ΜΕΡΟΣ IV ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
Γενικές διατάξεις διαχείρισης
Γενικές διατάξεις που σχετίζονται με τη διαχείριση και είσπραξη του Φ.Π.Α.

43. Οποιαδήποτε θέματα αφορούν την είσπραξη και διαχείριση του Φ.Π.Α. καθώς επίσης την εκπλήρωση οποιωνδήποτε υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο ρυθμίζονται με βάση τις διατάξεις του Δέκατου Παραρτήματος.

Συμψηφισμός απαιτήσεων

44.—(1) Οποιοσδήποτε τόκος καταβλητέος από τον Έφορο σε πρόσωπο επί ποσού οφειλόμενου προς αυτό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, θεωρείται ως εκπιπτόμενο ποσό δυνάμει του άρθρου 20(3).

(2) Το εδάφιο (1) πιο πάνω αγνοείται για το σκοπό καθορισμού του δικαιώματος προσώπου για τόκο ή του ποσού του τόκου που δικαιούται.

(3) Τηρουμένου του εδαφίου (1) πιο πάνω, σε περίπτωση που—

(α) Ποσό είναι οφειλόμενο από τον Έφορο σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και

(β) το πρόσωπο αυτό είναι υπόχρεο να καταβάλει ποσό ως Φ.Π.Α., πρόσθετο φόρο, χρηματική επιβάρυνση ή τόκο,

τότε το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πιο πάνω συμψηφίζεται με το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (β) πιο πάνω και οι υποχρεώσεις του Εφόρου και του ενδιαφερόμενου προσώπου εκπληρώνονται ανάλογα, κατά την έκταση του συμψηφισμού.

(4) Το εδάφιο (3) πιο πάνω δεν ισχύει σε περίπτωση που το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εν λόγω εδαφίου καθίσταται οφειλόμενο στο εν λόγω πρόσωπο—

(α) Σε χρόνο που η περιουσία του περιέρχεται σε διαχειριστή πτώχευσης· ή

(β) σε χρόνο που η περιουσία του περιέρχεται σε εκκαθαριστή· ή

(γ) σε χρόνο που είχε διοριστεί παραλήπτης ή διαχειριστής της περιουσίας του· ή

(δ) σε χρόνο που είχε εγκριθεί συμβιβασμός ή σχέδιο διευθέτησης.

Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις
Παραβάσεις

45.—(1) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των παραγράφων 5, 6, ή 7 του Πρώτου Παραρτήματος υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση πενήντα λιρών (£50) για κάθε μήνα που διαρκεί η παράλειψη.

(2) Αν κατά την τελευταία ημέρα κατά την οποία το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο έχει υποχρέωση σύμφωνα με τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου να υποβάλει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο, ο Έφορος δεν έχει παραλάβει τη φορολογική δήλωση, τότε το εν λόγω πρόσωπο υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση τριάντα λιρών (£30).

(3) Αν

(α) Κατά την τελευταία ημέρα κατά την οποία υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο έχει υποχρέωση σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου να υποβάλει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο ο Έφορος έχει παραλάβει εκείνη τη φορολογική δήλωση αλλά δεν έχει λάβει, είτε ο ίδιος είτε εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του, το ποσό του Φ.Π.Α. που εμφαίνεται στη φορολογική δήλωση ως καταβλητέο από αυτό το πρόσωπο σε σχέση με εκείνη τη φορολογική περίοδο· ή

(β) κατά την τελευταία ημέρα κατά την οποία υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο έχει υποχρέωση σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου να υποβάλει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο ο Έφορος ούτε έχει παραλάβει εκείνη τη φορολογική δήλωση ούτε έχει λάβει, είτε ο ίδιος είτε εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του, το ποσό του οφειλόμενου Φ.Π.Α., αλλά αποδέχεται φορολογική δήλωση που υποβάλλεται ύστερα από την προαναφερθείσα ημέρα και στην οποία εμφαίνεται ποσό Φ.Π.Α. ως καταβλητέο από αυτό το πρόσωπο σε σχέση με εκείνη τη φορολογική περίοδο· ή

(γ) ο Έφορος βεβαιώνει ποσό Φ.Π.Α. ως οφειλόμενο από οποιοδήποτε πρόσωπο,

τότε το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε πρόσθετο φόρο ίσο προς δέκα τοις εκατόν (10%) του οφειλόμενου Φ.Π.Α.

