Εξουσία του Εφόρου προς συλλογή πληροφοριών. Επιβολή διοικητικού προστίμου

395.-(1) Ο Έφορος έχει εξουσία να συλλέγει οποιεσδήποτε πληροφορίες κρίνει απαραίτητες για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων και εξουσιών του και να απευθύνει σχετικό γραπτό αίτημα, σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του, καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ευλόγως εικάζεται ότι είναι σε θέση να δώσει τις πληροφορίες, οι οποίες άπτονται της αποτελεσματικής άσκησης των εξουσιών του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των εκδιδομένων δυνάμει αυτού Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, οδηγιών ή της εφαρμογής κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.

(2) Στο γραπτό αίτημα του Εφόρου καθορίζονται οι θεμελιούσες το αίτημα νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής των πληροφοριών.

(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνουν οποιεσδήποτε πληροφορίες οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχείρησης έχουν υποχρέωση να παρέχουν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου ή δυνάμει εκδιδόμενων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οδηγιών ή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, ή από οποιοδήποτε άλλο σε ισχύ νόμο και o Έφορος δύναται να απαιτήσει όπως έγγραφα που περιλαμβάνονται στις πληροφορίες του παρόντος εδαφίου, ελέγχονται από νόμιμο ελεγκτή σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμων του 2009 και 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(4) Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα του Εφόρου έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και επακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών, εκτός εάν με την παροχή της πληροφορίας θίγεται οποιοδήποτε επαγγελματικό, τραπεζικό ή άλλο κατά νόμο προστατευόμενο απόρρητο.Το βάρος απόδειξης του απορρήτου φέρει το πρόσωπο το οποίο επικαλείται τέτοιο απόρρητο.

(5) Σε περίπτωση παραλείψεως παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην καθορισθείσα προθεσμία, δύναται να επιβληθεί από τον Έφορο στον υπαίτιο της παράλειψης, διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 399 του παρόντος Νόμου ή/και και πρόστιμο διακοσίων ευρώ (€200) για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη προς συμμόρφωση με την εντολή του Εφόρου, το οποίο δύναται να αυξάνεται σε τριακόσια ευρώ (€300) ανά ημέρα παράλειψης συμμόρφωσης, σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης παράβασης από την επιχείρηση:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως παράλειψη παροχής πληροφοριών λογίζεται και η παροχή πληροφοριών ή η κατάθεση λογαριασμών ή άλλων εγγράφων, έκδηλα πλημμελών, εσφαλμένων ή ανακριβών.

(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η «υποχρέωση προς παροχή πληροφοριών» περιλαμβάνει και την υποχρέωση προς προσκόμιση και κατάθεση κάθε είδους γραπτών στοιχείων και τη διάθεση πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

(7) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί όπως οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας.

(8) Κατά την άσκηση συμπληρωματικής εποπτείας σε επιχειρήσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου, ο Έφορος έχει εξουσία να απαιτεί την παραχώρηση πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου απ΄ευθείας από τις-

(α) τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

(β) τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην ασφαλιστική επιχείρηση∙ και

(γ) τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτές ορίζονται στον παρόντα Νόμο,

και σε περίπτωση που οι πιο πάνω επιχειρήσεις αρνούνται ή παραλείπουν την παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών εντός της καθοριζόμενης από τον Έφορος προθεσμίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (5).

(9) Τα έξοδα του εποπτικού ελέγχου, μετά από αίτημα παροχής πληροφοριών, που διενεργούνται από τον Έφορο, επιβαρύνουν την ελεγχόμενη επιχείρηση και Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν τις κλίμακες τελών που καταβάλλονται ανάλογα με τη φύση του επιτόπιου ελέγχου.