Υποχρεωτική ασφάλιση έναντι τρίτου, αδικήματα και ποινές

3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να-

(α) Χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα σε οδό, εκτός αν βρίσκεται σε ισχύ, σχετικά με τη χρήση του από το πρόσωπο αυτό, τέτοιο ασφαλιστήριο που αφορά ευθύνη έναντι τρίτου σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού0

(β) προκαλεί ή επιτρέπει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα σε οδό, εκτός αν βρίσκεται σε ισχύ, σχετικά με τη χρήση του από το άλλο αυτό πρόσωπο, τέτοιο ασφαλιστήριο που αφορά ευθύνη έναντι τρίτου σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δε θα εφαρμόζονται σε σχέση με-

(α) Πρόσωπο που χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα που ανήκει στη Δημοκρατία εφόσον το μηχανοκίνητο αυτό όχημα χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της Κυβέρνησης ή

(β) προκαλεί ή επιτρέπει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα σε οδό, εκτός αν βρίσκεται σε ισχύ, σχετικά με τη χρήση του από το άλλο αυτό πρόσωπο, τέτοιο ασφαλιστήριο που αφορά ευθύνη έναντι τρίτου σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.

(γ) οποιοδήποτε πρόσωπο ή κατηγορία προσώπων που κηρύσσονται από το Υπουργικό Συμβούλιο ότι εξαιρούνται από τις διατάξεις του Νόμου αυτού, τηρουμένων τέτοιων όρων, αν υπάρχουν, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο θεωρεί ορθό να επιβάλει ή

(δ) οποιοδήποτε μηχανοκίνητο όχημα ή τύπο μηχανοκίνητου οχήματος που κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ότι εξαιρείται από τις διατάξεις του Νόμου αυτού, τηρουμένων τέτοιων όρων, αν υπάρχουν, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο θεωρεί ορθό να επιβάλει ή

(ε) οποιοδήποτε μηχανοκίνητο όχημα το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μηχάνημα ή εργαλείο (tool of trade) και το οποίο, κατά τη στιγμή που δημιουργήθηκε η ευθύνη, βρισκόταν σταθερά ακινητοποιημένο στο έδαφος και χρησιμοποιείτο ως μηχάνημα ή εργαλείο και όχι ως μηχανοκίνητο όχημα.

στ) περιοχές τις οποίες ο Έφορος Ασφαλίσεων, με γνωστοποίηση του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δύναται να καθορίσει.

(2Α) Για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στις κατηγορίες που καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (2), υπεύθυνη αρχή για την καταβολή αποζημίωσης σε ζημιωθέντες σε περίπτωση πρόκλησης ατυχήματος ορίζεται το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας· κατάλογος των εν λόγω κατηγοριών προσώπων καθώς και η αρχή που είναι υπεύθυνη για την καταβολή αποζημιώσεων κοινοποιείται στα υπόλοιπα κράτη μέλη και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· ή

(2Β) Σε περίπτωση που προκύψει ευθύνη από όχημα που εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) και το εν λόγω όχημα δε διαθέτει ασφαλιστική κάλυψη, υπεύθυνο για την καταβολή αποζημίωσης είναι το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων· εάν το ατύχημα προκληθεί στη Δημοκρατία από όχημα που έχει ως τόπο συνήθους στάθμευσής του άλλο κράτος μέλος, το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων δικαιούται να υποβάλει αξίωση κατά του Εγγυητικού Ταμείου του  κράτους αυτού για τα ποσά που κατέβαλε ως αποζημίωση.

(3) Πρόσωπο που ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού διαπράττει αδίκημα:

Νοείται ότι, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση σε κατηγορία που προσάπτεται δυνάμει του άρθρου αυτού, εάν αποδειχθεί στο Δικαστήριο-

(α) Ότι το μηχανοκίνητο όχημα δεν ανήκε στον κατηγορούμενο και δε βρισκόταν στην κατοχή του δυνάμει ενοικίασης ή δανεισμού, και

(β) ότι οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του, και

(γ) ότι ούτε γνώριζε ούτε είχε λόγο να πιστεύει ότι δεν υπήρχε σε ισχύ σε σχέση με το μηχανοκίνητο όχημα τέτοιο ασφαλιστήριο όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) πιο πάνω.

