2.

2. ΟΡΙΣΜΟΙ:

"ανάρμοστη συμπεριφορά" έχει την έννοια που της αποδίδεται στο Άρθρο 133.7(4) και 153.7(4) του Συντάγματος. Άνευ επηρεασμού του γενικού αυτού ορισμού, νοείται ότι ιδιαίτερα σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθεται στην παρ.Β.3 του Οδηγού δυνατόν να συνιστά «ανάρμοστη συμπεριφορά».

"Ανώτατο Δικαστήριο" σημαίνει το υπό του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο περιβάλλεται με και ασκεί τις δικαιοδοσίες, αρμοδιότητες και εξουσίες των υπό του Συντάγματος προβλεπομένων Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. (Μέρος IX του Συντάγματος) και Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) (Μέρος Χ του Συντάγματος).

"Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο" σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Άρθρου 157 του Συντάγματος.

"Γενικός Εισαγγελέας" σημαίνει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά το Άρθρο 112 του Συντάγματος.

"Δικαστής" σημαίνει τον Πρόεδρο και Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

"Δικαστικός Λειτουργός" σημαίνει Δικαστή κατώτερου Δικαστηρίου.

"Έρευνα" σημαίνει την προβλεπόμενη από τον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό έρευνα. Υποκείμενο της έρευνας είναι Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος είναι ενδεχόμενο να έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, ή να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα ή να έχει καταστεί ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντά του.

"Ερευνών Δικαστής" σημαίνει Δικαστή ή Δικαστικό Λειτουργό, στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή έρευνας.

"Κατώτερο Δικαστήριο" σημαίνει το Επαρχιακό και κάθε άλλο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθιδρυόμενο διά νόμου.

"Πειθαρχικό παράπτωμα" περιλαμβάνει την άρνηση, παράλειψη, ολιγωρία ή παρέκκλιση από την εκτέλεση του δικαστικού καθήκοντος και, γενικά, συμπεριφορά απαράδεκτη από Δικαστικό Λειτουργό. Ειδικότερα, σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθενται στην παρ. Β.3 του Οδηγού, δυνατό να συνιστά "πειθαρχικό παράπτωμα".

Όροι, οι οποίοι δεν ορίζονται, έχουν τη σημασία η οποία τους αποδίδεται από το Σύνταγμα, τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμον του 1964, (Ν.33/64) και τον περί Δικαστηρίων Νόμον του 1960 (Ν. 14/60).