5.-(1) Πρόσωπο το οποίο με πρόθεση προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την-
(α) άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή φορέα ή προς όφελός του, κατά παράβαση απαγόρευσης που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(β) μη δέσμευση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που βρίσκονται στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο κατονομαζόμενου προσώπου, οντότητας ή φορέα κατά παράβαση υποχρέωσης που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(γ) διευκόλυνση της εισόδου κατονομαζόμενων φυσικών προσώπων στην επικράτεια κράτους μέλους ή της διέλευσής τους από αυτό, κατά παράβαση απαγόρευσης που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(δ) πραγματοποίηση ή συνέχιση συναλλαγών με τρίτο κράτος, φορείς τρίτου κράτους ή οντότητες ή φορείς που ανήκουν ή ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από τρίτο κράτος ή από φορείς τρίτου κράτους, συμπεριλαμβανομένης της ανάθεσης ή της συνέχισης της εκτέλεσης δημόσιων συμβάσεων ή συμβάσεων παραχώρησης, όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός της εν λόγω συμπεριφοράς συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(ε) εκτέλεση εμπορικών συναλλαγών, εισαγωγή, εξαγωγή, πώληση, αγορά, μεταβίβαση, διαμετακόμιση ή μεταφορά αγαθών, καθώς και παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης, τεχνικής συνδρομής ή άλλων υπηρεσιών που σχετίζονται με τα εν λόγω αγαθά, όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός της εν λόγω πράξης συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(στ) παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή άσκηση χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός της εν λόγω πράξης συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(ζ) παροχή υπηρεσιών πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο (στ), όταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός της εν λόγω πράξης συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης·
(η) καταστρατήγηση περιοριστικού μέτρου της Ένωσης μέσω-
(i) της χρήσης, της μεταβίβασης σε τρίτο ή άλλως διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που βρίσκονται αμέσως ή εμμέσως στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο κατονομαζόμενου προσώπου, οντότητας ή φορέα και που θα έπρεπε να δεσμευθούν δυνάμει περιοριστικού μέτρου της Ένωσης, με σκοπό την απόκρυψη των εν λόγω κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων·
(ii) της παροχής ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, για την απόκρυψη του γεγονότος ότι κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή φορέας είναι ο τελικός ιδιοκτήτης ή δικαιούχος κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που πρέπει να δεσμευθούν δυνάμει περιοριστικού μέτρου της Ένωσης·
(iii) της μη συμμόρφωσης κατονομαζόμενου φυσικού προσώπου ή εκπροσώπου κατονομαζόμενης οντότητας ή φορέα με υποχρέωση που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης να αναφέρει στις αρμόδιες αρχές κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους εντός της δικαιοδοσίας κράτους μέλους που βρίσκονται στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του·
(iv) της μη συμμόρφωσης με υποχρέωση που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης για παροχή στις αρμόδιες αρχές πληροφοριών σχετικά με δεσμευμένα κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους ή πληροφοριών σχετικά με κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους που βρίσκονται στην επικράτεια των κρατών μελών και βρίσκονται στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο κατονομαζόμενων προσώπων, οντοτήτων ή φορέων και που δεν έχουν δεσμευθεί, όταν οι εν λόγω πληροφορίες αποκτώνται κατά την άσκηση επαγγελματικών καθηκόντων·
(θ) παραβίαση ή μη εκπλήρωση των όρων αδειών που χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων, οι οποίες, ελλείψει της σχετικής άδειας, αποτελούν απαγόρευση ή περιορισμό που συνιστά περιοριστικό μέτρο της Ένωσης,
διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με τις ποινές που καθορίζονται στο άρθρο 7 ή στο άρθρο 8, κατά περίπτωση.
(2) Πράξη που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) συνιστά ποινικό αδίκημα ακόμα και στην περίπτωση που διαπράττεται από βαριά αμέλεια, όταν η πράξη αυτή αφορά είδη που περιλαμβάνονται στον Κοινό Στρατιωτικό Κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή είδη διπλής χρήσης που απαριθμούνται στα παραρτήματα I και IV του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/821.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν θεωρείται ότι επιβάλλουν σε πρόσωπα που παρέχουν νομικής φύσεως εργασίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου, την υποχρέωση αναφοράς πληροφοριών τις οποίες λαμβάνουν ή αποκτούν από πελάτη τους ή σχετικά με αυτόν οι οποίες καλύπτονται από το κατά το νόμο δικηγορικό απόρρητο.
