Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕE) 2024/1226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της, 24ης Απριλίου 2024, σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης και την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Ποινικοποίησης της Παραβίασης των Περιοριστικών Μέτρων της Ένωσης Νόμος του 2025.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Απόφαση-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Απόφαση-Πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την πρόληψη και το διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις»·
«Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος»∙
«δέσμευση κεφαλαίων» σημαίνει την παρεμπόδιση κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής ή χρήσης κεφαλαίων ή πρόσβασης σε κεφάλαια ή διαπραγμάτευσης κεφαλαίων που δύναται να οδηγήσει σε μεταβολή ως προς τον όγκο, το ποσό, τον τόπο διατήρησής τους, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, την κατοχή, τον χαρακτήρα, τον προορισμό ή άλλη μεταβολή η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης χαρτοφυλακίων·
«δέσμευση οικονομικών πόρων» σημαίνει την παρεμπόδιση της χρήσης οικονομικών πόρων για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων της πώλησης, της εκμίσθωσης ή της υποθήκευσής τους·
«Δικαστήριο» σημαίνει το αρμόδιο δικαστήριο της Δημοκρατίας·
«ΕΜΕΚ» σημαίνει την Εθνική Μονάδα Εφαρμογής Κυρώσεων που ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί της της Ίδρυσης της Εθνικής Μονάδας Εφαρμογής Κυρώσεων Νόμου∙
«Εurojust» σημαίνει τον οργανισμό που ιδρύθηκε και λειτουργεί δυνάμει της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1727 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και την αντικατάσταση και την κατάργηση της Απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου», η οποία αντικατέστησε και διαδέχτηκε την Eurojust όπως είχε ιδρυθεί με την Απόφαση 2002/187/ΔΕΥ∙
«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αρ. 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και για την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)»·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2021/821» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2021/821 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2021, για τη θέσπιση ενωσιακού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεσιτείας, της τεχνικής βοήθειας, της διαμετακόμισης και της μεταφοράς ειδών διπλής χρήσης (αναδιατύπωση)»·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/1937»∙
«κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή φορέας» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα της Ένωσης·
«κεφάλαια» σημαίνει χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικά οφέλη κάθε είδους, στα οποία ενδεικτικώς περιλαμβάνονται-
(α) μετρητά, επιταγές, χρηματικές απαιτήσεις, συναλλαγματικές, εντολές πληρωμών και άλλα μέσα πληρωμών·
(β) καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή άλλες οντότητες, τα πιστωτικά υπόλοιπα, οι απαιτήσεις και οι τίτλοι απαιτήσεων·
(γ) οι δημοσίως διαπραγματεύσιμοι και ιδιωτικώς διαπραγματεύσιμοι τίτλοι και χρεόγραφα, μεταξύ των οποίων οι μετοχές και τα μερίδια, τα πιστοποιητικά που αντιπροσωπεύουν κινητές αξίες, τα ομόλογα, τα γραμμάτια, τα πιστοποιητικά δικαιώματος ανάληψης μετοχών (warrants), οι ομολογίες χρέους και οι συμβάσεις παραγώγων·
(δ) τόκοι, μερίσματα ή άλλα έσοδα από περιουσιακά στοιχεία ή υπεραξίες που προέρχονται ή δημιουργούνται από περιουσιακά στοιχεία·
(ε) πιστώσεις, δικαιώματα συμψηφισμών απαιτήσεων, εγγυήσεις, εγγυητικές επιστολές ή άλλες χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις·
(στ) πιστωτικές επιστολές, φορτωτικές, πωλητήρια συμβόλαια·
(ζ) έγγραφα που αποδεικνύουν συμμετοχή σε κεφάλαια ή σε χρηματοοικονομικούς πόρους·
(η) κρυπτοστοιχεία, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, σημείο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114·
«οικονομικοί πόροι» σημαίνει τα περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα, που δεν είναι κεφάλαια αλλά δύναται να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών·
«περιοριστικά μέτρα της Ένωσης» σημαίνει τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση δυνάμει του άρθρου 29 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή του άρθρου 215 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι ο καθορισμός των ποινικών αδικημάτων και των ποινών για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης.
