Προοίμιο

Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 163 του Συντάγματος και το Άρθρο 17 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως το 2015, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει τον ακόλουθο Διαδικαστικό Κανονισμό:

1.

1. Ο παρών Διαδικαστικός Κανονισμός θα αναφέρεται ως ο περί της Ενάσκησης της Πειθαρχικής Εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022.

2.

2. ΟΡΙΣΜΟΙ:

"ανάρμοστη συμπεριφορά" έχει την έννοια που της αποδίδεται στο Άρθρο 133.7(4) και 153.7(4) του Συντάγματος. Άνευ επηρεασμού του γενικού αυτού ορισμού, νοείται ότι ιδιαίτερα σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθεται στην παρ.Β.3 του Οδηγού δυνατόν να συνιστά «ανάρμοστη συμπεριφορά».

"Ανώτατο Δικαστήριο" σημαίνει το υπό του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο περιβάλλεται με και ασκεί τις δικαιοδοσίες, αρμοδιότητες και εξουσίες των υπό του Συντάγματος προβλεπομένων Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. (Μέρος IX του Συντάγματος) και Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) (Μέρος Χ του Συντάγματος).

"Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο" σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Άρθρου 157 του Συντάγματος.

"Γενικός Εισαγγελέας" σημαίνει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά το Άρθρο 112 του Συντάγματος.

"Δικαστής" σημαίνει τον Πρόεδρο και Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

"Δικαστικός Λειτουργός" σημαίνει Δικαστή κατώτερου Δικαστηρίου.

"Έρευνα" σημαίνει την προβλεπόμενη από τον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό έρευνα. Υποκείμενο της έρευνας είναι Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος είναι ενδεχόμενο να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, ή να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα ή να έχει καταστεί ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντά του.

"Ερευνών Δικαστής" σημαίνει Δικαστή ή Δικαστικό Λειτουργό, στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή έρευνας.

"Κατώτερο Δικαστήριο" σημαίνει το Επαρχιακό και κάθε άλλο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθιδρυόμενο διά νόμου.

"Πειθαρχικό παράπτωμα" περιλαμβάνει την άρνηση, παράλειψη, ολιγωρία ή παρέκκλιση από την εκτέλεση του δικαστικού καθήκοντος και, γενικά, συμπεριφορά απαράδεκτη από Δικαστικό Λειτουργό. Ειδικότερα, σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθενται στην παρ. Β.3 του Οδηγού, δυνατό να συνιστά "πειθαρχικό παράπτωμα".

Όροι, οι οποίοι δεν ορίζονται, έχουν τη σημασία η οποία τους αποδίδεται από το Σύνταγμα, τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμον του 1964, (Ν.33/64) και τον περί Δικαστηρίων Νόμον του 1960 (Ν. 14/60).

3.

3. Οποτεδήποτε περιέρχεται σε γνώση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση των δικαιοδοσιών, αρμοδιοτήτων και εξουσιών του ή κατόπιν παραπόνου, ότι Δικαστικός Λειτουργός δυνατό -

(α) Να έχει καταστεί ανίκανος,

(β) να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά,

(γ) να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα,

θέτει υπόψη του Δικαστικού αυτού Λειτουργού τα εις χείρας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στοιχεία ή τους προβληθέντες ισχυρισμούς και ζητά τις απόψεις του μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.

4.

4. Αφού λάβει τις απόψεις του Δικαστικού Λειτουργού ή, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που έχει οριστεί, σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψής του να τις καταθέσει, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας ως προς το ενδεχόμενο ο Δικαστικός Λειτουργός να έχει καταστεί ανίκανος ή να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά ή να έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.

5.

5. Εάν η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ότι δεν συντρέχουν λόγοι οι οποίοι να δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας τούτο γνωστοποιείται στο Δικαστικό Λειτουργό και στον παραπονούμενο, εάν το θέμα ηγέρθη με παράπονο, που υποβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο.

6.

6. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρήσει ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας, αυτή διενεργείται, με τον τρόπο που ορίζεται πιο κάτω:

(i) Ορίζεται Ερευνών Δικαστής, στον οποίο ανατίθεται η διερεύνηση του θέματος και ο οποίος χωρεί στην έρευνα του το ταχύτερο δυνατό και διεκπεραιώνει το έργο του χωρίς χρονοτριβή.

Νοείται ότι, στην περίπτωση που η έρευνα ανατίθεται σε Δικαστικό Λειτουργό, αυτός πρέπει να κατέχει θέση ίση στην ιεραρχία ή ανώτερη από εκείνη του Δικαστικού Λειτουργού, του υποκείμενου στην έρευνα. Ερευνών Δικαστής δύναται, σε οποιαδήποτε περίπτωση, να οριστεί Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο οποίος εξαιρείται της συνθέσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

Νοείται περαιτέρω ότι κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ο Ερευνών Δικαστής βοηθάται στο έργο του από μέλος ή μέλη της Γραμματείας των Δικαστηρίων.

(ii) Πριν την έναρξη της έρευνας, τίθενται υπόψη του Ερευνώντος Δικαστή όλα τα στοιχεία στην κατοχή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και των τυχόν απόψεων του Δικαστικού Λειτουργού, για τον οποίο διεξάγεται η έρευνα.

(iii) Ο Ερευνών Δικαστής λαμβάνει καταθέσεις και συλλέγει στοιχεία από κάθε πρόσωπο, που είναι σε θέση να παράσχει στοιχεία και πληροφορίες, ως προς το αντικείμενο της έρευνας:

Νοείται ότι ο ερευνών δικαστής μπορεί να αναθέσει τη λήψη καταθέσεων ή τη συλλογή στοιχείων από καθοριζόμενα πρόσωπα σε μέλος της Γραμματείας των Δικαστηρίων, το οποίο τον συνεπικουρεί στο έργο του.

(iv) Ο Ερευνών Δικαστής δύναται να λάβει γραπτή ή προφορική κατάθεση από τον Δικαστικό Λειτουργό που υπόκειται σε έρευνα, αναφορικά με την υπόθεση, εάν ο τελευταίος το επιθυμεί, αφού τον προειδοποιήσει ότι η εν λόγω κατάθεση είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί σε τυχόν μελλοντική πειθαρχική διαδικασία εναντίον του.

(v) Στο τέλος οι καταθέσεις, οι οποίες λαμβάνονται, και τα στοιχεία τα οποία συλλέγονται, τίθενται υπόψη του υπό διερεύνηση Δικαστικού Λειτουργού, στον οποίο παρέχεται η ευκαιρία να προβεί, εάν το επιθυμεί, αφού τύχει προειδοποίησης ως άνω, σε συμπληρωματική κατάθεση μέσα σε καθορισμένη προθεσμία.

(vi) Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, ο Eρευνών Δικαστής εάν κρίνει ότι δεν δικαιολογείται η παραπομπή του Δικαστικού Λειτουργού σε δίκη, τούτο γνωστοποιείται στον υπό διερεύνηση Δικαστικό Λειτουργό και στον παραπονούμενο, εάν η έρευνα είχε ως αφετηρία υποβληθέν παράπονο και υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση προς το Ανώτατο Δικαστήριο. Εάν είναι της άποψης ότι θα πρέπει να καταχωριστεί κατηγορητήριο ή αναφορά, αναλόγως της περιπτώσεως, ετοιμάζει το κατηγορητήριο ή την αναφορά μέσα σε 15 ημέρες και το/την καταχωρεί στη συνέχεια ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Στο κατηγορητήριο εκτίθεται η κατηγορία ή οι κατηγορίες και συνοπτικά οι λεπτομέρειες που την στοιχειοθετούν και στην αναφορά εκτίθεται η ανικανότητα και συνοπτικά τα γεγονότα που την στοιχειοθετούν.

7

7. Το κατηγορητήριο ή η αναφορά, ως η περίπτωση, επιδίδεται στο Δικαστικό Λειτουργό, προς τον οποίο στρέφεται, από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί, μαζί με τις καταθέσεις και όλα τα στοιχεία που έχουν περιέλθει στην κατοχή του Ερευνώντος Λειτουργού κατά τη διαδικασία της έρευνας.