(4) Κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε πρόσθετο φόρο δυνάμει του εδαφίου (3) πιο πάνω, καταβάλει στον Έφορο τόκο προς εννέα τοις εκατόν ετησίως επί του καταβλητέου ποσού Φ.Π.Α. από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.

(5) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί με—

(α) Τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του Πρώτου Παραρτήματος- ή

(β) οποιουσδήποτε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 37 οι οποίοι απαιτούν από αντιπρόσωπο Φ.Π.Α., για τους σκοπούς εγγραφής, να ειδοποιήσει τον Έφορο ότι έχει αρχίσει να ισχύει ή ότι έχει παύσει να ισχύει ο διορισμός του· ή

(γ) τις παραγράφους 5(1) ή 6 του Δέκατου Παραρτήματος,

υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση πενήντα λιρών (£50).

(6) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 5(3) του Δέκατου Παραρτήματος υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση διακόσιων λιρών (£200).

(7) Οποιοδήποτε πρόσωπο εκδίδει ένα ή περισσότερα τιμολόγια που δείχνουν ποσό ότι είναι Φ.Π.Α. ή ότι περιλαμβάνει ποσό αποδοτέο ως Φ.Π.Α. χωρίς να είναι—

(α) Πρόσωπο εγγεγραμμένο δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή

(β) νομικό πρόσωπο που θεωρείται για τους σκοπούς του άρθρου 32 ως μέλος συγκροτήματος· ή

(γ) πρόσωπο που θεωρείται υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δυνάμει Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 35(3)·

(δ) πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να εκδώσει τιμολόγιο δυνάμει Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 1(8) του Δέκατου Παραρτήματος· ή

(ε) πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους της Δημοκρατίας,

υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση πενήντα λιρών (£50).

(8) Οι πρόσθετοι φόροι και οι χρηματικές επιβαρύνσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβάλλονται από τον Έφορο χωρίς να εξετάζεται η ύπαρξη δόλου, απερισκεψίας ή αμέλειας του προσώπου του υπόχρεου στο φόρο και εισπράττονται ωσάν να ήταν Φ.Π.Α.

Φορολογικά αδικήματα

46.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται σε δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. ή προβαίνει σε ενέργειες με σκοπό τη δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α., είτε από το ίδιο είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Οποιαδήποτε αναφορά του εδαφίου (1) πιο πάνω ή του εδαφίου (6) πιο κάτω σε αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. περιλαμβάνει αναφορά στην εξασφάλιση—

(α) Πληρωμής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α.· ή

(β) επιστροφής φόρου δυνάμει του άρθρου 27 του παρόντος Νόμου ή του άρθρου 31 του Νόμου του 1990· ή

(γ) επιστροφής φόρου δυνάμει του άρθρου 30, και οποιαδήποτε αναφορά των εν λόγω εδαφίων στο ποσό του Φ.Π.Α. ερμηνεύεται—

(i) σε σχέση με τον ίδιο το Φ.Π.Α. ή με πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., ως αναφορά στο άθροισμα του ποσού (αν υπάρχει) που διεκδικείται αναληθώς με έκπτωση φόρου εισροών και του ποσού (αν υπάρχει) κατά το οποίο αναληθώς δηλώθηκε λιγότερος φόρος εκροών, και

(ii) σε σχέση με επιστροφή φόρου που εμπίπτει στις παραγράφους (β) ή (γ) πιο πάνω, ως αναφορά στο ποσό που αναληθώς διεκδικείται με επιστροφή φόρου.

(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο—

(α) Με πρόθεση εξαπάτησης, προσάγει, παραδίδει ή αποστέλλει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή κατ' άλλον τρόπο χρησιμοποιεί για εκείνους τους σκοπούς οποιοδήποτε έγγραφο που είναι αναληθές σε ουσιώδες στοιχείο· ή

(β) κατά την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιώδες στοιχείο ή απερίσκεπτα προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε ουσιώδες στοιχείο,

είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(4) Η αναφορά του εδαφίου 3 (α) πιο πάνω σε προσαγωγή, παράδοση, αποστολή ή κατ' άλλο τρόπο χρησιμοποίηση εγγράφου που είναι αναληθές σε ουσιώδες στοιχείο, με πρόθεση εξαπάτησης, περιλαμβάνει αναφορά σε παράδοση, αποστολή ή χρησιμοποίηση κατ' άλλο τρόπο τέτοιου εγγράφου, με πρόθεση εξασφάλισης ότι μια συσκευή θα ανταποκριθεί στο έγγραφο ωσάν να ήταν αληθινό έγγραφο.