4.-(1) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1) του άρθρου 5 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις ποαυ τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5 έχουν διαπραχθεί-
(α) εξ’ ολοκλήρου ή εν μέρει, στη Δημοκρατία∙
(β) σε πλοίο ή αεροσκάφος εγγεγραμμένο στο νηολόγιο της Δημοκρατίας ή υπό τη σημαία της∙
(γ) όταν ο παραβάτης είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο στη Δημοκρατία∙
(δ) εκτός της Δημοκρατίας, όταν ο παραβάτης έχει τη συνήθη κατοικία του στη Δημοκρατία·
(ε) εκτός της Δημοκρατίας, όταν ο παραβάτης είναι υπάλληλος της Δημοκρατίας που ενεργεί υπό την υπηρεσιακή του ιδιότητα∙
(στ) εκτός της Δημοκρατίας, όταν το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στη Δημοκρατία∙
(ζ) εκτός της Δημοκρατίας, όταν το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου σε σχέση με οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα που ασκείται εν όλω ή εν μέρει στη Δημοκρατία.
(2) Σε περίπτωση που η διάπραξη οποιουδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 αδικημάτων εμπίπτει στη δικαιοδοσία περισσότερων του ενός κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δημοκρατία συνεργάζεται με τα άλλα κράτη μέλη για να καθορίσουν ποιο κράτος μέλος θα ασκήσει ποινική δίωξη.
(3) Κατά περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2 της Απόφασης-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ, το ζήτημα παραπέμπεται στην Eurojust.
(4) Ποινική δίωξη δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) δύναται να ασκηθεί ανεξάρτητα από το εάν αυτή ασκήθηκε κατόπιν καταγγελίας από το κράτος, στην επικράτεια του οποίου διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα.
5.-(1) Πρόσωπο το οποίο με πρόθεση προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την-
(α) άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή φορέα ή προς όφελός του, κατά παράβαση απαγόρευσης που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(β) μη δέσμευση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που βρίσκονται στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο κατονομαζόμενου προσώπου, οντότητας ή φορέα κατά παράβαση υποχρέωσης που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(γ) διευκόλυνση της εισόδου κατονομαζόμενων φυσικών προσώπων στην επικράτεια κράτους μέλους ή της διέλευσής τους από αυτό, κατά παράβαση απαγόρευσης που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(δ) πραγματοποίηση ή συνέχιση συναλλαγών με τρίτο κράτος, φορείς τρίτου κράτους ή οντότητες ή φορείς που ανήκουν ή ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από τρίτο κράτος ή από φορείς τρίτου κράτους, συμπεριλαμβανομένης της ανάθεσης ή της συνέχισης της εκτέλεσης δημόσιων συμβάσεων ή συμβάσεων παραχώρησης, όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός της εν λόγω συμπεριφοράς συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(ε) εκτέλεση εμπορικών συναλλαγών, εισαγωγή, εξαγωγή, πώληση, αγορά, μεταβίβαση, διαμετακόμιση ή μεταφορά αγαθών, καθώς και παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης, τεχνικής συνδρομής ή άλλων υπηρεσιών που σχετίζονται με τα εν λόγω αγαθά, όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός της εν λόγω πράξης συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(στ) παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή άσκηση χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός της εν λόγω πράξης συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(ζ) παροχή υπηρεσιών πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο (στ), όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός της εν λόγω πράξης συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(η) καταστρατήγηση περιοριστικού μέτρου της Ένωσης μέσω-
(i) της χρήσης, της μεταβίβασης σε τρίτο ή άλλως διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που βρίσκονται αμέσως ή εμμέσως στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο κατονομαζόμενου προσώπου, οντότητας ή φορέα και που θα έπρεπε να δεσμευθούν δυνάμει περιοριστικού μέτρου της Ένωσης, με σκοπό την απόκρυψη των εν λόγω κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων·
(ii) της παροχής ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, για την απόκρυψη του γεγονότος ότι κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή φορέας είναι ο τελικός ιδιοκτήτης ή δικαιούχος κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που πρέπει να δεσμευθούν δυνάμει περιοριστικού μέτρου της Ένωσης·
(iii) της μη συμμόρφωσης κατονομαζόμενου φυσικού προσώπου ή εκπροσώπου κατονομαζόμενης οντότητας ή φορέα με υποχρέωση που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης να αναφέρει στις αρμόδιες αρχές κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους εντός της δικαιοδοσίας κράτους μέλους που βρίσκονται στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του·
(iv) της μη συμμόρφωσης με υποχρέωση που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης για παροχή στις αρμόδιες αρχές πληροφοριών σχετικά με δεσμευμένα κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους ή πληροφοριών σχετικά με κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους που βρίσκονται στην επικράτεια των κρατών μελών και βρίσκονται στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο κατονομαζόμενων προσώπων, οντοτήτων ή φορέων και που δεν έχουν δεσμευθεί, όταν οι εν λόγω πληροφορίες αποκτώνται κατά την άσκηση επαγγελματικών καθηκόντων·
(θ) παραβίαση ή μη εκπλήρωση των όρων αδειών που χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων, οι οποίες, ελλείψει της σχετικής άδειας, αποτελούν απαγόρευση ή περιορισμό που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης,
διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με τις ποινές που καθορίζονται στο άρθρο 7 ή στο άρθρο 8, κατά περίπτωση.
(2) Πράξη που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) συνιστά ποινικό αδίκημα ακόμα και στην περίπτωση που διαπράττεται από βαριά αμέλεια, όταν η πράξη αυτή αφορά είδη που περιλαμβάνονται στον Κοινό Στρατιωτικό Κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή είδη διπλής χρήσης που απαριθμούνται στα παραρτήματα I και IV του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/821.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν θεωρείται ότι επιβάλλουν σε πρόσωπα που παρέχουν νομικής φύσεως εργασίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου, την υποχρέωση αναφοράς πληροφοριών τις οποίες λαμβάνουν ή αποκτούν από πελάτη τους ή σχετικά με αυτόν οι οποίες καλύπτονται από το κατά το νόμο δικηγορικό απόρρητο.
(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν θεωρείται με κανέναν τρόπο ότι ποινικοποιούν την ανθρωπιστική βοήθεια για άτομα που έχουν ανάγκη ή δραστηριότητες για την υποστήριξη βασικών ανθρώπινων αναγκών που παρέχονται σύμφωνα με τις αρχές της αμεροληψίας, του ανθρωπισμού, της ουδετερότητας και της ανεξαρτησίας και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
6.-(1)(α) Πρόσωπο το οποίο υποκινεί άλλο πρόσωπο να συμμετέχει στη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 5 είναι ένοχο ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους, υπόκειται στην ίδια ποινή και δύναται να διωχτεί, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(β) Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερα πρόσωπα διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την από κοινού επιδίωξη παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτούν τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5, το κάθε πρόσωπο θεωρείται ένοχο ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(2)(α) Πρόσωπο το οποίο αποπειράται να διαπράξει τα αδικήματα που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ), (η)(i) και (η)(ii) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στην ίδια ποινή και δύναται να διωχτεί, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα αρχίζει να θέτει την πρόθεσή του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωσή της και έκδηλα φανερώνει τέτοια πρόθεση, αλλά τελικώς δεν πραγματώνει την πρόθεσή του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.
7.-(1) Φυσικό πρόσωπο που καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 υπόκειται στις ακόλουθες ποινές:
(α) Για παράβαση που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 τιμωρείται με-
(i) ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας τουλάχιστον εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(ii) ποινή φυλάκισης μέχρι έξι (6) μήνες ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας μικρότερης των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(β) για παράβαση που προβλέπεται στις παραγράφους (α) και (β) και στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τιμωρείται με-
(i) ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε (5) έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας τουλάχιστον εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(ii) ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας μικρότερης των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(γ) για παράβαση που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και τις δύο αυτές ποινές·
(δ) για παράβαση που προβλέπεται στις παραγράφους (δ) έως (ζ) και (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 τιμωρείται με-
(i) ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας τουλάχιστον εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος∙
(ii) ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας μικρότερης των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(ε) όταν η παράβαση που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 αφορά είδη που περιλαμβάνονται στον Κοινό Στρατιωτικό Κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή είδη διπλής χρήσης που απαριθμούνται στα Παραρτήματα I και IV του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/821, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές, ανεξάρτητα από την αξία των σχετικών ειδών.
(2) Το όριο των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καλύπτει κατ’ επανάληψη ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (β) και (δ) έως (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τα οποία συνδέονται και είναι ομοειδή, όταν τα εν λόγω αδικήματα διαπράττονται από τον ίδιο δράστη.
(3) Το Δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή που επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), να επιβάλει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα τιμωρητικά μέτρα:
(α) Ανάκληση άδειας και/ή εξουσιοδότησης για την άσκηση δραστηριοτήτων που οδήγησαν στο σχετικό ποινικό αδίκημα·
(β) αποκλεισμό από την κατοχή, εντός νομικού προσώπου, του ίδιου είδους ιθύνουσας θέσης που χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος·
(γ) προσωρινή απαγόρευση θέσης υποψηφιότητας για την άσκηση δημόσιου λειτουργήματος·
(δ) όταν τίθεται ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, μετά από κατά περίπτωση αξιολόγηση, δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της δικαστικής απόφασης που αφορά το διαπραχθέν ποινικό αδίκημα και τις κυρώσεις ή τα μέτρα που επιβλήθηκαν, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καταδικασθέντων τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, μόνο σε δεόντως αιτιολογημένες εξαιρετικές περιπτώσεις.
8.-(1) Νομικό πρόσωπο που καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 υπόκειται στις ακόλουθες ποινές:
(α) Για παράβαση που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι του ενός τοις εκατό (1%) του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου, κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του οικονομικού έτους κατά το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα∙
(β) για παράβαση που προβλέπεται στις παραγράφους (α) έως (ζ), στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (η) και στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι του πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου, κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του οικονομικού έτους κατά το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα.
(2) Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το ποσό του προστίμου με βάση τον συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του οικονομικού έτους κατά το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός παγκόσμιος κύκλος εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο αρμόδιο διοικητικό όργανο του νομικού προσώπου.
(3) Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το ποσό του προστίμου ούτε με βάση τον συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο αρμόδιο διοικητικό όργανο του νομικού προσώπου κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), κάθε νομικό πρόσωπο που καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 5 υπόκειται στις ακόλουθες ποινές-
(α) για παράβαση που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τιμωρείται με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα οκτώ εκατομμύρια ευρώ (€8.000.000)∙
(β) για παράβαση που προβλέπεται στις παραγράφους (α) έως (ζ), στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (η) και στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τιμωρείται με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα σαράντα εκατομμύρια ευρώ (€40.000.000).
(4) Το Δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή που επιβάλλεται σε νομικό πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), (2) ή (3) να επιβάλει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα τιμωρητικά μέτρα:
(α) Αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·
(β) προσωρινό ή μόνιμο αποκλεισμό από την πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων διαγωνισμών, επιχορηγήσεων και συμβάσεων παραχώρησης·
(γ) προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας·
(δ) ανάκληση αδειών και εγκρίσεων για την άσκηση δραστηριοτήτων που οδήγησαν στο οικείο ποινικό αδίκημα·
(ε) εκκαθάριση από το Δικαστήριο·
(στ) προσωρινή ή οριστική παύση λειτουργίας εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος·
(ζ) όταν τίθεται ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της δικαστικής απόφασης σχετικά με το διαπραχθέν ποινικό αδίκημα και τα τιμωρητικά μέτρα που επιβλήθηκαν, με την επιφύλαξη των κανόνων για την ιδιωτικότητα και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
9.-(1) Νομικό πρόσωπο δύναται να υπέχει ευθύνη για τη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 αδικημάτων, το οποίο τελείται προς όφελος του από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του εν λόγω νομικού προσώπου και κατέχει ιθύνουσα θέση εντός αυτού, βάσει-
(α) εξουσίας εκπροσώπησης του νομικού προσώπου· ή
(β) εξουσίας λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου· ή
(γ) εξουσίας άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.
