ΜΕΡΟΣ IΧ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΡΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ, ΕΙΣΟΔΟ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ - ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εξουσία του Εφόρου προς συλλογή πληροφοριών. Επιβολή διοικητικού προστίμου

395.-(1) Ο Έφορος έχει εξουσία να συλλέγει οποιεσδήποτε πληροφορίες κρίνει απαραίτητες για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων και εξουσιών του και να απευθύνει σχετικό γραπτό αίτημα, σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του, καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ευλόγως εικάζεται ότι είναι σε θέση να δώσει τις πληροφορίες, οι οποίες άπτονται της αποτελεσματικής άσκησης των εξουσιών του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των εκδιδομένων δυνάμει αυτού Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, οδηγιών ή της εφαρμογής κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.

(2) Στο γραπτό αίτημα του Εφόρου καθορίζονται οι θεμελιούσες το αίτημα νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής των πληροφοριών.

(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνουν οποιεσδήποτε πληροφορίες οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχείρησης έχουν υποχρέωση να παρέχουν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου ή δυνάμει εκδιδόμενων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οδηγιών ή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, ή από οποιοδήποτε άλλο σε ισχύ νόμο και o Έφορος δύναται να απαιτήσει όπως έγγραφα που περιλαμβάνονται στις πληροφορίες του παρόντος εδαφίου, ελέγχονται από νόμιμο ελεγκτή σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμων του 2009 και 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(4) Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα του Εφόρου έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και επακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών, εκτός εάν με την παροχή της πληροφορίας θίγεται οποιοδήποτε επαγγελματικό, τραπεζικό ή άλλο κατά νόμο προστατευόμενο απόρρητο.Το βάρος απόδειξης του απορρήτου φέρει το πρόσωπο το οποίο επικαλείται τέτοιο απόρρητο.

(5) Σε περίπτωση παραλείψεως παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην καθορισθείσα προθεσμία, δύναται να επιβληθεί από τον Έφορο στον υπαίτιο της παράλειψης, διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 399 του παρόντος Νόμου ή/και και πρόστιμο διακοσίων ευρώ (€200) για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη προς συμμόρφωση με την εντολή του Εφόρου, το οποίο δύναται να αυξάνεται σε τριακόσια ευρώ (€300) ανά ημέρα παράλειψης συμμόρφωσης, σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης παράβασης από την επιχείρηση:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως παράλειψη παροχής πληροφοριών λογίζεται και η παροχή πληροφοριών ή η κατάθεση λογαριασμών ή άλλων εγγράφων, έκδηλα πλημμελών, εσφαλμένων ή ανακριβών.

(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η «υποχρέωση προς παροχή πληροφοριών» περιλαμβάνει και την υποχρέωση προς προσκόμιση και κατάθεση κάθε είδους γραπτών στοιχείων και τη διάθεση πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

(7) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί όπως οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας.

(8) Κατά την άσκηση συμπληρωματικής εποπτείας σε επιχειρήσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου, ο Έφορος έχει εξουσία να απαιτεί την παραχώρηση πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου απ΄ευθείας από τις-

(α) τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

(β) τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην ασφαλιστική επιχείρηση∙ και

(γ) τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτές ορίζονται στον παρόντα Νόμο,

και σε περίπτωση που οι πιο πάνω επιχειρήσεις αρνούνται ή παραλείπουν την παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών εντός της καθοριζόμενης από τον Έφορος προθεσμίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (5).

(9) Τα έξοδα του εποπτικού ελέγχου, μετά από αίτημα παροχής πληροφοριών, που διενεργούνται από τον Έφορο, επιβαρύνουν την ελεγχόμενη επιχείρηση και Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν τις κλίμακες τελών που καταβάλλονται ανάλογα με τη φύση του επιτόπιου ελέγχου.