(5) Η αναφορά στα εδάφια (3)(α) και (4) πιο πάνω σε προσαγωγή, παράδοση ή αποστολή εγγράφου περιλαμβάνει και αναφορά σε οποιαδήποτε πράξη που έχει ως αποτέλεσμα έγγραφο να προσαχθεί, παραδοθεί ή αποσταλεί.

(6) Όταν η συμπεριφορά προσώπου κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε συγκεκριμένης χρονικής περιόδου συνεπάγεται και τη διάπραξη από αυτό ενός ή περισσότερων αδικημάτων δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, τότε, ανεξάρτητα από το αν τα στοιχεία του αδικήματος ή των αδικημάτων είναι γνωστά ή όχι, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(7) Οποιοδήποτε πρόσωπο αποκτά κατοχή οποιωνδήποτε αγαθών ή εμπορεύεται οποιαδήποτε αγαθά, ή αποδέχεται την παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών, έχοντας λόγους να πιστεύει ότι η καταβολή του Φ.Π.Α. του επιβλητέου επί της παράδοσης των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή της εισαγωγής των αγαθών στη Δημοκρατία έχει ή πρόκειται να αποφευχθεί, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

(8) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραδίδει αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες κατά παράβαση όρου που επιβάλλεται με βάση την παράγραφο 3(2) του Δέκατου Παραρτήματος, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

(9) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να καταβάλει το Φ.Π.Α. που εμφαίνεται σε φορολογική δήλωσή του ως καταβλητέος σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 20(1), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

(10) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 20(1), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

(11) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει να καταβάλει στον Έφορο, εντός δεκατεσσάρων ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποιήσεως, οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το ποινικό δικαστήριο που κηρύσσει οποιοδήποτε πρόσωπο ένοχο για παράλειψη καταβολής στον Έφορο οποιουδήποτε ποσού που οφείλει με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκου, έχει εξουσία εκτός από την επιβολή ποινής, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διατάσσει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στον Έφορο το εν λόγω ποσό.

(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το διάταγμα που εκδίδεται με βάση το εδάφιο (12), θεωρείται ότι αποτελεί απόφαση πολιτικού δικαστηρίου και μπορεί να συντάσσεται, υπογράφεται και εκτελείται ως απόφαση σε αγωγή σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

(14) Τα Άρθρα 176 μέχρι 178 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (τελωνειακή δίωξη, απόδειξη ορισμένων ζητημάτων και εξουσία προς συμβιβασμό αδικημάτων) εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε σχέση με ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο όπως εφαρμόζονται σε σχέση με αδικήματα εκείνου του Νόμου· και ανάλογα οποιαδήποτε αναφορά εκείνων των άρθρων σε δασμό ή φόρο ερμηνεύεται ως αναφορά σε Φ.Π.Α. και οποιαδήποτε αναφορά στο Διευθυντή ερμηνεύεται ως αναφορά στον Έφορο.

Αδικήματα περί τον Έφορο, τους λειτουργούς κ.λ.π.

47.—(1) Όποιος, για να πετύχει είσοδο σε οποιαδήποτε οικία ή τόπο ή για να πετύχει ή να προκαλέσει τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, ή για οποιοδήποτε άλλο παράνομο σκοπό αντιποιείται το όνομα, χαρακτηρισμό ή ιδιότητα του Εφόρου, λειτουργού της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλου εξουσιοδοτημένου προσώπου, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινική ευθύνη που μπορεί να υπέχει, σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Όποιος, έχοντας εντολή ή άλλη έγγραφη εξουσιοδότηση του Εφόρου, καλείται από τον Έφορο να την επιστρέψει ή να παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις για την εν λόγω εντολή ή εξουσιοδότηση και παραλείπει να το πράξει μέσα στην προθεσμία που θέτει ο Έφορος, διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι εκατό λίρες· αν δε η παράλειψη εξακολουθήσει και μετά την καταδίκη του, είναι ένοχος κατ' εξακολούθηση διαπραττόμενου ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δέκα λίρες για κάθε ημέρα που εξακολουθεί η παράλειψη.