(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν θεωρείται με κανέναν τρόπο ότι ποινικοποιούν την ανθρωπιστική βοήθεια για άτομα που έχουν ανάγκη ή δραστηριότητες για την υποστήριξη βασικών ανθρώπινων αναγκών που παρέχονται σύμφωνα με τις αρχές της αμεροληψίας, του ανθρωπισμού, της ουδετερότητας και της ανεξαρτησίας και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
6.-(1)(α) Πρόσωπο το οποίο υποκινεί άλλο πρόσωπο να συμμετέχει στη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 5 είναι ένοχο ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους, υπόκειται στην ίδια ποινή και δύναται να διωχτεί, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(β) Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερα πρόσωπα διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την από κοινού επιδίωξη παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτούν τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5, το κάθε πρόσωπο θεωρείται ένοχο ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(2)(α) Πρόσωπο το οποίο αποπειράται να διαπράξει τα αδικήματα που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ), (η)(i) και (η)(ii) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στην ίδια ποινή και δύναται να διωχτεί, ως εάν είχε διενεργήσει το ίδιο τέτοια πράξη.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα αρχίζει να θέτει την πρόθεσή του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωσή της και έκδηλα φανερώνει τέτοια πρόθεση, αλλά τελικώς δεν πραγματώνει την πρόθεσή του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.
7.-(1) Φυσικό πρόσωπο που καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 υπόκειται στις ακόλουθες ποινές:
(α) Για παράβαση που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 τιμωρείται με-
(i) ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας τουλάχιστον εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(ii) ποινή φυλάκισης μέχρι έξι (6) μήνες ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας μικρότερης των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(β) για παράβαση που προβλέπεται στις παραγράφους (α) και (β) και στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τιμωρείται με-
(i) ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε (5) έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας τουλάχιστον εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(ii) ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας μικρότερης των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(γ) για παράβαση που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και τις δύο αυτές ποινές·
(δ) για παράβαση που προβλέπεται στις παραγράφους (δ) έως (ζ) και (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 τιμωρείται με-
(i) ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας τουλάχιστον εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος∙
(ii) ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και τις δύο αυτές ποινές, όταν τα εν λόγω αδικήματα αφορούν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους αξίας μικρότερης των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) κατά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος·
(ε) όταν η παράβαση που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 αφορά είδη που περιλαμβάνονται στον Κοινό Στρατιωτικό Κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή είδη διπλής χρήσης που απαριθμούνται στα Παραρτήματα I και IV του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/821, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές, ανεξάρτητα από την αξία των σχετικών ειδών.
(2) Το όριο των εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000) που αναφέρεται στο εδάφιο (1) καλύπτει κατ’ επανάληψη ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (β) και (δ) έως (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τα οποία συνδέονται και είναι ομοειδή, όταν τα εν λόγω αδικήματα διαπράττονται από τον ίδιο δράστη.
(3) Το Δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή που επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), να επιβάλει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα τιμωρητικά μέτρα:
(α) Ανάκληση άδειας και/ή εξουσιοδότησης για την άσκηση δραστηριοτήτων που οδήγησαν στο σχετικό ποινικό αδίκημα·
(β) αποκλεισμό από την κατοχή, εντός νομικού προσώπου, του ίδιου είδους ιθύνουσας θέσης που χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος·
(γ) προσωρινή απαγόρευση θέσης υποψηφιότητας για την άσκηση δημόσιου λειτουργήματος·
(δ) όταν τίθεται ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, μετά από κατά περίπτωση αξιολόγηση, δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της δικαστικής απόφασης που αφορά το διαπραχθέν ποινικό αδίκημα και τις κυρώσεις ή τα μέτρα που επιβλήθηκαν, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καταδικασθέντων τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, μόνο σε δεόντως αιτιολογημένες εξαιρετικές περιπτώσεις.
8.-(1) Νομικό πρόσωπο που καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 υπόκειται στις ακόλουθες ποινές:
(α) Για παράβαση που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι του ενός τοις εκατό (1%) του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου, κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του οικονομικού έτους κατά το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα∙
(β) για παράβαση που προβλέπεται στις παραγράφους (α) έως (ζ), στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (η) και στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι του πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου, κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του οικονομικού έτους κατά το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα.
(2) Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το ποσό του προστίμου με βάση τον συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του οικονομικού έτους κατά το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός παγκόσμιος κύκλος εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο αρμόδιο διοικητικό όργανο του νομικού προσώπου.