Εξουσία του εφόρου προς είσοδο και έρευνα

396.-(1) Ο Έφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του δυνάμει του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους απαραίτητους για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του για διερεύνηση ενδεχόμενης παραβίασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου υποχρεώσεων, περιλαμβανομένων ελέγχων δυνάμει του άρθρου 37 του παρόντος Νόμου και προς τούτο, έχει εξουσία -

(α) να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα καθώς και στοιχεία εναποθηκευμένα εις ηλεκτρονικούς υπολογιστές κάθε προσώπου που ευλόγως εικάζεται πως κατέχει στοιχεία δυνάμενα να βοηθήσουν τον Έφορο στην έρευνά του·

(β) να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα των πιο πάνω· και

(γ) να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους.

(2) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, ο Έφορος έχει την εξουσία να ζητεί από κάθε πρόσωπο οποιαδήποτε σχετική πληροφορία.

(3) Τα έξοδα των επιτόπιων ελέγχων που διενεργούνται από τον Έφορο δυνάμει των διατάξεω του άρθρου 37 και του παρόντος άρθρου, επιβαρύνουν την ελεγχόμενη επιχείρηση και Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν τις κλίμακες τελών που καταβάλλονται ανάλογα με τη φύση του επιτόπιου ελέγχου.

Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου

397. (1) Οι κατά το προηγούμενο άρθρο επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται από τον Έφορο είτε ύστερα από προειδοποίηση είτε, σε επείγουσες και ειδικά αιτιολογημένες περιπτώσεις, χωρίς την προηγούμενη ειδοποίηση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα ελέγχου.

(2) Η εντολή του Εφόρου είναι γραπτή και καθορίζει το σκοπό του επιτόπιου ελέγχου, ορίζει την ημερομηνία έναρξης του ελέγχου, τη νομοθετική διάταξη επί της οποίας στηρίζεται η εξουσία αυτή του Εφόρου και τις ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση άρνησης του προσώπου, προς το οποίο απευθύνεται η εντολή, να συμμορφωθεί με αυτήν.

(3) Το πρόσωπο, στο οποίο διενεργείται ο επιτόπιος έλεγχος, δύναται να συμβουλευθεί το συνήγορό του κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η παρουσία όμως αυτού δεν συνιστά νομική προϋπόθεση για το έγκυρο του επιτόπιου ελέγχου.

(4) Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή ελέγχου σε κατοικία για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, εκτός κατόπιν δικαστικού εντάλματος και σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος.

(5) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς εντολή του Εφόρου κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, επιβάλλεται από τον Έφορο διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 399 του παρόντος Νόμου, καθώς επίσης και πρόστιμο διακοσίων ευρώ (€200) για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη προς συμμόρφωση με την εντολή του Εφόρου, το οποίο δύναται να αυξάνεται κατά τριακόσια ευρώ (€300) ανά ημέρα παράλειψης συμμόρφωσης, σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης παράβασης από την επιχείρηση.

Ενέργειες του Εφόρου σε περίπτωση παραβάσεων

398. Σε περίπτωση που ο Έφορος, κατά την άσκηση της εξουσίας του προς συλλογή πληροφοριών ή διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου ή από στοιχεία που άλλως πως τίθενται ενώπιόν του, διαπιστώσει το ενδεχόμενο παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση-

(α) συντάσσει το πόρισμά του και το υποβάλλει, μαζί με τα στοιχεία που κατέχει, στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει, από τα τεθέντα ενώπιόν του στοιχεία, κατά πόσο συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης και δικαιολογείται ποινική δίωξη του υπαιτίου· ή/και

(β) επιλαμβάνεται ο ίδιος της υπόθεσης και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 399 του παρόντος Νόμου ή η επιβολή άλλων διοικητικών κυρώσεων, που τυχόν προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση· ή/και

(γ) αποφασίζει, κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανάκλησης της άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και, σε τέτοια περίπτωση, προβαίνει στην ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο προς αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 318 του παρόντος Νόμου.

