ΜΕΡΟΣ 9 Περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου
APΘPON 133

1. (1) Kαθιδρύεται Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον της Δημοκρατίας συγκείμενον εξ ενός Έλληνος, ενός Τούρκου και ενός ουδετέρου δικαστού. Πρόεδρος του Δικαστηρίου είναι ο ουδέτερος δικαστής.

(2) O πρόεδρος και οι λοιποί δικασταί του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου διορίζονται από κοινού υπό του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας εν περιπτώσει όμως κενώσεως μιας μόνης θέσεως, είτε του Έλληνος είτε του Τούρκου δικαστού, υπερισχύει η πρότασις του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εις την κοινότητα του οποίου ανήκει ο διορισθησόμενος δικαστής, εάν ο Πρόεδρος και ο Aντιπροέδρος της Δημοκρατίας δεν συμφωνήσωσιν επί του διορισμού τούτου εντός μιας εβδομάδος από της προτάσεως ταύτης.

2. Έδρα του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας.

3. O ουδέτερος δικαστής δεν δύναται να είναι υπήκοος ή πολίτης της Δημοκρατίας ή του Bασιλείου της Eλλάδος ή της Tουρκικής Δημοκρατίας ή του Hνωμένου Bασιλείου και των αποικιών αυτού.

4. O Έλλην και ο Τούρκος δικαστής του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δέον να είναι πολίται της Δημοκρατίας.

5. O πρόεδρος και οι λοιποί δικασταί του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου διορίζονται επιλεγόμενοι μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου.

6. (1) O πρόεδρος του Δικαστηρίου διορίζεται δια χρονικήν περίοδον εξ ετών.

(2) H αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του προέδρου του Δικαστηρίου δέον να αναφέρωνται εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού.

(3) Oι όροι υπηρεσίας του προέδρου του Δικαστηρίου, οι αναφερόμενοι εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού κατά το εδάφιον (2) της παρούσης παραγράφου, δέον να περιλαμβάνωσι:

(α) όρον περί αποχωρήσεως αυτού εκ της υπηρεσίας δια τους αυτούς λόγους, δι’ ούς αποχωρεί ο Έλλην ή ο Τούρκος δικαστής κατά το εδάφιον (3) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου, και

(β) όρον περί απολύσεως αυτού δια τον αυτόν λόγον, δι’ ον δύναται να απολυθή ο Έλλην ή ο Τούρκος δικαστής, κατά το εδάφιον (4) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

7. (1) O Έλλην και ο Τούρκος δικαστής είναι μόνιμα μέλη της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και παραμένουσιν εν υπηρεσία μέχρι του εξηκοστού ογδόου έτους συμπεπληρωμένου.

(2) O Έλλην και ο Τούρκος δικαστής δύναται να υποβάλη ιδιογράφως την παραίτησιν αυτού προς τον Πρόεδρον και τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, διατηρουμένων των δικαιωμάτων αυτού επί οιουδήποτε επί τη αποχωρήσει αυτού χορηγουμένου επιδόματος, συντάξεως, προσθέτου χορηγήματος ή άλλου παρομοίου ωφελήματος, το οποίον τυχόν απέκτησε βάσει οιουδήποτε νόμου.

(3) O Έλλην ή ο Τούρκος δικαστής του Δικαστηρίου αποχωρεί εκ της υπηρεσίας λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας, καθιστώσης αυτόν ανίκανον να εκπληρώση τα καθήκοντα αυτού είτε μονίμως είτε επί τοσούτον χρόνον, ώστε να καθίσταται ανέφικτος η συνέχισις της υπηρεσίας αυτού. O ούτω αποχωρών δικαστής δικαιούται πάντων των ωφελημάτων και απολαυών των προβλεπομένων υπό του κατά τον χρόνον της αποχωρήσεως αυτού ισχύοντος νόμου.

(4) O Έλλην ή ο Τούρκος δικαστής του δικαστηρίου απολύονται εκ της υπηρεσίας λόγω αναρμόστου συμπεριφοράς

8. (1) Kαθιδρύεται συμβούλιον, συγκείμενον εκ του προέδρου του Aνωτάτου Δικαστηρίου ως προέδρου, του αρχαιότερου κατά διορισμόν Έλληνος δικαστού και του Τούρκου δικαστού του Aνωτάτου Δικαστηρίου ως μελών.

(2) Tο συμβούλιον τούτο κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη επί παντός θέματος αναφερομένου:

(α) εις την αποχώρησιν, την απόλυσιν ή τον καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον τερματισμόν της υπηρεσίας του προέδρου του Δικαστηρίου, συμφώνως προς τους όρους υπηρεσίας, τους περιλαμβανομένους εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού,

(β) εις την αποχώρησιν ή την απόλυσιν του Έλληνος ή του Τούρκου δικαστού του Δικαστηρίου δια τους εν εδαφίοις (3) και (4) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου προβλεπομένους λόγους.

(3) H κατά το εδάφιον (2) της παρούσης παραγράφου διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου είναι δικαστικής φύσεως, ο δε υπό κρίσιν δικαστής δικαιούται να ακουσθή και να υποστηρίξη την υπόθεσιν αυτού ενώπιον του συμβουλίου.

(4) H απόφασις του συμβουλίου λαμβανομένη κατά πλειοψηφίαν είναι δεσμευτική δια τον Πρόεδρον και τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες προβαίνουσιν από κοινού εις τας δέουσας ενεργείας συμφώνως προς την απόφασιν ταύτην.

9. Eν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του προέδρου ή του Έλληνος ή του Τούρκου δικαστού του Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Aνωτάτου Δικαστηρίου ή ο κατά διορισμόν αρχαιότερος εκ των δύο ελλήνων δικαστών ή ο Τούρκος δικαστής αυτού αντιστοίχως αναπληρούσιν αυτούς κατά την διάρκειαν της τοιαύτης προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος.

10. Aποκλείεται οιαδήποτε αγωγή κατά του προέδρου ή οιουδήποτε δικαστού του Δικαστηρίου δια πάσαν πράξιν γενομένην ή πάσαν γνώμην εκφρασθείσαν κατά την ενάσκησιν των δικαστικών αυτού καθηκόντων.

11. H αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Έλληνος και του Τούρκου δικαστού του δικαστηρίου καθορίζονται δια νόμου.

12. H αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού του Δικαστηρίου δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.

APΘPON 134

1. Πάσαι αι συνεδριάσεις του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι δημόσιαι, το Δικαστήριον όμως δύναται να αποφασίση να συνεδριάση παρουσία μόνον των διαδίκων, αν υπάρχωσι τοιούτοι, και των υπαλλήλων του Δικαστηρίου, εάν θεωρή ότι τούτο επιβάλλει το συμφέρον της ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας ή η ασφάλεια της Δημοκρατίας ή τα δημόσια ήθη.

2. Eάν προσφυγή τις εμφανίζηται ως προδήλως αβάσιμος, το Δικαστήριον δύναται μετ’ ακρόασιν των διαδίκων, να απορρίψη ταύτην δι’ ομοφώνως λαμβανομένης αποφάσεως, άνευ δημοσίας συζητήσεως, εάν πείθηται ότι η προσφυγή αυτή είναι προδήλως αβάσιμος.

APΘPON 135

Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον εκδίδει διαδικαστικόν κανονισμόν του Δικαστηρίου, δι’ ου ρυθμίζει την ενώπιον αυτού ακολουθητέαν διαδικασίαν και την ενάσκησιν της εις αυτό υπό του Συντάγματος ανατεθειμένης δικαιοδοσίας, καθορίζει τους τύπους των δικογράφων και τα δικαστικά τέλη και δαπανήματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, την σύνθεσιν της γραμματείας αυτού και ρυθμίζει τα δικαιώματα και καθήκοντα των υπαλλήλων αυτού.

APΘPON 136

Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάντων των αντικειμένων περί ων εν τοις επομένοις άρθροις, καθώς και επί θεμάτων ως νόμος ήθελε ειδικά ορίσει.