(3) Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το ποσό του προστίμου ούτε με βάση τον συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο αρμόδιο διοικητικό όργανο του νομικού προσώπου κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), κάθε νομικό πρόσωπο που καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 5 υπόκειται στις ακόλουθες ποινές-
(α) για παράβαση που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τιμωρείται με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα οκτώ εκατομμύρια ευρώ (€8.000.000)∙
(β) για παράβαση που προβλέπεται στις παραγράφους (α) έως (ζ), στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (η) και στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, τιμωρείται με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα σαράντα εκατομμύρια ευρώ (€40.000.000).
(4) Το Δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή που επιβάλλεται σε νομικό πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), (2) ή (3) να επιβάλει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα τιμωρητικά μέτρα:
(α) Αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·
(β) προσωρινό ή μόνιμο αποκλεισμό από την πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων διαγωνισμών, επιχορηγήσεων και συμβάσεων παραχώρησης·
(γ) προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας·
(δ) ανάκληση αδειών και εγκρίσεων για την άσκηση δραστηριοτήτων που οδήγησαν στο οικείο ποινικό αδίκημα·
(ε) εκκαθάριση από το Δικαστήριο·
(στ) προσωρινή ή οριστική παύση λειτουργίας εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος·
(ζ) όταν τίθεται ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της δικαστικής απόφασης σχετικά με το διαπραχθέν ποινικό αδίκημα και τα τιμωρητικά μέτρα που επιβλήθηκαν, με την επιφύλαξη των κανόνων για την ιδιωτικότητα και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
9.-(1) Νομικό πρόσωπο δύναται να υπέχει ευθύνη για τη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 αδικημάτων, το οποίο τελείται προς όφελος του από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του εν λόγω νομικού προσώπου και κατέχει ιθύνουσα θέση εντός αυτού, βάσει-
(α) εξουσίας εκπροσώπησης του νομικού προσώπου· ή
(β) εξουσίας λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου· ή
(γ) εξουσίας άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.
(2) Νομικό πρόσωπο υπέχει ευθύνη για τη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 αδικημάτων σε περίπτωση που η απουσία εποπτείας ή ελέγχου, από πρόσωπο που καθορίζεται στο εδάφιο (1) κατέστησε δυνατή την διάπραξη του αδικήματος προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου, από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του.
(3) Η δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) ευθύνη νομικού προσώπου, δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικού προσώπου το οποίο είναι αυτουργός, ηθικός αυτουργός ή συνεργός στην διάπραξη οποιουδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 αδικημάτων.
10.-(1) Σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 5, οι ακόλουθες περιστάσεις δύναται να θεωρηθούν επιβαρυντικές στον βαθμό που δεν αποτελούν μέρος των συστατικών στοιχείων του σχετικού ποινικού αδικήματος:
(α) Το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης όπως ορίζεται στην Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ·
(β) το αδίκημα περιλάμβανε τη χρήση από τον παραβάτη πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων·
(γ) το αδίκημα διαπράχθηκε από επαγγελματία πάροχο υπηρεσιών κατά παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων του εν λόγω επαγγελματία παρόχου υπηρεσιών·
(δ) το αδίκημα διαπράχθηκε από δημόσιο υπάλληλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή από άλλο πρόσωπο κατά την άσκηση δημόσιου λειτουργήματος·
(ε) το αδίκημα απέφερε ή αναμενόταν να αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη ή μέσω αυτού αποτράπηκαν σημαντικές δαπάνες, άμεσα ή έμμεσα, στον βαθμό που τα εν λόγω οφέλη ή οι εν λόγω δαπάνες μπορούν να καθοριστούν·
(στ) ο παραβάτης κατέστρεψε αποδεικτικά στοιχεία ή προέβη σε εκφοβισμό μαρτύρων ή καταγγελλόντων·
(ζ) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετάκλητα για αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 5, οι ακόλουθες περιστάσεις δύναται να θεωρηθούν ελαφρυντικές:
(α) Ο παραβάτης παρέχει στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες τις οποίες δεν θα ήταν δυνατό να αποκτήσουν διαφορετικά, παρέχοντάς τους συνδρομή στην ταυτοποίηση και την προσαγωγή των άλλων παραβατών ενώπιον της δικαιοσύνης·
(β) ο παραβάτης παρέχει στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες, τις οποίες δεν θα ήταν δυνατό να αποκτήσουν διαφορετικά, παρέχοντάς τους συνδρομή στην εξεύρεση αποδεικτικών στοιχείων.