ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΑΥΤΩΝ
Σύσταση Συμβουλίου

11.-(1) Κάθε Συμβούλιο αποτελείται από-

(α) Τον κοινοτάρχη, που είναι ο πρόεδρος αυτού,

(β) τα μέλη, που είναι:

(i) για κοινότητες με αριθμό εγγεγραμμένων εκλογέων μέχρι 300, τέσσερα μέλη,

(ii) για κοινότητες με αριθμό εγγεγραμμένων εκλογέων από 301 μέχρι 700, έξι μέλη, και

(iii) για κοινότητες με αριθμό εγγεγραμμένων εκλογέων πέραν των 700, οκτώ μέλη.

(2) Το Συμβούλιο κοινότητας που βρίσκεται σε απροσπέλαστη, λόγω της τουρκικής εισβολής, περιοχή αποτελείται από τον κοινοτάρχη, τον αναπληρωτή κοινοτάρχη και τρία μέλη, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εγγεγραμμένων εκλογέων.

(3) Στις δημαρχούμενες περιοχές δεν υπάρχουν Συμβούλια αλλά μόνο κοινοτάρχες.

(4) Ένα από τα μέλη του Συμβουλίου θα είναι ο αναπληρωτής κοινοτάρχης, που θα είναι και ο αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου και θα αντικαθιστά τον πρόεδρο σε περίπτωση κωλύματος του. Ο αναπληρωτής κοινοτάρχης εκλέγεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (3) του άρθρου 40 του παρόντος Νόμου.

(5) Στις περιπτώσεις που ο πληθυσμός κάποιας κοινότητας αποτελείται από Έλληνες και Τούρκους εγκαθιδρύονται δύο Συμβούλια, ένα για τους Έλληνες κατοίκους της κοινότητας και ένα για τους Τούρκους κατοίκους της. Τα μέλη των Συμβουλίων εκλέγονται χωριστά από τους Έλληνες και τους Τούρκους εκλογείς της κοινότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Συμβούλιο συμπλέγματος κοινοτήτων

12. [Διαγράφηκε]
Θητεία Συμβουλίων

13.-(1) Η θητεία των Συμβουλίων είναι πενταετής και αρχίζει την 1η του μηνός που έπεται της εκλογής τους.

(2) Η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας οποιουδήποτε Συμβουλίου δεν επηρεάζεται με μόνο το λόγο ότι κενώθηκε θέση μέλους του και το Συμβούλιο θεωρείται νόμιμα συγκροτημένο, εφόσον ο αριθμός των μελών του είναι περισσότερος από το ένα δεύτερο του συνολικού αριθμού των μελών του.

Δικαίωμα του εκλέγειν

14.-(1) Το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκει σε όλα τα μέλη της κοινότητας τα οποία-

(α) Έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, και

(β) είναι εγγεγραμμένα στον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας.

(2) Στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν εκείνος που δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή με απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν.

Εκλογικοί κατάλογοι

15.-(1) Ο εκλογικός κατάλογος για τις εκλογές μελών των Συμβουλίων θα είναι ο εκλογικός κατάλογος που καταρτίστηκε και αναθεωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου Νόμου, αφού συμπληρωθεί από την Κεντρική Υπηρεσία Εκλογών, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τον προαναφερθέντα Νόμο, ώστε να περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Καθένας που έχει το δικαίωμα του εκλέγειν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 και δεν είναι εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο που τηρείται δυνάμει του περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου Νόμου υποχρεούται να εγγραφεί στον εκλογικό κατάλογο που θα καταρτιστεί για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, οπότε και οι διατάξεις του άρθρου 6 του εν λόγω Νόμου έχουν εφαρμογή, αφού τηρηθούν οι αναλογίες:

Νοείται ότι η προθεσμία υποβολής αίτησης από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο για εγγραφή στον πιο πάνω εκλογικό κατάλογο βάσει του οποίου θα διεξαχθούν οι εκλογές κατά το 2001 που προκηρύσσονται δυνάμει του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, δε λήγει πριν από την εκπνοή της 31ης Οκτωβρίου 2001.

Προσόντα εκλογιμότητας, κωλύματα εκλογιμότητας και ασυμβίβαστα

16.-(1) Κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου μπορεί να εκλεγεί πρόσωπο το οποίο έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και του οποίου το όνομα είναι καταχωρημένο στον εκλογικό κατάλογο, έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα που έχει οριστεί για την υποβολή υποψηφιοτήτων και δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κωλύματα εκλογιμότητας:

(α) Πάσχει από διανοητική νόσο που το καθιστά ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντά του ως κοινοτάρχη ή μέλους Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση,

(β) είναι μη αποκατασταθείς πτωχεύσας,

(γ) στερείται της ικανότητας του συμβάλλεσθαι δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης δικαστηρίου,

(δ) έχει καταδικαστεί εντός των τελευταίων δέκα (10) ετών πριν από την καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή υποψηφιότητας για εκλογή για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή/και ηθική αισχρότητα,

(ε) [Διαγράφηκε],

(στ) έχει υπηρετήσει στο αξίωμα του κοινοτάρχη ή μέλους του Συμβουλίου, αντίστοιχα, για τρεις συνολικά θητείες:

Νοείται ότι, η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του χρόνου που έχει υπηρετήσει  στο αξίωμα το εν λόγω πρόσωπο, στο πλαίσιο της πενταετούς θητείας για την οποία έχει εκλεγεί:

Νοείται περαιτέρω ότι, η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται για αριθμό εγγεγραμμένων εκλογέων που δεν υπερβαίνει τους εκατόν (100) εκλογείς, καθώς και σε περίπτωση εκλογής στο αξίωμα του κοινοτάρχη ή του μέλους Συμβουλίου κατεχόμενης κοινότητας:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, οι διατάξεις της παρούσας  παραγράφου τυγχάνουν εφαρμογής για σκοπούς διενέργειας γενικών κοινοτικών εκλογών από το έτος 2029 και εντεύθεν.

(2) Δεν δύνανται να εκλεγούν στο αξίωμα του κοινοτάρχη ή του μέλους Συμβουλίου Υπουργοί, Υφυπουργοί, ανεξάρτητοι αξιωματούχοι, δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρόεδροι των  επαρχιακών δικαστηρίων και ανώτεροι επαρχιακοί δικαστές, εκτός εάν παραιτηθούν του αξιώματος ή της θέσης τους πριν από την υποβολή της υποψηφιότητάς τους.