8.

8. Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται κατά την κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των κατηγοριών ή τη φύση της ανικανότητας του Δικαστικού Λειτουργού, αναλόγως της περίπτωσης, να αποφασίσει ότι ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός θα απέχει, εκκρεμούσης της δίκης του, από τα δικαστικά του καθήκοντα.

9.

9. Κατά τη δίκη, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός έχει όλα τα δικαιώματα, που εξασφαλίζει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος σε πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για τη διάπραξη αδικήματος.

10.

10. Η παρουσίαση της υπόθεσης εναντίον του υπό δίωξη ή υπό αναφορά Δικαστικού Λειτουργού γίνεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή εκπρόσωπο του. Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ο διωκόμενος ή ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός καλείται να απαντήσει στην κατηγορία, ή στις κατηγορίες, ή στην αναφορά, ως η περίπτωση. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, ορίζεται ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, ο Γενικός Εισαγγελέας ή εκπρόσωπος του καταθέτει όλες τις καταθέσεις, στοιχεία και πληροφορίες, που έχουν συλλέγει και αφού το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ακούσει τον υπό δίωξη ή τον υπό αναφορά Δικαστικό Λειτουργό, εκδίδει την απόφασή του.

11.

11. Η διαδικασία εκδίκασης είναι δικαστικής φύσεως και διενεργείται mutatis mutandis ως η ποινική δίκη.

Τηρουμένης της γενικής αυτής πρόνοιας:

(α) κάθε πλευρά έχει το δικαίωμα να προσάγει ή να προκαλεί την εισαγωγή αποδεικτικών μέσων, να εξετάζει μάρτυρες και να αντεξετάζει τους μάρτυρες της άλλης πλευράς, όπως ο Νόμος ορίζει.

(β) Οι μάρτυρες δίδουν τον νενομισμένο όρκο ή βεβαίωση να πουν στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.

12.

12. (α) Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται γενικώς να ρυθμίζει την ενώπιον του διαδικασία κατά την κρίση του, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και το τελέσφορο της ενώπιον του διαδικασίας.

(β) Άνευ επηρεασμού της παραπάνω γενικής πρόνοιας το Συμβούλιο σε οποιοδήποτε στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, ή σε προηγούμενο στάδιο, δύναται να εκδώσει οδηγίες, περιλαμβανομένων οδηγιών αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας δημοσίως ή κεκλεισμένων των θυρών, εν όλω ή εν μέρει, την κατάθεση παραδεκτών γεγονότων, την ανταλλαγή και αποκάλυψη εγγράφων, τον περιορισμό του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων, την κατάθεση γραπτών αγορεύσεων, τον τρόπο και τον χρόνο προσαγωγής μαρτυρίας ως και οποιεσδήποτε άλλες οδηγίες.

13.

13. Μετά το πέρας της δίκης, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, στην περίπτωση δίωξης, κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι ο υπό δίωξη Δικαστικός Λειτουργός είναι ένοχος -

(α) Ανάρμοστης συμπεριφοράς· ή

(β) πειθαρχικού παραπτώματος,

ως η περίπτωση, και, στην περίπτωση αναφοράς, κατά πόσο ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος.

14.

14. Εφόσον το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί η κατηγορία ή οι κατηγορίες εναντίον του υπό δίωξη Δικαστικού Λειτουργού, το Δικαστήριο τον αθωώνει και τον απαλλάττει.

15.

15. Εφόσον το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι ο υπό αναφορά Δικαστικός Λειτουργός είναι ανίκανος, απορρίπτει την αναφορά.

16.

16. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, ακούεται πριν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο χωρήσει στην επιβολή της ποινής.

17.

17. Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος κρίνεται ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς, απολύεται ως προβλέπει το Σύνταγμα.

18.

18. Δικαστικός Λειτουργός ο οποίος κρίνεται ανίκανος, αποχωρεί ως προβλέπει το Σύνταγμα.

19.

19. Σε Δικαστικό Λειτουργό, ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος, επιβάλλεται -

(α) Επίπληξη· ή

(β) Επίπληξη, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.