργαζομένους κατά τη νυκτερινή περίοδο

12. Ο εργοδότης που απασχολεί εργαζομένους τη νύχτα τακτικά οφείλει να ενημερώνει γραπτώς την αρμόδια αρχή.

Προστασία της ασφάλειας και υγείας

13. Ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι σε βάρδιες και οι εργαζόμενοι τη νύχτα απολαμβάνουν προστασίας όσον αφορά την υγεία και την ασφάλειά τους, ανάλογης προς τη φύση της εργασίας τους και ότι οι υπηρεσίες και τα μέτρα προστασίας και πρόληψης στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων τη νύχτα και των εργαζομένων σε βάρδιες είναι ισοδύναμα με τα προσφερόμενα στους άλλους εργαζομένους και είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή.

Ρυθμός εργασίας

14. Ο εργοδότης που προτίθεται να οργανώσει την εργασία του με ένα ορισμένο ρυθμό πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη γενική αρχή της προσαρμογής της εργασίας στον άνθρωπο, ιδίως προκειμένου να περιοριστεί η μονότονη και ρυθμική εργασία, σε συνάρτηση με το είδος της δραστηριότητας και τις απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα διαλείμματα του χρόνου εργασίας.

Επιφύλαξη για ειδικότερες διατάξεις

15. Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται εφόσον άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες δεν αντίκεινται προς το κοινοτικό κεκτημένο, περιλαμβάνουν ειδικότερες απαιτήσεις περί οργανώσεως του χρόνου εργασίας για ορισμένες επαγγελματικές ασχολίες ή δραστηριότητες.

Παρεκκλίσεις

16.—(1) Τηρουμένων των γενικών αρχών για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, τα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 9 του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται για εργαζομένους των οποίων η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζομένους, ιδίως εφόσον πρόκειται για

(α) Διευθυντικά στελέχη ή άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν αποφάσεις αυτόνομα·

(β) οικογενειακό προσωπικό· ή

(γ) εργαζομένους στον τελετουργικό τομέα των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων.

(2) Με την επιφύλαξη της ισχύουσας νομοθεσίας επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τα άρθρα 4, 5, 6, 7(3) και 9 του παρόντος Νόμου με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ των εργοδοτών και των εκπροσώπων των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμοι περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται κατάλληλη προστασία στους οικείους εργαζομένους

(α) Για τις δραστηριότητες που εμπεριέχουν το στοιχείο της απόστασης ανάμεσα στους τόπους εργασίας και κατοικίας του εργαζομένου, όπως οι δραστηριότητες ανοικτής θάλασσας, ή εμπεριέχουν το στοιχείο της απόστασης ανάμεσα στους διάφορους τόπους εργασίας αυτού·

(β) για τις δραστηριότητες φύλαξης και επίβλεψης που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη συνεχούς παρουσίας για την προστασία των αγαθών και των προσώπων, ιδίως όταν πρόκειται για φύλακες και θυρωρούς ή επιχειρήσεις φύλαξης·

(γ) για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως

(i) για τις υπηρεσίες τις σχετικές με την υποδοχή, τη νοσηλεία και/ ή την περίθαλψη που παρέχονται από νοσοκομεία ή παρόμοια ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ειδικευόμενων ιατρών, από ιδρύματα διαμονής και από φυλακές·

(ii) για εργαζομένους στους λιμένες και τους αερολιμένες·

(iii) για τις υπηρεσίες τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ταχυδρομείων ή τηλεπικοινωνιών, τις υπηρεσίες ασθενοφόρων, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες ή την πολιτική άμυνα-

(iv) για υπηρεσίες παραγωγής, μεταφοράς και διανομής φωταερίου, ύδατος ή ηλεκτρισμού, τις υπηρεσίες αποκομιδής οικιακών απορριμμάτων ή τις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης·

(ν) για τις βιομηχανίες όπου είναι αδύνατο να διακοπεί η εργασία για τεχνικούς λόγους·

(vi) για τις δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης·

(vii) για τη γεωργία·

(viii) για τους εργαζομένους οι οποίοι ασχολούνται με τη μεταφορά επιβατών με τακτικές αστικές μεταφορές·

(δ) σε περίπτωση προβλέψιμης αύξησης του φόρτου εργασίας, ιδίως

(i) στη γεωργία·

(ii) στον τουρισμό ή

(iii) στα ταχυδρομεία·

(ε) για το προσωπικό που εργάζεται στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών

(i) οι δραστηριότητες του οποίου είναι διαλείπουσες·

(ii) το οποίο δαπανά το χρόνο εργασίας του επιβαίνοντας στους συρμούς· ή

(iii) οι δραστηριότητες του οποίου συνδέονται με τα ωράρια των μεταφορών και την εξασφάλιση της συνέχειας και της κανονικότητας της συγκοινωνίας·

(στ) στις περιπτώσεις συμβάντων οφειλομένων σε ξένες προς τους εργοδότες ανώμαλες ή απρόοπτες συνθήκες, ή έκτακτων γεγονότων, οι συνέπειες των οποίων δε θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί παρόλη την επιδειχθείσα επιμέλεια·

(ζ) στην περίπτωση ατυχήματος ή επικείμενου ατυχήματος:

Νοείται ότι η ευχέρεια παρέκκλισης από το εδάφιο (3) του άρθρου 7 δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε περίοδο αναφοράς που να υπερβαίνει τους έξι μήνες:

Νοείται περαιτέρω ότι, τηρουμένων των γενικών αρχών προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορεί, για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους οργάνωσης της εργασίας, να καθορίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις ή από συμφωνίες μεταξύ εργοδοτών και εκπροσώπων των εργαζομένων περίοδοι αναφοράς που να μην υπερβαίνουν οπωσδήποτε τους δώδεκα μήνες.

(3) Επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τα άρθρα 4 και 6 του παρόντος Νόμου, υπό τις ίδιες επιφυλάξεις, προϋποθέσεις και όρους που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου

(α) Για την εργασία κατά βάρδιες, κάθε φορά που ο εργαζόμενος αλλάζει βάρδια και δεν μπορεί να έχει ανάμεσα στο τέλος μιας βάρδιας και στην αρχή της επόμενης περίοδο ημερήσιας ή/και εβδομαδιαίας ανάπαυσης·

(β) για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από τμηματικές περιόδους ημερήσιας εργασίας, ιδίως προσωπικού που ασχολείται με δραστηριότητες καθαρισμού.

(4)(1) Οι ειδικευόμενοι ιατροί εξαιρούνται

(α) Από τις διατάξεις του άρθρου 7, υπό τις ίδιες επιφυλάξεις, προϋποθέσεις και όρους που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου μέχρι 31 Ιουλίου 2004·

(β) από τις διατάξεις του άρθρου 7 για μια μεταβατική περίοδο πέντε ετών από την 1η Αυγούστου 2004 και στο πλαίσιο της μεταβατικής αυτής περιόδου

(i) σε καμιά περίπτωση ο αριθμός των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 58 κατά μέσον όρο κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ετών της μεταβατικής περιόδου, τις 56 κατά μέσον όρο κατά τα επόμενα δύο έτη και τις 52 κατά μέσον όρο για κάθε εναπομένουσα περίοδο·

(ii) ο εργοδότης διαβουλεύεται εγκαίρως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων για την επίτευξη, ει δυνατό, συμφωνίας, όσον αφορά τις ρυθμίσεις που θα εφαρμόζονται κατά τη μεταβατική περίοδο. Η συμφωνία αυτή μπορεί να καλύπτει, εντός των ορίων που τίθενται στην υποπαράγραφο (i) πιο πάνω

— το μέσο όρο των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας κατά τη μεταβατική περίοδο· και

— τα μέτρα που θα ληφθούν για τη μείωση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας σε 48 κατά μέσον όρο ως το τέλος της μεταβατικής περιόδου·

(γ) από τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου, με την προϋπόθεση ότι η περίοδος αναφοράς δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, κατά το πρώτο τμήμα της μεταβατικής περιόδου που ορίζεται στην υπουποπαράγραφο (i) της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (1) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και τους έξι μήνες μετά.

Εξαιρέσεις από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου

17.—(1) Οι διατάξεις των άρθρων 4, 5, 6 και 9 δεν εφαρμόζονται στους μετακινούμενους εργαζομένους.

(2) Το δικαίωμα των μετακινούμενων εργαζομένων για επαρκή χρόνο ανάπαυσης, εφόσον δε ρυθμίζεται από υφιστάμενη νομοθεσία, ρυθμίζεται με συλλογικές συμβάσεις ή κατόπι συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο επίπεδο της επιχείρησης, εγκατάστασης ή εκμετάλλευσης, με την εξαίρεση των περιστάσεων που προβλέπονται στις παραγράφους (στ) και (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου.

