ΜΕΡΟΣ Ι ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος.

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2016.

Ερμηνεία.

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αλληλοασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει επιχείρηση που έχει ως αποκλειστικό σκοπό την αλληλοασφάλιση των μελών της·

«αντασφάλιση» σημαίνει μία από τις ακόλουθες δραστηριότητες-

(α) Τη δραστηριότητα που συνίσταται στην αποδοχή κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας·

(β) στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών (εφεξής «Lloyd’s»), τη δραστηριότητα που συνίσταται στην αποδοχή κινδύνων τους οποίους εκχωρεί οποιοδήποτε μέλος της Lloyd’s, από πλευράς ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης άλλης από τη Lloyd’s·

(γ) την παροχή κάλυψης από αντασφαλιστική επιχείρηση σε Ταμείο Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου·

«αντασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια για την άσκηση δραστηριοτήτων αντασφάλισης από την αρμόδια προς τούτο εποπτική αρχή κράτους μέλους και περιλαμβάνει κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση·

«αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας και η οποία, εάν είχε την εταιρική της έδρα εντός τη Ένωσης θα χρειαζόταν άδεια από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής·

«αντασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους» σημαίνει επιχείρηση που έχει την εταιρική και την καταστατική της έδρα σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία και περιβάλλεται μία νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου·

«αντιπρόσωπος» σημαίνει αντιπρόσωπο ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 158 του παρόντος Νόμου ή αντιπρόσωπο ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 177 του παρόντος Νόμου, αναλόγως της περίπτωσης·

«αποτελέσματα διαφοροποίησης» σημαίνει τη μείωση της έκθεσης στον κίνδυνο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων, η οποία συνδέεται με τη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων τους και απορρέει από το γεγονός ότι το δυσμενές αποτέλεσμα από κάποιο κίνδυνο μπορεί να αντισταθμιστεί από το ευνοϊκότερο αποτέλεσμα ενός άλλου κινδύνου, όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι πλήρως συσχετισμένοι·

«ασφάλιση Γενικής Φύσεως» ή, κατά ταυτόσημη έννοια, «ασφάλιση ζημιών» σημαίνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους που διαλαμβάνονται στο Πρώτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου·

«ασφάλιση Ζωής» σημαίνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους Ζωής που διαλαμβάνονται στο Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου·

«ασφαλιστήριο» σημαίνει το έγγραφο που αποδεικνύει τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως και εκδίδεται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας∙

«ασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει επιχείρηση πρωτασφάλισης Ζωής ή Γενικής Φύσεως, η οποία έχει λάβει άδεια για την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης από την αρμόδια προς τούτο εποπτική αρχή κράτους μέλους και περιλαμβάνει κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, και όπου στον παρόντα Νόμο γίνεται μνεία του όρου αυτού, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, ο όρος αυτός θα διαλαμβάνει και αλληλοασφαλιστική επιχείρηση·

«ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους» σημαίνει ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την καταστατική και εταιρική της έδρα σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου·

«ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει επιχείρηση πρωτασφάλισης Ζωής ή Γενικής Φύσεως , η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας και η οποία εάν είχε την έδρα της στην Ένωση θα χρειαζόταν άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών από το κράτος μέλος καταγωγής·

«ασφαλιστική σύμβαση» σημαίνει σύμβαση διεπόμενη από τον περί Συμβάσεων Νόμο, που συνάπτεται μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και ενός ή περισσότερων προσώπων, ανεξάρτητα εάν εκδίδεται ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή όχι, αναφορικά με την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης σ’ ένα ή περισσότερους κλάδους, από αυτούς που διαλαμβάνονται στο Πρώτο και Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου·

«ασφαλιστικός κίνδυνος» σημαίνει τον κίνδυνο ζημίας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων λόγω ακατάλληλων παραδοχών κατά την τιμολόγηση και τον σχηματισμό προβλέψεων·

«Βοηθός Έφορος Ασφαλίσεων» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, “Βοηθός Έφορος”, σημαίνει το διοριζόμενο κατά τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου δημόσιο λειτουργό που ασκεί καθήκοντα Βοηθού Εφόρου Ασφαλίσεων·

«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών˙

«γνωστοποίηση του Υπουργού» σημαίνει γνωστοποίηση την οποία εκδίδει ο Υπουργός δυνάμει του άρθρου 432Α και η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙

«δέσμια αντασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει την αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία ανήκει είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή του ομίλου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 250 του παρόντος Νόμου, ή σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει ή των επιχειρήσεων του ομίλου, του οποίου είναι μέλος η δέσμια ασφαλιστική επιχείρηση·

«δέσμια ασφαλιστική επιχείρηση" σημαίνει την ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία ανήκει είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή του ομίλου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 250 του παρόντος Νόμου, ή σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει ή των επιχειρήσεων του ομίλου, του οποίου είναι μέλος η δέσμια ασφαλιστική επιχείρηση·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«δικαιούχος» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει κάποιο δικαίωμα στο πλαίσιο ασφαλιστικής σύμβασης.

