ΜΕΡΟΣ VII ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ
Τήρηση λογαριασμών και έκδοση τιμολογίου

33.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς με βάση τους οποίους-

(α) Να απαιτείται η τήρηση λογαριασμών, με τη μορφή και τον τρόπο που θα καθορίζεται στους κανονισμούς και να απαιτείται από τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα που πραγματοποιούν παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών σε άλλα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα, να εφοδιάζουν αυτά με τιμολόγια (τα οποία θα ονομάζονται «φορολογικά τιμολόγια»), σε τέτοια μορφή και τέτοιο τρόπο και που να περιέχουν τέτοιες λεπτομέρειες και δηλώσεις σχετικά με τις παραδόσεις ή τις παροχές, τον επιβαλλόμενο φόρο πάνω σ' αυτές και τα πρόσωπα από και προς τα οποία παραδίδονται τα αγαθά ή παρέχονται οι υπηρεσίες, όπως θα καθορίζεται στους κανονισμούς·

(β) στις περιπτώσεις όπου απαιτείται η έκδοση φορολογικού τιμολογίου σε σχέση με οποιοδήποτε είδος παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών να απαιτείται όπως τέτοιο τιμολόγιο εκδίδεται εντός καθορισμένου χρόνου από του χρονικού σημείου που λογίζεται ότι η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών έλαβε χώρα αλλά να είναι δυνατό να επιτρέπεται και παράταση του χρόνου αυτού κατόπιν και σύμφωνα με γενικές ή ειδικές οδηγίες του Εφόρου

(γ) να προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις αναφορικά με τέτοιες φορολογητέες παραδόσεις ή παροχές που πραγματοποιούνται από λιανοπώλες οποιωνδήποτε αγαθών ή υπηρεσιών όπως θα καθορίζονται από ή με βάση τους κανονισμούς και ειδικότερα:

(i) Να προβλέπουν για τον καθορισμό της αξία που θα λογίζεται ως η αξία των παραδόσεων ή παροχών σε οποιαδήποτε φορολογική περίοδο ή μέρος αυτής υπό περιορισμούς ή προϋποθέσεις ή με τέτοια μέθοδο όπως ήθελε αποφασίσει ο Έφορος με γνωστοποίησή του που θα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τους κανονισμούς

(ii) να προβλέπουν για τον καθορισμό του ποσοστού της αξίας των παραδόσεων ή παροχών το οποίο αναλογεί σε οποιοδήποτε είδος παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, και

(iii) να προβλέπουν για την αναπροσαρμογή της πιο πάνω αξίας ή του πιο πάνω ποσοστού για χρονικές περιόδους που συνίστανται σε δύο ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή μέρη αυτών

(δ) να προβλέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις και κάτω από συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, που θα καθορίζονται στους εν λόγω κανονισμούς, ότι ο φόρος που αφορά μια συγκεκριμένη παράδοση ή παροχή θα δηλώνεται και καταβάλλεται σε συσχετισμό με το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής που αφορά την εν λόγω παράδοση ή παροχή· στις περιπτώσεις αυτές οι κανονισμοί μπορούν να προβλέπουν για το χρόνο και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα επιτρέπεται πίστωση του φόρου εισροών

(ε) να προβλέπεται-

(i) 'Ότι φόρος που επιβάλλεται σε μια φορολογική περίοδο θα δηλώνεται ως φόρος που επιβάλλεται σε μια άλλη φορολογική περίοδο

(ii) η μέθοδος διακανονισμού των λογαριασμών στις περιπτώσεις που ο φόρος έχει επιβληθεί σε συσχετισμό με την αντιπαροχή, και το ποσό της αντιπαροχής μειώνεται ή η αντιπαροχή δεν καταβάλλεται και

(iii) διαφορετική ημερομηνία για την έναρξη της φορολογικής περιόδου που θα εφαρμόζεται για διαφορετικά πρόσωπα ή κατηγορίες προσώπων

(στ) να προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (10) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, ο φόρος που επιβαρύνει την παράδοση των αγαθών θα δηλώνεται και καταβάλλεται από άλλο πρόσωπο και κάτω από τέτοιους όρους ή προϋποθέσεις όπως θα προβλέπεται στους κανονισμούς.