(3) Αν ο Έφορος, λειτουργός της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο—

(α) Αμέσως ή εμμέσως ζητήσει ή λάβει, σχετικά με οποιοδήποτε από τα καθήκοντά του, πληρωμή ή άλλη αμοιβή κάθε φύσεως, χρηματική ή μη, ή οποιαδήποτε υπόσχεση ή εξασφάλιση τέτοιας πληρωμής ή αμοιβής, την οποία δε δύναται κατά νόμο να απαιτήσει ή να λάβει· ή

(β) συνάψει ή συναινέσει στη σύναψη συμφωνίας, να πράξει κάτι ή να παραλείψει να πράξει, επιτρέψει, συγκαλύψει ή ανεχθεί πράξη που αφορά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και που επάγεται καταδολίευση της Δημοκρατίας ή που είναι άλλως πως παράνομη,

είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο ποινές.

(4) Όποιος—

(α) Αμέσως ή εμμέσως προσφέρει ή παρέχει στον Έφορο, λειτουργό της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο οποιαδήποτε πληρωμή ή άλλη αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως, χρηματική ή μη, ή οποιαδήποτε υπόσχεση ή εξασφάλιση τέτοιας πληρωμής ή αμοιβής· ή

(β) προτείνει ή συνάπτει συμφωνία με τον Έφορο, λειτουργό της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο,

για να τον πείσει να πράξει ή να απόσχει από τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης, να επιτρέψει, συγκαλύψει ή ανεχθεί οποιαδήποτε πράξη, που αφορά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και που επάγεται καταδολίευση της Δημοκρατίας ή που είναι άλλως πως παράνομη ή άλλως πως να πράξει κάτι κατά παρέκκλιση των καθηκόντων του, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(5) Όποιος—

(α) Παρακωλύει, παρεμποδίζει, παρενοχλεί ή παράνομα επιτίθεται εναντίον προσώπου που ασχολείται προσηκόντως με την ενάσκηση οποιουδήποτε καθήκοντος ή εξουσίας που του ανατίθεται δυνάμει νομοθετικής διάταξης που αφορά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου ή εναντίον προσώπου που προστρέχει σε βοήθειά του· ή

(β) πράττει οτιδήποτε, το οποίο παρακωλύει ή αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της παραλαβής αρχείων και εγγράφων, της διεξαγωγής επιθεώρησης για εξεύρεση αγαθών υποκείμενων σε δήμευση ή της διεξαγωγής έρευνας για ανεύρεση στοιχείων αποδεικτικών διάπραξης αδικήματος, ή την παρεμπόδιση κατακράτησης, κατάσχεσης ή μεταφοράς των εν λόγω αρχείων, εγγράφων, αγαθών ή αποδεικτικών στοιχείων από τον Έφορο, λειτουργό της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο· ή

(γ) αποσπά, επάγει ζημία ή καταστρέφει οποιαδήποτε τέτοια αρχεία, έγγραφα, αγαθά ή αποδεικτικά στοιχεία, ή πράττει κάτι που αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της προσαγωγής πειστηρίων ή μαρτυρικής κατάθεσης για το νόμιμο ή μη τέτοιας παραλαβής, επιθεώρησης, έρευνας ή κατάσχεσης· ή

(δ) παρεμποδίζει την κράτηση οποιουδήποτε προσώπου από πρόσωπο που ενεργεί προσηκόντως ως ανωτέρω ή απελευθερώνει πρόσωπο που κρατείται προσηκόντως,

ή όποιος αποπειράται να πράξει οτιδήποτε εκ των ανωτέρω, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.

(6) Όποιος, χωρίς εύλογη αιτία, αρνείται να προσέλθει προς εξέταση όπως απαιτείται από την υποπαράγραφο (6) της παραγράφου 9 του Δέκατου Παραρτήματος, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι έξι μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

Ποινική ευθύνη συμβούλων κ.λ.π.

48.—(1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι του νομικού προσώπου θεωρούνται ότι συμμετέχουν στη διάπραξη του αδικήματος και ότι είναι ένοχοι γι' αυτό αν είχαν ή έχουν συμμετοχή στη λήψη της σχετικής απόφασης.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "διευθύνων αξιωματούχος", σε σχέση με νομικό πρόσωπο, σημαίνει οποιοδήποτε διευθυντή, γραμματέα ή άλλο παρόμοιο αξιωματούχο του νομικού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που φέρεται ότι ενεργεί σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα ή ως σύμβουλος.

Βεβαιώσεις Φ.Π.Α.
Παράλειψη υποβολής φορολογικών δηλώσεων κ.λ.π.

49.—(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.

