Ερμηνεία

2.(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αδέλφια» σημαίνει όσα αδέλφια προέρχονται από τους ίδιους γονείς ή από κοινό πατέρα ή μητέρα και περιλαμβάνει προγονούς, τέκνα γεννηθέντα εκτός γάμου, καθώς και νόμιμα υιοθετημένα τέκνα των γονέων:

Νοείται ότι, από τα αδέλφια που γεννήθηκαν την ίδια ημερομηνία, μεγαλύτερος είναι αυτός που γεννήθηκε πρώτος·

«ανήλικο τέκνο» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του, αλλά δεν περιλαμβάνει έγγαμο πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει την εν λόγω ηλικία·

«ανυπότακτος» σημαίνει κάθε στρατεύσιμο ή έφεδρο που καλείται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, για εκπλήρωση υποχρέωσης στρατιωτικής υπηρεσίας στη Δύναμη, ο οποίος δεν προσέρχεται για κατάταξη ή υπηρεσία, ανάλογα με την περίπτωση, εντός της καθοριζόμενης ημερομηνίας ή προθεσμίας και "ανυποταξία" ερμηνεύεται ανάλογα·

«αξιωματικός με σύμβαση» σημαίνει πρόσωπο που προσλαμβάνεται στη Δύναμη δυνάμει των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 6 ·

«Αρχηγός» σημαίνει τον Αρχηγό της Δύναμης, που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 10·

«Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς» ή «Γ.Ε.Ε.Φ.» σημαίνει το Επιτελείο της Δύναμης, με την ανώτατη διοίκηση της Δύναμης, του οποίου προΐσταται ο Αρχηγός·

«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«δημόσιος υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 μέχρι 2009, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

«Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός» σημαίνει πρόσωπο που υπηρετεί στη Δύναμη για εκπλήρωση της υποχρέωσης θητείας του, το οποίο αποφοίτησε από Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του εσωτερικού ή του εξωτερικού και τελεί υπό δοκιμασία, προκειμένου να του απονεμηθεί ο βαθμός του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού και το οποίο εκτελεί τα καθήκοντα του εν λόγω βαθμού·

«Δύναμη» σημαίνει την Εθνική Φρουρά της Δημοκρατίας που δημιουργήθηκε με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί της Εθνικής Φρουράς Νόμου του 1964, η οποία περιέχεται στο Διάταγμα με αριθμό 130 που δημοσιεύθηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας με αριθμό 321, ημερομηνίας 4.6.1964·

«έγγραφο επιστράτευσης» περιλαμβάνει Ειδικό Φύλλο Πορείας (Ε.Φ.Π.), Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης (Φ.Α.Π.) και οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο·

«εθελοντής» σημαίνει πρόσωπο που κατατάσσεται εθελοντικά στη Δύναμη για εκπλήρωση της υποχρέωσης θητείας του, δυνάμει των εδαφίων 2(β) και (3) του άρθρου 28·

«εθνοφρουρός» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο που υπηρετεί στη Δύναμη για εκπλήρωση της υποχρέωσης θητείας του, ανεξάρτητα από το βαθμό που φέρει·

«εθνοφύλακας» σημαίνει πρόσωπο που υπηρετεί σε μονάδα της Εθνοφυλακής της Δύναμης, σύμφωνα με το άρθρο 44·

«Εθνοφυλακή» αποτελεί μέρος της εφεδρείας της Δύναμης, σύμφωνα με το άρθρο 44·

«ειδική στρατιωτική θητεία» σημαίνει τη θητεία που εκπληρώνεται στη Δύναμη από εθνοφρουρό, όπως προνοείται στο εδάφιο (4) του άρθρου 19 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 38·

«εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία που εκπληρώνεται από πρόσωπο που αναγνωρίζεται ως αντιρρησίας συνείδησης, όπως προνοείται στο εδάφιο (2) του άρθρου 49·

«εναλλακτική στρατιωτική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία που εκπληρώνεται από πρόσωπο που αναγνωρίζεται ως αντιρρησίας συνείδησης, όπως προνοείται στο εδάφιο (1) του άρθρου 49·