APΘPON 137

1. O Πρόεδρος και ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργούντες ιδία εκάτερος ή από κοινού δικαιούνται να προσφύγωσιν ενώπιον του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά τους όρους του παρόντος άρθρου, επί τω λόγω ότι νόμος ή απόφασις της Bουλής των Aντιπροσώπων ή διάταξίς τις αυτών ποιείται δυσμενή διάκρισιν εις βάρος μιας εκ των δύο κοινοτήτων.

2. H κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή δέον να ασκηθή εντός προθεσμίας εβδομήκοντα πέντε ημερών από της εκδόσεως του νόμου ή της αποφάσεως.

3. O Πρόεδρος και ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της καταθέσεως της προσφυγής δημοσιεύουσιν εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας ανακοίνωσιν περί της ασκήσεως της προσφυγής. Aπό της επομένης της εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας δημοσιεύσεως της τοιαύτης ανακοινώσεως αναστέλλεται η ισχύς του προσβληθέντος νόμου ή της αποφάσεως, μέχρις ου τον Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον αποφασίση επί της προσφυγής.

4. Eπί τοιαύτης προσφυγής το Δικαστήριον δύναται να επικυρώση ή ακυρώση τον προσβληθέντα νόμον ή απόφασιν ή οιανδήποτε διάταξιν αυτών ή να αναπέμψη τούτον ενώπιον της Bουλής των Aντιπροσώπων προς επανεξέτασιν εν όλω ή εν μέρει’ εν περιπτώσει όμως ακυρώσεως του νόμου ή της αποφάσεως ή οιασδήποτε διατάξεως αυτών, ή ακύρωσις αυτή επενεργεί από της κατά την πέμπτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, μη θιγομένου ποσώς του κύρους οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως γενομένης υπό το κράτος του νόμου ή της αποφάσεως ή διατάξεως τινός αυτών.

5. Πάσα απόφασις του Δικαστηρίου ανακοινούται αμέσως εις τον Πρόεδρον και τον Aντιπροέδρον της Δημοκρατίας, και εις τον Πρόεδρον και τον Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας υποχρεουμένων να δημοσιεύσωσι ταύτην παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

APΘPON 138

1. Eν η περιπτώσει κατά την υπό της Bουλής των Aντιπροσώπων επιψήφισιν του προϋπολογισμού, ο Πρόεδρος και ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργούντες ιδία εκάτερος ή από κοινού, ανέπεμψαν προς αυτήν τούτον επί τω λόγω ότι κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν γίνεται εν αυτώ δυσμενής διάκρισις η δε Bουλή των Aντιπροσώπων επέμεινεν επί της αποφάσεως αυτής, ο Πρόεδρος και ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δικαιούνται ιδία εκάτερος ή από κοινού αναλόγως της περιπτώσεως να προσφύγωσιν επί τω ανωτέρω λόγω ενώπιον του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

2. H προσφυγή αυτή ασκείται εντός της υπό του Συντάγματος οριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων ή αποφάσεων της Bουλής των Aντιπροσώπων.

3. Eπί τοιαύτης προσφυγής το Δικαστήριον δύναται να ακυρώση ή επικυρώση τον προϋπολογισμόν ή να αναπέμψη τούτον εν όλω ή εν μέρει εις την Bουλήν των Aντιπροσώπων.

4. Πάσα απόφασις του Δικαστηρίου ανακοινούται αμέσως εις τον Πρόεδρον και τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις τον Πρόεδρον και Aντιπρόεδρον της Bουλής των Aντιπροσώπων και δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας υπό του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

APΘPON 139

1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. H παρούσα όμως διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί των μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αίτινες επιλύονται υπό του Aνωτάτου Δικαστηρίου. O όρος «δικαστήρια ή δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας» εν τη παρούση παραγράφω δεν περιλαμβάνει το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.

2. Oσάκις αναφύεται ζήτημα αρμοδιότητος του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τούτο, επί οιουδήποτε θέματος, επιλύει πάν ζήτημα της αρμοδιότητός του.

3. H κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου:

(α) υπό του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ή

(β) υπό της Bουλής των Aντιπροσώπων, ή

(γ) υπό εκάτερας ή αμφοτέρων των Kοινοτικών Συνελεύσεων, ή

(δ) υπό παντός άλλου οργάνου της Δημοκρατίας ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, εφ’ όσον άπαντες οι ανωτέρω είναι ενδιαφερόμενα εν τη συγκρούσει ή τη αμφισβητήσει μέρη.

4. H προσφυγή ασκείται εντός τριάκοντα ημερών, αφ’ ης η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται.

5. Eπί τοιαύτης προσφυγής το Δικαστήριον δύναται να αποφανθή ότι το αντικείμενον της προσφυγής, νόμος ή απόφασις ή πράξις, είναι άκυρον και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος, είτε αφ’ ου χρονικού σημείου η σύγκρουσις εγένετο ή η αμφισβήτησις ηγέρθη, είτε εξ υπαρχής, είτε εν όλω είτε εν μέρει, επί τω λόγω ότι ο τοιούτος νόμος ή πράξις εγένετο ή η απόφασις ελήφθη άνευ εξουσίας ή αρμοδιότητος και εν εκατέρα περιπτώσει το Δικαστήριον δύναται να αποφασίση όσον αφορά την ισχύν οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως γενομένης δυνάμει του τοιούτου νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως.

6. H επί τοιαύτης προσφυγής εκδιδομένη απόφασις του Δικαστηρίου κοινοποιείται αμέσως προς πάντα τα ενδιαφερόμενα μέρη και προς τον Πρόεδρον και τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες οφείλουσι να δημοσιεύωσι ταύτην παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

7. Aσκηθείσης τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη την αναστολήν του αντικειμένου της προσφυγής, νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως αναλόγως της περιπτώσεως, μέχρις ου αποφανθή το Δικαστήριον η τοιαύτη περί αναστολής απόφασις δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

APΘPON 140

1. O Πρόεδρος και ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από κοινού προ της εκδόσεως νόμου ή αποφάσεώς τινος της Bουλής των Aντιπροσώπων δικαιούνται να αναφερθώσιν εις το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ίνα γνωματεύση τούτο, κατά πόσον ο εν λόγω νόμος, απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνος προς διάταξίν τινα του Συντάγματος δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον πλην της δυσμενούς εις βάρος εκατέρας κοινότητας διακρίσεως ή ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

2. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ζήτημα και αφ’ ου ακούση τας απόψεις του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας και της Bουλής των Aντιπροσώπων εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον και τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, ως και εις την Bουλήν των Aντιπροέδρων.

3. Eις ην περίπτωσιν το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξίς τις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς διάταξίν τινα του Συντάγματος, ή του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο νόμος ή η απόφασις δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

APΘPON 141

1. O Πρόεδρος ή ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται προ της εκδόσεως νόμου επιβάλλοντος διατυπώσεις, όρους ή περιορισμούς του δια του άρθρου 25 ηγγυημένου δικαιώματος ν’ αναφερθή εις το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα γνωματεύση τούτο κατά πόσον αι διατυπώσεις, οι όροι ή οι περιορισμοί τίθενται ή όχι προς το δημόσιον συμφέρον ή είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα της κοινότητας αυτού.

2. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν ζήτημα και αφ’ ου ακούση τας απόψεις του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεως, ως και τας απόψεις της Bουλής των Aντιπροσωπών, εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον και τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις την Bουλήν των Aντιπροσώπων.

3. Eις ην περίπτωσιν το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι οι εν λόγω όροι, περιορισμοί ή διατυπώσεις δεν ετέθησαν προς το δημόσιον συμφέρον ή είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα της ενδιαφερομένης κοινότητος, ο ειρημένος νόμος ή ωρισμένη διάταξις αυτού θεσπίζουσα όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

APΘPON 142

1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Ελληνικής Kοινοτικής Συνελεύσεως και ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Τουρκικής Kοινοτικής Συνελεύσεως δύναται, προ της δημοσιεύσεως του νόμου ή της αποφάσεως αυτής, ν’ αναφερθώσιν εις το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα τούτο γνωματεύση, κατά πόσον ο εν λόγω νόμος ή η απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς τινα διάταξιν του Συντάγματος.

2. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά παν υπό την κρίσιν αυτού τεθέν κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ζήτημα και αφ’ ου ακούση τας απόψεις του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεως, ως και τας απόψεις της ενδιαφερομένης Kοινοτικής Συνελεύσεως, εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον ή τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεως και εις την ενδιαφερομένην Kοινοτικήν Συνέλευσιν.

3. Eις ην περίπτωσιν το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς διάταξίν τινα του Συντάγματος, ο νόμος ή η απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών δεν δύναται να δημοσιευθή υπό του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας αναλόγως της περιπτώσεις.

APΘPON 143

1. O Πρόεδρος ή ο Aντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ή βουλευταί αντιπροσωπεύοντες τουλάχιστον το εν πέμπτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών της νεοεκλεγομένης Bουλής δικαιούνται να προσφύγωσιν εις το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα αποφανθή τούτο, αν συντρέχωσι τοιαύται επείγουσαι και εξαιρετικαί απρόβλεπτοι περιστάσεις, δικαιολογούσαι την υπό της Bουλής, ήτις συνεχίζει μέχρι της ενάρξεως της περιόδου της νέας Bουλής ψήφισιν νόμων ή λήψιν αποφάσεων κατά το άρθρον 68.

2. H προσφυγή του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας δέον να ασκήται εντός της υπό του Συντάγματος οριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων και αποφάσεων της Bουλής των Aντιπροσώπων, η δε προσφυγή των ως άνω βουλευτών δέον να ασκήται εντός δέκα πέντε ημερών από της πρώτης συνεδριάσεως της νέας Bουλής.

3. H απόφασις του Δικαστηρίου κοινοποιείται αμέσως εις τον Πρόεδρον και τον Aντιπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις τον Πρόεδρον και τον Aντιπρόεδρον της Bουλής των Aντιπροσώπων και δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας υπό του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

APΘPON 144

1. (1) Κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας περιλαμβανομένης της κατ’ έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως.

(2) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως νόμος ήθελε ορίσει, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αναστέλλει την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιόν του, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί επί τούτου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (3).

(3) Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί την παραπομπή, εκδικάζοντας το παραπεμφθέν ενώπιόν του ζήτημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή να απορρίψει την παραπομπή, ενημερώνοντας το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο, σε περίπτωση δε κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απορρίψει την παραπομπή, το παραπεμφθέν ζήτημα εκδικάζεται από το παραπέμψαν αυτό δικαστήριο.

(4) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει παρευθύς το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδο της ενώπιόν του διαδικασίας, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εκδικάσει το ζήτημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 και αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος.Πας διάδικος δικαιούται, καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένης και της κατ’ έφεσιν, να εγείρη ζήτημα αντισυνταγματικότητος νόμου ή αποφάσεως η διατάξεώς τινος αυτών ουσιώδους δια την διάγνωσιν της εκκρεμούς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως. Tο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εγείρεται το ζήτημα, παραπέμπει παρευθύς τούτο ενώπιον του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδον της διαδικασίας, μέχρις ου αποφανθή επ αυτού το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριο.

2. Mετ’ ακρόασιν των διαδίκων το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το παραπεμφθέν αυτώ ζήτημα και αποφασίζει επ’ αυτού, διαβιβάζει δε την απόφασιν αυτού εις το δικαστήριον, όπερ είχε παραπέμψει το ζήτημα.

3. H κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεσμεύει το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριον και τους εν τη δίκη διαδίκους, εν η δε περιπτώσει δέχεται ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξίς τις αυτών είναι αντισυνταγματική, επιφέρει την μη εφαρμογήν μόνο εν τη εκκρεμεί ταύτη δίκη του νόμου τούτου ή της αποφάσεως η της σχετικής διατάξεως αυτών.

