ΜΕΡΟΣ III ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
Δημόσιες Αρχές

31.—(1) Τηρουμένων των εδαφίων (2) και (3) πιο κάτω οι κρατικές αρχές, οι αρχές τοπικής διοίκησης και οι άλλοι οργανισμοί δημόσιου δικαίου δε θεωρούνται υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα για τις πράξεις ή συναλλαγές που ενεργούν κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, έστω και αν εισπράττουν τέλη, συνεισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις σε σχέση με αυτές τις πράξεις ή συναλλαγές.

(2) Ο Έφορος δύναται να θεωρήσει οποιαδήποτε κρατική αρχή, αρχή τοπικής διοίκησης ή οργανισμό δημόσιου δικαίου ως υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αν οι συναλλαγές τέτοιας αρχής ή οργανισμού μπορούν να δημιουργήσουν κίνδυνο στρέβλωσης των όρων του ανταγωνισμού.

(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι κρατικές αρχές, οι αρχές τοπικής διοίκησης και οι άλλοι οργανισμοί δημόσιου δικαίου θεωρούνται υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα σε σχέση με τις συναλλαγές που περιγράφονται στο Ένατο Παράρτημα, εκτός αν είναι αμελητέες.

(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να τροποποιεί το Ένατο Παράρτημα προσθέτοντας ή αφαιρώντας από αυτό οποιαδήποτε περιγραφή ή τροποποιώντας οποιαδήποτε περιγραφή που εκάστοτε προσδιορίζεται σε αυτό.

Συγκροτήματα εταιρειών

32.—(1) Όταν δυνάμει των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη συγκροτήματος, οποιαδήποτε επιχείρηση που ασκείται από μέλος του συγκροτήματος θεωρείται ότι ασκείται από το αντιπροσωπεύον μέλος, και—

(α) Οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών από ένα μέλος του συγκροτήματος σε άλλο μέλος του συγκροτήματος αγνοείται· και

(β) οποιαδήποτε συναλλαγή που είναι συναλλαγή στην οποία η παράγραφος (α) πιο πάνω δεν εφαρμόζεται και είναι παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών από ή προς μέλος του συγκροτήματος θεωρείται ως συναλλαγή από ή προς το αντιπροσωπεύον μέλος- και

(γ) οποιοσδήποτε Φ.Π.Α. που καταβλήθηκε ή που είναι καταβλητέος από μέλος του συγκροτήματος επί της εισαγωγής αγαθών στη Δημοκρατία θεωρείται ότι καταβλήθηκε ή ότι είναι καταβλητέος από το αντιπροσωπεύον μέλος και τα αγαθά θεωρούνται για τους σκοπούς των άρθρων 49(6) και 29 ότι εισήχθηκαν από το αντιπροσωπεύον μέλος-

και όλα τα μέλη του συγκροτήματος είναι από κοινού και κεχωρισμένως υπεύθυνα για την καταβολή οποιουδήποτε Φ.Π.Α. οφειλόμενου από το αντιπροσωπεύον μέλος.

(2) Η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) πιο πάνω δεν εφαρμόζεται σε σχέση με οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών από ένα μέλος σε άλλο εκτός αν τόσο το πρόσωπο που πραγματοποιεί τη συναλλαγή όσο και το πρόσωπο προς το οποίο πραγματοποιείται η συναλλαγή συνεχίζουν να είναι μέλη του εν λόγω συγκροτήματος—

(α) Στην περίπτωση παράδοσης αγαθών τα οποία πρόκειται να μεταφερθούν σε εκτέλεση της παράδοσης, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της μεταφοράς-

(β) στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης παράδοσης αγαθών, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ύστερα από εκείνο κατά το οποίο τα αγαθά είχαν καταστεί διαθέσιμα, σε εκτέλεση της παράδοσης, στο πρόσωπο προς το οποίο πραγματοποιείται η παράδοση- ή

(γ) στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ύστερα από την εκτέλεση των υπηρεσιών.