«εφεδρεία» σημαίνει την εφεδρεία της Δύναμης και περιλαμβάνει και την Εθνοφυλακή, όπως προνοείται στα άρθρα 43 και 44, αντίστοιχα·

«έφεδρος» σημαίνει κάθε πρόσωπο, το οποίο ανήκει στην εφεδρεία της Δύναμης, σύμφωνα με το άρθρο 43·

«θητεία» σημαίνει τη θητεία στη Δύναμη, όπως προνοείται στο άρθρο 19·

«μέλος της Δύναμης» σημαίνει οποιοδήποτε στρατιωτικό προσωπικό που υπηρετεί στη Δύναμη, ανεξάρτητα από το βαθμό και την ιδιότητα που έχει·

«Μονάδα» σημαίνει αυτοτελές τμήμα της Δύναμης, το οποίο, με βάση την οργάνωσή του, χρησιμοποιεί δική του σφραγίδα και αλληλογραφεί με άλλα τμήματα της Δύναμης·

«μόνιμος κάτοικος εξωτερικού» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου·

«οικογένεια» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου·

«οπλίτης» σημαίνει κάθε πρόσωπο, το οποίο υπηρετεί στη Δύναμη για εκπλήρωση της υποχρέωσης στρατιωτικής υπηρεσίας του, αλλά δεν περιλαμβάνει Δόκιμο Έφεδρο Αξιωματικό, Έφεδρο Ανθυπολοχαγό, έφεδρο αξιωματικό και επίκουρο αξιωματικό·

«οπλίτης με σύμβαση» σημαίνει πρόσωπο που προσλαμβάνεται στη Δύναμη δυνάμει των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 6·

«πολίτης της Δημοκρατίας» σημαίνει πρόσωπο που είναι πολίτης της Δημοκρατίας σύμφωνα με τους περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμους του 2002 έως (Αρ. 2) του 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

«πραγματική θητεία» σημαίνει το χρονικό διάστημα της θητείας που εκπληρώθηκε για συμπλήρωση της κατά περίπτωση υποχρέωσης θητείας, αν από τη συνολική διάρκειά της, αφαιρεθεί το χρονικό διάστημα των ειδικών καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40·

«προσωρινό απολυτήριο» σημαίνει το απολυτήριο που χορηγείται σε εθνοφρουρό, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 41, ο οποίος δεν έχει εκπληρώσει ή συμπληρώσει τη διάρκεια της θητείας του στη Δύναμη και ο οποίος, εάν εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους του χορηγήθηκε το προσωρινό απολυτήριο, υποχρεούται να επανακαταταγεί στη Δύναμη για εκπλήρωση ή συμπλήρωση της θητείας του, ανάλογα με την περίπτωση·

«στέλεχος» σημαίνει -

(α) κάθε Αξιωματικό, Υπαξιωματικό, Εθελοντή Υπαξιωματικό και Εθελοντή Πενταετούς Υποχρεώσεως του Στρατού, που υπηρετεί με απόσπαση στη Δύναμη δυνάμει των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 1990 μέχρι 2006, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

(β) οποιοδήποτε αξιωματικό και υπαξιωματικό, που τοποθετείται στη Δύναμη δυνάμει του άρθρου 15·

(γ) οποιοδήποτε Δόκιμο Έφεδρο Αξιωματικό και Έφεδρο Ανθυπολοχαγό, που υπηρετεί στη Δύναμη για εκπλήρωση της υποχρέωσης θητείας του, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο· και

(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο, που προσλαμβάνεται στη Δύναμη δυνάμει των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 6, στο οποίο απονέμεται ο ειδικός βαθμός του επίκουρου αξιωματικού ή υπαξιωματικού δυνάμει του άρθρου 17·

«στρατεύσιμος» σημαίνει κάθε πρόσωπο που υπέχει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, υποχρέωση εκπλήρωσης θητείας στη Δύναμη και, "υποχρέωση για στράτευση" ερμηνεύεται ανάλογα·