(2Α) Πρόσωπο, το oπoίo είναι Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ευρωβουλευτής, Επίτροπος που ασκεί τα καθήκοντά του δυνάμει Νόμου ή σύμβασης, πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου οργανισμού δημοσίου δικαίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, έμμισθος μόνιμος ή ορισμένου ή αορίστου χρόνου δημόσιος υπάλληλος, εκπαιδευτικός λειτουργός ή υπάλληλος δήμου ή κοινότητας ή oργαvισμoύ δημοσίου δικαίου, πρόσωπο σε ενεργή αστυvoμική ή στρατιωτική υπηρεσία ή πρόσωπο το oπoίo κατέχει ιερατικό αξίωμα, δύναται να υποβάλει υποψηφιότητα για την εκλογή του ως κοινοτάρχη ή μέλους Συμβουλίου, αλλά δεν δύναται να αναλάβει το αξίωμα αυτό, εκτός εάν, πριν από την ανακήρυξή του στη θέση στην οποία έχει εκλεγεί, παραιτηθεί του αξιώματος ή της θέσης τoυ, ανάλογα με την περίπτωση.

(3) Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της θητείας κοινοτάρχη ή μέλους Συμβουλίου υπάρξει οποιοδήποτε από τα κωλύματα εκλογιμότητας ή τα ασυμβίβαστα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, το εν λόγω πρόσωπο παύει να είναι κοινοτάρχης ή μέλος του Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση. Η θέση του κενώνεται και πληρούται σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στα άρθρα 36 και 40 του παρόντος Νόμου.

(3Α) Κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου που, ενόσω κατέχει τέτοια θέση, καταδικάζεται για αδίκημα που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1), εκπίπτει αυτοδικαίως της θέσης του και αυτή λογίζεται κενωθείσα.

(4) Το Συμβούλιο και ο γραμματέας έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν στον Έπαρχο κάθε περίπτωση όπου παρουσιάζεται σε κοινοτάρχη ή μέλος του Συμβουλίου οποιοδήποτε κώλυμα εκλογιμότητας ή ασυμβίβαστο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Γενικές Κοινοτικές Εκλογές

17.-(1) Γενική εκλογή κοινοταρχών και μελών των Συμβουλίων διενεργείται κάθε πέντε χρόνια, σε ημερομηνία που ορίζεται με διάταγμα που εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα  με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και η οποία συμπίπτει με την ημερομηνία διενέργειας των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Εκλογής των Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νόμου:

Νοείται ότι από την ημερομηνία λήψεως της απόφασης από τον Υπουργό μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται για τη διαξαγωγή της εκλογής μεσολαβεί περίοδος τουλάχιστο ενός μηνός.

(2)Τα ονόματα των εκλεγέντων κοινοτάρχων και των μελών των Συμβουλίων δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(3)Κάθε εκλογή είναι μυστική.

(4)Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία, όταν κατά την κρίση του οι υφιστάμενες συνθήκες και γενικά το δημόσιο συμφέρον το επιβάλλουν, να διατάξει τη διεξαγωγή ή όχι εκλογών για ανάδειξη Συμβουλίων σε οποιαδήποτε κοινότητα. Σε περίπτωση κατά την οποία διατάξει τη μη διεξαγωγή εκλογών, ο Υπουργός έχει εξουσία να διορίζει κοινοτάρχη, αναπληρωτή κοινοτάρχη και τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου, οι δε διοριζόμενοι με τον τρόπο αυτό θα κατέχουν το αξίωμα τους και θα ασκούν τις λειτουργίες τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, αν το Υπουργικό Συμβούλιο διατάξει τη μη διεξαγωγή εκλογών σχετικά με οποιαδήποτε κοινότητα, δύναται σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο να διατάξει τη διεξαγωγή εκλογών για ανάδειξη Συμβουλίου για την κοινότητα αυτή, οπότε θα ορίζει την ημερομηνία κατά την οποία θα διενεργούνται οι εκλογές αυτές, η ημερομηνία δε αυτή θα θεωρείται σαν ημερομηνία που ορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 19:

Νοείται περαιτέρω ότι η θητεία των μελών των Συμβουλίων που εκλέγονται βάσει εκλογών που διατάχθηκαν δυνάμει της πιο πάνω επιφύλαξης θα είναι για την περίοδο από την εκλογή μέχρι τη λήξη της θητείας των υπόλοιπων Συμβουλίων στη Δημοκρατία.

Αναπληρωματικές εκλογές

18. Αναπληρωματική εκλογή για την πλήρωση κενωθείσας θέσης στις περιπτώσεις των άρθρων 27(3) και 36(2)(ε) διενεργείται σε ημερομηνία που ορίζεται από τον Υπουργό, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου.

Προκήρυξη εκλογών

19.-(1) Η διενέργεια γενικών εκλογών για την ανάδειξη κοινοταρχών και μελών των Συμβουλίων ορίζεται με διάταγμα του Υπουργού που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τις εκλογές.

(2) Η διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής, όπως προβλέπεται στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, ορίζεται με διάταγμα του Υπουργού που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με το οποίο ορίζεται ως ημέρα εκλογής η συντομότερη κατά το δυνατόν ημερομηνία και όχι πέραν των 45 ημερών από την κένωση της θέσης κοινοτάρχη ή μέλους του Συμβουλίου:

Νοείται ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή για λόγους δημόσιας υγείας ή άλλων απρόβλεπτων περιστάσεων, όπως σεισμού, πλημμύρας, επιδημίας ή άλλων παρόμοιων γεγονότων, ο Υπουργός δύναται να ορίζει τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία συμπληρώνονται  σαράντα πέντε (45)  ημέρες από την κένωση της θέσης κοινοτάρχη ή μέλους του Συμβουλίου.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 13 και των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, η διενέργεια των πρώτων γενικών εκλογών για Συμβούλια δε διατάσσεται πριν τις επόμενες δημοτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2001.

(4) Οι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου υφιστάμενοι Κοινοτάρχες/Μέλη Χωριτικών Επιτροπών και τα Αιρετά Μέλη των Συμβουλίων Βελτιώσεως θα εξακολουθούν να υπηρετούν μέχρι την ημερομηνία της έναρξης της θητείας των δυνάμει των διατάξεων του παρόντα Νόμου Εκλεγησομένων Συμβουλίων:

Νοείται ότι τα Μέλη των Χωριτικών Επιτροπών που λειτουργούσαν στις Περιοχές Βελτιώσεως με βάση τον καταργηθέντα περί Χωριτικών Αρχών Νόμο επανέρχονται στις θέσεις τους, θεωρούμενα ως μηδέποτε καταργηθέντα, ασκούν δε και διατηρούν τις εξουσίες τους, τηρουμένων των αναλογιών, που προνοεί το άρθρο 46 του βασικού νόμου, μέχρι την έναρξη της θητείας των δυνάμει των διατάξεων του Τέταρτου Μέρους του βασικού νόμου εκλεγησόμενων Συμβουλίων.

Διορισμός Γενικού Εφόρου και Εφόρων Εκλογής

20. Μετά την έκδοση του διατάγματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 17, ο Υπουργός, σε περίπτωση γενικών εκλογών, διορίζει ένα Γενικό Έφορο και ένα Βοηθό Γενικό Έφορο των Εκλογών για όλη τη Δημοκρατία και από έναν Έφορο Εκλογής και Βοηθούς Εφόρους για κάθε περιφέρεια, όπως απαιτούν οι συνθήκες, και σε περίπτωση αναπληρωματικής εκλογής διορίζει Έφορο της Εκλογής και Βοηθούς Εφόρους, όπως απαιτούν οι συνθήκες:

Νοείται ότι ο Βοηθός Γενικός Έφορος έχει όλες τις εξουσίες και μπορεί να εκτελεί οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Γενικού Εφόρου Εκλογών:

Νοείται περαιτέρω ότι οι Βοηθοί Έφοροι Εκλογής έχουν όλες τις εξουσίες και μπορούν να εκτελούν οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Εφόρου Εκλογής.