(3) Οποιοιδήποτε κανονισμοί εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 8(5) ή (6) δύναται να προβλέπουν ότι οποιαδήποτε αγαθά ή υπηρεσίες τα οποία, αν και τα μέλη του συγκροτήματος ήταν ένα πρόσωπο, θα θεωρούνταν δυνάμει εκείνου του άρθρου ότι παραδόθηκαν ή παρασχέθηκαν προς και από εκείνο το πρόσωπο, θεωρούνται ότι παραδίδονται ή παρέχονται προς και από το αντιπροσωπεύον μέλος.

(4) Δύο ή περισσότερα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν μέλη συγκροτήματος αν καθένα από αυτά έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και—

(α) Ένα από αυτά ελέγχει καθένα από τα άλλα· ή

(β) ένα πρόσωπο (είτε νομικό πρόσωπο είτε φυσικό πρόσωπο) ελέγχει όλα αυτά· ή

(γ) δύο ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχείρηση ως συνεταιρισμός ελέγχουν όλα αυτά.

(5) Όταν υποβάλλεται αίτηση στον Έφορο σε σχέση με δύο ή περισσότερα νομικά πρόσωπα ικανά να θεωρηθούν ως μέλη συγκροτήματος, τότε, θεωρούνται ως τέτοια από την έναρξη μιας καθορισμένης φορολογικής περιόδου, και ένα από αυτά είναι το αντιπροσωπεύον μέλος, εκτός αν ο Έφορος απορρίψει την αίτηση για σκοπούς προστασίας των δημόσιων εσόδων.

(6) Όταν οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη συγκροτήματος και υποβάλλεται σχετική αίτηση στον Έφορο, τότε, από την έναρξη μιας καθορισμένης φορολογικής περιόδου—

(α) Ένα ακόμη νομικό πρόσωπο υποψήφιο να θεωρηθεί ως τέτοιο περιλαμβάνεται ανάμεσα στα πρόσωπα που θεωρούνται ως μέλη του συγκροτήματος· ή

(β) ένα νομικό πρόσωπο παύει να περιλαμβάνεται ανάμεσα στα πρόσωπα που θεωρούνται ως μέλη του συγκροτήματος· ή

(γ) το αντιπροσωπεύον μέλος αντικαθίσταται από άλλο μέλος του συγκροτήματος· ή

(δ) τα νομικά πρόσωπα δε θεωρούνται πλέον ως μέλη συγκροτήματος, εκτός αν ο Έφορος απορρίψει την αίτηση δυνάμει του εδαφίου (7) πιο κάτω.

(7) Αν ο Έφορος το κρίνει απαραίτητο για την προστασία των δημόσιων εσόδων, δύναται—

(α) Να απορρίψει οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ή (γ) του εδαφίου (6) πιο πάνω· ή

(β) να απορρίψει οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο (β) ή (δ) του εν λόγω εδαφίου σε περίπτωση που κρίνει ότι δεν εμπίπτει στο εδάφιο (8) πιο κάτω.

(8) Όταν νομικό πρόσωπο θεωρείται ως μέλος συγκροτήματος που ελέγχεται από άλλο πρόσωπο και ο Έφορος κρίνει ότι έπαυσε να ελέγχεται τοιουτοτρόπως, με γνωστοποίηση που επιδίδεται σε εκείνο το πρόσωπο τερματίζει τη συμπερίληψή του στο συγκρότημα από την ημερομηνία που καθορίζει στη γνωστοποίηση.

(9) Αίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου σε σχέση με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα υποβάλλεται από ένα από εκείνα τα πρόσωπα ή από το πρόσωπο που τα ελέγχει και υποβάλλεται σε χρόνο όχι λιγότερο από 90 μέρες πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της έγκρισής της, ή σε τέτοιο μεταγενέστερο χρόνο που μπορεί να επιτρέψει ο Έφορος.

