1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση, κατά την οποία έφεση παραπέμπεται ενώπιόν του υπό του Διοικητικού Εφετείου, κέκτηται ως νόμος ήθελε ορίσει, δικαιοδοσία να αποφασίζει επί τοιαύτης εφέσεως και το Διοικητικό Εφετείο σε κάθε άλλη περίπτωση κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί εφέσεως κατά απόφασης των Διοικητικών Δικαστηρίων που έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζουν σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο. Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης υπό του Διοικητικού Εφετείου σε ενώπιόν του εκκρεμούσα έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου.
1Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Άρθρου, νόμος ορίζει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Διοικητικού Εφετείου και των Διοικητικών Δικαστηρίων.
1Β. Nόμος θέλει προβλέψει περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κατά την παράγραφον 1A ιδρυθησομένων δικαστηρίων. H αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύναται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν του.
2. H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.
3. H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος, εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης πράξης ή παράλειψης.
4. Επί τοιαύτης προσφυγής, τα Διοικητικά Δικαστήρια δύναται, σύμφωνα με τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες τους ως νόμος ήθελε ορίσει, διά της αποφάσεως αυτών-
(α) να επικυρώσουν, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν·
(β) να κηρύξουν την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος·
(γ) να κηρύξουν την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή· ή
(δ) να τροποποιήσουν, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.
5. H κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις ή, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση, η απόφαση επί της έφεσης, η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο της παραχωρουμένης στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ή στο Διοικητικό Εφετείο δικαιοδοσίας, δυνάμει της παραγράφου 1, δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.
5Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαστήριο το οποίο εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, έχει δικαιοδοσία ως νόμος ήθελε ορίσει, να εξετάζει και να αποφασίζει κατά πόσον υπήρξε ενεργός συμμόρφωση σε απόφασή του δυνάμενο να επιβάλει κυρώσεις εναντίον μη συμμορφουμένου.
6. Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά το παρόν άρθρο δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.