6.-(1)(α) Πρόσωπο το οποίο υποκινεί άλλο πρόσωπο να συμμετέχει στη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 5 είναι ένοχο ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους, υπόκειται στην ίδια ποινή και δύναται να διωχτεί, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(β) Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερα πρόσωπα διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την από κοινού επιδίωξη παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτούν τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5, το κάθε πρόσωπο θεωρείται ένοχο ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(2)(α) Πρόσωπο το οποίο αποπειράται να διαπράξει τα αδικήματα που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ), (η)(i) και (η)(ii) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στην ίδια ποινή και δύναται να διωχτεί, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα αρχίζει να θέτει την πρόθεσή του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωσή της και έκδηλα φανερώνει τέτοια πρόθεση, αλλά τελικώς δεν πραγματώνει την πρόθεσή του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.