Σημαντικά υποκαταστήματα

131Β.-(1) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύνανται να υποβάλλουν αίτημα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το Άρθρο 112, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ώστε να θεωρηθεί σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος, εξαιρουμένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που υπόκεινται στο Άρθρο 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2) Στο αίτημα του εδαφίου (1) εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:

(α) στο κατά πόσο το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) στο κράτος μέλος υποδοχής∙

(β) στον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του υποκαταστήματος στη συστημική ρευστότητα και τα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στο κράτος μέλος υποδοχής∙

(γ) στο μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

(3) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής και, όπου εφαρμόζεται το Άρθρο 112, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.

Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη του αιτήματος του εδαφίου (1), οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν οι ίδιες απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο (2) μηνών κατά πόσο το υποκατάστημα είναι σημαντικό.  Κατά τη λήψη της απόφασής τους, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

(4) Οι αποφάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) καταγράφονται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολογία και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, οι οποίες τις αναγνωρίζουν και τις εφαρμόζουν.

(5) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί ως τέτοιες δυνάμει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(6) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Άρθρο 117, παράγραφος 1, στοιχεία γ) και δ), της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο Άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ), της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

(7) Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατά το Άρθρο 114, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στα Άρθρα 58, παράγραφος 4, και 59, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(8) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα, όπως αυτά προβλέπονται στο Άρθρο 97 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, όπου εφαρμόζεται, στο Άρθρο 113, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και τις αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 104 και 105 της Οδηγίας 2013/38/ΕΕ, στο βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα.

(9) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του Άρθρου 86, παράγραφος 11, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν αυτά σχετίζονται με τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχουν διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επιμένουν ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του Άρθρου 86, παράγραφος 11, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν είναι κατάλληλα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(10) Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνουν σώμα εποπτών υπό την προεδρία τους, προκειμένου να διευκολύνουν τη συνεργασία που προβλέπεται στα εδάφια (6) έως (9) του παρόντος άρθρου και στο Άρθρο 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.  Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές διευθετήσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

Η απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 7 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα εδάφια (6) έως (9) του παρόντος άρθρου.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που λαμβάνονται.

(11) Το παρόν άρθρο, όταν επιβάλλει υποχρέωση σε αρχή, την επιβάλλει σε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας.