Ασυμβίβαστο

14.-(1) Για σκοπούς συμμόρφωσης με το σκοπό του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο κατέχει την ιδιότητα του αθλητή ή αθλητικού παράγοντα δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνει, ενεργεί ή συντρέχει στο πρόσωπο του οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες, δραστηριότητες ή ιδιότητες:

(α) Να αναλαμβάνει την εκπροσώπηση ή την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε αθλητές,

(β) να κατέχει άδεια αποδέκτη ή άδεια εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό,

(γ) να συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με πρόσωπο που δραστηριοποιείται επαγγελματικά ή συστηματικά με το στοίχημα και/ή αθλητικά γεγονότα ή έχει την εν λόγω δραστηριότητα ως πάρεργο:

Νοείται ότι οι απαγορεύσεις των διατάξεων του εδαφίου (1), ισχύουν και για τους συζύγους, κατιόντες, ανιόντες και συγγενείς μέχρι δευτέρου βαθμού των προσώπων που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο.

(2) Κάθε πρόσωπο που κατέχει την ιδιότητα του αθλητή ή αθλητικού παράγοντα, πριν από την αποδοχή οποιουδήποτε αξιώματος, θέσης η ιδιότητας σχετικά με τον αθλητισμό, οφείλει να προβαίνει σε γραπτή δήλωση προς το όργανο που τον διορίζει αναφορικά με οποιοδήποτε τυχόν υφιστάμενο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ασυμβίβαστο και, σε περίπτωση διαπίστωσης ασυμβιβάστου, το εν λόγω πρόσωπο, δεν επιτρέπεται να αποδεχθεί το προσφερόμενο σ’ αυτό αξίωμα ή θέση ή ιδιότητα, εκτός αν προηγουμένως προβεί σε γραπτή δήλωση ανάληψης δέσμευσης για παραίτηση ή τερματισμό, εντός εύλογου χρόνου, από τη συγκεκριμένη οικονομική συναλλαγή, σχέση ή ιδιότητα που αποτελεί ασυμβίβαστο.

(3) Παράλειψη δήλωσης του ασυμβιβάστου ή παράλειψη μη εκπλήρωσης της ανειλημμένης δέσμευσης παραίτησης ή τερματισμού του, μετά από διαπίστωση ασυμβιβάστου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), αποτελεί ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, νόμιμη αιτία για το διορίζον όργανο να ανακαλέσει ή τερματίσει το συγκεκριμένο διορισμό.

(4) Πρόσωπο που παραβιάζει τις διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€75.000) ή και στις δύο (2) αυτές ποινές.