(3) Με την επιφύλαξη της τήρησης των γενικών αρχών που αφορούν την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, όταν αντικειμενικοί ή τεχνικοί λόγοι ή λόγοι σχετικοί με την οργάνωση της εργασίας το δικαιολογούν η περίοδος αναφοράς του εδαφίου (3) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου επεκτείνεται σε 12 μήνες για τους μετακινούμενους εργαζομένους και τους εργαζομένους που εκτελούν κυρίως δραστηριότητες ανοικτής θάλασσας.

Αρμόδιο Δικαστήριο

18. Αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Κυρώσεις

19. Εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο ή σε πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές μαζί.

Επιθεωρητές ή άλλοι λειτουργοί

20. Ο Υπουργός δύναται να ορίζει επιθεωρητές και/ή λειτουργούς, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

Κύριο έργο του επιθεωρητή

20Α.   Επιθεωρητής, που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 20, έχει ως έργο κυρίως –

(α) Την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση παραπόνων που του υπαβάλλονται για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού˙

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργοδοτουμένους, σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(γ) την αναφορά προς τον Υπουργό, προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.

Εξουσίες του επιθεωρητή

20Β.-(1) Κάθε επιθεωρητής, για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δύναται -

(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης, εκτός από οικιακά υποστατικά:

Νοείται ότι η είσοδος σε οικιακά υποστατικά μπορεί να γίνεται, αφού εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του κατόχου τους·

(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, οπόταν η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς για να το συνοδεύουν·

(γ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο·

(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως –

(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·

(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για την ενάσκηση από τον ίδιο οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου,

(iii) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.

(2) Κατά τη διάρκεια της κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου επίσκεψής του για επιθεώρηση, ο επιθεωρητής θα ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ενέργειες του επιθεωρητή σε περίπτωση υποβολής παραπόνου

20Γ.-(1) Ο επιθεωρητής μπορεί να δέχεται παράπονα σχετικά με διαφορά, που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και, αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προνοείται στα εδάφια (2), (3) και (4), με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί σε δικαστήριο.

(2) Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, ο επιθεωρητής ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο κατά του οποίου γίνεται το παράπονο, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι'αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχο του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.

(3) Εάν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη.

(4) Εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του, το οποίο πρέπει να κοινοποιεί άμεσα στα δύο μέρη, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.

(5) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημέρα της υποβολής του κατά το εδάφιο (1), παραπόνου μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.

Καθήκον για παροχή πληροφοριών στον επιθεωρητή

20Δ.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενος στον εργοδότη αυτό πρέπει, όταν το απαιτεί ο επιθεωρητής να δίνει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.

(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι εργοδοτούμενοι σ’ αυτόν πρέπει γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα, ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.

Υποχρέωση του επιθεωρητή για εχεμύθεια

20Ε.-(1) Ο επιθεωρητής οφείλει να θεωρεί και χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του, και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.

(2) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εχεμύθεια, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε ο επιθεωρητής υπέχει αστική ευθύνη κατ΄ εφαρμογήν των προνοιών του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.

 

Αδικήματα και ποινές λόγω παρεμπόδισης του επιθεωρητή κατά την άσκηση των καθηκόντων του

20ΣΤ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), όποιος -

(α) παρεμποδίζει επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ΄ αυτόν από το Νόμο˙

(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο˙

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο˙

(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,

είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ3.000,00) ή και με τις δυο αυτές ποινές.

(2) Αν τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος θα τιμωρείται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, καθώς και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός που θα τιμωρείται μόνο με τη χρηματική ποινή που προβλέπεται από το εδάφιο αυτό.

Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις

21. Οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου καθορίζουν το ελάχιστο των δικαιωμάτων των εργαζομένων και σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζουν ευνοϊκότερους όρους εργασίας δυνάμει νομοθεσίας, συλλογικών συμβάσεων ή άλλως πως.

Κανονισμοί

22. [Διαγράφηκε]
Έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου

23. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ τη 1ην Ιανουαρίου 2003.

Σημείωση
3 του Ν.131(I)/2003Έναρξη ισχύος του Ν.131(I)/2003

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.131(I)/2003] τίθεται σε ισχύ με την έναρξη ισχύος του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Οργάνωση του Χρόνου Εργασίας των Ναυτικών) Νόμου του 2003.

Σημείωση
39 του Ν.79(I)/2003Έναρξη της ισχύος του Ν.79(I)/2003

(1) Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.79(I)/2003] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία την οποία καθορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να καθορίζει διαφορετικές ημερομηνίες για την έναρξη της ισχύος διάφορων διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.79(I)/2003].