(2) Σε οποιαδήποτε περίπτωση που, για οποιαδήποτε καθορισμένη φορολογική περίοδο, έχει καταβληθεί ή πιστωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο—

(α) Ως επιστροφή Φ.Π.Α,, ή

(β) ως πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., οφειλόμενο προς αυτό, οποιοδήποτε ποσό που δεν έπρεπε να καταβληθεί ή πιστωθεί, ή που δε θα έπρεπε να καταβληθεί ή πιστωθεί αν τα γεγονότα ήταν γνωστά ή αν ήταν όπως παρουσιάζονται εκ των υστέρων να είναι, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το ποσό αυτό ως Φ.Π.Α. οφειλόμενο από το πρόσωπο για εκείνη την περίοδο και να γνωστοποιήσει το ποσό σε αυτό το πρόσωπο.

(3) Ποσό το οποίο—

(α) Είχε καταβληθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ως οφειλόμενο σε αυτό ως πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., και

(β) λόγω της ακύρωσης της εγγραφής του εν λόγω προσώπου δυνάμει της παραγράφου 13(2) και (3) του Πρώτου Παραρτήματος, δεν έπρεπε να του είχε καταβληθεί,

μπορεί να βεβαιωθεί δυνάμει του εδαφίου (2) πιο πάνω, ανεξάρτητα από το γεγονός της ακύρωσης.

(4) Όταν βεβαιώνεται Φ.Π.Α. δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) πιο πάνω σε σχέση με την ίδια καθορισμένη φορολογική περίοδο, οι βεβαιώσεις μπορεί να συνδυαστούν και να γνωστοποιηθούν προς το πρόσωπο στο οποίο αφορούν ως μία βεβαίωση.

(5) Όταν από πρόσωπο που παραλείπει να υποβάλει φορολογική δήλωση, ή που υποβάλλει φορολογική δήλωση την οποία ο Έφορος κρίνει ελλιπή ή ανακριβή, απαιτείτο να υποβάλει τη φορολογική δήλωση ως προσωπικός αντιπρόσωπος, διαχειριστής πτώχευσης, παραλήπτης, διαχειριστής, εκκαθαριστής ή πρόσωπο που ενεργεί διαφορετικά υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα σε σχέση με άλλο πρόσωπο, τότε το εδάφιο (1) πιο πάνω εφαρμόζεται ως εάν η αναφορά στο Φ.Π.Α. τον οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο να περιελάμβανε αναφορά στο Φ.Π.Α. τον οφειλόμενο από το άλλο πρόσωπο.

(6) Όταν υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, στα πλαίσια ή για προώθηση επιχείρησης που ασκεί—

(α) Έχει αποκτήσει οποιαδήποτε αγαθά που του παραδόθηκαν ή έχει αποκτήσει διαφορετικά την κατοχή ή τον έλεγχο οποιωνδήποτε αγαθών, ή

(β) έχει εισαγάγει οποιαδήποτε αγαθά στη Δημοκρατία,

τότε ο Έφορος μπορεί να αξιώσει από αυτό το πρόσωπο όπως από καιρό σε καιρό δίδει λογαριασμό για τα αγαθά· και αν αποτύχει να αποδείξει ότι τα αγαθά έχουν παραδοθεί ή είναι διαθέσιμα να παραδοθούν ή ότι έχουν εξαχθεί από τη Δημοκρατία ή ότι έχουν απωλεσθεί ή καταστραφεί, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του και να γνωστοποιήσει σε αυτό το πρόσωπο το ποσό του Φ.Π.Α. που θα ήταν επιβλητέο σε σχέση με την παράδοση των αγαθών αν είχαν παραδοθεί από αυτό.

(7) Σε οποιαδήποτε περίπτωση που—

(α) Ως αποτέλεσμα της παράλειψης προσώπου να υποβάλει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο, ο Έφορος έχει εκδώσει βεβαίωση δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω για εκείνη την περίοδο,

(β) ο Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε έχει καταβληθεί αλλά δεν έχει υποβληθεί κανονική φορολογική δήλωση για την περίοδο την οποία αφορούσε η βεβαίωση, και

(γ) ως αποτέλεσμα της παράλειψης να υποβληθεί φορολογική δήλωση για μεταγενέστερη καθορισμένη φορολογική περίοδο, η οποία είναι παράλειψη από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πιο πάνω ή πρόσωπο που ενεργεί υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα σε σχέση με αυτό, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (5) πιο πάνω, ο Έφορος κρίνει αναγκαίο να εκδώσει άλλη βεβαίωση δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω,

τότε, αν ο Έφορος το κρίνει σκόπιμο, έχοντας υπόψη την παράλειψη που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πιο πάνω, δύναται να καθορίσει στη βεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) πιο πάνω ποσό Φ.Π.Α. μεγαλύτερο από εκείνο που διαφορετικά θα θεωρούσε να είναι κατάλληλο.