«στρατολογική κλάση» σημαίνει τον αριθμό που προκύπτει από την πρόσθεση του αριθμού δεκαοκτώ (18) στο έτος γέννησης, με το οποίο ο κάθε πολίτης της Δημοκρατίας είναι εγγεγραμμένος στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών·

«Στρατός» σημαίνει το Στρατό της Δημοκρατίας, με την έννοια που αποδίδεται στο όρο αυτό δυνάμει των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 1990 μέχρι 2006, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

«σωματική ικανότητα» σημαίνει την κατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας στρατεύσιμου, εθνοφρουρού, εφέδρου, ή αντιρρησία συνείδησης που εκπληρώνει εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία·

«τέκνα» σημαίνει όσα γεννήθηκαν από γάμο ή χωρίς γάμο, όσα νομιμοποιήθηκαν ή αναγνωρίσθηκαν, καθώς και όσα υιοθετήθηκαν πριν από την ενηλικίωσή τους ή μετά την ενηλικίωσή τους, εφόσον είναι τέκνα ενός των υιοθετούντων·

«υπαξιωματικός με σύμβαση» σημαίνει πρόσωπο που προσλαμβάνεται στη Δύναμη δυνάμει των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 6 ·

«Υπαρχηγός» σημαίνει τον Υπαρχηγό της Δύναμης, που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 10·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Άμυνας·

«φορέας του δημόσιου τομέα» σημαίνει τη δημόσια υπηρεσία, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 μέχρι 2009, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίσταται, και περιλαμβάνει τοπική αρχή, καθώς και οργανισμό ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου·

«Φρουρά» σημαίνει γεωγραφική περιοχή στο έδαφος της Δημοκρατίας, τα όρια της οποίας καθορίζονται με απόφαση του Αρχηγού, για σκοπούς τοποθετήσεων και μεταθέσεων των εθνοφρουρών και των στελεχών της Δύναμης∙

«ωρομίσθιος» σημαίνει πρόσωπο που προσλαμβάνεται και απασχολείται σε κρατική υπηρεσία, εκτελεί χειρονακτική εργασία και πληρώνεται σε ωριαία βάση.

(2)(α) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και, τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (β) έως (θ) του παρόντος εδαφίου, «μόνιμος κάτοικος εξωτερικού» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο έχει κύρια και μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό ή έχει βιοποριστική εγκατάσταση και κατοικεί στο εξωτερικό για χρονική περίοδο τουλάχιστον δέκα (10) συνεχόμενων ετών, σε μια ή περισσότερες χώρες.

(β) Η χρονική περίοδος της δεκαετίας αρχίζει -

(i) για πρόσωπο, το οποίο γεννήθηκε και διαμένει με την οικογένειά του στο εξωτερικό, από την ημερομηνία της γέννησής του·

(ii) για πρόσωπο, το οποίο, πριν τη συμπλήρωση του δεκάτου έκτου (16ου) έτους της ηλικίας του, αναχωρεί από τη Δημοκρατία με την οικογένειά του στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση, από την ημερομηνία της αναχώρησής του·

(iii) για πρόσωπο, το οποίο, μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των δεκαέξι (16) ετών και κατόπιν ειδικής άδειας, που του χορηγείται από τον Υπουργό δυνάμει του άρθρου 70, αναχωρεί από τη Δημοκρατία με την οικογένειά του στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση, από την ημερομηνία της αναχώρησής του·

(iv) για πρόσωπο, το οποίο, μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των δεκαέξι (16) ετών και, χωρίς να του έχει χορηγηθεί ειδική άδεια από τον Υπουργό δυνάμει του άρθρου 70, αναχωρεί από τη Δημοκρατία με την οικογένειά του στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση, από την ημερομηνία που συμπληρώνει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του.

(γ) Η έναρξη της χρονικής περιόδου της δεκαετίας δεν είναι δυνατή για πρόσωπο, το οποίο αναχωρεί από τη Δημοκρατία στο εξωτερικό μετά την κλήση της κλάσης του για κατάταξη στη Δύναμη.

