Βεβαίωση του φόρου σε περιπτώσεις μη τήρησης των υποχρεώσεων του υποκείμενου στο φόρο προσώπου

34.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.

(2) Εάν σε οποιαδήποτε περίπτωση και για οποιαδήποτε φορολογική περίοδο πληρώθηκε ή πιστώθηκε προς όφελος οποιουδήποτε προσώπου οποιοδήποτε ποσό με τη μορφή-

(α) Καταβολής ή επιστροφής φόρου ή

(β) οφειλής σ' αυτό δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου, και το ποσό δεν έπρεπε να πληρωθεί ή να πιστωθεί, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό αυτό ως φόρο οφειλόμενο από το πιο πάνω πρόσωπο για την φορολογική περίοδο μέσα στην οποία έγινε η πληρωμή ή η πίστωση και να ειδοποιήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σχετικά με τη βεβαίωση του φόροι).

(3) Οποιοδήποτε ποσό το οποίο-

(α) Πληρώθηκε σε οποιοδήποτε πρόσωπο ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου, αλλά

(β) δεν έπρεπε να πληρωθεί εξαιτίας του ότι κατά το χρόνο της πληρωμής η εγγραφή του προσώπου ακυρώθηκε ή συνέτρεχαν οι λόγοι για την ακύρωσή της σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 17-

τότε το ποσό αυτό μπορεί να βεβαιωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα από την ακύρωση της εγγραφής του εν λόγω προσώπου.

(4) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο να υποβάλει φορολογική δήλωση, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος ή ως σύνδικος πτωχεύσεως ή ως παραλήπτης ή διαχειριστής ή εκκαθαριστής περιουσίας ή ως πρόσωπο που ενεργεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ως αντιπρόσωπος τρίτου προσώπου, παραλείπει να υποβάλει οποιαδήποτε φορολογική δήλωση ή υποβάλλει δήλωση η οποία κατά τη γνώμη του Εφόρου είναι ελλιπής η περιέχει σφάλματα, τότε το εδάφιο (I) του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται ως εάν η αναφορά στον οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό φόρο περιέχει αναφορά σε φόρο οφειλόμενο από το εν λόγω τρίτο πρόσωπο.

(5) Οποιαδήποτε βεβαίωση με βάση τα εδάφια (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου για το ποσό του φόρου που οφείλεται αναφορικά με οποιαδήποτε φορολογική περίοδο πρέπει να γίνεται το αργότερο-

(α) Δύο χρόνια μετά το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου, ή

(β) ένα χρόνο αφότου περιήλθαν σε γνώση του Εφόρου στοιχεία αποδεικτικά των γεγονότων και ικανοποιητικά, κατά την κρίση του, ώστε να δικαιολογείται η πράξη της βεβαίωσης· ο Έφορος όμως μπορεί, εάν περιέλθουν σε γνώση του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία μετά την πιο πάνω βεβαίωση του φόρου, να προβεί σε επιπρόσθετη βεβαίωση, το αργότερο μέσα σ' ένα χρόνο από την ημέρα που περιέρχονται σε γνώση του τα άλλα αυτά αποδεικτικά στοιχεία.

(6) Στις περιπτώσεις όπου το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αποκτά ή εισάγει αγαθά μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης την οποία ασκεί, ο Έφορος έχει εξουσία να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό όπως από καιρό σε καιρό αποδίδει σ' αυτόν λογαριασμό αναφορικά με τα αγαθά αυτά· εάν το εν λόγω πρόσωπο αποτύχει να αποδείξει ότι τα αγαθά έχουν παραδοθεί ή ότι μπορούν να παραδοθούν από το ίδιο ή ότι έχουν απολεσθεί ή καταστραφεί (ή ότι έχουν εξαχθεί από τη Δημοκρατία κατά τρόπο που δε συνιστά παράδοση) τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει, εκτιμώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το ποσό του φόρου με το οποίο θα μπορούσε να επιβαρυνθεί η παράδοση των αγαθών εάν τα αγαθά παρεδίδοντο από το εν λόγω πρόσωπο και να ειδοποιήσει κατάλληλα το πρόσωπο αυτό για το ποσό του οφειλόμενου φόρου.

(7) Όταν οποιοσδήποτε φόρος βεβαιώνεται από τον Έφορο σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2), (3) και (6) πιο πάνω και ειδοποιείται σχετικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως φόρος που οφείλεται και μπορεί να εισπραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν ο Έφορος αποσύρει τη βεβαίωση του φόρου ή αναθεωρήσει το σχετικό ποσό.