(2) Κανονισμοί που εκδίδονται με βάση το εδάφιο (I) του παρόντος άρθρου μπορούν να περιέχουν διαφορετικές διατάξεις για τη ρύθμιση διαφορετικών περιπτώσεων καθώς και διατάξεις για τη διόρθωση λαθών.

Βεβαίωση του φόρου σε περιπτώσεις μη τήρησης των υποχρεώσεων του υποκείμενου στο φόρο προσώπου

34.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.

(2) Εάν σε οποιαδήποτε περίπτωση και για οποιαδήποτε φορολογική περίοδο πληρώθηκε ή πιστώθηκε προς όφελος οποιουδήποτε προσώπου οποιοδήποτε ποσό με τη μορφή-

(α) Καταβολής ή επιστροφής φόρου ή

(β) οφειλής σ' αυτό δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου, και το ποσό δεν έπρεπε να πληρωθεί ή να πιστωθεί, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό αυτό ως φόρο οφειλόμενο από το πιο πάνω πρόσωπο για την φορολογική περίοδο μέσα στην οποία έγινε η πληρωμή ή η πίστωση και να ειδοποιήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σχετικά με τη βεβαίωση του φόροι).

(3) Οποιοδήποτε ποσό το οποίο-

(α) Πληρώθηκε σε οποιοδήποτε πρόσωπο ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου, αλλά

(β) δεν έπρεπε να πληρωθεί εξαιτίας του ότι κατά το χρόνο της πληρωμής η εγγραφή του προσώπου ακυρώθηκε ή συνέτρεχαν οι λόγοι για την ακύρωσή της σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 17-

τότε το ποσό αυτό μπορεί να βεβαιωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα από την ακύρωση της εγγραφής του εν λόγω προσώπου.

(4) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο να υποβάλει φορολογική δήλωση, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος ή ως σύνδικος πτωχεύσεως ή ως παραλήπτης ή διαχειριστής ή εκκαθαριστής περιουσίας ή ως πρόσωπο που ενεργεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ως αντιπρόσωπος τρίτου προσώπου, παραλείπει να υποβάλει οποιαδήποτε φορολογική δήλωση ή υποβάλλει δήλωση η οποία κατά τη γνώμη του Εφόρου είναι ελλιπής η περιέχει σφάλματα, τότε το εδάφιο (I) του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται ως εάν η αναφορά στον οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό φόρο περιέχει αναφορά σε φόρο οφειλόμενο από το εν λόγω τρίτο πρόσωπο.

(5) Οποιαδήποτε βεβαίωση με βάση τα εδάφια (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου για το ποσό του φόρου που οφείλεται αναφορικά με οποιαδήποτε φορολογική περίοδο πρέπει να γίνεται το αργότερο-

(α) Δύο χρόνια μετά το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου, ή

(β) ένα χρόνο αφότου περιήλθαν σε γνώση του Εφόρου στοιχεία αποδεικτικά των γεγονότων και ικανοποιητικά, κατά την κρίση του, ώστε να δικαιολογείται η πράξη της βεβαίωσης· ο Έφορος όμως μπορεί, εάν περιέλθουν σε γνώση του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία μετά την πιο πάνω βεβαίωση του φόρου, να προβεί σε επιπρόσθετη βεβαίωση, το αργότερο μέσα σ' ένα χρόνο από την ημέρα που περιέρχονται σε γνώση του τα άλλα αυτά αποδεικτικά στοιχεία.

(6) Στις περιπτώσεις όπου το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αποκτά ή εισάγει αγαθά μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης την οποία ασκεί, ο Έφορος έχει εξουσία να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό όπως από καιρό σε καιρό αποδίδει σ' αυτόν λογαριασμό αναφορικά με τα αγαθά αυτά· εάν το εν λόγω πρόσωπο αποτύχει να αποδείξει ότι τα αγαθά έχουν παραδοθεί ή ότι μπορούν να παραδοθούν από το ίδιο ή ότι έχουν απολεσθεί ή καταστραφεί (ή ότι έχουν εξαχθεί από τη Δημοκρατία κατά τρόπο που δε συνιστά παράδοση) τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει, εκτιμώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το ποσό του φόρου με το οποίο θα μπορούσε να επιβαρυνθεί η παράδοση των αγαθών εάν τα αγαθά παρεδίδοντο από το εν λόγω πρόσωπο και να ειδοποιήσει κατάλληλα το πρόσωπο αυτό για το ποσό του οφειλόμενου φόρου.