«Δικαστήριο» σημαίνει το κατά νόμο αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας·

«εγκατάσταση» σημαίνει τα κεντρικά γραφεία ή οποιοδήποτε από τα υποκαταστήματα της επιχείρησης·

«εγκεκριμένες επενδύσεις» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 353 του παρόντος Νόμου·

«εθνικό γραφείο ασφαλίσεως» σημαίνει το εθνικό γραφείο ασφαλίσεως κατά την έννοια του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτων) Νόμου του 2000, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«εθνικό γραφείο εγγυήσεως» σημαίνει το Εγγυητικό Ταμείο κατά την έννοια του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτων) Νόμου του 2000, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής·

«εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα» σημαίνει πρότυπα που καταρτίζονται από την EIOPA, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, κατά περίπτωση, και τα οποία εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή∙

«εκτίμηση κατανομής πιθανότητας» σημαίνει μια μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μια πιθανότητα επέλευσης σε ένα διεξοδικό σύνολο αμοιβαία αποκλειόμενων μελλοντικών γεγονότων·

«έλεγχος» λογίζεται η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου, ή οποιαδήποτε παρεμφερής σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης·

«Ένωση» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση˙

«Ένωση Ασφαλιστών Λλόϋδς Λονδίνου» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, «Λλόϋδς» σημαίνει την Ένωση Ασφαλιστών που λειτουργεί στο Ηνωμένο Βασίλειο·

«εξωτερική ανάθεση» ή «εξωπορισμός» σημαίνει συμφωνία, οποιασδήποτε μορφής, μεταξύ μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενός παρόχου υπηρεσιών, είτε πρόκειται για εποπτευόμενη οντότητα είτε όχι, με την οποία ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών αναλαμβάνει μια διαδικασία, παρέχει μια υπηρεσία ή εκτελεί μια δραστηριότητα, είτε άμεσα είτε με υπεργολαβική ανάθεση, που διαφορετικά θα είχε αναληφθεί από την ίδια την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση·

«εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» ή «ECAI» σημαίνει οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ή κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού·

«επιλέξιμος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» σημαίνει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, είτε έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω Κανονισμού·

«Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «Ε.Π.Ε.Υ.» σημαίνει επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Επίσημος Παραλήπτης» σημαίνει τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο·

«εποπτικές αρχές» σημαίνει τις εθνικές αρχές κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες, δυνάμει νόμου ή άλλων κανονιστικών ρυθμίσεων, να εποπτεύουν τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στο κάθε κράτος μέλος·

«περί Εταιρειών Νόμος» σημαίνει τον περί Εταιρειών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«εταιρική έδρα» σημαίνει τα κεντρικά γραφεία της επιχείρησης·

«Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων» ή «EIOPA», σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή που συγκροτείται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής·

«Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών» ή «ΕΑΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή που συγκροτείται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου» ή «ΕΣΣΚ» σημαίνει το όργανο που συστάθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου·

«Έφορος Ασφαλίσεων» ή συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, “Έφορος” σημαίνει τον κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου ασκούντα καθήκοντα Εφόρου Ασφαλίσεων δημόσιο λειτουργό·

«Έφορος Εταιρειών» σημαίνει τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 2 του περί Εταιρειών Νόμου·

«θυγατρική επιχείρηση» σημαίνει τη θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, περιλαμβανομένων των θυγατρικών της.

