Ακύρωση, αναστολή, άρνηση ανανέωσης ή υποβάθμιση ετήσιας άδειας

34.—(1) Όταν οποτεδήποτε μετά την έκδοση ετήσιας άδειας ο κάτοχος αυτής διαγράφεται από το Μητρώο Εργοληπτών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18, το Συμβούλιο μεριμνά αμέσως και ακυρώνει την ετήσια άδεια του συγκεκριμμένου εγγεγραμμένου εργολήπτη.

(2) Οποτεδήποτε το Συμβούλιο έχει λόγους να πιστεύει ότι ο εγγεγραμμένος και κάτοχος οποιασδήποτε ετήσιας άδειας-

(α) Έπαυσε να πληροί οποιαδήποτε προϋπόθεση ή απώλεσε οποιαδήποτε ιδιότητα που προβλέπεται ως προαπαιτούμενο για την έκδοση ετήσιας άδειας, ή

(β) απώλεσε οποιαδήποτε ικανότητα ή ιδιότητα που προαπαιτείται για τη συγκεκριμένη τάξη της άδειας του, ή

(γ) επανειλημμένα παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε υποχρέωση ή απαγόρευση που επιβάλλεται από ή δυνάμει του παρόντος Νόμου ή και των Κανονισμών, μπορεί, αφού προηγουμένως δώσει στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να ακουστεί ή να υποβάλει γραπτώς οποιεσδήποτε παραστάσεις επιθυμεί, να προβεί, ανάλογα με την περίπτωση, σε ακύρωση, ή αναστολή της ετήσιας άδειας ή σε υποβιβασμό της σε κατώτερη τάξη ή να αρνηθεί την ανανέωση της.

(3) Το Συμβούλιο αναστέλλει την ισχύ ή το δικαίωμα έκδοσης ετήσιας άδειας εγγεγραμμένου εργολήπτη για όσο χρόνο το όνομα αυτού είναι καταχωρημένο στο Μητρώο ως τεχνικός διευθυντής εταιρείας.

(4) Σε περίπτωση ακύρωσης ή αναστολής οποιασδήποτε ετήσιας άδειας δυνάμει των εδαφίων (1), (2) ή (3), ο κάτοχος αυτός υπέχει υποχρέωση επιστροφής της στο Συμβούλιο μέσα σε 7 μέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου.

(5) Εγγεγραμμένος εργολήπτης ο οποίος δεν επιθυμεί την ανανέωση της ετήσιας άδειάς του υποχρεούται να γνωστοποιεί το γεγονός αυτό στο Συμβούλιο τουλάχιστο δύο μήνες πριν από την ημέρα κατά την οποία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο οφείλει να προβεί στην ανανέωσή της.

(6) Εγγεγραμμένος εργολήπτης μπορεί να ζητά γραπτώς την υποβάθμιση της ετήσιας άδειάς του.

(7) Παράλειψη συμμόρφωσης με την υποχρέωση που αναφέρεται στο εδάφιο (4) συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με τις ποινές που προβλέπονται για το αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 17.