Ερμηνεία για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Μέρους

356.-(1) Για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Μέρους, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αμοιβή» σημαίνει προμήθεια, τέλος, επιβάρυνση ή άλλη πληρωμή, συμπεριλαμβανομένου κάθε είδους οικονομικού οφέλους ή οποιουδήποτε άλλου χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους ή κινήτρου, που προτείνεται ή παρέχεται σε σχέση με τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων·

«αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από την αντασφαλιστική επιχείρηση ή τους υπαλλήλους της,  το οποίο αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή τη δραστηριότητα διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων·

«ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, αλλά δεν περιλαμβάνει ασφαλιστική επιχείρηση, τους υπαλλήλους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή·

«ασφαλιστικός διαμεσολαβητής που ασκεί ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση» ή «δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του άρθρου 371˙

«διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων» σημαίνει ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή  ή ασφαλιστική επιχείρηση·

«διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων» σημαίνει τις  δραστηριότητες παροχής συμβουλών, πρότασης ή διενέργειας εργασιών προπαρασκευής για τη σύναψη συμβάσεων αντασφάλισης, τις δραστηριότητες σύναψής τους ή τις  δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση που γεννηθεί αξίωση, περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται από αντασφαλιστική επιχείρηση χωρίς την παρέμβαση αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή·

«διανομή ασφαλιστικών προϊόντων» σημαίνει τις  δραστηριότητες παροχής συμβουλών, πρότασης, διενέργειας εργασιών προπαρασκευής, για τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης, τις  δραστηριότητες σύναψής τους ή τις  δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση που γεννηθεί αξίωση, περιλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών σχετικά με μία ή περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις, βάσει κριτηρίων που επιλέγονται από τον πελάτη μέσω ιστότοπου ή άλλου μέσου και την παροχή καταλόγου κατάταξης ασφαλιστικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της σύγκρισης των τιμών και των προϊόντων, ή την  παροχή έκπτωσης επί της τιμής ασφαλιστικής σύμβασης, όταν ο πελάτης είναι σε θέση να συνάψει, άμεσα ή έμμεσα, ασφαλιστική σύμβαση χρησιμοποιώντας ιστότοπο ή άλλο μέσο·

«διευθύνων» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο στη διοικητική δομή νομικού προσώπου για τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων∙

«επενδυτικό προϊόν βασιζόμενο σε ασφάλιση» ή «βασιζόμενο σε ασφάλιση επενδυτικό προϊόν» σημαίνει ασφαλιστικό προϊόν που έχει αξία κατά την ημερομηνία λήξης ή αξία εξαγοράς  και, η αξία κατά την ημερομηνία λήξης ή η αξία εξαγοράς είναι συνολικά ή μερικώς εκτεθειμένη, άμεσα ή έμμεσα, σε διακυμάνσεις της αγοράς, αλλά δεν περιλαμβάνονται:

(α) ασφαλιστικά προϊόντα του κλάδου ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως ορίζονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παρατήματος (Κλάδοι ασφάλισης Γενικής Φύσεως)˙

(β) προϊόντα κλάδου ασφάλισης ζωής, όπου τα οφέλη από τη σύμβαση είναι πληρωτέα μόνο σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας λόγω τραυματισμού, ασθένειας ή αναπηρίας·

(γ) συνταξιοδοτικά προϊόντα για τα οποία, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, έχει αναγνωριστεί ότι έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την παροχή εισοδήματος στον επενδυτή κατά τη συνταξιοδότησή του και δίνουν στον επενδυτή το δικαίωμα σε ορισμένες παροχές·

(δ) επίσημα αναγνωρισμένα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων άλλων Μερών του  παρόντος Νόμου∙

(ε) ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα για τα οποία απαιτείται με βάση το κυπριακό δίκαιο, περιλαμβανομένου του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, χρηματοδοτική συνεισφορά του εργοδότη και στα οποία ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης δεν έχει δυνατότητα επιλογής ως προς το συνταξιοδοτικό προϊόν ή τον πάροχο˙

«επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης τρίτης χώρας» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων σε τρίτη χώρα στην οποία διαμένει ή έχει την έδρα του, ανάλογα με την περίπτωση, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001» σημαίνει την πράξη της Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών»∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2016/2227 της Επιτροπής της 9ης Δεκεμβρίου 2016∙

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει-

(α) σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει·

(β) σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, σε περίπτωση που δεν υφίσταται καταστατική έδρα δυνάμει του εθνικού δικαίου που το διέπει, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής έχει μόνιμη παρουσία ή εγκατάσταση ή παρέχει υπηρεσίες και το οποίο δεν είναι το κράτος μέλος καταγωγής του·

«κύριος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας» σημαίνει  τον τόπο από τον οποίο ασκείται η διοίκηση επί της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας·

«Μητρώο» σημαίνει οποιοδήποτε από τα Μητρώα που προβλέπονται στο άρθρο 383·

«μόνιμο μέσο» σημαίνει κάθε εργαλείο  το οποίο-

(α)παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτές μελλοντικά, για επαρκές χρονικό διάστημα για τους σκοπούς των πληροφοριών∙ και

(β)επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών∙

«Οδηγία (ΕΕ) 2016/97» σημαίνει την πράξη της Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (αναδιατύπωση)»∙

«συμβουλή» σημαίνει την παροχή προσωπικής σύστασης σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήματός του είτε με πρωτοβουλία του διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων, σε σχέση με μία ή περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις·

«υποκατάστημα» σημαίνει πρακτορείο ή υποκατάστημα διαμεσολαβητή, ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος καταγωγής του.

(2) Για σκοπούς ερμηνείας των όρων «διανομή ασφαλιστικών προϊόντων» και «διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων», οι ακόλουθες δραστηριότητες δεν θεωρούνται διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων:

(α) Η περιστασιακή παροχή πληροφοριών στο πλαίσιο άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας, σε περίπτωση που-

(i) ο πάροχος δεν λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να βοηθήσει στη σύναψη ή στην εκτέλεση ασφαλιστικής σύμβασης,

(ii) σκοπός της δραστηριότητας δεν είναι η παροχή βοήθειας στον πελάτη για τη σύναψη ή την εκτέλεση αντασφαλιστικής σύμβασης∙

(β) η κατ’ επάγγελμα διαχείριση των αξιώσεων ασφαλιστικής επιχείρησης ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ο διακανονισμός ζημιών και η εκτίμηση των ζημιών από εμπειρογνώμονα·

(γ) η απλή παροχή δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με τους δυνητικούς ασφαλισμένους στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, σε περίπτωση που ο πάροχος δεν λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να βοηθήσει στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης·

(δ) η απλή παροχή πληροφοριών σχετικά με τα ασφαλιστικά ή αντασφαλιστικά προϊόντα ή τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή την ασφαλιστική επιχείρηση ή την αντασφαλιστική επιχείρηση στους δυνητικούς ασφαλισμένους,  σε περίπτωση που  ο πάροχος δεν λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να βοηθήσει στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης.