9.-(1) Εις περιπτώσεις διαδικασίας συμφώνως προς το Άρθρο 146 το Δικαστήριον ή οιοιδήποτε δύο Δικασταί ενεργούντες εκ συμφώνου, δύνανται να διατάξωσιν όπως προηγηθή της ακροάσεως της υποθέσεως Προσαγωγή ταύτης ενώπιον Δικαστού.

(2) Κατά την διάρκειαν της Προσαγωγής της υποθέσεως έκαστος διάδικος δέον να αναπτύξη την υπόθεσιν αυτού και, εάν υπάρχη γραπτή ή προφορική μαρτυρία υοστηρίζουσα την υπόθεσιν αυτού, να προσαγάγη ταυτήν.

(3) Μετά την Προσαγωγήν ο Δικαστής, όστις επελήφθη ταυτής, δέον να ετοιμάση έγγραφον Έκθεσιν της Υποθέσεως περιλαμβάνουσαν την προσαχθείσαν μαρτυρίαν καθώς και τα επίδικα θέματα τα χρήζοντα αποφάσεως.

(4) Η ακρόασις της υποθέσεως θα διεξάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου εις ημεορμηνίαν ορισθησομένην δι' εγγράφου ειδοποιήσεως προς τους διαδίκους συνοδευόμενης υπό αντιγράφου της Εκθέσεως της Υποθέσεως.

(5) Η ακρόασις της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου θα περιορίζεται εις αγόρευσεις υπό ή εκ μέρους των διαδίκων επί τη βάσει της Εκθέσεως της Υποθέσεως, εκτός εάν το Δικαστήριον άλλως ήθελε διατάξει.

(6) Δικαστής επιλαμβανόμενος υποθέσεως συμφώνως του παρόντος κανονισμού δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας αίτινες δυνατόν να εξεδίδοντο κατά την διάρκειαν ακροάσεως προς έκδοσιν οδηγιών συμφώνως του κανονισμού 10.