Συνέπειαι υποθήκης

23.-(1) Αφ’ ότου ήθελε γίνει αποδεκτή δήλωσις υποθήκης, το ακίνητον εφ’ ου συνέστη η υποθήκη και εφόσον διαρκεί αύτη βαρύνεται διά της πληρωμής του διά  ταύτης εξασφαλιζομένου ποσού, κατά προτεραιότητα έναντι πάσης ετέρας οφειλής και υποχρεώσεως του ενυποθήκου οφειλέτου ή του εκάστοτε κυρίου αυτού, εξαιρουμένων των οφειλών των εξασφαλιζομένων διά προηγουμένης δηλώσεως υποθήκης επί του αυτού ακινήτου ως και πάσης επιβαρύνσεως ήτις δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε  εν ισχύϊ νόμου ικανοποιείται κατά προτεραιότητα έναντι οιασδήποτε ετέρας επιβαρύνσεως ή εμπραγμάτου βάρους:

Νοείται ότι οσάκις-

(α) τα δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου εισπρακτέα επί τη εγγραφή της υποθήκης τέλη και δικαιώματα δεν καταβάλλωνται αμέσως μετά την δήλωσιν ή

(β) της δηλώσεως γενομένης παρά τινι ετέρω Επαρχιακώ Κτηματολογιώ Γραφείω ή παρά τινι παραρτήματι, η εγγραφή της υποθήκης ήρτηται εκ της ασκήσεως διακριτικής εξουσίας παρά του Διευθυντού συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 14,

η επιβάρυνσις του ακινήτου περί ου η δήλωσις υποθήκης διά της πληρωμής του εξασφαλιζομένου διά της υποθήκης ποσού τελεί υπό αίρεσιν πληρουμένην άμα τη καταβολή των τελών και δικαιωμάτων ως καθορίζεται εν άρθρω 15 ή, αναλόγως της περιπτώσεως, άμα ως ο Διευθυντής ήθελεν αποφασίσει εν τη ενασκήσει της δυνάμει του άρθρου 14 διακριτικής αυτού εξουσίας, όπως εγγράψη την υποθήκην:

Νοείται ότι εάν τα τοιαύτα τέλη και δικαιώματα καταβληθώσιν ως εν τοις ανωτέρω ή, αναλόγως της περιπτώσεως, ο Διευθυντής αποφασίση να εγγράψη την υποθήκην, το περί ου η δήλωσις υποθήκης ακίνητον θα θεωρήται βεβαρυμένον διά της πληρωμής του διά της υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού αναδρομικώς από της ημερομηνίας και του χρόνου καθ’ ον η δήλωσις υποθήκης εγένετο αποδεκτή.

(2) Τηρουμένων των εν εδαφίω (3) του άρθρου 12 του περί Ανακουφίσεως Αγροτών Οφειλετών Νόμου 1962 διαλαμβανομένων διατάξεων, το άνω ακίνητον θα παραμείνη βεβαρυμένον ως εν εδαφίω (1), μέχρις ου-

(α) τούτο απαλλαγή της υποθήκης συμφώνως τω άρθρω 34 ή

(β) εξαλειφθή η υποθήκη συμφώνως τω άρθρω 35 ή

(γ) ακυρωθή η υποθήκη συμφώνως τω άρθρω 36 ή

(δ) το τοιούτο ακίνητον πωληθή διά πλειστηριασμού συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Ανακουφίσεως Αγροτών Οφειλετών Νόμου του 1962, ή του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, είτε, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6) του άρθρου 41, συμφώνως ταις διατάξεσι του μερους VI ή

(ε) το τοιούτο ακίνητον υποστή αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν παρ’ οιουδήποτε προσώπου, οργανισμού ή αρχής δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου ή

(στ) εξοφληθή το διά της υποθήκης εξασφαλιζόμενον ποσόν εκ του προϊόντος πωλήσεως, διεξαχθείσης δυνάμει οιουδήποτε των εν παραγράφω (δ) αναφερομένων Νόμων, οιουδήποτε ετέρου ακινήτου περιλαμβανομένου εν τη αυτή υποθήκη.