Αδικήματα και ποινές

41.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο επιβάλλονται υποχρεώσεις με βάση το Νόμο αυτό παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που θα εκδοθούν με βάση αυτόν, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση που δε θα υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Κάθε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει-

(α) Διάταγμα που εκδόθηκε από Δικαστήριο- ή

(β) όρο άδειας ή πιστοποιητικού που εκδόθηκε βάσει του παρόντος Νόμου· ή

(γ) όρο που εκδόθηκε από την Αρχή ή έγκριση που παραχωρήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή

(δ) οποιαδήποτε υποχρέωση ή απαγόρευση που επιβάλλεται από Ειδοποίηση Βελτίωσης ή Ειδοποίηση Απαγόρευσης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε ειδοποίησης που τροποποιήθηκε κατόπιν ένστασης· ή

(ε) οποιαδήποτε απαίτηση που μπορεί να έχει ο Επιθεωρητής με βάση τις εξουσίες που του παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 29 είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.

(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο-

(α) Σκόπιμα καθυστερεί ή παρεμποδίζει Επιθεωρητή στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του βάσει του Νόμου αυτού· ή

(β) παρεμποδίζει ή προσπαθεί να παρεμποδίσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να παρουσιαστεί στον Επιθεωρητή ή να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση για την οποία ο Επιθεωρητής μπορεί να απαιτεί απάντηση· ή

(γ) εν γνώσει του ή εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή δήλωση με σκοπό να παραστήσει ότι συμμορφώνεται με υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε Διατάγματος ή Κανονισμών που θα εκδοθούν με βάση το Νόμο αυτό· ή

(δ) εσκεμμένα υπογράφει ή προβαίνει σε ψευδή καταχώριση σε οποιοδήποτε αρχείο, βιβλίο ειδοποιήσεων ή άλλο έγγραφο που απαιτείται να τηρείται ή να παραχωρείται με βάση το Νόμο αυτό ή χρησιμοποιεί οποιαδήποτε τέτοια καταχώριση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής, με σκοπό να παραπλανήσει· ή

(ε) πλαστογραφεί οποιοδήποτε πιστοποιητικό που απαιτείται δυνάμει ή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε Διατάγματος ή Κανονισμού που θα εκδοθεί με βάση τον παρόντα Νόμο· ή

(στ) δίδει ή υπογράφει τέτοιο πιστοποιητικό εν γνώσει του ότι είναι αναληθές, σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο· ή

(ζ) παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί πιστοποιητικό που εν γνώσει του έχει πλαστογραφηθεί ή είναι ψευδές, σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο· ή

(η) παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί ως αφορώντα οποιοδήποτε πρόσωπο, πιστοποιητικά τα οποία εν γνώσει του δεν αφορούν το εν λόγω πρόσωπο· ή

(θ) παριστάνει πρόσωπο που κατονομάζεται σε τέτοιο πιστοποιητικό, ή

(ι) προσποιείται ψευδώς ότι είναι Επιθεωρητής· ή

(ια) εσκεμμένα συγκατατίθεται στην πιο πάνω πλαστογράφηση, υπογραφή, χρήση, πλαστοπροσωπία ή προσποίηση· ή

(ιβ) αποκαλύπτει οποιαδήποτε πληροφορία κατά παράβαση του άρθρου 37· ή

(ιγ) παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή αίτηση για άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 10 και 43,

είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο που δε θα υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.

(4) Το Δικαστήριο μπορεί κατά την επιβολή της ποινής που θεωρεί αρμόζουσα σε οποιοδήποτε πρόσωπο, επιπρόσθετα με την επιβολή ποινής, να εκδώσει Διάταγμα διατάσσοντας το πρόσωπο να συμμορφωθεί με τον παρόντα Νόμο μέσα σε τέτοια χρονική περίοδο όπως μπορεί να καθορίζεται στο Διάταγμα:

Νοείται ότι σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται και μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που αρχικά καθορίστηκε στο Διάταγμα ή παρατάθηκε με τροποποιητικό Διάταγμα, τότε το πρόσωπο αυτό θα υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν πρέπει να υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα ή και στις δύο ποινές, για κάθε μέρα για την οποία η παράβαση αυτή συνεχίζεται.

(5)(α) Το παρόν άρθρο θα εφαρμόζεται σε πρόσωπα που υπηρετούν στη Δημόσια Υπηρεσία όπως εφαρμόζεται στα άλλα πρόσωπα.

(β) Όταν το αδίκημα που δαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο από πρόσωπα που υπηρετούν στη Δημόσια Υπηρεσία αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή τη συνεργασία ή ότι η διάπραξη του έχει διευκολυνθεί από αμέλεια εκ μέρους οποιουδήποτε Προϊσταμένου Τμήματος ή άλλου προσώπου που υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία, τόσο ο Προϊστάμενος Τμήματος όσο και το άλλο αυτό πρόσωπο που υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία θα θεωρούνται ένοχοι αδικήματος και θα υπόκεινται σε δίωξη και ποινή.

(γ) Όταν αδίκημα που διαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο από εταιρεία, συνεργατικό ίδρυμα ή άλλη ένωση προσώπων αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή τη συνεργασία ή ότι η διάπραξη του έχει διευκολυνθεί από αμέλεια εκ μέρους οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέως ή άλλου λειτουργού της εταιρείας, συνεργατικού ιδρύματος ή άλλης ένωσης προσώπων, τόσο αυτός όσο και η εταιρεία, το συνεργατικό ίδρυμα ή άλλη ένωση προσώπων θα θεωρούνται ένοχοι αδικήματος και θα υπόκεινται σε δίωξη και ποινή ανάλογα.