Ένταλμα εκλογής

21.-(1) Ο Υπουργός για τους σκοπούς των γενικών εκλογών εκδίδει ένταλμα εκλογής, που απευθύνεται διά του Γενικού Εφόρου Εκλογών στους Εφόρους Εκλογής των εκλογικών περιφερειών στις οποίες θα διενεργηθεί η εκλογή.

(2) Ένταλμα εκλογής εκδίδεται σύμφωνα με τον τύπο του Πρώτου Πίνακα και ορίζει-

(α) Την ημερομηνία και τον τόπο της υποβολής υποψηφιοτήτων

(β) την ημερομηνία της ψηφοφορίας, αν υποβληθούν περισσότερες υποψηφιότητες από τις έδρες που χρειάζεται να πληρωθούν~

(γ) την ημερομηνία της επιστροφής του εντάλματος στον Υπουργό.

(3) Η ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων είναι τέτοια που να μεσολαβεί χρονικό διάστημα τουλάχιστον επτά ημερών από την ημερομηνία της ψηφοφορίας, όπως αυτή καθορίζεται στο ένταλμα εκλογής του Υπουργού.

(4) Με την έκδοση του εντάλματος εκλογής για κάποια εκλογική περιφέρεια, δημοσιεύεται αμέσως από τον Έφορο Εκλογής γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με την ημερομηνία εκλογής, τους τόπους υποβολής υποψηφιοτήτων και την ημερομηνία ψηφοφορίας. Ταυτόχρονα, ο Έφορος Εκλογών εκδίδει παρόμοια γνωστοποίηση που τοιχοκολλάται σε περίοπτα μέρη σε κάθε κοινότητα που θα διεξαχθεί εκλογή, ανάλογα με την περίπτωση, τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν από την ημερομηνία που ορίστηκε για υποβολή των υποψηφιοτήτων.

Υποβολή υποψηφιοτήτων και ανακήρυξη υποψηφίων

22.-(1) Ως υποψήφιος προτείνεται εκείνος που έχει τα προσόντα εκλογιμότητας σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο υποψήφιος κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου προτείνεται εγγράφως με χωριστή πρόταση, η οποία περιέχει το όνομα και το επώνυμο του υποψηφίου, τη διεύθυνση, το επάγγελμα και τον αριθμό του εκλογικού του βιβλιαρίου, από δύο εκλογείς, τους οποίους τα ονόματα είναι καταχωρημένα στον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας και οι οποίοι υπογράφουν την αίτηση ο ένας ως προτείνων και ο άλλος ως υποστηρίζων. Ο υποψήφιος πρέπει να αποδεχτεί την πρόταση υποψηφιότητας του εγγράφως.

(3) Κάθε υποψήφιος κατά την υποβολή της υποψηφιότητας παραδίδει ή φροντίζει να παραδοθεί, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 23 του παρόντος Νόμου, στον Έφορο Εκλογής η πρόταση της υποψηφιότητας του, μαζί με έγγραφη δήλωση του που υποστηρίζεται από επίσημη διαβεβαίωση ή ένορκη δήλωση (και τα δύο έγγραφα αποτελούν “τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας”), στα οποία αναφέρονται τα προσόντα εκλογιμότητας του. Αν τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας δεν παραδοθούν με τον τρόπο που ορίζεται, καθώς επίσης στο χρόνο και στον τόπο που ορίζεται, δεν μπορεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ανακηρυχθεί υποψήφιος.

(4) Ο Έφορος Εκλογής σε οποιαδήποτε εργάσιμη ώρα μεταξύ του χρόνου έκδοσης του εντάλματος και της μεσημβρίας της ημέρας που ορίστηκε για υποβολή των υποψηφιοτήτων παραχωρεί τύπους των εγγράφων υποβολής υποψηφιοτήτων σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(5) Με την υποβολή κάθε πρότασης υποψηφιότητας κατατίθεται σε περίπτωση συνδυασμού υποψηφίων, από ή εκ μέρους του συνδυασμού, ποσό εκατόν ευρώ για κάθε υποψήφιο του συνδυασμού, σε  περίπτωση ανεξάρτητου υποψηφίου, από ή εκ μέρους του ανεξάρτητου υποψηφίου, ποσό εκατόν ευρώ και σε περίπτωση υποψήφιου κοινοτάρχη ποσό διακόσιων ευρώ ή επισυνάπτεται στην πρόταση υποψηφιότητας απόδειξη που εκδόθηκε από ή εκ μέρους του Γενικού Λογιστή για την κατάθεση από μέρους του συνδυασμού ή από ή εκ μέρους του ανεξάρτητου υποψηφίου, ανάλογα με την περίπτωση, του αντίστοιχου ποσού. Τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας δε γίνονται αποδεκτά χωρίς την κατάθεση αυτή ή την προσαγωγή αυτής της απόδειξης. Το πιο πάνω ποσό επιστρέφεται στο συνδυασμό υποψηφίων, τον ανεξάρτητο υποψήφιο ή τον υποψήφιο κοινοτάρχη, και σε περίπτωση θανάτου κάποιου υποψηφίου στους νόμιμους κληρονόμους του, αν δεν προχωρήσει η ψηφοφορία. Σε περίπτωση ψηφοφορίας το πιο πάνω ποσό επιστρέφεται, αν ο υποψήφιος πάρει τουλάχιστον το ένα τρίτο του εκλογικού μέτρου στην περίπτωση των μελών του Συμβουλίου ή το ένα πέμπτο των έγκυρων ψήφων στην περίπτωση του κοινοτάρχη, ανάλογα με την περίπτωση. Σε κάθε άλλη περίπτωση το πιο πάνω χρηματικό ποσό περιέρχεται στην κυριότητα της Δημοκρατίας και κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο του κράτους:

Νοείται ότι, αν σε περίπτωση ψηφοφορίας εκλεγεί υποψήφιος έστω και αν δεν έχει λάβει το ένα τρίτο του εκλογικού μέτρου ή το ένα πέμπτο των έγκυρων ψήφων, ανάλογα με την περίπτωση, το ποσό αυτό επιστρέφεται σ’ αυτόν.

Διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων

23.-(1) Ο Έφορος Εκλογής ή ο Βοηθός Έφορος Εκλογής κατά την ημέρα της υποβολής των υποψηφιοτήτων παρευρίσκεται κατά την ώρα και στους τόπους που έχουν καθοριστεί και δέχεται τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας κάθε υποψηφίου, τα οποία παραδίδει σ’ αυτόν είτε ο υποψήφιος είτε αυτός που τον προτείνει είτε αυτός που τον υποστηρίζει.