Διοικητικό πρόστιμο

399.-(1) Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε σχέση με την επιβολή διοικητικού προστίμου από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, ο ΄Εφορος έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι εκατόν χιλιάδων ευρώ (€100.000) και σε περίπτωση υποτροπής ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων ευρώ (€200.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί ότι νομικό πρόσωπο υποκείμενο στις διατάξεις του παρόντος Νόμου παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, ή οποιαδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξη ή ρυθμιστικό ή εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων αναφορικά με την ποινική ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου, σε περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε αθέμιτο όφελος από την παράβαση αυτή, ο Έφορος έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλάσιου του οφέλους, που ο υπαίτιος αθεμίτως προσπορίστηκε από την παράβαση.

Γραπτή κοινοποίηση επιβολής προστίμου

400.-(1) Προτού προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 399 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή του σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, να παραθέσει τους λόγους που δικαιολογούν την πρόθεσή του προς επιβολή διοικητικού προστίμου και να επισημάνει τα δικαιώματα που του παρέχονται δυνάμει του εδαφίου (2).

(2) Το πρόσωπο προς το οποίο κοινοποιήθηκε πρόθεση του Εφόρου σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από της κοινοποιήσεως της εν λόγω πρόθεσης, να προβεί σε γραπτές και προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο, εφόσον το επιθυμεί.

(3) Ο Έφορος λαμβάνει υπόψη του τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επιβολή διοικητικού προστίμου και πριν καθορίσει το ύψος του οφειλόμενου ποσού.

(4) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς επιβολή διοικητικού προστίμου είναι δεόντως αιτιολογημένες και κοινοποιούνται εγγράφως προς κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(5)(α) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύνανται να προσβληθούν ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Έφορου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Είσπραξη διοικητικού προστίμου

401. (1) Το διοικητικό πρόστιμο, που επιβάλλεται από τον Έφορο κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιέρχεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(2) Σε περίπτωση παραλείψεως πληρωμής του επιβαλλόμενου δυνάμει του παρόντος Μέρους προστίμου, το πρόστιμο εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς καταδολίευση του κοινού

402. Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό, με σκοπό την καταδολίευση του κοινού και παρακίνησή του στη σύναψη ή την προσφορά προς σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δέκα ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι τετρακοσίων χιλιάδων ευρώ (€400.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ψευδείς δηλώσεις, απόκρυψη στοιχείων ή παρεμπόδιση ελέγχου

403. Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του προβαίνει, κατά την παροχή πληροφορίας για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή αποκρύπτει οτιδήποτε ουσιώδες, ή παραλείπει, κατόπιν σχετικού γραπτού αιτήματος του Εφόρου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, υποβάλει στοιχεία ή οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες του ζητηθούν ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρεμποδίζει την άσκηση των εξουσιών του Εφόρου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι διακοσίων χιλιάδων ευρώ (€200.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ψευδείς λογαριασμοί

404. Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του ή εξ αμελείας εκδίδει ή μετέχει με οποιοδήποτε τρόπο στην έκδοση ή υπογράφει λογαριασμό, ισολογισμό, οικονομική κατάσταση ή άλλο έγγραφο, του οποίου η έκδοση προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, με ψευδή, παραπλανητικά ή απατηλά, στοιχεία, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι διακοσίων χιλιάδων ευρώ (€200.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών χωρίς άδεια ή από επιχειρήσεις που δεν πληρούν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου

405. Η άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις χωρίς άδεια του Εφόρου εκδιδόμενη δυνάμει του παρόντος Νόμου, όπου αυτή απαιτείται, ή η άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών απόεπιχειρήσεις που δεν τηρούν τις διατάξεις του παρόντος νόμου συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι διακοσίων χιλιάδων ευρώ (€200.000):

Νοείται ότι σε περίπτωση που έχει συναφθεί ασφαλιστική σύμβαση ή έχει εκδοθεί ασφαλιστήριο από επιχείρηση που δεν κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, η σύμβαση ή το ασφαλιστήριο δεν καθίσταται άκυρο και η εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση δεν απαλλάσσεται από τυχόν υποχρεώσεις της που απορρέουν από αυτά.

