Διατάξεις αναφορικά με εγγυήσεις και εκτίμηση της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση

202ΚΖ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 202Η και, ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου και του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου, σε σχέση με την ευθύνη οποιουδήποτε εγγυητή ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις.

(2) Σε περίπτωση που ο εγγυητής είναι-

(α) εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο·

(β) φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης είχε ή ανέλαβε ευθύνη, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εγγύησης, για ποσό που υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000),

εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) του παρόντος άρθρου.

(3) (α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (6) του άρθρου 202ΚΕ, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) και εκτός όπου προβλέπεται το αντίθετο σε σύμβαση μεταξύ του εγγυητή και του προσώπου, έναντι, του οποίου ο εγγυητής έχει ευθύνη σε σχέση με το χρέος (στο παρόν εδάφιο αναφερόμενος ως («ο πιστωτής»), η ευθύνη αυτή δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι το χρέος υπόκειται σε συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού, το οποίο έχει τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με το εδάφιο (9) του άρθρου 202ΚΕ.

(β) Σε περίπτωση που ο εγγυητής είναι εταιρεία στην οποία έχει διοριστεί εξεταστής, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

(γ) Σε περίπτωση που ο πιστωτής προτίθεται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση, τότε -

(i) ο πιστωτής -

(I) εάν έχει δοθεί ειδοποίηση δεκατεσσάρων (14) ή περισσότερων ημερών για συνέλευση σύμφωνα με το άρθρο 202ΚΔ για εξέταση των προτάσεων, τουλάχιστον δεκατέσσερις (14) ημέρες πριν την ημέρα που θα πραγματοποιηθεί τέτοια συνέλευση ή

(II) εάν έχει δοθεί ειδοποίηση λιγότερη από δεκατέσσερις (14) ημέρες για τέτοια συνέλευση, όχι αργότερα από σαράντα οκτώ (48) ώρες μετά που ο πιστωτής θα λάβει την ειδοποίηση για τέτοια συνέλευση,

επιδίδει ειδοποίηση στον εγγυητή, η οποία περιλαμβάνει γραπτή προσφορά από τον πιστωτή για μεταφορά οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 202ΚΔ, στο βαθμό που συνδέονται με το χρέος, για να ψηφίσει αναφορικά με τις προτάσεις για συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού σε σχέση με την εταιρεία,

(ίί) εάν η εν λόγω προσφορά γίνει αποδεκτή από τον εγγυητή και εάν ο εγγυητής προσκομίσει στον εξεταστή, κατά τη σχετική συνέλευση, αντίγραφο της προσφοράς και πληροφορήσει τον εξεταστή ότι την έχει αποδεχτεί, τότε ο εγγυητής εξουσιοδοτείται όπως ασκήσει τα εν λόγω δικαιώματα του πιστωτή, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για οποιαδήποτε εκχώρηση ή την εκτέλεση οποιουδήποτε άλλου εγγράφου,

(ίίi) εάv o πιστωτής παραλείψει να προβεί στην προσφορά σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii), τότε, τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (ίν) ο πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση,

(ίν) η υποπαράγραφος (ίίi) δεν εφαρμόζεται εάν συμβιβασμός ή σχέδιο διακανονισμού σε σχέση με την εταιρεία δεν τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με το εδάφιο (9) του άρθρου 202ΚΕ και ο πιστωτής έχει λάβει την άδεια του Δικαστηρίου να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση:

Νοείται ότι, ούτε η εν λόγω μεταφορά, ούτε οποιαδήποτε ψήφος που ασκεί ο εγγυητής με βάση την εν λόγω μεταφορά, επηρεάζει το δικαίωμα του πιστωτή να φέρει ένσταση στις προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 202ΚΣΤ.

(4) (α) Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται σε περίπτωση που ο εγγυητής προβεί σε πληρωμή προς τον πιστωτή, αναφορικά με την ευθύνη, μετά τη λήξη της περιόδου προστασίας.

(β) Σε περίπτωση που εφαρμόζεται το παρόν εδάφιο, οποιοδήποτε ποσό, εάν δεν έχει γίνει πληρωμή κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), θα ήταν πληρωτέο στον πιστωτή αναφορικά με το χρέος σύμφωνα με συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού, το οποίο έχει τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με το εδάφιο (9) του άρθρου 202ΚΕ σε σχέση με την εταιρεία, γίνεται και είναι πληρωτέο στον εγγυητή σύμφωνα με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις ως ο συμβιβασμός ή το σχέδιο διακανονισμού προνοεί ότι θα ήταν πληρωτέο στον πιστωτή.