(2) Μετά το πέρας της υποβολής υποψηφιοτήτων, ο Έφορος Εκλογής ετοιμάζει αμέσως γνωστοποίηση, που τοιχοκολλάται σε περίοπτο μέρος του τόπου υποβολής υποψηφιοτήτων, με τα ονόματα όλων των υποψηφίων και τα ονόματα αυτών που τους προτείνουν και αυτών που τους υποστηρίζουν.

(3) Κάθε υποψήφιος που έχει προταθεί και ο προτεινών και ο υποστηρίζων αυτόν, μαζί με άλλο πρόσωπο που ορίζεται γραπτώς από αυτόν, δικαιούνται να παρίστανται κατά τη διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων. Κανένα άλλο πρόσωπο εκτός από τον  Έφορο Εκλογής και το Βοηθό Έφορο Εκλογής δεν μπορεί να παρίσταται στην πιο πάνω διαδικασία.

Ενστάσεις κατά εγγράφων υποβολής υποψηφιότητας

24.-(1) Οποιοσδήποτε εκλογέας του οποίου το όνομα βρίσκεται καταχωρημένο στον εκλογικό κατάλογο δύναται να υποβάλει ένσταση εναντίον οποιουδήποτε εγγράφου υποβολής υποψηφιότητας για τους ακόλουθους λόγους:

(α) Η περιγραφή του υποψηφίου είναι ανεπαρκής για να αποδείξει την ταυτότητα του.

(β) Τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας δεν είναι σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου ή δεν έχουν υποβληθεί όπως οι πρόνοιες αυτές ορίζουν.

(γ) Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων ότι ο υποψήφιος που προτείνεται δεν μπορεί να εκλεγεί.

(δ) Δεν έχει γίνει χρηματική κατάθεση, όπως προνοείται στο εδάφιο (5) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.

(2) Κάθε ένσταση πρέπει να είναι γραπτή και να εξειδικεύει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται. Η ένσταση παραδίδεται στον Έφορο Εκλογής μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την εκπνοή του χρόνου που ορίστηκε για υποβολή υποψηφιοτήτων.

(3) Ο Έφορος Εκλογής προχωρεί αμέσως στην εξέταση κάθε ένστασης και πληροφορεί γραπτώς τον ενιστάμενο για την απόφαση του.

(4) Ο Έφορος Εκλογής κηρύσσει άκυρα οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας, εφόσον συντρέχουν οι λόγοι που εκτίθενται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και πληροφορεί γι’ αυτό τον υποψήφιο.

(5) Οποιαδήποτε, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, απόφαση του Εφόρου Εκλογής μπορεί να προσβληθεί με εκλογική αίτηση.

Συνδυασμοί και εμβλήματα

25.-(1) Οι υποψήφιοι εκτίθενται στην εκλογή είτε σε συνδυασμό είτε μεμονωμένα.

(2) Οι συνδυασμοί μπορεί να είναι είτε συνδυασμοί ενός μόνο κόμματος είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων συνεργαζόμενων κομμάτων είτε συνδυασμοί ανεξαρτήτων.

(3) Κανένας δεν μπορεί να μετέχει σε περισσότερους από ένα συνδυασμούς.

(4) Ο συνδυασμός καταρτίζεται με δήλωση που υποβάλλεται στον Έφορο Εκλογής την ημέρα υποβολής των υποψηφιοτήτων, προκειμένου μεν για συνδυασμό ενός μόνο κόμματος από τον αρχηγό του κόμματος ή τη διοικούσα αρχή αυτού ή τον αντιπρόσωπο που έχει διοριστεί από αυτούς, προκειμένου δε περί συνδυασμού συνασπισμού κομμάτων από τους αρχηγούς αυτών ή τις διοικούσες αρχές αυτών ή από τον αντιπρόσωπο που διορίστηκε από αυτούς και προκειμένου για συνδυασμό ανεξαρτήτων από τους αποτελούντες το συνδυασμό ανεξάρτητους υποψηφίους. Η δήλωση, αν πρόκειται για συνδυασμό ενός μόνο κόμματος, πρέπει να περιέχει το όνομα του κόμματος και τα ονόματα των υποψηφίων που αποτελούν το συνδυασμό με βάση την αλφαβητική σειρά του επωνύμου τους, αν πρόκειται για συνδυασμό συνασπισμού κομμάτων, πρέπει να περιέχει την προσωνυμία του συνασπισμού, τα ονόματα των κομμάτων που αποτελούν το συνασπισμό και τα ονόματα των συνεργαζόμενων υποψηφίων με βάση την αλφαβητική σειρά του επωνύμου τους και, αν πρόκειται για συνδυασμό ανεξάρτητων υποψηφίων, πρέπει να περιέχει την προσωνυμία του συνδυασμού και τα ονόματα των ανεξάρτητων υποψηφίων που αποτελούν το συνδυασμό με βάση την αλφαβητική σειρά του επωνύμου τους.

(5) Κάθε κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων στη δήλωση που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου μπορεί να αναφέρει και το έμβλημα του κόμματος ή του συνασπισμού κομμάτων.

(6) Δήλωση εμβλήματος δικαιούνται να επιδώσουν και οι συνδυασμοί ανεξαρτήτων, η οποία υπογράφεται από όλα τα μέλη του συνδυασμού, καθώς και οι μεμονωμένοι υποψήφιοι, η οποία υπογράφεται από τον καθένα από αυτούς.

(7) Το έμβλημα που αναφέρεται στα εδάφια (5) και (6) δεν επιτρέπεται να αναφέρεται ή να είναι πανομοιότυπο ή παρεμφερές  προς οποιοδήποτε σύμβολο οποιασδήποτε θρησκευτικής λατρείας ή προς τη σημαία ή άλλο έμβλημα της Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε ξένης χώρας ή προς την προσωπογραφία οποιουδήποτε εκλιπόντος ανώτερου αξιωματούχου της Κυπριακής Δημοκρατίας ή του απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959 του Ελληνικού Κυπριακού λαού ή, κατά την κρίση του Εφόρου Εκλογής, αφού λάβει υπόψη τις θέσεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων, να μειώνει ή να προσβάλλει ή να υπονομεύει είτε το κύρος της εκλογικής διαδικασίας είτε τους άλλους υποψηφίους ή να προσβάλει τη δημόσια τάξη ή/και τα χρηστά ήθη.

(8) Ο Έφορος Εκλογής αρνείται vα δεχθεί οποιοδήποτε  προτεινόμενο έμβλημα που παραβιάζει τις διατάξεις του εδαφίου (7) και το έμβλημα που γίνεται αποδεκτό δύναται να χρησιμοποιείται και να τυγχάνει αποκλειστικής χρήσης από το συνδυασμό ή τον μεμονωμένο υποψήφιο που υπέβαλε τη δήλωση.