(δ) Η χρονική περίοδος παραμονής στη Δημοκρατία, λόγω φοίτησης σε Σχολή Μέσης Εκπαίδευσης, μέχρι τρία (3) έτη, συνεχόμενα ή τμηματικά, θεωρείται ως χρόνος διαμονής στο εξωτερικό, εφόσον -

(i) η εγγραφή του ενδιαφερόμενου σε αναγνωρισμένη Σχολή Μέσης Εκπαίδευσης πραγματοποιείται εντός του πρώτου από την άφιξή του στη Δημοκρατία σχολικού έτους,

(ii) οι γονείς του ενδιαφερόμενου ή ο ένας τουλάχιστον από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα κατοικεί μόνιμα στο εξωτερικό κατά το διάστημα που ο ενδιαφερόμενος είναι ανήλικος, και

(iii) ο ενδιαφερόμενος αναχωρεί από τη Δημοκρατία, εντός δώδεκα (12) μηνών από την ολοκλήρωση ή τη διακοπή των σπουδών του.

(ε) Η χρονική περίοδος της δεκαετίας, που απαιτείται για την απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου κάτοικου εξωτερικού, δεν διακόπτεται αν, σε μεμονωμένη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος εγκαταστάθηκε στη Δημοκρατία για χρονική περίοδο μέχρι δώδεκα (12) μήνες και στη συνέχεια επανεγκαταστάθηκε στο εξωτερικό.

(στ) Απώλεια της ιδιότητας του μόνιμου κάτοικου εξωτερικού επέρχεται με τη μόνιμη εγκατάσταση του ενδιαφερόμενου στη Δημοκρατία, είτε οικειοθελώς, είτε μετά από απέλασή του από τη χώρα που κατοικεί, ή με την παραμονή του στη Δημοκρατία για χρονική περίοδο πέραν των δώδεκα (12) μηνών.

(ζ) Η ιδιότητα του μόνιμου κάτοικου εξωτερικού είναι δυνατόν να επανακτηθεί αν, μετά την απώλειά της, συμπληρωθούν εκ νέου οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις.

(η) Η χρονική περίοδος κατά την οποία δημόσιος υπάλληλος, ή συμβασιούχος του δημοσίου, ή υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, υπηρετεί στο εξωτερικό, καθώς και των τέκνων του μέχρι την ενηλικίωσή τους, υπολογίζεται για τη συμπλήρωση της χρονικής περιόδου της δεκαετίας, που απαιτείται για την απόκτηση της ιδιότητας του μόνιμου κάτοικου εξωτερικού.

(θ) Όσοι συμπληρώνουν τη χρονική περίοδο της δεκαετίας κατά τη διάρκεια που τελούν σε ανυποταξία, ή λιποταξία, ή έχουν τύχει αναβολής κατάταξης στη Δύναμη, δεν αποκτούν την ιδιότητα του μόνιμου κάτοικου εξωτερικού.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, «οικογένεια» αποτελούν -

(α) οι γονείς όταν συζούν και τα κοινά τους τέκνα, καθώς και τα τέκνα του ενός ή του άλλου από τους εν λόγω γονείς, εφόσον τα τέκνα τους ζουν μαζί τους κάτω από την ίδια στέγη·

(β) πατέρας άγαμος, χήρος, διαζευγμένος, ή σε διάσταση με τη σύζυγό του, και τα τέκνα του που ζουν μαζί του κάτω από την ίδια στέγη·

(γ) μητέρα άγαμη, χήρα, διαζευγμένη, ή σε διάσταση με το σύζυγό της, και τα τέκνα της που ζουν μαζί της κάτω από την ίδια στέγη.

(4) Όπου στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφέρεται βαθμός αξιωματικού ή υπαξιωματικού του Στρατού Ξηράς περιλαμβάνει και τον αντίστοιχο βαθμό αξιωματικού ή υπαξιωματικού του Ναυτικού και της Αεροπορίας, όπως προβλέπεται για το Στρατό, δυνάμει των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 1990 μέχρι 2006, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.