(5) Στις περιπτώσεις που ο εγγυητής είναι φυσικό πρόσωπο άλλο από αυτό που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (6) έως (22) του παρόντος άρθρου.

(6) (α) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «δήλωση κατάστασης εγγυητών» σημαίνει δήλωση πιστωτή, στην οποία περιλαμβάνονται τα ονόματα όλων των εγγυητών που έχουν ευθύνη σε σχέση με χρέος της εταιρείας και την έκταση της ευθύνης που προκύπτει από την εγγύηση, σύμφωνα με τη σύμβαση εγγύησης, κατά την ημερομηνία της δήλωσης κατάστασης εγγυητών.

(β) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η δήλωση κατάστασης εγγυητών περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με -

(ί)  την εκτίμηση της αγοραίας αξίας της  περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση,  η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη  διαδικασία του εδαφίου (23) του παρόντος  άρθρου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η περιουσία, η οποία υπόκειται σε περισσότερες από μία εξασφαλίσεις, η αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, για τους σκοπούς της δήλωσης κατάστασης εγγυητών κάθε εξασφαλισμένου πιστωτή, θα είναι η αξία την οποία ο εν λόγω εξασφαλισμένος πιστωτής αναμένει να λάβει από τη διάθεση της εν λόγω περιουσίας, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σειρά προτεραιότητας των δικαιωμάτων των άλλων εξασφαλισμένων πιστωτών, για τους οποίους η εν λόγω περιουσία υπόκειται σε εξασφάλιση, όπως αυτή  καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως  Νόμου·

(ίί) το ποσό του οφειλόμενου χρέους της εταιρείας προς το συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία δήλωσης κατάστασης εγγυητών (στο παρόν άρθρο αναφερόμενο ως «οφειλόμενο χρέος»).

(7) (α) Πιστωτής υποβάλλει δήλωση κατάστασης εγγυητών μέσω διπλοσυστημένης επιστολής ή την επιδίδει στον εξεταστή εντός τριάντα πέντε (35) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διορισμού του εξεταστή στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας· μετά από δεόντως αιτιολογημένο αίτημα πιστωτή, η προθεσμία των τριάντα πέντε (35) ημερών δύναται να παραταθεί από τον εξεταστή, ο οποίος, εάν είναι απαραίτητο, υποβάλλει αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 202ΙΘ του παρόντος Νόμου για παράταση της περιόδου προστασίας.

(β) Ο πιστωτής οφείλει όπως υποβάλει ή επιδώσει τη δήλωση κατάστασης εγγυητών εντός της προθεσμίας που καθορίζεται και σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει ή επιδώσει τη δήλωση κατάστασης εγγυητών εντός της καθορισμένης προθεσμίας, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.

(γ) Ο εξεταστής εξετάζει άμεσα τη δήλωση κατάστασης εγγυητών και το αργότερο εντός πέντε (5) ημερών αποδέχεται ή απορρίπτει γραπτώς τη δήλωση κατάστασης εγγυητών· αν ο εξεταστής απορρίψει τη δήλωση κατάστασης εγγυητών, αναφέρει γραπτώς προς τον πιστωτή τους λόγους της απόρριψης.

(δ) Ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με τη δήλωση κατάστασης εγγυητών και την αποδοχή ή απόρριψη από τον εξεταστή δυνάμει της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου:

Νοείται ότι, η ενημέρωση δεν αποτελεί ειδοποίηση για καταβολή πληρωμών εκ μέρους του εγγυητή και δεν επηρεάζει το δικαίωμα οποιουδήποτε πιστωτή, εγγυητή ή της εταιρείας να εμφανιστεί και να ακουστεί στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 202ΚΕ.

(8) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με τη δήλωση κατάστασης εγγυητών, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντiον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση, όταν τεθεί σε ισχύ ο συμβιβασμός ή το σχέδιο διακανονισμού σύμφωνα με το εδάφιο (10) του άρθρου 202ΚΕ.

(9) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με τη δήλωση κατάστασης εγγυητών, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους της εταιρείας, κατά την ημερομηνία της δήλωσης κατάστασης εγγυητών, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στη δήλωση κατάστασης εγγυητών.