«καθορισμένο τέλος» σημαίνει τέλος καθορισμένο με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση·

«καθορισμένος τύπος» σημαίνει τύπο καθορισμένο με απόφαση του Εφόρου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ισχύει από της δημοσιεύσεώς του·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής·

«Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365» σημαίνει την πράξη της Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 περί της διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«καταστατική έδρα» σημαίνει το εγγεγραμμένο γραφείο της επιχείρησης·

«κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις» σημαίνει πράξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 301α, της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις» σημαίνει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την EIOPA δυνάμει του άρθρου 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), ανάλογα με την περίπτωση∙

«κίνδυνος αγοράς» σημαίνει τον κίνδυνο ζημίας ή δυσμενούς μεταβολής στη χρηματοοικονομική κατάσταση, που απορρέει, άμεσα ή έμμεσα, από τις διακυμάνσεις στο επίπεδο και στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και των χρηματοπιστωτικών μέσων·

«κίνδυνος ρευστότητας» σημαίνει τον κίνδυνο αδυναμίας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να εκποιήσουν επενδύσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να προβούν στο διακανονισμό των οικονομικών τους υποχρεώσεων, όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

«κίνδυνος συγκέντρωσης» σημαίνει όλες τις εκθέσεις στον κίνδυνο με αρκετά σημαντική πιθανότητα ζημίας, σε βαθμό που να απειλούν τη φερεγγυότητα ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων·

«κλάδος εξαγοράς κεφαλαίου» σημαίνει τον κλάδο που αφορά στη σύναψη και εκτέλεση ασφαλιστικών συμβάσεων που βασίζονται σε αναλογιστικούς υπολογισμούς με βάση τους οποίους αναλαμβάνονται υποχρεώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό, έναντι εφάπαξ ή περιοδικών προκαθορισμένων καταβολών·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·

«κράτος μέλος ασφαλιστικής υποχρέωσης» σημαίνει το κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκεται μία εκ των ακόλουθων-

(α) η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου·

(β) εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, η εγκατάσταση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου στην οποία αναφέρεται η σύμβαση·

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει ένα εκ των ακόλουθων:

(α) όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, το κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκεται η εταιρική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει τον κίνδυνο·

(β) όσον αφορά την ασφάλιση Ζωής, το κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκεται η εταιρική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που αναλαμβάνει την υποχρέωση·

(γ) όσον αφορά την αντασφάλιση, το κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκεται η εταιρική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης·

«κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος» σημαίνει:

(α) το κράτος μέλος, όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, όταν η ασφάλιση αφορά ακίνητα ή ακίνητα και το περιεχόμενό τους, στο μέτρο που το περιεχόμενο καλύπτεται από το ίδιο ασφαλιστήριο· ή

(β) το κράτος μέλος εγγραφής, όταν η ασφάλιση αφορά κάθε είδους μεταφορικά μέσα· ή

(γ) το κράτος μέλος, όπου ο ασφαλισμένος συνήψε την ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου περί ασφαλιστικής σύμβασης διαρκείας κατώτερης από ή ίσης με τέσσερις μήνες, η οποία αφορά κινδύνους που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια ταξιδίου ή διακοπών ανεξαρτήτως κλάδου· ή

(δ) σε όλες τις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται ρητά στις παραγράφους (α), (β) ή (γ), το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται μια εκ των ακόλουθων:

(i) η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλόμενου· ή

(ii) εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, η εγκατάσταση του εν λόγω αντισυμβαλλόμενου στην οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο·

«κράτος μέλος παροχής υπηρεσιών» αναφορικά με τις ασφαλίσεις Ζωής και Γενικής Φύσεως σημαίνει το κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος, αν η υποχρέωση ή ο κίνδυνος καλύπτεται από ασφαλιστική επιχείρηση ή υποκατάστημα που ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες·

«κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει την αντασφαλιστική επιχείρηση, στην οποία έχει παραχωρηθεί άδεια άσκησης αντασφαλιστικών εργασιών από τον Έφορο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου·

«κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει την ασφαλιστική επιχείρηση, στην οποία έχει παραχωρηθεί άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών από τον Έφορο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου·

«λειτουργία» στο πλαίσιο του συστήματος διακυβέρνησης σημαίνει την εσωτερική ικανότητα ανάληψης πρακτικών καθηκόντων, περιλαμβανομένης της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνου, της λειτουργίας συμμόρφωσης, της λειτουργίας εσωτερικού λογιστικού ελέγχου και της αναλογιστικής λειτουργίας·

«λειτουργικός κίνδυνος» σημαίνει τον κίνδυνο ζημιάς, είτε λόγω ανεπαρκειών ή ελλείψεων στις εσωτερικές διαδικασίες, στα λειτουργικά συστήματα ή στο ανθρώπινο δυναμικό, είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων∙