(10) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, νομικό πρόσωπο λογίζεται ότι ελέγχει άλλο νομικό πρόσωπο αν έχει νομική εξουσία να ελέγχει τις δραστηριότητες εκείνου του προσώπου ή αν είναι μητρική εταιρεία εκείνου του προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου· και φυσικό πρόσωπο ή φυσικά πρόσωπα λογίζονται ότι ελέγχουν νομικό πρόσωπο αν το φυσικό ή τα φυσικά πρόσωπα σε περίπτωση που ήταν εταιρεία, θα ήταν η μητρική εταιρεία του νομικού προσώπου κατά την έννοια του εν λόγω Νόμου.

Επιχείρηση που ασκείται με τμήματα

33. Η εγγραφή δυνάμει του παρόντος Νόμου νομικού προσώπου που ασκεί επιχείρηση με χωριστά τμήματα μπορεί, αν το επιθυμεί το νομικό πρόσωπο και το κρίνει κατάλληλο ο Έφορος, να είναι στο όνομα εκείνων των τμημάτων.

Συνεταιρισμοί

34.—(1) Η εγγραφή δυνάμει του παρόντος Νόμου προσώπων που ασκούν επιχείρηση ως συνεταιρισμός, μπορεί να γίνει στην επωνυμία του οίκου· και δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αλλαγή στο συνεταιρισμό, όταν καθορίζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου κατά πόσο αγαθά παραδίδονται ή υπηρεσίες παρέχονται προς ή από τα εν λόγω πρόσωπα.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 38 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου (δικαιώματα προσώπων που συναλλάσσονται με οίκο εναντίον προσώπων που εμφανίζονται ως μέλη του οίκου), μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ειδοποιείται ο Έφορος για αλλαγή στο συνεταιρισμό πρόσωπο που έπαυσε να είναι μέλος του συνεταιρισμού θεωρείται ότι συνεχίζει να είναι συνέταιρος για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και, ιδιαίτερα, για τους σκοπούς οποιασδήποτε ευθύνης γιά την καταβολή Φ.Π.Α. επί παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από το συνεταιρισμό.

(3) Όταν πρόσωπο παύει να είναι μέλος συνεταιρισμού κατά τη διάρκεια καθορισμένης φορολογικής περιόδου (ή θεωρείται ότι ενεργεί έτσι δυνάμει του εδαφίου (2) πιο πάνω) οποιαδήποτε γνωστοποίηση, είτε βεβαίωση φόρου είτε άλλη, η οποία επιδίδεται στο συνεταιρισμό και σχετίζεται με εκείνη την περίοδο, ή με οποιοδήποτε θέμα που προκύπτει από εκείνη την περίοδο ή με οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο κατά τη διάρκεια του όλου ή μέρους της οποίας ήταν μέλος του συνεταιρισμού θεωρείται ότι επιδίδεται και σε αυτό.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 19 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου (ειδοποίηση σε συνέταιρο που εκτελεί εργασίες του συνεταιρισμού συνιστά ειδοποίηση στον οίκο) οποιαδήποτε γνωστοποίηση, είτε βεβαίωση φόρου είτε άλλη, η οποία απευθύνεται σε συνεταιρισμό με την επωνυμία με την οποία είναι εγγεγραμμένος δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω και επιδίδεται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο θεωρείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ότι επιδίδεται στο συνεταιρισμό και, αναλόγως, όταν εφαρμόζεται το εδάφιο (3) πιο πάνω, ότι επιδίδεται επίσης στον πρώην συνέταιρο.

(5) Τα εδάφια (1) και (3) πιο πάνω δεν επηρεάζουν την έκταση κατά την οποία, δυνάμει του άρθρου 9 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, συνέταιρος έχει ευθύνη καταβολής του Φ.Π.Α. του οφειλόμενου από τον οίκο· αλλά όταν πρόσωπο είναι συνέταιρος σε οίκο κατά τη διάρκεια μόνο μέρους της καθορισμένης φορολογικής περιόδου, η ευθύνη του για την καταβολή Φ.Π.Α. επί της παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από τον οίκο κατά τη διάρκεια εκείνης της φορολογικής περιόδου είναι σε τέτοια αναλογία της ευθύνης του οίκου, όσο αυτή μπορεί να είναι δίκαιη.