(8) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει βεβαιωθεί και γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει των εδαφίων (1), (2), (3) ή (6) πιο πάνω, τότε αυτό θεωρείται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου για ενστάσεις, ως ποσό Φ.Π.Α. οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και μπορεί να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν, και κατά την έκταση που, η βεβαίωση έχει εκ των υστέρων ανακληθεί ή τροποποιηθεί με μείωση του ποσού.

(9) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε γνωστοποίηση σε προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή πρόσωπο που ενεργεί διαφορετικά όπως αναφέρεται πιο πάνω, θεωρείται ως γνωστοποίηση στο πρόσωπο σε σχέση με το οποίο ενεργεί τοιουτοτρόπως.

Παραγραφή και συμπληρωματικές βεβαιώσεις

50.—(1) Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, βεβαίωση δυνάμει του άρθρου 49 δεν εκδίδεται μετά την πάροδο έξι ετών από το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου την οποία αφορά.

(2) Τηρουμένου του εδαφίου (3) πιο κάτω, αν έχει απωλεσθεί Φ.Π.Α. ως αποτέλεσμα δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης του προσώπου του υπόχρεου στο φόρο, τότε μπορεί να εκδοθεί βεβαίωση ως εάν η αναφορά σε έξι έτη στο εδάφιο (1) ήταν αναφορά σε δώδεκα έτη.

(3)Αν ο Έφορος κρίνει ότι το ποσό που έπρεπε να βεβαιωθεί δυνάμει του άρθρου 49 υπερβαίνει το ποσό που βεβαιώθηκε, τότε, την ή πριν την τελευταία ημέρα κατά την οποία η βεβαίωση θα μπορούσε να εκδοθεί, ο Έφορος δύναται να εκδώσει συμπληρωματική βεβαίωση για το επιπλέον ποσό και να γνωστοποιήσει το ποσό στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(4)Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των ανωτέρω εδαφίων του παρόντος άρθρου, αν—

(α) Βεβαίωση φόρου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 49· ή

(β) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών η οποία αφορά ένσταση για βεβαίωση φόρου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 49,

κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει άκυρη από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και παρίσταται ανάγκη επανεξέτασης, ο Έφορος δύναται να εκδώσει νέα βεβαίωση μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου.

Καταβολή ποσού μη οφειλόμενου
Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος Φ.Π.Α.

51.—(1) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο έχει (είτε πριν είτε μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου) καταβάλει ποσό στον Έφορο ως Φ.Π.Α. το οποίο δεν ήταν Φ.Π.Α. οφειλόμενος, τότε ο Έφορος είναι υπόχρεος να επιστρέψει στο πρόσωπο αυτό το εν λόγω ποσό.

(2) Ο Έφορος είναι υπόχρεος να επιστρέψει ποσό δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνο αν υποβληθεί σχετική απαίτηση.

(3) Ο Έφορος δύναται να αρνηθεί να ικανοποιήσει απαίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου αν η επιστροφή οποιουδήποτε ποσού θα πλούτιζε αδικαιολόγητα το πρόσωπο που υποβάλλει την απαίτηση.

(4) Κανένα ποσό δεν μπορεί να απαιτηθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου ύστερα από την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκε, εκτός στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το εδάφιο (5) πιο κάτω.

(5) Όταν ποσό έχει καταβληθεί στον Έφορο λόγω λάθους, η απαίτηση για την επιστροφή του ποσού δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία το πρόσωπο που υποβάλλει την απαίτηση ανακάλυψε το λάθος ή θα μπορούσε με λογική επιμέλεια να το ανακαλύψει.

(6) Οποιαδήποτε απαίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου, υποβάλλεται στον τύπο και με τον τρόπο που καθορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο με Κανονισμούς και υποστηρίζεται με έγγραφες αποδείξεις· Κανονισμοί δυνάμει του παρόντος εδαφίου μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιπτώσεις.

(7) Εκτός όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, ο Έφορος δεν είναι υπόχρεος να επιστρέψει ποσό που καταβλήθηκε σε αυτόν ως Φ.Π.Α. εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν ήταν Φ.Π.Α. οφειλόμενος σε αυτόν.