(4) Πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού τιμωρείται-

(α) Σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και της χρηματικής ποινής και πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού θα στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδήγησης

(β) σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, για αδίκημα που διαπράχθηκε βάσει του άρθρου αυτού μέσα σε περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία διάπραξης του προηγούμενου αδικήματος, σε φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες και περαιτέρω το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδήγησης.

(5) Εκτός από τέτοιες περιπτώσεις που προβλέπονται από το εδάφιο (6), στέρηση βάσει των διατάξεων του εδαφίου (4), εκτός αν το Δικαστήριο για ειδικούς λόγους διατάξει διαφορετικά, θα είναι για περίοδο όχι μικρότερη των έξι μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης, ή για τέτοια μεγαλύτερη περίοδο που το Δικαστήριο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα θεωρήσει κατάλληλη.

(6) Σε δεύτερη ή μεταγενέστερη καταδίκη προσώπου για αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού, ή σε καταδίκη τέτοιου προσώπου για αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού μετά από προηγούμενη καταδίκη για αδίκημα βάσει των διατάξεων του άρθρου 5, του άρθρου 6, του άρθρου 7 ή του άρθρου 13Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, ή αδικήματος βάσει του άρθρου 203, άρθρου 210 ή άρθρου 236 του Ποινικού Κώδικα που διαπράχθηκε σε σχέση με το πρόσωπο που χρησιμοποιεί μηχανοκίνητο όχημα, η στέρηση βάσει των διατάξεων του εδαφίου (4), εκτός αν το Δικαστήριο για ειδικούς λόγους διατάξει διαφορετικά, θα είναι για περίοδο όχι μικρότερη των δώδεκα μηνών, ή για τέτοια μεγαλύτερη περίοδο που το Δικαστήριο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα θεωρήσει κατάλληλη.

(7) Πρόσωπο που στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδήγησης βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού θα θεωρείται ότι στερήθηκε το δικαίωμα αυτό για τους σκοπούς των διατάξεων του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου.

(8) Πρόσωπο το οποίο δυνάμει καταδίκης σύμφωνα με το παρόν άρθρο στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδήγησης, μπορεί, στην περίπτωση στέρησης σύμφωνα με το εδάφιο (5) για περίοδο που υπερβαίνει τους έξι μήνες, οποτεδήποτε μετά την πάροδο έξι μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης, ή στην περίπτωση στέρησης σύμφωνα με το εδάφιο (6) για περίοδο που υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες οποτεδήποτε μετά την πάροδο των δώδεκα μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης και έκτοτε από καιρό σε καιρό, να απευθύνεται στο Δικαστή ενώπιον του οποίου επιβλήθηκε η καταδίκη, ή Δικαστή ο οποίος δεν έχει μικρότερη δικαιοδοσία, να άρει τη στέρηση και σε κάθε τέτοια αίτηση ο Δικαστής μπορεί όπως θεωρεί κατάλληλο, έχοντας υπόψη το χαρακτήρα του προσώπου που στερήθηκε του δικαιώματος και τη συμπεριφορά του πριν και μετά την καταδίκη και τη φύση του αδικήματος και οποιαδήποτε άλλα περιστατικά της υπόθεσης, είτε να άρει με διάταγμα τη στέρηση από τέτοια ημερομηνία που δυνατό να ορίζεται στο διάταγμα είτε να απορρίψει την αίτηση:

Νοείται ότι, όταν αίτηση βάσει του άρθρου αυτού απορριφθεί, οποιαδήποτε μεταγενέστερη αίτηση δε θα γίνεται δεκτή αν υποβληθεί μέσα σε τρεις μήνες μετά την ημερομηνία της απόρριψης.

Σε περίπτωση που δικαστής διατάξει την άρση της στέρησης, θα μεριμνά όπως οπισθογραφηθούν οι λεπτομέρειες του διατάγματος στην άδεια, αν υπάρχει, την οποία κατείχε προηγουμένως ο αιτητής.