(7) Όταν οποιοσδήποτε φόρος βεβαιώνεται από τον Έφορο σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2), (3) και (6) πιο πάνω και ειδοποιείται σχετικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως φόρος που οφείλεται και μπορεί να εισπραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν ο Έφορος αποσύρει τη βεβαίωση του φόρου ή αναθεωρήσει το σχετικό ποσό.

Εξουσία του Εφόρου να αξιώνει την κατάθεση εγγύησης και την παρουσίαση εγγράφων

35.—(1) Όταν ο Έφορος προτίθεται να επιτρέψει όπως συγκεκριμένο ποσό θεωρηθεί ως φόρος εισροών ή όπως το ποσό αυτό πληρωθεί στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου, τότε έχει εξουσία να αξιώσει από το πρόσωπο αυτό την παρουσίαση οποιωνδήποτε εγγράφων σχετικών με το φόρο τα οποία δυνατό να του δόθηκαν ή τα οποία θα έπρεπε να έχει στην κατοχή του και, εφόσο ο Έφορος θεωρεί τούτο αναγκαίο για σκοπούς προστασίας των Δημόσιων εσόδων, προτού πραγματοποιήσει την πιο πάνω πληρωμή του φόρου εισροών, να απαιτήσει την κατάθεση από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οποιασδήποτε ικανοποιητικής κατά την κρίση του εγγύησης.

(2) Ο Έφορος μπορεί, για σκοπούς προστασίας των Δημόσιων εσόδων και όταν κρίνει τούτο αναγκαίο ή σκόπιμο, να μην επιτρέψει σε ένα υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο να πραγματοποιεί φορολογητέες παραδόσεις αγαθών ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών, μέχρις ότου το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο καταθέσει εγγύηση η οποία να ικανοποιεί τον Έφορο ότι είναι επαρκής για τη διασφάλιση της πληρωμής οποιουδήποτε φόρου που έχει καταστεί ή είναι δυνατό να καταστεί απαιτητός από το πρόσωπο αυτό.

Ο φόρος επιτρέπεται ως να ήταν χρέος προς τη Δημοκρατία

36. Οποιοδήποτε ποσό οφειλόμενου φόρου το οποίο δεν καταβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εισπράττεται ως να ήταν χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

Υποχρέωση για πληρωμή του φόρου σύμφωνα με το τιμολόγιο

37.—(1) Εάν από το περιεχόμενο του τιμολογίου φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και το ποσό του φόρου που αναλογεί σ' αυτή αναγράφεται στο τιμολόγιο ξεχωριστά, τότε το πρόσωπο το οποίο εξέδωσε το τιμολόγιο οφείλει να καταβάλει στον Έφορο ποσό ίσο με το ποσό που αναγράφεται σ' αυτό ως φόρος ή, εάν το ποσό του φόρου δεν αναγράφεται ξεχωριστά οφείλει να καταβάλει ποσό ίσο με το ποσό που αναλογεί ως φόρος στην εν λόγω παράδοση ή παροχή.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται έστω και αν-

(α) Το τιμολόγιο δεν είναι το φορολογικό τιμολόγιο που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 33·

(β) η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν έχει στην πραγματικότητα πραγματοποιηθεί και ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί· ή

(γ) η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν επιβαρύνετο ή επιβαρύνεται με το ποσό του φόρου που φαίνεται σ' αυτό, ή με οποιοδήποτε ποσό φόρου

(δ) το πρόσωπο που εκδίδει το τιμολόγιο δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, το ποσό δε το οποίο οφείλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο με βάση το παρόν εδάφιο, εάν μεν είναι πράγματι φόρος, εισπράττεται ως φόρος, διαφορετικά εισπράττεται ως να ήταν χρέος προς τη Δημοκρατία.