(2) Νομικό πρόσωπο υπέχει ευθύνη για τη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 αδικημάτων σε περίπτωση που η απουσία εποπτείας ή ελέγχου, από πρόσωπο που καθορίζεται στο εδάφιο (1) κατέστησε δυνατή την διάπραξη του αδικήματος προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου, από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του.
(3) Η δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) ευθύνη νομικού προσώπου, δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικού προσώπου το οποίο είναι αυτουργός, ηθικός αυτουργός ή συνεργός στην διάπραξη οποιουδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 αδικημάτων.
10.-(1) Σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 5, οι ακόλουθες περιστάσεις δύναται να θεωρηθούν επιβαρυντικές στον βαθμό που δεν αποτελούν μέρος των συστατικών στοιχείων του σχετικού ποινικού αδικήματος:
(α) Το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης όπως ορίζεται στην Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ·
(β) το αδίκημα περιλάμβανε τη χρήση από τον παραβάτη πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων·
(γ) το αδίκημα διαπράχθηκε από επαγγελματία πάροχο υπηρεσιών κατά παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων του εν λόγω επαγγελματία παρόχου υπηρεσιών·
(δ) το αδίκημα διαπράχθηκε από δημόσιο υπάλληλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή από άλλο πρόσωπο κατά την άσκηση δημόσιου λειτουργήματος·
(ε) το αδίκημα απέφερε ή αναμενόταν να αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη ή μέσω αυτού αποτράπηκαν σημαντικές δαπάνες, άμεσα ή έμμεσα, στον βαθμό που τα εν λόγω οφέλη ή οι εν λόγω δαπάνες μπορούν να καθοριστούν·
(στ) ο παραβάτης κατέστρεψε αποδεικτικά στοιχεία ή προέβη σε εκφοβισμό μαρτύρων ή καταγγελλόντων·
(ζ) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετάκλητα για αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 5, οι ακόλουθες περιστάσεις δύναται να θεωρηθούν ελαφρυντικές:
(α) Ο παραβάτης παρέχει στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες τις οποίες δεν θα ήταν δυνατό να αποκτήσουν διαφορετικά, παρέχοντάς τους συνδρομή στην ταυτοποίηση και την προσαγωγή των άλλων παραβατών ενώπιον της δικαιοσύνης·
(β) ο παραβάτης παρέχει στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες, τις οποίες δεν θα ήταν δυνατό να αποκτήσουν διαφορετικά, παρέχοντάς τους συνδρομή στην εξεύρεση αποδεικτικών στοιχείων.
11.-(1) Τα μέσα και τα προϊόντα των αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του παρόντος Νόμου, υπόκεινται σε δέσμευση και δήμευση σύμφωνα με τις κατ’ αναλογία διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, στο βαθμό που αυτές εφαρμόζονται.
(2)(α) Κεφάλαια και οικονομικοί πόροι που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα της Ένωσης και σε σχέση με τα οποία το κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή φορέας ή εκπρόσωπος αυτού, διαπράττει ή συμμετέχει σε αδίκημα κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, υπόκεινται σε δέσμευση και δήμευση.
(β) Οι διατάξεις για δέσμευση και δήμευση που αφορούν, μεταξύ άλλων, προϊόντα αδικημάτων και ρευστοποιήσιμη περιουσία, στο Μέρος I, II και IX του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, δύνανται για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου να εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, για κεφάλαια και οικονομικούς πόρους που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα της Ένωσης και σε σχέση με τα οποία το κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή φορέα ή εκπρόσωπος αυτού, διαπράττει ή συμμετέχει σε αδίκημα κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, ακόμη και εάν αυτά ενδέχεται να μην αποτελούν προϊόντα ή μέσα αδικημάτων.
12. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, η Αστυνομία Κύπρου, το Τμήμα Τελωνείων και κάθε αρχή επιβολής του νόμου διαθέτουν ερευνητικά μέσα για την αποτελεσματική διερεύνηση ή δίωξη των παραβιάσεων των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 5.
13.-(1) Σε περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες ότι τα ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5 έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα, η Αστυνομία Κύπρου εξετάζει το ενδεχόμενο να παραπέμψει τις πληροφορίες που σχετίζονται με τα εν λόγω αδικήματα στους κατάλληλους αρμόδιους φορείς.
(2)(α) Με την επιφύλαξη των κανόνων περί διασυνοριακής συνεργασίας και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, η Αστυνομία Κύπρου συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, καθώς και με την Ευρωπόλ, την Eurojust, την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, για την καταπολέμηση των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 5.
(β) Σε περίπτωση που η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, η εν λόγω συνεργασία πραγματοποιείται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου.
(3) Η ΕΜΕΚ ανταλλάσσει σε συχνή και τακτική βάση πληροφορίες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με τις αρμόδιες αρχές σχετικά με πρακτικά ζητήματα, ιδίως όσον αφορά συνήθεις μεθόδους καταστρατήγησης, τις δομές για την απόκρυψη τις πραγματικής κυριότητας και του πραγματικού ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων.
14.-(1)(α) Η Αστυνομία Κύπρου διατηρεί σύστημα αρχειοθέτησης ανωνυμοποιημένων στατιστικών δεδομένων, που κατ’ ελάχιστο περιλαμβάνουν τα στοιχεία που προβλέπονται στο εδάφιο (2), σχετικά με τα στάδια υποβολής καταγγελιών, έρευνας και δικαστικής διαδικασίας που αφορούν τα ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5 για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων τις Δημοκρατίας στην καταπολέμηση τις παραβίασης των περιοριστικών μέτρων τις Ένωσης.
(β) Για σκοπούς των προβλεπόμενων στα εδάφια (2) και (3), η Αστυνομία Κύπρου διαβιβάζει στην ΕΜΕΚ τα σχετικά στοιχεία.
(2) Η ΕΜΕΚ υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε ετήσια βάση, στατιστικά στοιχεία σχετικά με τα ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5, τα οποία περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, υπάρχοντα δεδομένα σχετικά με-
(α) τον αριθμό των ποινικών αδικημάτων που έχουν καταχωριστεί και εκδικαστεί από τη Δημοκρατία·
(β) τον αριθμό των δικαστικών υποθέσεων που απορρίφθηκαν·
(γ) τον αριθμό των φυσικών προσώπων που-
(i) διώκονται·
(ii) καταδικάζονται·
(δ) τον αριθμό των νομικών προσώπων-
(i) που διώκονται·
(ii) για τα οποία έχει επιβληθεί ποινικού ή μη ποινικού χαρακτήρα ποινή ή τιμωρητικό μέτρο·
(ε) τα είδη και τα επίπεδα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν.
(3) Η ΕΜΕΚ δημοσιεύει ενοποιημένη επισκόπηση των στατιστικών στοιχείων ανά τριετία.
15.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, καταργείται ο περί Εφαρμογής των Διατάξεων των Ψηφισμάτων ή Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Κυρώσεις) και των Αποφάσεων και Κανονισμών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Περιοριστικά Μέτρα) Νόμος του 2016, λόγω αναθεώρησης των διατάξεων του και ενσωμάτωσής τους στον παρόντα Νόμο, άνευ επηρεασμού οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας που έγινε ή άρχισε δυνάμει του καταργηθέντος νόμου.
(2) Οποιαδήποτε διαδικασία άρχισε δυνάμει των διατάξεων του καταργηθέντος νόμου, θα συνεχίσει, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.