«μεγάλοι κίνδυνοι» σημαίνει-

(α) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο σιδηροδρομικών οχημάτων, στον κλάδο αεροσκαφών, στον κλάδο πλοίων, στον κλάδο μεταφερόμενων εμπορευμάτων, στον κλάδο ευθύνης από αεροσκάφη και στον κλάδο ευθύνης σκαφών· ή

(β) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο πιστώσεων και στον κλάδο εγγυήσεων, όταν ο ασφαλισμένος ασκεί κατ’ επάγγελμα βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και ο κίνδυνος σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτή· ή

(γ) τους κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο χερσαίων οχημάτων, στον κλάδο πυρκαγιάς και στοιχείων της φύσεως, στον κλάδο άλλης ζημιάς σε περιουσιακά στοιχεία, στον κλάδο γενικής ευθύνης και στον κλάδο οικονομικής απώλειας γενικής φύσεως, εφ’ όσον ο ασφαλισμένος υπερβαίνει αριθμητικά τα όρια δύο τουλάχιστον από τα πιο κάτω κριτήρια-

(i) σύνολο ισολογισμού: 6,2 εκατομμύρια Ευρώ·

(ii) καθαρό ποσό κύκλου εργασιών κατά την έννοια του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου του 2009, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται: 12,8 εκατομμύρια Ευρώ·

(iii) μέσο αριθμό απασχολούμενων προσώπων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους: 250:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος μετέχει σε σύνολο επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με τον περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμο του 2009, όπως αυτός εκάστοτε τροποιείται ή αντικαθίσταται, η συνδρομή των πιο πάνω κριτηρίων, ελέγχεται βάσει των ενοποιημένων αυτών λογαριασμών·

«μέτρηση κινδύνου» σημαίνει μια μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει ένα νομισματικό ποσό σε μια δεδομένη εκτίμηση κατανομής πιθανότητας και αυξάνεται μονοτονικά με το επίπεδο έκθεσης στον κίνδυνο, στον οποίο στηρίζεται η εν λόγω εκτίμηση κατανομής πιθανότητας·

«μητρική επιχείρηση» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου·ֹ

«νόμιμος ελεγκτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμο του 2009, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και περιλαμβάνει και νόμιμο ελεγκτικό γραφείο·

«νομισματική αντιστοιχία» σημαίνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις (underwriting liabilities) αντιπροσωπεύονται από περιουσιακά στοιχεία εκφρασμένα ή ρευστοποιήσιμα στο ίδιο νόμισμα, στο οποίο είναι εκφρασμένες οι υποχρεώσεις αυτές, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος ΙΙ του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου·

«Οδηγία» σημαίνει οδηγία του Εφόρου που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

«Οδηγία 2009/138/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Οδηγία2015/849/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο Επίσημη “Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Εφημερίδα της 20ής Μαΐου 2015 σχετικά µε την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες, δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής”·

«Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων» σημαίνει τις Oδηγίες που εκδίδονται από τον Έφορο δυνάμει του άρθρου 306 του παρόντος Νόμου, για σκοπούς ρύθμισης της συμπληρωματικής εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και Ε.Π.Ε.Υ. που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων·

«oργανωμένη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται˙

«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο του 1997, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά τα οριζόμενα στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο του 1985, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί δυνάμει αντίστοιχου νόμου κράτους μέλους˙

«πιστωτικός κίνδυνος» λογίζεται ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς μεταβολής στη χρηματοοικονομική κατάσταση, λόγω διακυμάνσεων στην πιστοληπτική κατάσταση των εκδοτών τίτλων, των αντισυμβαλλομένων και οποιωνδήποτε άλλων χρεωστών, στον οποίο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες, με τη μορφή κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλομένου, κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων, ή συγκεντρώσεων κινδύνου αγοράς·

«πράξη της Ένωσης» σημαίνει Οδηγία, Κανονισμό ή Απόφαση της Ένωσης, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«ρυθμιζόμενη αγορά» σημαίνει μια από τις πιο κάτω αγορές:

(α) στην περίπτωση αγοράς που βρίσκεται σε κράτος μέλος, μια ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(β) στην περίπτωση αγοράς που ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, η χρηματοπιστωτική αγορά, η οποία πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) είναι αναγνωρισμένη από το κράτος μέλος καταγωγής της ασφαλιστικής επιχείρησης και πληροί προϋποθέσεις ανάλογες με εκείνες που ορίζονται στον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται· και