(10) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (9), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας, η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς συμβιβασμού ή σχεδίου διακανονισμού και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει τυχόν πληρωμές ως μη εξασφαλισμένος πιστωτής, κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου -(α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση που περιουσία της εταιρείας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:

Νοείται ότι, το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς του συμβιβασμού ή σχεδίου διακανονισμού και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει τυχόν πληρωμές ως μη εξασφαλισμένος πιστωτής, κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ο εγγυητής κατέβαλε οποιεσδήποτε πληρωμές, για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αγοραίας αξίας της εν λόγω περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους, πριν τη διάθεση της σχετικής περιουσίας και το καθαρό ποσό που προέκυψε τελικά από τέτοια διάθεση είναι μεγαλύτερο από την αγοραία αξία της περιουσίας, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής οφείλει να επιστρέψει στον εγγυητή οποιοδήποτε ποσό που αυτός κατέβαλε, το οποίο υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει τελικά από το καθαρό ποσό της διάθεσης της περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους.

(11) Τυχόν καταμερισμός υποχρεώσεων από τον πιστωτή μεταξύ των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στη δήλωση κατάστασης εγγυητών, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.

(12) (α) Οι εγγυητές δύναται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους,του απορρέει από εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό, το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημα τους, του συνόλου των-

(ί) λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου του 2015· και

(ίί) το σύνολο των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις όταν τεθεί σε ισχύ ο συμβιβασμός ή το σχέδιο διακανονισμού:

Νοείται ότι, η υποπαράγραφος (ίί) εφαρμόζεται μόνο σε εγγυήσεις που υφίσταντο πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015.

(β) Στις περιπτώσεις που εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από τη σχετική εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ της εταιρείας και του πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από εκείνο που προβλέπεται στην εν λόγω αρχική σύμβαση.

(13) Οι διατάξεις του εδαφίου (12) ισχύουν μόνο για περίοδο έξι (6) ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015 και έχουν εφαρμογή μόνο σε σχέση με συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού, το οποίο καταρτίζεται για σκοπούς αναδιάρθρωσης χρεών για τα οποία συνάφθηκαν συμβάσεις εγγύησης πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου συνεχίζουν να ισχύουν για τη συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, η καταβολή των οποίων άρχισε εντός των έξι (6) ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών Νόμου του 2015, ανεξάρτητα εάν η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων ξεπερνά τη σχετική περίοδο των έξι (6) ετών.

(14) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται από την εταιρεία για μη εξασφαλισμένα χρέη στα πλαίσια συμβιβασμού ή σχεδίου διακανονισμού, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:

(α) της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή

(β) το συνολικό χρέος στη δήλωση κατάστασης εγγυητών, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση καταβολής από τον εγγυητή εφάπαξ ποσού, λαμβάνονται υπόψη οι οποιεσδήποτε πληρωμές καταβλήθηκαν από την εταιρεία προς τον πιστωτή δυνάμει του συμβιβασμού ή του σχεδίου διακανονισμού.

(15) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την περίοδο δύο ετών από την ημέρα κατά την οποία τίθεται σε ισχύ ο συμβιβασμός ή το σχέδιο διακανονισμού.

(16) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε εγγυητής κατέβαλε ολόκληρο το ποσό, το οποίο προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (9) του παρόντος άρθρου, σε πιστωτή, δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής, ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της εταιρείας και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών. 

(17) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον της εταιρείας ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με χρέος δεν εγείρεται μετά την περίοδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος της εταιρείας.

(18) Κάθε εγγυητής που περιλαμβάνεται σε δήλωση κατάστασης εγγυητών τηρείται ενήμερος από τον εξεταστή αναφορικά με τη δυνατότητα της εταιρείας να αποπληρώνει τα χρέη της.

(19) Σε περίπτωση που εταιρεία παραλείπει να προβεί σε πληρωμές δυνάμει του συμβιβασμού ή του σχεδίου διακανονισμού, πιστωτής δε δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση, στο βαθμό που το εν λόγω χρέος αποτελεί εξασφαλισμένο χρέος, σύμφωνα με Τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(20) Σε περίπτωση που εταιρεία παραλείπει να προβεί σε πληρωμές δυνάμει του συμβιβασμού ή σχεδίου διακανονισμού, ο εγγυητής είναι υπεύθυνος για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή το συνολικό χρέος στη δήλωση κατάστασης εγγυητών, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή, μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ποσών έχουν αποπληρωθεί από την εταιρεία ή τον εγγυητή.

(21) Εάν συμβιβασμός ή σχέδιο διακανονισμού δεν έχει τεθεί σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 202ΚΕ, τότε οι διατάξεις του παρόντος άρθρου παύουν να ισχύουν.

(22) Κάθε εγγυητής καλείται να παρίσταται σε οποιεσδήποτε συνελεύσεις πιστωτών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, με τον ίδιο τρόπο που καλούνται οι πιστωτές και καλείται να υποβάλει παρατηρήσεις επί των προτάσεων συμβιβασμού ή σχεδίου διακανονισμού που διαμορφώνονται από τον εξεταστή.