Επιχείρηση που ασκείται από ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, προσωπικούς αντιπροσώπους κ.λ.π.

35.—(1) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν από ποια πρόσωπα διενεργείται οτιδήποτε απαιτείται από ή με βάση τον παρόντα Νόμο να διενεργηθεί από πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση όταν η επιχείρηση ασκείται από συνεταιρισμό ή από λέσχη ή από άλλη ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα και οι υποθέσεις της οποίας διευθύνονται από τα μέλη ή από επιτροπή ή επιτροπές των μελών της.

(2) Η εγγραφή δυνάμει του παρόντος Νόμου οποιασδήποτε τέτοιας λέσχης ή άλλης ένωσης προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα μπορεί να είναι στο όνομα της λέσχης ή της ένωσης προσώπων· και όταν καθορίζεται κατά πόσο αγαθά παραδίδονται ή υπηρεσίες παρέχονται προς ή από τέτοια λέσχη ή ένωση προσώπων, δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αλλαγή στα μέλη της.

(3) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν ότι πρόσωπα που ασκούν την επιχείρηση υποκειμένου στο φόρο προσώπου που έχει αποβιώσει ή κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου η ιδιοκτησία τέθηκε υπό μεσεγγύηση ή που έχει κηρυχθεί ανίκανο να διαχειρίζεται την περιουσία του θεωρούνται για περιορισμένο χρόνο ως υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα, και ότι εξασφαλίζεται η συνέχεια στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου σε περιπτώσεις που πρόσωπα θεωρούνται ως τέτοια.

(4) Σε σχέση με εταιρεία που είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, η αναφορά του εδαφίου (3) πιο πάνω σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου η περιουσία τέθηκε υπό μεσεγγύηση ή που έχει κηρυχθεί ανίκανο, ερμηνεύεται ως αναφορά σε εταιρεία για την οποία διορίστηκε παραλήπτης ή διαχειριστής ή η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση.

Αντιπρόσωποι κ.λ.π.

36.—(1) Όταν αγαθά εισάγονται στη Δημοκρατία από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που τα παραδίδει ως αντιπρόσωπος προσώπου που δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, τότε, αν το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο ενεργεί σε σχέση με την παράδοση στο δικό του όνομα, τα αγαθά θεωρούνται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ότι εισάγονται και παραδίδονται από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο ως αντιπροσωπευόμενο.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) πιο πάνω πρόσωπο που δε διαμένει στη Δημοκρατία και του οποίου η έδρα ή η κύρια έδρα της επιχείρησης είναι εκτός της Δημοκρατίας μπορεί να θεωρείται ότι δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αν ως αποτέλεσμα του εδαφίου (1) πιο πάνω δεν απαιτείται να εγγραφεί στο Μητρώο Φ.Π.Α. δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Όταν, στην περίπτωση οποιασδήποτε παράδοσης αγαθών για την οποία δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (1) πιο πάνω, αγαθά παραδίδονται μέσω αντιπροσώπου που ενεργεί στο δικό του όνομα, η παράδοση θεωρείται τόσο ως παράδοση προς τον αντιπρόσωπο όσο και ως παράδοση από τον αντιπρόσωπο.

(4) Όταν υπηρεσίες παρέχονται μέσω αντιπροσώπου που ενεργεί στο δικό του όνομα η παροχή θεωρείται τόσο ως παροχή προς τον αντιπρόσωπο όσο και ως παροχή από τον αντιπρόσωπο.

Αντιπρόσωποι Φ.Π.Α.

37.—(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο—

(α) Είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή, χωρίς να είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, είναι πρόσωπο που πραγματοποιεί φορολογητέες συναλλαγές·

(β) δεν έχει οποιαδήποτε επιχειρηματική εγκατάσταση ή άλλη μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία· και

(γ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, δεν έχει το συνηθισμένο τόπο διαμονής του στη Δημοκρατία,

τότε ο Έφορος μπορεί να δώσει εντολή σε εκείνο το πρόσωπο να διορίσει άλλο πρόσωπο (που στον παρόντα Νόμο αναφέρεται ως "αντιπρόσωπος Φ.Π.Α.") να ενεργεί εκ μέρους του σε σχέση με το Φ.Π.Α.