Πρόσθετη επιβάρυνση και δήμευση αγαθών

38.—(1) Εάν το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αμελεί ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό φόρου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο ο Έφορος απαιτεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή οποιωνδήποτε κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, τότε το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να καταβάλει πρόσθετη επιβάρυνση ίση προς το δέκα τοις εκατόν (10%) του ποσού που αμελεί ή αρνείται να καταβάλει. Σε περίπτωση δε που η αμέλεια ή άρνηση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό, εξακολουθεί πέραν των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία που το ποσό καθίσταται καταβλητέο δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, τότε καταβάλλεται απλούς τόκος προς εννέα τοις εκατόν (9%) κατ' έτος επί παντός οφειλόμενου ποσού περιλαμβανομένης και της πρόσθετης επιβάρυνσης.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, εάν το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο εξακολουθεί να αμελεί ή να αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό που ο Έφορος απαιτεί δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, περιλαμβανομένης και της πρόσθετης επιβάρυνσης και του τόκου που καταβάλλεται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου, και η άρνηση ή παράλειψη εξακολουθεί για διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών από την ημέρα που τα ποσά καθίστανται πληρωτέα, τότε αγαθά αξίας ίσης προς το τριπλάσιο του οφειλόμενου ποσού, που βρίσκονται στην κατοχή ή υπό τη φύλαξη του προσώπου αυτού ή οποιουδήποτε αντιπροσώπου του ή άλλου προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του, υπόκεινται σε δήμευση δυνάμει του παρόντος εδαφίου και δημεύονται μετά από απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου. Οτιδήποτε υπόκειται σε δήμευση δυνάμει των προνοιών του παρόντος άρθρου, μπορεί να κατασχεθεί από τον Έφορο ή από οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο πρόσωπο:

Νοείται ότι μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την ημέρα που ο Έφορος προβαίνει στην κατάσχεση αγαθών ως υποκειμένων σε δήμευση, τα αγαθά λογίζονται κηρυχθέντα σε δήμευση, εκτός αν εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών υποβληθεί στον Έφορο γραπτή αμφισβήτηση ότι τα αγαθά δεν υπόκεινται σε δήμευση.

(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς που να καθορίζουν τη διαδικασία, τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη δήμευση των αγαθών που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, καθώς και για τον καθορισμό των εξουσιών και καθηκόντων του Εφόρου, αναφορικά με την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων.

Τήρηση βιβλίων και αρχείων

39.—(1) Κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να τηρεί βιβλία και αρχεία για σκοπούς εξακρίβωσης των παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιεί ή λαμβάνει, και το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να παρέχει κάθε διευκόλυνση η οποία ήθελε ζητηθεί από τον Έφορο με σκοπό την εξέταση από οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο πρόσωπο οποιωνδήποτε βιβλίων σε μηχανογραφημένη ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή στην οποία δυνατό να τηρούνται.

(2) Τα πιο πάνω βιβλία φυλάττονται από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο για επτά τουλάχιστο χρόνια μετά τη συμπλήρωση των εγγράφων ή των πράξεων οι οποίες αναγράφονται σ* αυτά, εκτός εάν ο Έφορος, με σχετική ειδοποίηση προς τον ενδιαφερόμενο, ορίσει διαφορετικά.

(3) Ο τόπος φύλαξης, το είδος, ο τύπος, ο τρόπος τήρησης και ο χρόνος ενημέρωσης των βιβλίων και αρχείων του εδαφίου (1), καθώς και οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες αναφορικά με το περιεχόμενο και τον έλεγχο τους, καθορίζονται με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4) Αν διαπιστωθεί οποτεδήποτε ότι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δε συμμορφώνεται προς οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτό, ο Έφορος με γνωστοποίηση του καλεί το εν λόγω πρόσωπο να συμμορφωθεί πλήρως προς την εν λόγω διάταξη μέσα σε χρονική περίοδο που καθορίζεται στη γνωστοποίηση. Αν μετά την εκπνοή της εν λόγω περιόδου το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο εξακολουθεί να παραλείπει να συμμορφωθεί, τότε, χωρίς να επηρεάζεται οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, το εν λόγω πρόσωπο οφείλει να καταβάλει στον Έφορο χρηματική επιβάρυνση ύψους £50 για κάθε μήνα ή το μέρος αυτού που διαρκεί η παράλειψη.

