Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία ιδρυμάτων

131Α.-(1) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας συνεργάζονται στενά με  τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών με στόχο την εποπτεία των δραστηριοτήτων ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής τους. Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ανταλλάσσουν μαζί με τις εν λόγω αρχές όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη διοίκηση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των ιδρυμάτων και οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την άσκηση εποπτείας και την εξέταση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την παρακολούθηση των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το ίδρυμα, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

(2) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, κοινοποιούν πάραυτα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία ρευστότητας σύμφωνα με το έκτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και σύμφωνα με την ενοποιημένη εποπτεία κατά το άρθρο 71 του παρόντος Νόμου και τα προβλεπόμενα σε οδηγίες της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 73 του παρόντος Νόμου, των δραστηριοτήτων που ασκεί το ίδρυμα μέσω των υποκαταστημάτων του, στο βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής.

(3) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος καταγωγής, ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής όταν προκύπτει ή αναμένεται ευλόγως να προκύψει κρίση ρευστότητας. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες σχετικά με το σχεδιασμό και την εφαρμογή σχεδίου ανάκαμψης καθώς και πιθανά προληπτικά εποπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο.

(4)(α) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος καταγωγής, κοινοποιούν και εξηγούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον τους ζητηθεί, με ποιον τρόπο λήφθηκαν υπόψη οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις που τους κοινοποιήθηκαν από αυτές.

(β) Όταν, μετά την κοινοποίηση πληροφοριών και διαπιστώσεων σε αυτές κατά το Άρθρο 50, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος υποδοχής, συνεχίζουν να θεωρούν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, δύνανται, αφού πρώτα ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και την ΕΑΤ, να λάβουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ούτως ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και άλλων στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες ή να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(γ) Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος καταγωγής, διαφωνούν με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής κατά το Άρθρο 50, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ δύνανται να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(5) Οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας δύνανται να παραπέμπουν στην ΕΑΤ καταστάσεις στις οποίες ένα αίτημα συνεργασίας και ιδίως ένα αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.