(2) Με τη συμφωνία του Εφόρου, οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο δεν έχει απαιτηθεί να διορίσει αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω μπορεί να διορίσει τέτοιο αντιπρόσωπο αν είναι πρόσωπο σε σχέση με το οποίο οι όροι που καθορίζονται στις παραγράφους (α) μέχρι (γ) εκείνου του εδαφίου ικανοποιούνται.

(3) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου αντιπρόσωπος Φ.Π.Α. άλλου ("του αντιπροσωπευομένου"), τότε, τηρουμένων των εδαφίων (4) μέχρι (6) πιο κάτω, ο αντιπρόσωπος Φ.Π.Α.—

(α) Δικαιούται να ενεργεί εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οποιουδήποτε άλλου νόμου μεταγενέστερου που σχετίζεται με το Φ.Π.Α. ή οποιασδήποτε δευτερογενούς νομοθεσίας θεσπίζεται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου·

(β) τηρουμένων τέτοιων Κανονισμών που το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει, διασφαλίζει (ενεργώντας εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου όταν πρέπει) τη συμμόρφωση του αντιπροσωπευομένου και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και ευθυνών που έχει ο αντιπροσωπευόμενος δυνάμει του παρόντος Νόμου, οποιουδήποτε άλλου τέτοιου νόμου και οποιασδήποτε δευτερογενούς νομοθεσίας· και

(γ) είναι προσωπικά υπεύθυνος σε σχέση με—

(i) οποιαδήποτε παράλειψη να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση ή εκπλήρωση τέτοιων υποχρεώσεων ή ευθυνών από τον αντιπροσωπευόμενο· και

(ii) οτιδήποτε που πραγματοποιείται για σκοπούς που συνδέονται με ενέργειες εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου, ωσάν οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες που επιβάλλονται στον αντιπροσωπευόμενο να επιβάλλονταν από κοινού και κεχωρισμένως στον αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. και στον αντιπροσωπευόμενο.

(4) Αντιπρόσωπος Φ.Π.Α. δεν έχει ευθύνη δυνάμει του εδαφίου (3) πιο πάνω να εγγραφεί ο ίδιος δυνάμει του παρόντος Νόμου, αλλά Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται—

(α) Να απαιτούν την εγγραφή των ονομάτων των αντιπροσώπων Φ.Π.Α. έναντι των ονομάτων των αντιπροσωπευομένων σε οποιοδήποτε μητρώο που τηρείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου· και

(β) να καθιστούν καθήκον του αντιπροσώπου Φ.Π.Α., για τους σκοπούς εγγραφής, να ειδοποιεί τον Έφορο, μέσα σε τέτοια περίοδο που μπορεί να καθορίζεται, ότι ο διορισμός του άρχισε να ισχύει ή έπαυσε να ισχύει.

(5) Αντιπρόσωπος Φ.Π.Α. δεν είναι ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (3) πιο πάνω εκτός εάν και στην έκταση στην οποία—

(α) Έχει συναινέσει ή συγκατανεύσει στη διάπραξη του αδικήματος από τον αντιπροσωπευόμενο·

(β) η διάπραξη του αδικήματος από τον αντιπροσωπευόμενο αποδίδεται σε οποιαδήποτε αμέλεια του αντιπροσώπου Φ.Π.Α.· ή

(γ) το αδίκημα συνίσταται σε παράβαση από τον αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. υποχρέωσης η οποία, δυνάμει του εδαφίου (3), επιβάλλεται τόσο στον αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. όσο και στον αντιπροσωπευόμενο.