Εξουσία του Εφόρου να αξιώνει την παρουσίαση στοιχείων κλπ

40.—(1) Κανονισμοί του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδονται με βάση της διατάξεις του παρόντος άρθρου μπορούν να καθορίζουν ότι τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα είναι υποχρεωμένα να γνωστοποιούν στον Έφορο της ήθελε θεωρηθεί αναγκαίο από τον ίδιο για σκοπούς ενημέρωσης του Μητρώου που τηρείται σύμφωνα με της πρόνοιες του άρθρου 21, τέτοια στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν στη διαφοροποίηση ή μεταβολή των περιστάσεων και συνθηκών που σχετίζονται με τα εν λόγω πρόσωπα ή με την επιχείρηση που ασκούν.

(2) Κάθε πρόσωπο που με οποιαδήποτε ιδιότητα σχετίζεται με την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης ή κάθε πρόσωπο της το οποίο γίνεται τέτοια παράδοση ή παροχή και κάθε πρόσωπο που με οποιαδήποτε ιδιότητα σχετίζεται με την εισαγωγή αγαθών που πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, οφείλει της-

(α) Εφοδιάζει τον Έφορο, εντός χρονικού διαστήματος και με τρόπο που καθορίζεται από τον Έφορο, με τέτοιες πληροφορίες αναφορικά με τα αγαθά ή της υπηρεσίες ή της παραδόσεις αγαθών ή της παροχές υπηρεσιών ή της εισαγωγές της ο Έφορος ήθελε καθορίσει- και

(β) παρουσιάζει για επιθεώρηση και έρευνα κατόπιν απαιτήσεως οποιουδήποτε εξουσιοδοτημένου από τον Έφορο προσώπου, σε χρόνο και σε τόπο που εύλογα καθορίζεται από το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο οποιαδήποτε έγγραφα που σχετίζονται με τα αγαθά ή της υπηρεσίες ή της παραδόσεις ή παροχές ή της εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων ή αρχείων που τηρούνται με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου.

(3) Της περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) πιο πάνω, το εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο πρόσωπο έχει εξουσία να απαιτεί την προσκόμιση των εις το εδάφιο (2) αναφερόμενων εγγράφων από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αν πιστεύει ότι τέτοια έγγραφα βρίσκονται στην κατοχή του άλλου προσώπου, σε περίπτωση δε που το άλλο πρόσωπο ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα επίσχεσης επί των εγγράφων, τότε η προσκόμιση των εγγράφων γίνεται χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμα επίσχεσης.

(4) Για της σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «έγγραφα» περιλαμβάνει της λογαριασμούς κερδοζημιών και της ισολογισμούς που σχετίζονται με την επιχείρηση.

(5) Το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο έχει εξουσία να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα από οποιαδήποτε έγγραφα που προσκομίζονται σ’ αυτό σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) πιο πάνω.

(6) Το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο μπορεί, αν θεωρήσει τούτο αναγκαίο, να παραλάβει σε λογική ώρα και να κατακρατήσει για εύλογο χρονικό διάστημα οποιαδήποτε έγγραφα που προσκομίζονται σ’ αυτό με βάση τα εδάφια (2) και (3) πιο πάνω, σε περίπτωση δε που τα έγγραφα είναι βεβαρυμένα με δικαίωμα επίσχεσης, τότε η παραλαβή και κατακράτησή της από το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δε θεωρείται ότι παραβιάζει το δικαίωμα επίσχεσης· αν του ζητηθεί το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο εκδίδει απόδειξη παραλαβής και κατακράτησης των εγγράφων.

(7) Σε περίπτωση που έγγραφα έχουν παραληφθεί και κατακρατηθεί με βάση της διατάξεις του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, και εύλογα τα έγγραφα αυτά είναι αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή της επιχείρησης, το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο οφείλει, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, να παραδώσει αντίγραφα χωρίς οποιαδήποτε χρέωση στο πρόσωπο που παρέδωσε τα εν λόγω έγγραφα.