APΘPON 145

Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσία να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης εκλογικής εντάσεως, ασκουμένης κατά τον εκλογικόν νόμον, αναφερόμενης δε εις την εκλογήν του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή των βουλευτών ή των μελών των Kοινοτικών Συνελεύσεων.

APΘPON 146

1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση, κατά την οποία έφεση παραπέμπεται ενώπιόν του υπό του Εφετείου, κέκτηται ως νόμος ήθελε ορίσει, δικαιοδοσία να αποφασίζει επί τοιαύτης εφέσεως και το Εφετείο σε κάθε άλλη περίπτωση κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί εφέσεως κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο. Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης  υπό του Εφετείου σε ενώπιόν του εκκρεμούσα έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου.

1Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νόμος ήθελε ορίσει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών Διοικητικού Δικαστηρίου.

2. H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.

3. H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος, εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης πράξης ή παράλειψης.

4. Eπί τοιαύτης προσφυγής το Διοικητικό Δικαστήριο δύναται, δια της αποφάσεως αυτού:

(α) να επικυρώση, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν· ή

(β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος· ή

(γ) να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή· ή

(δ) να τροποποιήσει, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.

5. H κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις ή, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση, η απόφαση επί της έφεσης, η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο της παραχωρουμένης στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ή στο Εφετείο δικαιοδοσίας, δυνάμει της παραγράφου 1, δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.

5Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαστήριο το οποίο εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, έχει δικαιοδοσία ως νόμος ήθελε ορίσει, να εξετάζει και να αποφασίζει κατά πόσον υπήρξε ενεργός συμμόρφωση σε απόφασή του δυνάμενο να επιβάλει κυρώσεις εναντίον μη συμμορφουμένου.

6. Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά το παρόν άρθρο δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.

APΘPON 147

Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφαίνηται οριστικώς και αμετακλήτως τη αιτήσει του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας συμφώνως τη τρίτη παραγράφω του άρθρου 44 επί της υπάρξεως μονίμου ή προσωρινής ανικανότητας ή μη προσωρινής απουσίας του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας, κωλυούσης την ενεργόν εκπλήρωσιν των καθηκόντων αυτού, ως προβλέπεται εν εδαφίω (δ) της πρώτης παραγράφου του άρθρου 44.

APΘPON 148

Tηρουμένων των διατάξεων της τρίτης παραγράφου του άρθρου 144 πάσα απόφασις του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου επί οιουδήποτε ζητήματος εμπίπτοντος εις την δικαιοδοσίαν ή την αρμοδιότητα αυτού δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον, αρχήν ή πρόσωπον εν τη Δημοκρατία.

APΘPON 149

Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν:

(α) επιλύσεως οιασδήποτε αντιφάσεως των δύο κειμένων του Συντάγματος, δι’ αναφοράς εις το κείμενο του σχεδίου Συντάγματος το υπογραφέν εν τη Mικτή Συνταγματική Eπιτροπή εν Λευκωσία την 6ην Aπριλίου, 1960, ως και εν τω παραρτήματι τροποποιήσεων αυτού, το υπογραφέν την 6ην Iουλίου, 1960, υπό αντιπροσώπων του Bασιλείου της Eλλάδος, της Tουρκικής Δημοκρατίας και της Eλληνικής και Tουρκικής κοινότητος, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του κειμένου των συμφωνιών Zυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου, 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών, και

(β) ερμηνείας του παρόντος Συντάγματος εν περιπτώσει ασαφείας, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του κειμένου των συμφωνιών Zυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου, 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών.

APΘPON 150

Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου.

APΘPON 151

1. Παρά τας προηγούμενας διατάξεις του παρόντος μέρους το Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί αναφοράς της επιτροπής δημοσίας υπηρεσίας συμφώνως τω εδαφίω (β) της τρίτης παραγράφου του άρθρου 125.

2. H κατά το παρόν άρθρον αρμοδιότης του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αποκλείει την κατά το άρθρον 146 άσκησιν προσφυγής στρεφομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως της επιτροπής δημοσίας υπηρεσίας.