(9) Σε κάθε συνδυασμό περιλαμβάνονται υποψήφιοι μέχρι του αριθμού των θέσεων των μελών του Συμβουλίου.

(10) Ο Έφορος Εκλογής ανακηρύσσει κατά την ημέρα υποβολής των υποψηφιοτήτων ή αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα αυτού τους συνδυασμούς και μεμονωμένους υποψηφίους που δηλώθηκαν, με γνωστοποίηση που τοιχοκολλάται σε περίοπτο μέρος του τόπου υποβολής υποψηφιοτήτων.

Απόσυρση υποψηφιότητας

26.-(1) Κάθε υποψήφιος μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την ψηφοφορία, ή σε περίπτωση μη διεξαγωγής ψηφοφορίας πριν από την ανακήρυξη του ως εκλεγέντα, να αποσύρει την υποψηφιότητα του, με γραπτή ανέκκλητη γνωστοποίηση του που επιδίδεται στον Έφορο Εκλογής.

(2) Ο Έφορος Εκλογής, μόλις πάρει τη γνωστοποίηση δυνάμει του εδαφίου (1), φροντίζει να γνωστοποιηθεί η αποχώρηση αυτή, με τοιχοκόλληση της σε περίοπτο μέρος του τόπου διεξαγωγής της ψηφοφορίας.

(3) Τίποτε από όσα αναφέρονται στο παρόν άρθρο δεν καθιστά άκυρο το ψηφοδέλτιο, το οποίο θα περιλαμβάνει το όνομα αποσύρθεντος ή αποθανόντος υποψηφίου και το οποίο παραμένει έγκυρο για τους υπόλοιπους υποψήφιους που αναφέρονται σε αυτό.

Θάνατος υποψηφίου

27.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία υποψήφιος που ανακηρύχθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αποβιώσει πριν από τη λήξη της ψηφοφορίας, ο Έφορος Εκλογής, αφού βεβαιωθεί για το θάνατο αυτό, υποβάλλει σχετική έκθεση προς τον Υπουργό.

(2) Σε κάθε περίπτωση η εκλογή συνεχίζεται, εκτός αν ο αριθμός των υποψηφίων που παραμένουν είναι ίσος ή κατώτερος από τον αριθμό των θέσεων που θα πληρωθούν, οπότε ο Έφορος Εκλογής ανακηρύσσει αυτούς ή αυτόν, ανάλογα με την περίπτωση, εκλεγέντες ή εκλεγέντα και δημοσιεύει τα ονόματα τους στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(3) Ο Υπουργός δύναται να ορίσει άλλη κατάλληλη ημέρα για την πλήρωση της κενής θέσης που δεν πληρώθηκε λόγω του θανάτου υποψηφίου και η διαδικασία για την αναπληρωματική αυτή εκλογή αρχίζει εκ νέου:

Νοείται ότι, αν και μετά τη διεξαγωγή της εκλογής που προνοείται στο παρόν άρθρο εξακολουθεί να παραμένει κενή θέση, τότε ακολουθείται η διαδικασία που προνοείται στο εδάφιο (3) του άρθρου 28.

Κανένας υποψήφιος

28.-(1) Αν κατά την ημέρα υποβολής των υποψηφιοτήτων κατά τη χρονική περίοδο που ορίστηκε γι’ αυτό το σκοπό ή και μετά την ανακήρυξη υποψηφίου και πριν από την ημέρα της ψηφοφορίας κανένας δεν υφίσταται ή παραμένει ως υποψήφιος σε κάποια κοινότητα, ο Έφορος υποβάλλει αμέσως έκθεση προς τον Υπουργό.

(2) Σε τέτοια περίπτωση ο Υπουργός ορίζει το ταχύτερο δυνατό άλλη κατάλληλη ημέρα για την εκλογή και η εκλογική γι’ αυτό διαδικασία αρχίζει εκ νέου.

(3) Αν και μετά τη διεξαγωγή εκλογής δυνάμει του εδαφίου (2) παραμένει ακόμη κενή η θέση κοινοτάρχη ή κενές θέσεις των μελών του Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση, ο Έφορος Εκλογής ειδοποιεί γι’ αυτό τον Υπουργό, ο οποίος δύναται, με διάταγμα του που δημοσιεύεται στη Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να διορίσει τέτοιο αριθμό προσώπων που να κατέχουν τα απαιτούμενα από το άρθρο 16 προσόντα εκλογιμότητας για την πλήρωση οποιωνδήποτε κενών θέσεων.

Εκλογή χωρίς ψηφοφορία

29. Σε περίπτωση κατά την οποία-

(α) Κατά την ημέρα υποβολής υποψηφιοτήτων μετά το χρόνο που ορίστηκε γι’ αυτό και μετά την εξέταση και απόφαση επί των ενστάσεων που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος Νόμου ή

(β) εξαιτίας της απόσυρσης υποψηφίου σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος Νόμου σε οποιοδήποτε χρόνο μεταξύ της ημέρας υποβολής υποψηφιοτήτων και της ημέρας της ψηφοφορίας
παραμένει μόνο τόσος αριθμός υποψηφίων για την κοινότητα ο οποίος-

(i) είναι ίσος με τον αριθμό των θέσεων που θα πληρωθούν, ο Έφορος Εκλογής ανακηρύσσει αμέσως τους υποψηφίους που υπέβαλαν υποψηφιότητα ως εκλεγέντες και φροντίζει να δημοσιευτούν τα ονόματα τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας~ ή

(ii) είναι λιγότερος από εκείνους που θα εκλεγούν, ο Έφορος Εκλογής ανακηρύσσει αμέσως τους παραμένοντες υποψηφίοις ως εκλεγέντες και φροντίζει να δημοσιευτούν τα ονόματα τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ειδοποιεί γι’ αυτό τον Υπουργό, ο οποίος ορίζει άλλη κατάλληλη ημέρα για την πλήρωση οποιασδήποτε κενής ή κενών θέσεων με αναπληρωματική εκλογή και η εκλογική γι’ αυτό διαδικασία αρχίζει εκ νέου:

Νοείται ότι, αν και μετά τη διεξαγωγή της εκλογής που προνοείται στην υποπαράγραφο (ii) του παρόντος άρθρου εξακολουθεί να παραμένει κενή θέση, τότε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου.