(8) Αν διαπιστωθεί οποτεδήποτε ότι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δε συμμορφώνεται με οποιεσδήποτε από της διατάξεις των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση το εδάφιο (1) ή της οποιαδήποτε από της διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ο Έφορος με γνωστοποίηση του καλεί το εν λόγω πρόσωπο να συμμορφωθεί πλήρως της την εν λόγω διάταξη μέσα σε χρονική περίοδο που καθορίζεται στη γνωστοποίηση. Αν μετά την εκπνοή της περιόδου της το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται, τότε, χωρίς να επηρεάζεται οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, το εν λόγω πρόσωπο οφείλει να καταβάλει στον Έφορο χρηματική επιβάρυνση ύψους £50 για κάθε μήνα ή το μέρος αυτού που διαρκεί η παράλειψη.

Παραλαβή δειγμάτων

41.—(1) Ο Έφορος ή οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο μπορεί, οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο για σκοπούς προστασίας των Δημόσιων εσόδων από ενδεχόμενο λάθος ή παράνομη ενέργεια, να ζητήσει και παραλάβει δείγματα από τα αγαθά που βρίσκονται στην κατοχή οποιουδήποτε προσώπου που πραγματοποιεί παραδόσεις αγαθών, με σκοπό να εξετάσει και υπολογίσει ποια πρέπει να είναι ή να ήταν η ορθή από απόψεως φόρου μεταχείριση των αγαθών αυτών.

(2) Για οποιοδήποτε δείγμα το οποίο παραλαμβάνεται με βάση το εδάφιο (1) και δεν επιστρέφεται μέσα σε εύλογο χρόνο από την παραλαβή του, καταβάλλεται από τον Έφορο ως αποζημίωση ποσό ίσα με την τιμή χονδρικής πώλησης αγαθού αντίστοιχου με το δείγμα.

Εξουσία για έρευνα

42.—(1) Για την άσκηση οποιωνδήποτε εξουσιών που του παρέχονται από τον παρόντα Νόμο, ο Έφορος ή οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο μπορεί σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο να εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά ή τόπο, εξαιρουμένων των κατοικιών, που χρησιμοποιούνται σε σχέση με την άσκηση επιχείρησης.

(2) Εάν ο Έφορος ή οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιαδήποτε υποστατικά ή τόπος, εξαιρουμένων των κατοικιών, χρησιμοποιούνται σε σχέση με φορολογητέες παραδόσεις αγαθών ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών, μπορεί να εισέλθει σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο και να επιθεωρήσει τα υποστατικά ή τον τόπο καθώς και οποιαδήποτε αγαθά ή έγγραφα που θα ανευρεθούν σ’ αυτά.

(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη εξουσία που παραχωρείται από τον παρόντα Νόμο εφόσο υπάρχει εύλογη υποψία ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα σχετικό με το φόρο, σε οποιαδήποτε υποστατικά ή τόπο, εξαιρουμένων των κατοικιών, ή ότι υπάρχει εκεί απόδειξη διαπράξεως τέτοιου αδικήματος, οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο πρόσωπο μπορεί να εισέλθει στα υποστατικά ή τον τόπο κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε λογικού χρόνου και να τα ερευνήσει.

(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου ή οποιασδήποτε της εξουσίας που παραχωρείται από τον παρόντα Νόμο, αν Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου πεισθεί από ένορκη καταγγελία κάποιου εξουσιοδοτημένου από τον Έφορο προσώπου ότι υπάρχει εύλογη υποψία της προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, μπορεί με ένταλμα που φέρει την υπογραφή του και που παρέχεται σε οποιαδήποτε ημέρα, να εξουσιοδοτήσει το πρόσωπο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο που κατονομάζεται στο ένταλμα να εισέλθει και να ερευνήσει τα υποστατικά ή τον τόπο που κατονομάζεται στο ένταλμα.