(6) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν τον τρόπο και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες πρόσωπο διορίζεται, ή θεωρείται ότι έχει παύσει να είναι, αντιπρόσωπος Φ.Π.Α. άλλου προσώπου· και Κανονισμοί δυνάμει του παρόντος εδαφίου μπορούν να περιλαμβάνουν διατάξεις που το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει σκόπιμες για τους σκοπούς του εδαφίου (4) πιο πάνω σε σχέση με την καταχώρηση ή διαγραφή οποιωνδήποτε στοιχείων σε οποιοδήποτε μητρώο.

(7) Όταν πρόσωπο παραλείπει να διορίσει αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. σύμφωνα με οποιαδήποτε εντολή δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω, ο Έφορος δύναται να απαιτήσει από αυτό να παράσχει εγγύηση, ή περαιτέρω εγγύηση, την οποία κρίνει κατάλληλη για την καταβολή οποιουδήποτε Φ.Π.Α. που είναι ή που μπορεί να καταστεί καταβλητέος από αυτό.

(8) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου πρόσωπο δε θεωρείται ότι έχει λάβει εντολή να διορίσει αντιπρόσωπο Φ.Π.Α., ή ότι έχει απαιτηθεί από αυτό να παράσχει εγγύηση, δυνάμει του εδαφίου (7) πιο πάνω, εκτός αν ο Έφορος-

(α) Έχει επιδώσει γνωστοποίηση της εντολής ή απαίτησης στο πρόσωπο αυτό· ή

(β) έχει λάβει όλα τα άλλα μέτρα που κρίνει εύλογα για να φέρει σε γνώση του την εντολή ή απαίτηση.

Μεταβίβαση δρώσας οικονομικής μονάδας

38.—(1) Όταν επιχείρηση που ασκείται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο ως δρώσα οικονομική μονάδα, τότε—

(α) Για το σκοπό καθορισμού κατά πόσο ο εκδοχεύς είναι υπόχρεος να εγγραφεί δυνάμει του παρόντος Νόμου θεωρείται ότι έχει ασκήσει την επιχείρηση τόσο πριν όσο και μετά τη μεταβίβαση και συναλλαγές από το μεταβιβάζοντα τυγχάνουν ανάλογου χειρισμού· και

(β) οποιαδήποτε αρχεία που σχετίζονται με την επιχείρηση τα οποία δυνάμει της παραγράφου 5 του Δέκατου Παραρτήματος, απαιτείται να διατηρούνται για οποιαδήποτε περίοδο μετά τη μεταβίβαση, διατηρούνται από τον εκδοχέα αντί από το μεταβιβάζοντα, εκτός αν ο Έφορος, ύστερα από αίτηση του μεταβιβάζοντος, δώσει διαφορετικές εντολές.

(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1) πιο πάνω, Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν τη συνέχεια στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου σε περιπτώσεις που επιχείρηση που ασκείται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο ως δρώσα οικονομική μονάδα και ο εκδοχέας εγγράφεται στο Μητρώο Φ.Π.Α. δυνάμει του παρόντος Νόμου σε αντικατάσταση του μεταβιβάζοντος.

(3) Κανονισμοί δυνάμει του εδαφίου (2) πιο πάνω δύνανται, ιδιαίτερα, να προβλέπουν—

(α) Ότι οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα δυνάμει του παρόντος Νόμου (εξαιρουμένου του άρθρου 45) του μεταβιβάζοντος καθίστανται, σε τέτοια έκταση που μπορεί να καθορίζουν οι Κανονισμοί, υποχρεώσεις και καθήκοντα του εκδοχέα· και

(β) ότι οποιοδήποτε δικαίωμα καθενός από αυτούς σε επιστροφή ή έκπτωση σε σχέση με Φ.Π.Α. ικανοποιείται με επιστροφή του φόρου ή με παραχώρηση της έκπτωσης στον άλλο·

αλλά ουδεμία τέτοια διάταξη που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ή (β) του παρόντος εδαφίου ισχύει σε σχέση με οποιοδήποτε μεταβιβάζοντα και εκδοχέα εκτός αν έχει υποβληθεί αίτηση από αυτούς δυνάμει των Κανονισμών.