Αναβολή ανακήρυξης υποψηφίων

30. Αν κατά την ημέρα υποβολής των υποψηφιοτήτων υποβλήθηκαν περισσότερες υποψηφιότητες από τον αριθμό των θέσεων που θα πληρωθούν, ο Έφορος Εκλογής αναβάλλει την παραπέρα εκλογική διαδικασία, για να καταστεί δυνατή η ψηφοφορία με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Εφαρμογή των διατάξεων του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου

31.-(1) Οι διατάξεις του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν τις γνωστοποιήσεις που προνοούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 18 και στο εδάφιο (3) του άρθρου 27 του εν λόγω Νόμου, οι οποίες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τοιχοκολλούνται σε περίοπτα μέρη μέσα στα όρια της οικείας κοινότητας, και εκτός από τις διατάξεις που αφορούν τους σταυρούς προτίμησης,τις διατάξεις που αφορούν τα έξοδα των υποψηφίων και τους εκλογικούς αντιπροσώπους, οι οποίες για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και ειδικότερα για τους υποψηφίους κοινοτάρχες θα επιτρέπουν συνολικά έξοδα, ανά υποψήφιο, μέχρι και τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00) και της διάταξης η οποία αφορά στην ώρα τερματισμού της ψηφοφορίας, η οποία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου είναι η έκτη μετά μεσημβρίαν, και οι διατάξεις των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση τον εν λόγω Νόμο και αφορούν ειδικά τις διευθετήσεις πριν από την ψηφοφορία, τη  διαδικασία πριν από την ψηφοφορία, τη διαδικασία κατά την ψηφοφορία, την περάτωση της ψηφοφορίας καθώς και οποιαδήποτε άλλα θέματα για τα οποία δε γίνεται ρητή πρόνοια στον παρόντα Νόμο εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στις εκλογές που ενεργούνται με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.

(1Α) Οι διατάξεις του Νόμου που αναφέρεται στο εδάφιο (1) οι οποίες αφορούν την υποβολή έκθεσης σε σχέση με τα εκλογικά έξοδα των υποψηφίων-

(α) Eφαρμόζονται και στις περιπτώσεις υποβολής υποψηφιότητας για εκλογή δυνάμει του παρόντος Νόμου, με εξαίρεση την προθεσμία υποβολής της εν λόγω έκθεσης, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του αποτελέσματος της εκλογής στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(β) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση υποβολής υποψηφιότητας για εκλογή δυνάμει του παρόντος Νόμου στις κοινότητες με εκλογείς που δεν υπερβαίνουν τους εκατόν (100):

Νοείται ότι, η υποχρέωση υποβολής έκθεσης εκλογικών εξόδων αφορά μόνο τους υποψηφίους για το αξίωμα του κοινοτάρχη και δεν εφαρμόζεται για τους υποψηφίους στο αξίωμα του μέλους του Συμβουλίου.

(2) Κάθε εκλογέας δικαιούται ένα σταυρό προτίμησης για κάθε δύο μέλη. Αν ο αριθμός των μελών διαιρούμενος διά του αριθμού δύο αφήνει υπόλοιπο, τότε ο ολικός αριθμός των σταυρών προτίμησης αυξάνεται κατά ένα. Ψηφοδέλτιο που περιέχει περισσότερους σταυρούς από όσους προβλέπονται στο εδάφιο αυτό θεωρείται έγκυρο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιοσδήποτε σταυρός προτίμησης.

Συγκέντρωση και κατάταξη των αποτελεσμάτων της εκλογής

32.-(1) Ευθύς αμέσως μετά την αποπεράτωση της ψηφοφορίας ο Έφορος Εκλογής προβαίνει σε διευθετήσεις για την επί τόπου σε κάθε εκλογικό κέντρο διαλογή και καταμέτρηση των ψήφων στην παρουσία των υποψηφίων ή των επί της διαλογής εγγράφως διορισθέντων αντιπροσώπων των κομμάτων και προς το σκοπό αυτό δίδει ειδοποίηση σε κάθε υποψήφιο και στα κόμματα για τον τρόπο και χρόνο της ενάρξεως της διαλογής και καταμέτρησης των ψήφων:

Νοείται ότι αναφορικά με τις εκλογές για την ανάδειξη των Συμβουλίων των κατεχόμενων κοινοτήτων, ο Έφορος Εκλογής δύναται, αν και εφόσον κρίνει τούτο αναγκαίο, να προβαίνει σε διευθετήσεις για διαλογή και καταμέτρηση των ψήφων σε ενιαία κέντρα διαλογής τα οποία και ορίζει προς το σκοπό αυτό.

(2) Ευθύς αμέσως κάθε κάλπη ανοίγεται επί τόπου στο εκλογικό κέντρο υπό την εποπτεία και ευθύνη του προεδρεύοντος της Εκλογής και, στην παρουσία των εκπροσώπων των κομμάτων και των ανεξάρτητων υποψηφίων, αρχίζει η διαδικασία διαλογής και καταμέτρησης των ψήφων. Μετά τη συμπλήρωση της καταμέτρησης και την καταγραφή των αποτελεσμάτων, ο Προεδρεύων της Εκλογής αποστέλλει αμελλητί τα αποτελέσματα της εκλογής και μεταφέρει με τον ασφαλέστερο τρόπο την κάλπη με το περιεχόμενο της και όλα τα σχετικά έντυπα στον Έφορο Εκλογής της οικείας εκλογικής περιφέρειας.

Κατανομή θέσεων

33.-(1) Ο Έφορος Εκλογής, αμέσως μόλις συγκεντρωθούν και καταταχθούν τα αποτελέσματα της εκλογής, προβαίνει στην κατανομή των θέσεων και στην ανακήρυξη αυτών που πέτυχαν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(2) Προς τον πιο πάνω σκοπό διαιρείται το σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων των ψηφισάντων με τον αριθμό των θέσεων των εκλεγόμενων μελών. Το πηλίκο που προκύπτει από αυτή τη διαίρεση, παραλειπομένου του κλάσματος, αποτελεί το εκλογικό μέτρο με το οποίο διαιρείται η εκλογική δύναμη κάθε συνδυασμού  και κάθε συνδυασμός παίρνει τόσες θέσεις όσες φορές το εκλογικό μέτρο περιέχεται στην εκλογική του δύναμη.

(3) Ανεξάρτητος υποψήφιος που λαμβάνει ίσες ή περισσότερες ψήφους από το εκλογικό μέτρο καταλαμβάνει μια θέση.

(4) Οι θέσεις που, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, παραχωρούνται σε κάθε συνδυασμό καταλαμβάνονται από τους υποψηφίους που έχουν κατά σειρά τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης και, σε περίπτωση ισοψηφίας ή αν δεν υπάρχουν τέτοιοι υποψήφιοι, με τη σειρά με την οποία αναγράφονται στο ψηφοδέλτιο που έχει δηλωθεί στον Έφορο Εκλογής από το αυτοτελές κόμμα ή το συνασπισμό κομμάττων ή το συνδυασμό ανεξάρτητων υποψηφίων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου.

(5) Συνδυασμός που περιλαμβάνει υποψηφίους λιγότερους από τις θέσεις που του παραχωρούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου καταλαμβάνει μόνο τόσες θέσεις όσοι και οι υποψήφιοι του.