(5) Ο Έφορος ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εισέρχεται σε υποστατικά ή τόπο δυνάμει των εδαφίων (3) ή (4) πιο πάνω μπορεί-

(α) Να κατάσχει και να μετακινήσει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα αντικείμενα που βρίσκονται στα υποστατικά ή τον τόπο για τα οποία πιστεύει ότι μπορεί να χρειαστούν ως απόδειξη για της σκοπούς οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας, και

(β) να ερευνήσει ή να προκαλέσει την έρευνα οποιουδήποτε προσώπου που βρίσκεται στα υποστατικά ή τον τόπο, για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι έχει στην κατοχή του τέτοια έγγραφα ή άλλα αντικείμενα- η έρευνα οποιασδήποτε γυναίκας με βάση την παρούσα παράγραφο διενεργείται μόνο από γυναίκα.

(6) Πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία με βάση το παρόν άρθρο να εισέλθει σε υποστατικά μπορεί να χρησιμοποιήσει τόση βία όση είναι εύλογα αναγκαία για την άσκηση της εξουσίας της.

Εφαρμογή Τελωνειακών Νομοθετημάτων

43.—(1) Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή των κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, ο περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1967, και οποιοσδήποτε της Νόμος ή κανονισμός ή διάταγμα που αφορά γενικά την επιβολή δασμών και φόρων καταναλώσεως σε εισαγόμενα αγαθά, θα εφαρμόζεται με τέτοιες εξαιρέσεις ή προσαρμογές, της με κανονισμούς ήθελε καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο, ως εάν όλα τα αγαθά που εισάγονται στη Δημοκρατία επιβαρύνονται με Τελωνειακούς Δασμούς ή Φόρους Καταναλώσεως και ως εάν της εν λόγω δασμούς ή φόρους περιλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας, ο οποίος επιβάλλεται κατά την εισαγωγή των αγαθών.

(2) Για της σκοπούς του παρόντος Νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 10 και 11 και του Τετάρτου και του Πέμπτου Πίνακα του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1989.

Οι Κρατικές Αρχές και οι Αρχές Τοπικής Διοίκησης

44.—(1) Οι Κρατικές Αρχές και οι Αρχές Τοπικής Διοίκησης δε θεωρούνται υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα για της παραδόσεις αγαθών και της παροχές υπηρεσιών που ενεργούν κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, έστω και αν εισπράττουν τέλη, δικαιώματα ή εισφορές.

(2) Ανεξάρτητα από της διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου οπωσδήποτε θεωρούνται ως υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα για της παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV του παρόντος Νόμου και οι εν λόγω παραδόσεις ή παροχές επιβαρύνονται με το φόρο ως εάν επραγματοποιούντο από άλλα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα.

(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς με βάση της οποίους-

(α) Να ρυθμίζονται οι διαδικασίες είσπραξης και καταβολής του φόρου ο οποίος επιβάλλεται με βάση της πρόνοιες του παρόντος άρθρου·

(β) να τροποποιείται ο Πίνακας του Παραρτήματος IV με την προσθήκη σ’ αυτό ή τη διαγραφή από αυτό περιπτώσεων παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών όταν το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει τούτο αναγκαίο για σκοπούς αποφυγής άνισου ανταγωνισμού με άλλα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα· και

(γ) να ρυθμίζονται οποιεσδήποτε της λεπτομέρειες αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. (4) Στο παρόν άρθρο-

«κρατική αρχή» σημαίνει οποιοδήποτε Υπουργείο ή οποιαδήποτε υπηρεσία υπαγόμενη σε Υπουργείο καθώς και οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία της Δημοκρατίας οι δαπάνες λειτουργίας της οποίας προβλέπονται της προϋπολογισμούς της Δημοκρατίας·

«αρχή τοπικής διοίκησης» σημαίνει δήμο, συμβούλιο βελτιώσεως ή χωριτική επιτροπή και περιλαμβάνει οποιοδήποτε τμήμα, υπηρεσία, ίδρυμα, σχολή ή άλλο οργανισμό που υπάγεται σ’ αυτή.

Οργανισμοί Δημόσιου Δίκαιου

45.—(1) Οι Οργανισμοί Δημόσιου Δικαίου δε θεωρούνται υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα, για της παραδόσεις αγαθών και της παροχές υπηρεσιών που διενεργούν κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, έστω και αν εισπράττουν τέλη, δικαιώματα ή εισφορές.

(2) Ανεξάρτητα από της διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) πιο πάνω έχουν οπωσδήποτε την ιδιότητα του υποκειμένου στο φόρο, για της παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που απαριθμούνται στο Παράρτημα V του παρόντος Νόμου.

