Συμβουλευτική Επιτροπή

4.-(1) Καθιδρύεται Συμβουλευτική Επιτροπή συγκειμένη εκ-

(α) του Διευθυντού του Συμβουλίου, όστις θα είναι ο Πρόεδρος της Επιτροπής~

(β) δύο προσώπων ικανών όπως εκπροσωπώσι τα συμφέροντα του Συνεργατισμού, διοριζομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου~

(γ) τεσσάρων προσώπων ικανών όπως εκπροσωπώσι τα συμφέροντα των αμπελουργών, διοριζομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου~

(δ) τριών προσώπων ικανών όπως εκπροσωπώσι τα συμφέροντα των οινοβιομηχάνων, διοριζομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου~

(ε) ενός αντιπροσώπου του Υπουργού Γεωργίας και Φυσικών Πόρων διοριζομένου υπ’ αυτού,

των οποίων η θητεία θα είναι συμφώνως προς τους όρους του διορισμού των.

(2) Η Επιτροπή ρυθμίζει τα της εσωτερικής της λειτουργίας.

(3) Η Επιτροπή δύναται εξ ιδίας πρωτοβουλίας να προβή εις παραστάσεις προς το Συμβούλιον επί παντός ζητήματος το οποίον εγείρεται, ή το οποίον θεωρείται υπό της Επιτροπής ως ενδεχόμενον να εγερθή, εκ της ενασκήσεως ή εκτελέσεως ή της σκοπουμένης ενασκήσεως ή εκτελέσεως τινος των εξουσιών ή καθηκόντων του Συμβουλίου όντος ζητήματος το οποίον η Επιτροπή θεωρεί ότι επηρεάζει, ή ενδέχεται να επηρεάση, τα συμφέροντα οιουδήποτε κλάδου της Βιομηχανίας αμπελουργικών προϊόντων του οποίου τα συμφέροντα μέλος τι της Επιτροπής έχει διορισθή ως ικανόν όπως εκπροσωπή.

(4) Το Συμβούλιον επιζητεί σύσκεψιν μετά της Επιτροπής επί παντός ζητήματος το οποίον εγείρεται, ή θεωρείται υπό του Συμβουλίου ως ενδεχόμενον να εγερθή, εκ της ενασκήσεως ή εκτελέσεως ή της σκοπουμένης ενασκήσεως ή εκτελέσεως τινος των εξουσιών ή καθηκόντων του Συμβουλίου, όντος ζητήματος το οποίον το Συμβούλιον θεωρεί ότι επηρεάζει ουσιωδώς, ή ενδέχεται ούτω να επηρεάση, τα συμφέροντα οιουδήποτε των εν ταις παραγράφοις (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) αναφερομένων κλάδων της βιομηχανίας αμπελουργικών προϊόντων και μη όντος επειγούσης φύσεως, δύναται δε να συσκεφθή μετά της Επιτροπής επί παντός άλλου ζητήματος.

(5) Αποτελεί καθήκον του Συμβουλίου να λαμβάνει υπ’ όψιν του οιασδήποτε παραστάσεις γενομένας εις το Συμβούλιον υπό της Επιτροπής επί ζητήματος επί του οποίου είτε εγένοντο παραστάσεις υπό της Επιτροπής εξ ιδίας αυτής πρωτοβουλίας δυνάμει του εδαφίου (3) είτε επεζητήθη υπό του Συμβουλίου σύσκεψις δυνάμει του εδαφίου (4).

(6)(α) Εις περίπτωσιν καθ’ ην το Συμβούλιον δεν ήθελεν υιοθετήσει τας απόψεις της Επιτροπής εν όλω ή εν μέρει ή εις περίπτωσιν καθ’ ην ήθελε τροποποιήσει ταύτας, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου υποχρεούται να πληροφορήση εγγράφως την Επιτροπήν περί της αποδοχής ή μη εν όλω ή εν μέρει υπό του Συμβουλίου των εισηγήσεων της Επιτροπής ή περί της τροποποιήσεως τούτων αποστέλλων αντίγραφον του εγγράφου προς τον Υπουργόν.

(β) Ο Υπουργός άμα τη λήψει του εν τη παραγράφω (α) αναφερομένου εγγράφου ζητεί από την Επιτροπήν όπως υποβάλη εγγράφως τας απόψεις της προς αυτόν και διαβιβάζει ταύτας ομού μετά των αποφάσεων του Συμβουλίου εις το Υπουργικόν Συμβούλιον το οποίον κέκτηται εξουσίαν να αποφασίζη δεόντως εις ας περιπτώσεις αναφέρεται εν τω άρθρω 5 του βασικού Νόμου και εν τω άρθρω 5 του παρόντος Νόμου.

(γ) Εις περίπτωσιν διαφωνίας μεταξύ των μελών της Επιτροπής αι απόψεις της πλειοψηφίας και αι απόψεις της μειοψηφίας εκτίθενται εν συντομία εις το προς τον Υπουργόν αποστελλόμενον έγγραφον.

(7) Το Συμβούλιον δύναται να καταβάλλη εις τα διοριζόμενα μέλη της Επιτροπής τοιαύτα επιδόματα δι’ οδοιπορικά έξοδα και συντήρησιν οία δυνατόν να εγκριθώσιν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.