Ακίνητη ιδιοκτησία

39.—(1) Αναφορικά με συναλλαγές που αφορούν ακίνητη ιδιοκτησία ισχύουν οι διατάξεις του Όγδοου Παραρτήματος.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να τροποποιεί το Όγδοο Παράρτημα.

Σχέδια περιθωρίου κέρδους

40.—(1) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν σε σχέση με οποιαδήποτε περιγραφή παραδόσεων για τις οποίες εφαρμόζεται το παρόν άρθρο που μπορεί να καθορίζεται στους Κανονισμούς, ότι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δικαιούται να επιλέξει, όταν πραγματοποιεί παραδόσεις εκείνης της περιγραφής, να επιβάλλεται Φ.Π.Α. επί του περιθωρίου κέρδους επί των παραδόσεων, αντί επί της αξίας τους.

(2) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ακόλουθες παραδόσεις, δηλαδή—

(α) Παραδόσεις έργων τέχνης, αρχαιοτήτων ή αντικειμένων συλλογών

(β) παραδόσεις μηχανοκίνητων οχημάτων-

(γ) παραδόσεις μεταχειρισμένων αγαθών· και

(δ) οποιαδήποτε παράδοση αγαθών μέσω προσώπου που ενεργεί ως αντιπρόσωπος αλλά στο δικό του όνομα, σε σχέση με την παράδοση.

(3) Επιλογή για τους σκοπούς των Κανονισμών δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να ασκηθεί, και μπορεί να αποσυρθεί, με τρόπο που μπορεί να απαιτείται από τους Κανονισμούς.

(4) Τηρουμένου του εδαφίου (7) πιο κάτω, το περιθώριο κέρδους επί παράδοσης στην οποία εφαρμόζεται το παρόν άρθρο λογίζεται, για τους σκοπούς των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ότι είναι ίσο προς το ποσό (αν υπάρχει) κατά το οποίο η τιμή στην οποία παραδίδει τα εν λόγω αγαθά το πρόσωπο που πραγματοποιεί την παράδοση υπερβαίνει την τιμή στην οποία τα απέκτησε.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η τιμή στην οποία πρόσωπο έχει αποκτήσει οποιαδήποτε αγαθά και η τιμή στην οποία τα παραδίδει, υπολογίζονται η καθεμιά σύμφωνα με διατάξεις των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου· και τέτοιοι Κανονισμοί μπορούν, ιδιαίτερα, να προβλέπουν την έκταση κατά την οποία οποιοσδήποτε Φ.Π.Α. που επιβάλλεται επί παράδοσης ή εισαγωγής οποιωνδήποτε αγαθών θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στην τιμή στην οποία εκείνα τα αγαθά έχουν αποκτηθεί ή παραδίδονται.

(6) Κανονισμοί δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορούν να προβλέπουν ότι η αντιπαροχή για οποιεσδήποτε υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση με παράδοση αγαθών από πρόσωπο που ενεργεί ως αντιπρόσωπος, αλλά στο δικό του όνομα, αναφορικά με την παράδοση των αγαθών, θεωρείται για τους σκοπούς οποιωνδήποτε τέτοιων κανονισμών ως ποσό που λαμβάνεται υπόψη όταν υπολογίζεται το περιθώριο κέρδους επί της παράδοσης των αγαθών αντί να υπαχθεί χωριστά στο Φ.Π.Α. η αξία των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν.

(7) Κανονισμοί δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορούν να προβλέπουν ότι το συνολικό περιθώριο κέρδους επί όλων των αγαθών συγκεκριμένης περιγραφής που παραδίδονται από ένα πρόσωπο σε οποιαδήποτε καθορισμένη φορολογική περίοδο υπολογίζεται—

(α) Αθροίζοντας όλες τις τιμές στις οποίες το πρόσωπο αυτό απέκτησε τα αγαθά της εν λόγω περιγραφής σε εκείνη την περίοδο μαζί με οποιοδήποτε ποσό που μεταφέρθηκε στην ίδια την περίοδο σύμφωνα με την παράγραφο (δ) πιο κάτω·