(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς με βάση της οποίους:

(α) Να ρυθμίζονται οι διαδικασίες είσπραξης και καταβολής του φόρου ο οποίος επιβάλλεται με βάση της πρόνοιες του παρόντος άρθρου·

(β) να τροποποείται το Παράρτημα V με την προσθήκη σ’ αυτό ή τη διαγραφή από αυτό περιπτώσεων παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών όταν το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει τούτο αναγκαίο για σκοπούς αποφυγής άνισου ανταγωνισμού με άλλα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα, και

(γ) να ρυθμίζονται οποιεσδήποτε της λεπτομέρειες αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

(4) Στο παρόν άρθρο-

«Οργανισμός Δημόσιου Δικαίου» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημόσιου δικαίου που ιδρύθηκε ή ιδρύεται με νόμο της το δημόσιο συμφέρον, των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία.

Αντιπρόσωποι κλπ

46.—(1) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ευθύνεται για την καταβολή φόρου, ή στα οποίο έχουν επιβληθεί οποιεσδήποτε υποχρεώσεις με βάση τον παρόντα Νόμο, δεν είναι μόνιμος κάτοικος της Δημοκρατίας, τότε ο Έφορος μπορεί, αφού επιδώσει γραπτή ειδοποίηση σε οποιοδήποτε αντιπρόσωπο, διευθυντή ή παράγοντα ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος της Δημοκρατίας και έχει ενεργήσει εκ μέρους του προσώπου αυτού αναφορικά με ζητήματα για τα οποία το εν λόγω πρόσωπο ευθύνεται, ή για τα οποία είχαν επιβληθεί οι υποχρεώσεις, να ορίσει της ο μόνιμος της κάτοικος της Δημοκρατίας αναλάβει ο της της ευθύνες αναφορικά με την καταβολή του φόρου ή την εκτέλεση οποιασδήποτε από της επιβληθείσες υποχρεώσεις.

(2) Για της σκοπούς του παρόντος Νόμου, αγαθά που εισάγονται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο και παραδίδονται από το ίδιο με την ιδιότητά του ως αντιπρόσωπος άλλου προσώπου το οποίο δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, μπορούν να θεωρούνται ως αγαθά που εισάγονται και παραδίδονται από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο με την ιδιότητά του ως αντιπροσωπευόμενος.

(3) Για της σκοπούς του εδαφίου (2), οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν είναι μόνιμος κάτοικος της Δημοκρατίας και το μέρος στο οποίο ασκεί κατά κύριο λόγο την επιχείρησή του βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, μπορεί να τυγχάνει μεταχείρισης ως μη υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο εφόσο δεν είναι υποχρεωμένο να εγγραφεί με βάση τον παρόντα Νόμο.

(4) Σε περιπτώσεις όπου η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών πραγματοποιείται μέσω αντιπροσώπου ο οποίος ενεργεί για το σκοπό αυτό με το όνομά του, χωρίς να χρησιμοποιείται το όνομα του αντιπροσωπευομένου, ο Έφορος μπορεί, εφόσο κρίνει τούτο σκόπιμο, να θεωρήσει ότι η εν λόγω παράδοση ή παροχή πραγματοποιήθηκε της και από τον αντιπρόσωπο.

(5) Ανεξάρτητα από της προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Έφορος μπορεί να θεωρεί, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ως υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, οποιοδήποτε πρόσωπο που ασκεί την επιχείρηση οποιουδήποτε υποκειμένου στο φόρο προσώπου που έχει πτωχεύσει ή αποθάνει ή που έχει καταστεί ανίκανο για δικαιοπραξία.

(6) Η αναφορά στο εδάφιο (5) πιο πάνω σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που έχει πτωχεύσει ή έχει καταστεί ανίκανο για δικαιοπραξία πρέπει να ερμηνεύεται, σε σχέση με οποιαδήποτε εταιρεία, ως αναφορά στην κατάσταση της εταιρείας όταν αυτή βρίσκεται υπό εκκαθάριση ή όταν έχει εκδοθεί εναντίον της διάταγμα παραλαβής.