Παράλειψη κοινοποίησης μη έναρξης ή αναστολής των εργασιών της επιχείρησης

406. Ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία παραλείπει να γνωστοποιήσει στον Έφορο την μη έναρξη των εργασιών τη ή την αναστολή των εργασιών της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από τον Έφορο.

Ποινικό αδίκημα για έκδοση νέων ασφαλιστηρίων από ασφαλιστική επιχείρηση που της ανακλήθηκε η άδεια

407. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποία η άδεια έχει ανακληθεί με απόφαση του Εφόρου ή με απόφαση οποιασδήποτε εποπτικής αρχής άλλου κράτους μέλους, και η οποία μετά την ανάκληση της άδειας εξακολουθεί να εκδίδει ασφαλιστήρια, διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με χρηματική ποινή μέχρι διακοσίων χιλιάδων ευρώ (€200.000).

Ποινικό αδίκημα για παράλειψη επιστροφής άδειας

408. Ασφαλιστική επιχείρηση η οποία παραλείπει να επιστρέψει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου την άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών μετά από ανάκλησή της με απόφαση του Εφόρου, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων ευρώ (€5.000).

Δεσμοί μεταξύ ασφαλιστικών και άλλων εταιρειών. Ποινικό αδίκημα

409. (1) Σε περίπτωση κατά την οποία ασφαλιστική επιχείρηση που υπάγεται στην εποπτεία του Εφόρου έχει οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς με άλλη επιχείρηση, ανεξάρτητα αν η εταιρεία αυτή είναι ασφαλιστική ή όχι, η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση οφείλει όπως αποκαλύψει τους δεσμούς αυτούς στον Έφορο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου.

(2) Παράλειψη αποκαλύψεως των δεσμών αυτών κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο σε περίπτωση καταδίκης με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδων ευρώ (€50.000).

Παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου

410. Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 44 του παρόντος Νόμου και οι υπάλληλοί τους, οι κάτοχοι ειδικής συμμετοχής, οι ασκούντες εργασίες διαμεσολάβησης, τα πρόσωπα που είναι αρμόδια για αναλογιστικές μελέτες και οι ελεγκτές, που παραβαίνουν εν γνώσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διαπράττουν ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο, εφόσον δεν προβλέπεται οποιαδήποτε άλλη ποινή σε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων ευρώ (€20.000).

Ποινική και αστική ευθύνη για αδικήματα τελούμενα από νομικά πρόσωπα

411.-(1) Ποινική ευθύνη για τα κατά τον παρόντα Νόμο ποινικά αδικήματα, τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο, υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου, ο Γενικός Διευθυντής, ο Γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού προσώπου που ενεργούσε εκ μέρους του νομικού προσώπου και που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.

(2) Πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή και κεχωρισμένως, για κάθε ζημία τρίτων λόγω της πράξεως ή της παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.

Κυρώσεις για παράβαση εκτελεστικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

412.-(1) Ο Έφορος δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Μέρους σε περίπτωση παράβασης οποιασδήποτε διάταξης Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς επίσης και σε περίπτωση παράβασης οποιασδήποτε κανονιστικής φύσεως διάταξης και με εξαναγκαστικό προς τις επιχειρήσεις χαρακτήρα, περιλαμβάνεται σε κατ΄εξουσιοδότηση πράξη ή σε ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εκδίδονται δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), αναφορικά με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2365 και με οποιαδήποτε άλλη πράξη της Ένωσης, για την εφαρμογή των οποίων ο Έφορος ορίζεται ως αρμόδια αρχή είτε δυνάμει των εν λόγω πράξεων είτε δυνάμει γνωστοποίησης του Υπουργού, ο Έφορος έχει εξουσία να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα που προβλέπονται σε τέτοια πράξη.