(β) αθροίζοντας όλες τις τιμές στις οποίες παραδίδει αγαθά εκείνης της περιγραφής σε εκείνη την περίοδο·

(γ) θεωρώντας ότι το συνολικό περιθώριο κέρδους επί αγαθών που παραδόθηκαν σε εκείνη την περίοδο είναι ίσο προς το ποσό (αν υπάρχει) κατά το οποίο το άθροισμα που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (β) πιο πάνω υπερβαίνει το άθροισμα που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) πιο πάνω· και

(δ) θεωρώντας ότι οποιοδήποτε ποσό κατά το οποίο, για εκείνη την περίοδο, το άθροισμα που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) πιο πάνω υπερβαίνει το άθροισμα που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (β) πιο πάνω ως ποσό που μεταφέρεται στην επόμενη καθορισμένη φορολογική περίοδο για να περιληφθεί, για την περίοδο στην οποία μεταφέρεται, σε οποιοδήποτε άθροισμα που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) πιο πάνω.

(8) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορούν—

(α) Να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιπτώσεις· και

(β) να προβλέπουν ότι ο Έφορος μπορεί να δίνει γενικές ή ειδικές εντολές σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα στο οποίο αφορούν οι Κανονισμοί.

Οργανωτές τουριστικών περιηγήσεων

41.—(1) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν διαφορετικό τρόπο απόδοσης του φόρου σε σχέση με οργανωτές τουριστικών περιηγήσεων ή σε σχέση με συναλλαγές που μπορεί να καθορίζονται από ή με βάση τους Κανονισμούς.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) πιο πάνω, Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορούν να προβλέπουν-

(α) Ότι δύο ή περισσότερες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών από οργανωτή τουριστικών περιηγήσεων θεωρούνται ως ενιαία παροχή υπηρεσιών

(β) ότι η αξία της ενιαίας παροχής εξακριβώνεται, με τρόπο που καθορίζεται από ή με βάση τους Κανονισμούς, με αναφορά στη διαφορά μεταξύ των ποσών που πληρώθηκαν ή είναι πληρωτέα προς και των ποσών που πληρώθηκαν ή είναι πληρωτέα από τον οργανωτή τουριστικών περιηγήσεων·

(γ) ότι οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο εξαιρείται από την εφαρμογή του άρθρου 32·

(δ) το χρόνο που θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα η παροχή.

(3) Στο παρόν άρθρο "οργανωτής τουριστικών περιηγήσεων" περιλαμβάνει πρακτορείο ταξιδιών που ενεργεί ως αντιπροσωπευόμενος και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που παρέχει προς όφελος επιβατών υπηρεσίες του είδους που συνήθως παρέχονται από οργανωτές τουριστικών περιηγήσεων και πρακτορεία ταξιδιών.

Ειδικό καθεστώς αγροτών

42.—(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, πρόσωπα που ασκούν επιχείρηση που αφορά μια ή περισσότερες οριζόμενες δραστηριότητες δε θεωρούνται υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα για τις πράξεις ή συναλλαγές που ενεργούν στα πλαίσια τέτοιων δραστηριοτήτων:

Νοείται ότι πρόσωπο που ασκεί οριζόμενη δραστηριότητα μπορεί να καταστεί υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, αν ζητήσει γραπτώς από τον Έφορο να εγγραφεί εθελοντικά στο Μητρώο Φ.Π.Α. σε σχέση με τέτοια δραστηριότητα.

(2) Πρόσωπα που ασκούν οριζόμενη δραστηριότητα και παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από δικό τους κατάστημα, θεωρούνται ότι ασκούν δύο οικονομικές δραστηριότητες και ότι πραγματοποιούν παράδοση προϊόντων από την οριζόμενη δραστηριότητα στην εμπορική δραστηριότητα.

(3) Στο παρόν άρθρο "οριζόμενες δραστηριότητες" σημαίνει δραστηριότητες ασκούμενες από αγρότη που μπορεί να ορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.