(23) (α) Εξασφαλισμένος πιστωτής, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διορισμού του εξεταστή στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβάλλει στον εξεταστή, στην εταιρεία και, όπου εφαρμόζεται, σε εγγυητή προκαταρκτική εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.

(β) Το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από την ημέρα υποβολής της προκαταρτlκής εκτίμησης από τον πιστωτή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α), ο εξεταστής, η εταιρεία και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής είτε:

(ί) συμφωνούν μεταξύ τους και με τον πιστωτή ως προς την αγοραία αξία της περιουσίας και σε τέτοια περίπτωση η εν λόγω εκτίμηση είναι δεσμευτική για όλους είτε

(ίi) διορίζουν ανεξάρτητο εκτιμητή είτε

(ίίί) αποτείνονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διορίσει η ίδια ανεξάρτητο εκτιμητή.

(γ) Ανεξάρτητος εκτιμητής που διορίζεται είτε δυνάμει της υποπαραγράφου (ίi) είτε δυνάμει της υποπαραγράφου (ίίί) της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, καθορίζει, εντός το αργότερο δέκα (10) ημερών από το διορισμό του, την αγοραία αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση και η εκτίμηση που γίνεται από τον εν λόγω εκτιμητή είναι δεσμευτική για την εταιρεία, τον εξεταστή, τον εξασφαλισμένο πιστωτή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή.

(δ) Τα έξοδα της εκτίμησης που γίνεται δυνάμει της παραγράφου (γ), καταβάλλονται κατ' αναλογίαν από τον εξασφαλισμένο πιστωτή, τον εξεταστή εκ μέρους της εταιρείας και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο εξεταστής εκ μέρους της εταιρείας ή, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής, αποδέχεται την προκαταρκτική εκτίμηση της αγοραίας αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου από τον εξασφαλισμένο πιστωτή εξαιρείται από την υποχρέωση καταβολής εξόδων των εκτιμήσεων:

Νοείται περαιτέρω ότι, τα έξοδα που καταβάλλονται από τον εξεταστή δυνάμει του παρόντος εδαφίου, θεωρούνται ως δαπάνες σύμφωνα με το άρθρο 202ΛΒ του παρόντος Νόμου.

(24) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

«αγοραία αξία» σημαίνει το ποσό το οποίο η περιουσία θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα αποφέρει, εάν διατίθετο στην ελεύθερη αγορά από πωλητή που ενεργεί εκούσια, σε αγοραστή που ενεργεί εκούσια·

«εκτιμητής» σημαίνει αδειούχο εκτιμητή, ο οποίος είναι εγγεγραμμένο μέλος στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου δυνάμει του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου·

«Υπηρεσία Αφερεγγυότητας» σημαίνει την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ως ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου του 2015.

(25) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον εγγυητή, σε περίπτωση που πληρούνται σωρευτικά οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Ο εγγυητής είναι φυσικό πρόσωπο·

(β) το ισοζύγιο μεταξύ του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας του εγγυητή, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας αυτού, σύμφωνα με την κεφαλαιουχική του κατάσταση δυνάμει του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Νόμου, δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€750.000)· και

(γ) ο εν λόγω εγγυητής:

(ί) κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης είχε ή ανέλαβε ευθύνη, σύμφωνα με τους όρους σύμβασης εγγύησης, για ποσό οφειλής ή υποχρέωσης της εταιρείας που καλύπτεται από συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού που έχει τεθεί σε ισχύ, που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000) και για το οποίο υπόκειται σε εξασφάλιση η επαγγελματική στέγη της εταιρείας· ή

(ίi) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου, έχει ευθύνη σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εγγύησης για υπόλοιπο οφειλής ή υποχρέωσης της εταιρείας, που καλύπτεται από συμβιβασμό ή σχέδιο διακανονισμού που έχει τεθεί σε ισχύ, το οποίο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000) και για το οποίο υπόκειται σε εξασφάλιση η επαγγελματική στέγη της εταιρείας:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν μόνο για οφειλές ή υποχρεώσεις της εταιρείας οι οποίες, μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015, αποτελούσαν δάνεια, τα οποία θεωρούνται μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις δυνάμει της εκάστοτε σε Οδηγίας περί του Ορισμού των Μη Εξυπηρετούμενων και των Ρυθμισμένων Χορηγήσεων που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δυνάμει του άρθρου 41 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και δεν ισχύει για οφειλές ή υποχρεώσεις της εταιρείας για τις οποίες συνήφθηκαν συμβάσεις εγγύησης μετά την έναρξη της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015.