(6) Ο Έφορος Εκλογής συντάσσει πίνακα των αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει-

(α) Τον αριθμό των εκλογέων της κοινότητας,

(β) το συνολικό αριθμό των εκλογέων που ψήφισαν,

(γ) τον αριθμό των έγκυρων ψηφοδελτίων,

(δ) τον αριθμό των λευκών ψηφοδελτίων τα οποία κυρήχθηκαν άκυρα.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου “λευκό ψηφοδέλτιο” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο εδάφιο (5) του άρθρου 31 του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου~

(ε) τον αριθμό των άκυρων ψηφοδελτίων,

(στ) την εκλογική δύναμη κάθε συνδυασμού και κάθε ανεξάρτητου υποψηφίου, δηλαδή το σύνολο των έγκυρων ψήφων που πήραν κατά την εκλογή,

(ζ) τον αριθμό των θέσεων που έχουν παραχωρηθεί από την πρώτη κατανομή σε κάθε συνδυασμό ή ανεξάρτητο υποψήφιο, αναφερομένου και του αριθμού υποψηφίων που περιλαμβάνονται σε κάθε συνδυασμό,

(η) τον αριθμό των αδιάθετων θέσεων που απέμειναν από την πρώτη κατανομή και

(θ) τον αριθμό των αχρησιμοποίητων υπολοίπων από την πρώτη κατανομή κάθε αυτοτελούς κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξαρτήτων ή ανεξάρτητων υποψηφίων που συμμετείχε στην εκλογή.

(7) Κατά τον καταρτισμό των πιο πάνω πινάκων μπορεί να παρίσταται ένας εκπρόσωπος από κάθε συνδυασμό και οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι ή εκπρόσωποι τους.

Δεύτερη κατανομή θέσεων

34.-(1) Αν μετά την κατανομή των θέσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του παρόντος Νόμου παραμένουν αδιάθετες θέσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι θέσεις που δεν έχουν διατεθεί κατά την περίπτωση του εδαφίου (5) του άρθρου 33, διενεργείται από τον Έφορο Εκλογής κατανομή των αδιάθετων θέσεων, όπως προβλέπεται στα επόμενα εδάφια αυτού του άρθρου.

(2) Η κατανομή των αδιάθετων θέσεων γίνεται μεταξύ των υποψηφίων των αυτοτελών κομμάτων ή συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξάρτητων  υποψηφίων, ανεξάρτητα αν έχουν δικαιωθεί ή όχι με οποιαδήποτε θέση κατά την πρώτη κατανομή, σύμφωνα με τη σειρά του ύψους των αχρησιμοποίητων υπολοίπων.

(3) Οι θέσεις που παραχωρούνται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο σε κάθε αυτοτελές κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων ή συνδυασμό ανεξαρτήτων καταλαμβάνονται από τους υποψηφίους αυτών κατά τη σειρά που κάθε  υποψήφιος προηγείται στο ψηφοδέλτιο του αυτοτελούς κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξαρτήτων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 31 του παρόντος Νόμου.

Ανακήρυξη εκλεγέντων

35.-(1) Ο Έφορος Εκλογής, μόλις συμπληρωθεί η κατανομή των θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 34 του παρόντος Νόμου, ανακηρύσσει τα εκλεγέντα μέλη και δημοσιεύει τα ονόματα τους στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Ο Έφορος Εκλογής πιστοποιεί περαιτέρω σε κάθε ένταλμα εκλογής τα αποτελέσματα κάθε εκλογής και τα εκλεγέντα μέλη και το αποστέλλει στον Υπουργό.

Πλήρωση κενής θέσης

36.-(1) Η θέση κοινοτάρχη, αναπληρωτή κοινοτάρχη και μέλους του Συμβουλίου κενούται σε περίπτωση-

(α) Ακύρωσης της εκλογής του,

(β) θανάτου του,

(γ) έγγραφης παραίτησης του, που υποβάλλεται στον Έπαρχο,

(δ) αδικαιολόγητης απουσίας του από τα όρια της κοινότητας για περίοδο που υπερβαίνει τους έξι συνεχείς μήνες,

(ε) απώλειας μετά την εκλογή του της ιδιότητας του μέλους της κοινότητας,

(στ) όπου μετά την εκλογή του υπάρχει οποιοδήποτε από τα κωλύματα εκλογιμότητας που αναφέρονται στο άρθρο 16 του παρόντος Νόμου.

(2)(α) Θέση μέλους που κενούται για οποιαδήποτε αιτία πληρούται από τον αμέσως ακολουθούντα και μη εκλεγέντα υποψήφιο του συνδυασμού του αυτοτελούς κόμματος, συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξαρτήτων, ως υποψήφιος του οποίου έχει εκλεγεί το μέλος του οποίου κενούται η θέση, εφόσον αυτός εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα, συνασπισμό κομμάτων ή συνδυασμό ανεξάρτητων υποψηφίων.

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος που ακολουθεί ευθύς αμέσως κατά σειρά επιτυχίας και δεν έχει εκλεγεί δε βρίσκεται στη ζωή ή δεν εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα, συνασπισμό κομμάτων ή συνδυασμό ανεξαρτήτων κατά το χρόνο κατά τον οποίο η θέση μέλους κενούται, η θέση αυτή πληρούται από τον αμέσως επόμενο κατά σειρά επιτυχίας και μη εκλεγέντα υποψήφιο του κόμματος, συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξαρτήτων, εφόσον αυτός εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα, συνασπισμό κομμάτων ή συνδυασμό ανεξάρτητων υποψηφίων.

(γ) Σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος του οποίου η θέση κενώθηκε δεν ανήκει στο ίδιο κόμμα, συνασπισμό κομμάτων ή συνδυασμό ανεξαρτήτων στο οποίο ανήκε όταν εκλέχτηκε, η θέση αυτή πληρούται από τον αμέσως επόμενο κατά σειρά επιτυχίας και μη εκλεγέντα υποψήφιο του κόμματος, συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξαρτήτων στο οποίο άνηκε, όταν εξελέγη το μέλος του οποίου η θέση κενώθηκε.

(δ) Σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος του οποίου η θέση κενώθηκε δεν ανήκει στο ίδιο κόμμα, συνασπισμό κομμάτων ή συνδυασμό ανεξαρτήτων στο οποίο ανήκε, όταν εξελέγη, και επιπροσθέτως ο αμέσως επόμενος κατά σειρά επιτυχίας και μη εκλεγείς υποψήφιος δεν βρίσκεται στη ζωή ή δεν εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα, συνασπισμό κομμάτων ή συνδυασμό ανεξαρτήτων κατά το χρόνο κατά τον οποίο η θέση μέλους κενούται, η θέση αυτή πληρούται από τον αμέσως επόμενο κατά σειρά επιτυχίας και μη εκλεγέντα υποψήφιο του κόμματος, συνασπισμού κομμάτων ή συνδυασμού ανεξαρτήτων στο οποίο ανήκε, όταν εξελέγη το μέλος του οποίου η θέση κενώθηκε.

(ε) Σε  περίπτωση  κατά την οποία το μέλος του  οποίου η θέση  κενώθηκε δεν ανήκει σε κόμμα, συνασπισμό κομμάτων ή συνδυασμό ανεξαρτήτων και αυτός εξελέγη ως ανεξάρτητος ή σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία η πλήρωση της θέσης μέλους που κενώθηκε δεν είναι δυνατό να γίνει κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, η θέση πληρούται με αναπληρωματική εκλογή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η θέση μέλους κενωθεί κατά τον τελευταίο χρόνο της θητείας του απερχόμενου Συμβουλίου, αναπληρωματική εκλογή διεξάγεται μόνο σε περίπτωση που ο αριθμός των μελών έχει περιοριστεί κάτω από τον απαιτούμενο για απαρτία αριθμό των μελών.

Διαδικασία αναπληρωματικής εκλογής

37. Σε κάθε αναπληρωματική εκλογή εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι περί προκηρύξεως και διενέργειας εκλογών διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Απαγόρευση εκλογικών συγκεντρώσεων κατά την ημέρα της ψηφοφορίας ή την προηγούμενη

38.-(1) Κανένα πρόσωπο δεν οργανώνει ή λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε δημόσια συγκέντρωση, για να ακούσει οποιοδήποτε λόγο ή συζήτηση που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την εκλογή την ημέρα της ψηφοφορίας ή την παραμονή της.

(2) Κανένα πρόσωπο δε μεταδίδει, διαφημίζει ή δημοσιεύει οποιαδήποτε είδηση ή ανακοίνωση, με πληρωμή ή χωρίς πληρωμή, που έχει σχέση αμέσως ή εμμέσως με τις εκλογές κατά την παραμονή της ημέρας της ψηφοφορίας και κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, εκτός από ανακοινώσεις ή ειδήσεις που μεταδίδονται από τον Έφορο Εκλογής ή με εξουσιοδότηση του.

(3) Κατά την ημέρα της ψηφοφορίας ή την παραμονή της κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να εγκαθιστά ή να διατηρεί εκλογικό επιτελείο ή να επιδεικνύει ή να αναρτά οποιεσδήποτε πινακίδες που σχετίζονται έμμεσα ή άμμεσα με την εκλογή έξω από τα εκλογικά κέντρα.

(4) Οι παραβάτες των εδαφίων (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου είναι ένοχοι ποινικού αδικήματος και υπόκεινται, σε περίπτωση καταδίκης τους, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές.

Ακύρωση εκλογής και εκλογικά αδικήματα

39. Οι διατάξεις του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου που αφορούν αιτήσεις για ακύρωση εκλογής και εκλογικά αδικήματα εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε οποιαδήποτε εκλογή με βάση το Νόμο αυτό:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η εκλογική αίτηση καταχωρείται στο επαρχιακό δικαστήριο της επαρχίας στην οποία εμπίπτει η κοινότητα όπου έλαβε χώρα η προσβαλλόμενη εκλογή και εκδικάζεται σε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από  Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου, ως Εκλογοδικείου, δυνάμει του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981, όπως εκάστοτε ισχύει:

Noείται περαιτέρω ότι η απόφαση του επαρχιακού δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση μέσα σε δεκατέσσερις (14) ημέρες στο Ανώτατο Δικαστήριο, μόνο λόγω νομικού σημείου, ευκρινώς διατυπωμένου στη σχετική αίτηση έφεσης.

Εκλογή κοινοτάρχη και αναπληρωτή κοινοτάρχη

40.-(1) Ο κοινοτάρχης κάθε κοινότητας εκλέγεται είτε σε γενική είτε σε αναπληρωματική εκλογή, ανάλογα με την περίπτωση και εφαρμοζομένων κατά αναλογία των διατάξεων του παρόντος Νόμου για την εκλογή μελών του Συμβουλίου, ξεχωριστά από όλους τους εκλογείς της κοινότητας, την ίδια ημερομηνία κατά την οποία διενεργούνται εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Συμβουλίου. Μετά την εκλογή αυτή ανακηρύσσεται κοινοτάρχης ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους, οπότε και εφαρμόζονται από τον Έφορο Εκλογής, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του άρθρου 35 του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση ισοψηφίας δύο ή περισσότερων υποψηφίων κατά την εκλογή για ανάδειξη στο αξίωμα του κοινοτάρχη, διεξάγεται επαναληπτική εκλογή μεταξύ των ισοψηφισάντων.

(3) Το Συμβούλιο συγκαλείται από τον κοινοτάρχη στην πρώτη του συνεδρία το αργότερο μέσα σε δέκα μέρες από την εκλογή του. Στη συνεδρία αυτή η οποία τελεί υπό την προεδρία του κοινοτάρχη, το Συμβούλιο εκλέγει από τα μέλη του με μυστική ψηφοφορία τον αναπληρωτή κοινοτάρχη. Ο αναπληρωτής κοινοτάρχης κατέχει το αξίωμα καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του Συμβουλίου.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία για οποιοδήποτε λόγο δε γίνει κατορθωτή η εκλογή αναπληρωτή κοινοτάρχη κατά την πρώτη ή την αμέσως επόμενη συνεδρία, η οποία συγκαλείται το αργότερο μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών από την πρώτη συνεδρία, η ανάδειξη αναπληρωτή κοινοτάρχη γίνεται με κλήρωση, που διενεργείται από τον κοινοτάρχη μεταξύ των ισοψηφούντων με το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων.

(5)(α) Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο κενούται η θέση του κοινοτάρχη, αυτή πληρούται με αναπληρωματική εκλογή και ο κοινοτάρχης που εκλέγεται κατέχει το αξίωμα αυτό για το υπόλοιπο της θητείας του Συμβουλίου.

(β) Η αναπληρωματική εκλογή δυνάμει της πιο πάνω παραγράφου διενεργείται μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα πέντε  ημερών από την ημερομηνία που κενούται η θέση και σε ημερομηνία που ορίζεται από τον Υπουργό:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η θέση κοινοτάρχη κενούται κατά τον τελευταίο χρόνο της θητείας του απερχόμενου κοινοτάρχη, δε διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή και καθήκοντα κοινοτάρχη αναλαμβάνει ο αναπληρωτής κοινοτάρχης για τον εναπομένοντα χρόνο της θητείας του Συμβουλίου.

Νοείται ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή για λόγους δημόσιας υγείας ή άλλων απρόβλεπτων περιστάσεων, όπως σεισμού, πλημμύρας, επιδημίας ή άλλων παρόμοιων γεγονότων, ο Υπουργός δύναται να ορίζει τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία συμπληρώνονται  σαράντα πέντε (45)  ημέρες από την κένωση της θέσης κοινοτάρχη ή μέλους του Συμβουλίου.

(6) Σε περίπτωση που κενούται η θέση του αναπληρωτή κοινοτάρχη, ως αναπληρωτής κοινοτάρχης εκλέγεται από το Συμβούλιο ένα από τα μέλη του, το οποίο κατέχει το αξίωμα αυτό για το υπόλοιπο της θητείας του Συμβουλίου. Η εκλογή διενεργείται το ταχύτερο δυνατό μόλις πληρωθεί η θέση του μέλους του Συμβουλίου η οποία, πριν κενωθεί, κατείχετο από τον αναπληρωτή κοινοτάρχη του οποίου κενώθηκε η θέση.