(ii) οι διαπραγματεύσιμοι χρηματοπιστωτικοί τίτλοι είναι ανάλογης ποιότητας προς τους διαπραγματεύσιμους τίτλους στην ή στις ρυθμιζόμενες αγορές του κράτους μέλους καταγωγής·

«ρυθμιζόμενη οντότητα» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων·

«ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα» σημαίνει πρότυπα που καταρτίζονται από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, κατά περίπτωση, και τα οποία εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή∙

«στενοί δεσμοί» σημαίνει την κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω ελέγχου ή συμμετοχής ή μια κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται σταθερά με το αυτό πρόσωπο διά δεσμού ελέγχου·

«Συμβουλευτική Επιτροπή» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 412 του παρόντος Νόμου Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων·

«συμμετοχή» σημαίνει την άμεση ή μέσω δεσμού ελέγχου κατοχή του 20% τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

«συναλλαγή στο πλαίσιο ομίλου» σημαίνει οποιαδήποτε συναλλαγή διά της οποίας μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από άλλες επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου ή από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνδέεται με τις επιχειρήσεις εντός του ομίλου αυτού με στενούς δεσμούς, για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης, συμβατικής ή μη, και έναντι πληρωμής ή μη·

«συνδεδεμένη επιχείρηση» σημαίνει τη θυγατρική ή άλλη επιχείρηση, στην οποία υπάρχει συμμετοχή ή επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα να αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπαֹ

«τεχνικές μείωσης του κινδύνου» σημαίνει όλες τις τεχνικές οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να μεταβιβάζουν τμήμα ή όλους τους κινδύνους τους σε άλλο μέρος·

«τρίτη χώρα» σημαίνει κράτος άλλο από τη Δημοκρατία ή από κράτος μέλος·

«Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών του Υπουργείου Οικονομικών·

«υποκατάστημα» σημαίνει κάθε πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους μέλους καταγωγής.

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών της Δημοκρατίας.

«φορέας ειδικού σκοπού» σημαίνει οποιαδήποτε επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και χρηματοδοτεί πλήρως την έκθεσή της στους ως άνω κινδύνους με τις εισπράξεις από έκδοση χρέους ή με κάθε άλλο χρηματοδοτικό μηχανισμό, όπου τα δικαιώματα επιστροφής των παροχών αυτού του χρέους ή του χρηματοδοτικού μηχανισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις αντασφάλισης αυτής της επιχείρησης·

«χρηματοοικονομική επιχείρηση» σημαίνει έναν από τους πιο κάτω οργανισμούς :

(α) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επικουρικής τραπεζικής υπηρεσίας κατά την έννοια του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997 και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985, όπως οι Νόμοι αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

(β) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του παρόντος Νόμου∙

(γ) εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζομένων Αγορών Νόμου του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

(δ) ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας κατά την έννοια του παρόντος Νόμου∙

«χρηματοοικονομικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων» σημαίνει όμιλο ή υπο-όμιλο, εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, ή εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές του ομίλου ή του υπο-ομίλου αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα:

(i) πρόκειται για μητρική επιχείρηση οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα ή για επιχείρηση συνδεόμενη με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, της Έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(ii) μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών˙ και

(iii) οι ενοποιημένες ή αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου ή του υπο-ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι αμφότερες ουσιώδεις κατά την έννοια οδηγίας χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων του Εφόρου, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται· ή

(β) εφόσον δεν είναι επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου ρυθμιζόμενη οντότητα:

(i) οι δραστηριότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου ασκούνται κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα κατά την έννοια οδηγίας χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων του Εφόρου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(ii) μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών˙ και

(iii) οι ενοποιημένες ή αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου ή του υπο-ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι αμφότερες ουσιώδεις κατά την έννοια οδηγίας χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων του Εφόρου, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

Σκοπός

3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η θέσπιση κανόνων αναφορικά με-

(α) Την ανάληψη και την άσκηση στη Δημοκρατία των ιδιωτικών δραστηριοτήτων ασφαλίσεως και αντασφαλίσεως∙

(β) την εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων∙

(γ) την εξυγίανση και την εκκαθάριση των επιχειρήσεων πρωτασφάλισης∙

(δ) την ανάληψη και την άσκηση στη Δημοκρατία εργασιών διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων καθώς και την εποπτεία φυσικών ή νομικών προσώπων που ασκούν εργασίες διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων.