ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι-ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Σχέδια εξυγίανσης

10.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών σε κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για κάθε ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου υποκείμενο σε ενοποιημένη εποπτεία, σύμφωνα με τα Άρθρα 111 και 112 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, το άρθρο 27(6) και (6δις) και το άρθρο 39 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή τις παραγράφους 11 και 12 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά περίπτωση.

(β) Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις ενέργειες εξυγίανσης στις οποίες είναι δυνατό να προβεί η αρχή εξυγίανσης, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης θέτει σε γνώση του σχετικού ιδρύματος τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7).

(2) Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης εντοπίζει οποιαδήποτε σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και, όπου είναι αναγκαίο και αναλογικό, επισημαίνει τις σχετικές δράσεις μέσω των οποίων τα εμπόδια αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν, σύμφωνα με το Κεφάλαιο II του παρόντος Μέρους.

(3)(α) Το σχέδιο εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη σχετικά σενάρια, μεταξύ των οποίων και την περίπτωση ότι η αφερεγγυότητα του ιδρύματος ενδέχεται να είναι ιδιοσυγκρασιακή ή να εμφανίζεται σε μια περίοδο ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος.

(β) Το σχέδιο εξυγίανσης δεν προβλέπει τα ακόλουθα:

(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης·

(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους∙

(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(4) Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει ανάλυση του τρόπου και του χρόνου που ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν η Κεντρική Τράπεζα και κεντρικές τράπεζες κρατών μελών, και προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφάλιση.

(5) H αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα να τη βοηθούν στην κατάρτιση και την επικαιροποίηση των σχεδίων εξυγίανσης.

(6)(α) Τα σχέδια εξυγίανσης επανεξετάζονται, και επικαιροποιούνται κατά περίπτωση, τουλάχιστον ετησίως και έπειτα από κάθε ουσιαστική μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος ή στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του θέση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του σχεδίου ή κατ’ άλλο τρόπο επιβάλλει αναθεώρηση του σχεδίου εξυγίανσης.

(β) Για τον σκοπό της αναθεώρησης ή επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο (α), τα ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν αμέσως στην αρχή εξυγίανσης οποιαδήποτε αλλαγή η οποία καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση ή επικαιροποίηση.

(γ) Η επανεξέταση, σύμφωνα με την παράγραφο (α), διενεργείται μετά την εφαρμογή των δράσεων εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α).

(δ) Κατά τον ορισμό των προθεσμιών που αναφέρονται στις παραγράφους (ιε) και (ιστ) του εδαφίου (7), όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (γ), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την προθεσμία συμμόρφωσης με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30τρις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 63 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου.

(7) Με την επιφύλαξη του άρθρου 12, στο σχέδιο εξυγίανσης παρουσιάζονται επιλογές για την εφαρμογή στο ίδρυμα των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στο Μέρος VI. Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει, προσδιορίζοντας ποσοτικά όταν αυτό ενδείκνυται και είναι εφικτό, τα εξής στοιχεία:

(α) Σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου εξυγίανσης·

(β) σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα, οι οποίες έχουν επέλθει μετά την υποβολή των πλέον πρόσφατων πληροφοριών σχετικά με την εξυγίανση·

(γ) παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς, στον αναγκαίο βαθμό, από άλλες λειτουργίες, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ιδρύματος·

(δ) εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου εξυγίανσης·

(ε) λεπτομερή περιγραφή της αξιολόγησης ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης, που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και με το άρθρο 18·

(στ) περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 20 για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται κατόπιν της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 18·

(ζ) περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών, των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος·

(η) λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 είναι επικαιροποιημένες και στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης, ανά πάσα στιγμή·

(θ) αιτιολόγηση, από την αρχή εξυγίανσης, του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι επιλογές εξυγίανσης, χωρίς την προηγούμενη λήψη -

(i) οποιασδήποτε έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, πέραν της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης, ή

(ii) οποιασδήποτε επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

(iii) οποιασδήποτε στήριξης της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου·

(ι) λεπτομερή περιγραφή των διαφόρων στρατηγικών εξυγίανσης οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τα διάφορα πιθανά σενάρια, καθώς και τα εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση χρονοδιαγράμματα·

(ια) περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων·

(ιβ) περιγραφή των επιλογών για τη διατήρηση της πρόσβασης σε υπηρεσίες πληρωμών και εκκαθάρισης και άλλων υποδομών και αξιολόγηση της δυνατότητας μεταφοράς των θέσεων πελατών·

(ιγ) ανάλυση του αντίκτυπου που θα έχει το σχέδιο στους υπαλλήλους του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης των συναφών δαπανών, και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη την κείμενη νομοθεσία·

(ιδ) σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα ενημέρωσης και με το κοινό·

(ιε) τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Δ και 25Ε καθώς και προθεσμία επίτευξης του εν λόγω επιπέδου, σύμφωνα με το άρθρο 29Α·

(ιστ) στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το άρθρο 25Α(4), (5) και (7), χρονοδιάγραμμα για συμμόρφωση της οντότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 29Α·

(ιζ) περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του ιδρύματος·

(ιη) κατά περίπτωση, οποιαδήποτε γνώμη διατυπώνεται από το ίδρυμα σε σχέση με το σχέδιο εξυγίανσης.

Σχέδια εξυγίανσης ομίλου

11.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει σχέδια εξυγίανσης ομίλου-

(i) ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών∙ ή

(ii) ως η αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών άλλων θυγατρικών του ομίλου,

μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που το ζήτημα αφορά σημαντικό υποκατάστημα.

(β) Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου προσδιορίζει μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά-

(i) τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ·

(ii) τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και που είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ·

(iii) οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3(γ) ή (δ) του παρόντος Νόμου ή οντότητες σε κράτη μέλη που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γ) ή δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

(iv) με την επιφύλαξη του Μέρους ΙΧ του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Τίτλου VI της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και είναι εγκατεστημένες εκτός ΕΕ.

(γ) Σύμφωνα με τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και (β), το σχέδιο εξυγίανσης προσδιορίζει για κάθε όμιλο τις οντότητες εξυγίανσης και τους ομίλους εξυγίανσης.

(2) Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καταρτίζεται βάσει πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 13.

(3) Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου -

(α) Παρουσιάζει τις δράσεις εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν για τις οντότητες εξυγίανσης στα σενάρια που αναφέρονται στο άρθρο 10(3) του παρόντος Νόμου και τις επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης σε σχέση με τα σχετικά πρόσωπα και άλλες οντότητες του ομίλου που αναφέρονται στο Άρθρο 1, στοιχεία β), γ) και δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τη μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά ιδρύματα στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος·

(α1) όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης, παρουσιάζει δράσεις εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης κάθε ομίλου εξυγίανσης και τις επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων ως προς-

(i) τις άλλες οντότητες του ομίλου που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης· και

(ii) τους άλλους ομίλους εξυγίανσης· και

(β) εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα μέτρα εξυγίανσης μπορούν να εφαρμοστούν και οι εξουσίες εξυγίανσης να ασκηθούν, κατά συντονισμένο τρόπο, σε οντότητες εξυγίανσης που είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διευκόλυνση της εξαγοράς ολόκληρου του ομίλου από τρίτο μέρος, ή της εξαγοράς χωριστών επιχειρηματικών τομέων ή εργασιών που διενεργούνται από μια σειρά οντοτήτων του ομίλου, ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, ή ομίλων εξυγίανσης και προσδιορίζει οποιαδήποτε δυνητικά εμπόδια σε μια συντονισμένη εξυγίανση· και

(γ) προσδιορίζει, όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει οντότητες που έχουν συσταθεί σε τρίτες χώρες, τις κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας και συντονισμού με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών καθώς και τις συνέπειες για την εξυγίανση εντός της ΕΕ· και

(δ) προσδιορίζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του νομικού και οικονομικού διαχωρισμού συγκεκριμένων λειτουργιών ή επιχειρηματικών τομέων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης του ομίλου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση· και

(ε) προσδιορίζει οποιεσδήποτε επιπλέον δράσεις, οι οποίες δεν αναφέρονται στον παρόντα Νόμο ή στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ και τις οποίες η αρχή εξυγίανσης και οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών σκοπεύουν να αναλάβουν, σε σχέση με τις οντότητες εντός κάθε ομίλου εξυγίανσης· και

(στ) προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι δράσεις εξυγίανσης του ομίλου και, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν προσφυγή στο Ταμείο Εξυγίανσης και σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών, θέτει τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης για την εν λόγω χρηματοδότηση μεταξύ του Ταμείου Εξυγίανσης και των εν λόγω χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης κρατών μελών∙ οι εν λόγω αρχές βασίζονται σε δίκαια και ισορροπημένα κριτήρια και λαμβάνουν ειδικότερα υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 104 και την επίπτωση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη:

Νοείται ότι, το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου δεν προϋποθέτει κανένα από τα ακόλουθα:

(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, πέραν της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης·

(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, ή

(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(4) Στο σχέδιο εξυγίανσης ομίλου περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 19 η οποία αξιολόγηση διεξάγεται, δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την ενημέρωση των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(5) Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου δεν έχει δυσανάλογα μεγάλο αντίκτυπο στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος.

Ετοιμασία απλουστευμένων σχεδίων εξυγίανσης για ορισμένα ιδρύματα

12.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίζει την εφαρμογή απλουστευμένων απαιτήσεων σε σχέση με -

(i) Το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων εξυγίανσης που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 11·

(ii) την καταληκτική ημερομηνία για την κατάρτιση των πρώτων σχεδίων εξυγίανσης και τη συχνότητα επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 10(6) και στο άρθρο 14(4) ή στο άρθρο 15(4), κατά περίπτωση·

(iii) το περιεχόμενο και τα επιμέρους στοιχεία των πληροφοριών που απαιτούνται από τα ιδρύματα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 11(2) και 13(1)·

(iv) το εύρος των λεπτομερειών για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 18 και 19:

(β) Για σκοπούς της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη –

(i) Τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η αφερεγγυότητα του ιδρύματος λόγω της φύσης των επιχειρηματικών του εργασιών, της μετοχικής δομής του, της νομικής μορφής, του προφίλ κινδύνου, του μεγέθους και του νομικού καθεστώτος του, της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, του εύρους και της πολυπλοκότητας των εργασιών του, και

(ii) σε περίπτωση ΣΠΙ, τη σύνδεσή του με τον κεντρικό φορέα, και

(iii) κατά πόσο η αφερεγγυότητά του ιδρύματος και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία.

(2) Η αρχή εξυγίανσης πραγματοποιεί την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) έπειτα από διαβούλευση, όποτε ενδείκνυται, με την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

(3) H αρχή εξυγίανσης δύναται ανά πάσα στιγμή να εφαρμόσει πλήρεις, μη απλουστευμένες απαιτήσεις για το καταρτισμό σχεδίων εξυγίανσης εάν οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που δικαιολογούσαν τις απλουστευμένες απαιτήσεις έχει πάψει να υφίσταται.

(4) Η εφαρμογή απλουστευμένων απαιτήσεων δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης να λαμβάνει μέτρα πρόληψης κρίσεων ή μέτρα διαχείρισης κρίσεων.

(5) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (6) και (7), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίζει το μη καταρτισμό και τη μη διατήρηση σχεδίου εξυγίανσης ΣΠΙ συνδεδεμένο με κεντρικό φορέα.

(6)(α) Όταν η αρχή εξυγίανσης λάβει απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (5), οι απαιτήσεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στον κεντρικό φορέα και στα ΣΠΙ που συνδέονται με αυτόν.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), κάθε αναφορά σε όμιλο που γίνεται στο παρόν Κεφάλαιο περιλαμβάνει τον κεντρικό φορέα και τα ΣΠΙ που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις θυγατρικές τους, και κάθε αναφορά σε μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία περιλαμβάνει και τον κεντρικό φορέα, σύμφωνα με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο.

(7) Τα ιδρύματα που τελούν υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 6, παράγραφος 4, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, υπόκεινται σε χωριστά σχέδια εξυγίανσης.

(8) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την ΕΑΤ για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζει τα εδάφια (1), (4), (5) και (6).

Πληροφορίες για τους σκοπούς των σχεδίων εξυγίανσης και συνεργασία ιδρυμάτων και αρμόδιας αρχής, με την αρχή εξυγίανσης

13.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα με ειδική ή γενική οδηγία –

(α) Να συνεργάζονται όσο χρειάζεται κατά την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης·

(β) να παρέχουν, είτε άμεσα είτε μέσω της αρμόδιας αρχής, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίων εξυγίανσης.

(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται -

(α) Να απαιτεί με οδηγία από τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα να τηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη∙

(β) να θέτει προθεσμία εντός της οποίας τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα οφείλουν να είναι σε θέση να παρουσιάσουν τα εν λόγω αρχεία∙

(γ) να αποφασίζει διαφορετικές προθεσμίες για διαφορετικά είδη χρηματοπιστωτικών συμβάσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2.

(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και βρίσκονται στην κατοχή της αρμόδιας αρχής.

(β) Για το σκοπό της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή για την επαλήθευση της διαθεσιμότητας των σχετικών πληροφοριών.

(4)(α) Η αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, το Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων, το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν όλα τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες που απαιτούνται για την κατάρτιση και ενημέρωση σχεδίων εξυγίανσης, καθώς και την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΙΙ.

(β) Το άρθρο 85 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία αναφορικά με την υποβολή πληροφοριών κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α).

Απαιτήσεις και διαδικασία για την ετοιμασία σχεδίων εξυγίανσης ομίλου από την αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

14.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις απαιτήσεις και τη διαδικασία ετοιμασίας σχεδίων εξυγίανσης ομίλου σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2)(α) Οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σύμφωνα με το άρθρο 13:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία διασφαλίζει την υποβολή των εν λόγω πληροφοριών στην αρχή εξυγίανσης.

(β) Οι πληροφορίες που υποβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (α) αφορούν τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3(1)(γ) και (δ) και των χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών εταιρειών συμμετοχών, μητρικών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και μητρικών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε κράτη μέλη.

(γ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και με την επιφύλαξη της παραγράφου (στ), η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο -

(i) Στην ΕΑΤ· και

(ii) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών· και

(iii) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα· και

(iv) στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 39(8), (10), (11) και (11Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στις παραγράφους 39 και 40 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά περίπτωση· και

(v) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένες χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές εταιρείες συμμετοχών, μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών.

(δ) Οι παρεχόμενες δυνάμει του παρόντος εδαφίου πληροφορίες προς τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών και τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών των θυγατρικών, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και τις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 39(8), (10), (11) και (11Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου όπως τροποποιήθηκαν ή στις παραγράφους 39 και 40 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά περίπτωση, περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη θυγατρική ή το σημαντικό υποκατάστημα.

(ε) Οι παρεχόμενες δυνάμει του παρόντος εδαφίου πληροφορίες προς την ΕΑΤ περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετική με τον ρόλο της ΕΑΤ όσον αφορά τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου.

(στ) Στην περίπτωση πληροφοριών σχετικά με θυγατρικές σε τρίτη χώρα, η αρχή εξυγίανσης δεν είναι υποχρεωμένη να διαβιβάζει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο, χωρίς τη συναίνεση των σχετικών αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας.

(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει και διατηρεί σχέδια εξυγίανσης ομίλου, ενεργώντας από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, εφόσον έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 102 του παρόντος Νόμου, να ζητήσει τη συμμετοχή στην κατάρτιση και στη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου των σχετικών αρχών τρίτων χωρών υπεύθυνων για διαδικασίες εξυγίανσης στις εν λόγω τρίτες χώρες, σε περίπτωση που ο όμιλος έχει εγκατεστημένες θυγατρικές ή χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σημαντικά υποκαταστήματα, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 56 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στο άρθρο 131Β του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, κατά περίπτωση.

(4) Τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται κατ’ ελάχιστον ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.

(5)(α) Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών.

(α1) Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης, ο σχεδιασμός των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 11(3)(α1) συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.

(β) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2).

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί τη βοήθεια της ΕΑΤ για να βοηθήσει στην κατάληξη κοινής συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών ως προβλέπεται στο εδάφιο (5), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου.

(β) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στη παράγραφο (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τη γνώμη και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι επιχείρηση εγκατεστημένη εκτός της Δημοκρατίας, η αρχή εξυγίανσης δύναται να διαβιβάζει την απόφαση στην εν λόγω μητρική επιχείρηση μέσω του μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στη Δημοκρατία.

(δ) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την απόφαση που η ΕΑΤ δυνατόν να λάβει σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ και η περίοδος των τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού, κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την απόφασή της.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5), η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται μεμονωμένα από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους η οποία διαφωνεί με το προτεινόμενο από την αρχή εξυγίανσης σχέδιο εξυγίανσης ομίλου.

(β) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010 και η περίοδος τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει τις αποφάσεις της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους της θυγατρικής.

(8) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο του εδαφίου (7), σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.

(9) Η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει ως οριστικές τις κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) και (8) και τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (6) και (7).

(10) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση και αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους ζητά τη βοήθεια της ΕΑΤ για την επίτευξη συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, λόγω διαφωνίας είτε με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης ομίλου είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής σε άλλο κράτος μέλος που καταρτίζεται από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω θυγατρικής, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ εάν εκτιμά ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας.

(11) Σε περίπτωση που λαμβάνονται κοινές αποφάσεις σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (8) και που είτε η αρχή εξυγίανσης εκτιμά δυνάμει του εδαφίου (10) ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας είτε της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους εκτιμά στο πλαίσιο του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης δρομολογεί την επαναξιολόγηση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Απαιτήσεις και διαδικασία για την ετοιμασία σχεδίων εξυγίανσης ομίλου όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

15.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις απαιτήσεις και τη διαδικασία της ετοιμασίας σχεδίων εξυγίανσης ομίλου σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν από την εν λόγω αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το Άρθρο 11 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(β) Οι πληροφορίες που υποβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (α) αφορούν τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3(1)(γ) και (δ) και των χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών εταιρειών συμμετοχών, μητρικών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και μητρικών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε κράτη μέλη.

(3) Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει και διατηρεί σχέδια εξυγίανσης ομίλου, ενεργώντας από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

(4) Τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται κατ’ ελάχιστον ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.

(5)(α) Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε περίπτωση που είναι αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των υπόλοιπων θυγατρικών:

Νοείται ότι, στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης συμμετέχει στο σώμα εξυγίανσης υπό την ιδιότητά της ως αρχή εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης ή σημαντικού υποκαταστήματος ιδρύματος κράτους μέλους, δεν συμμετέχει στην έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος εδαφίου.

(α1) Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης, ο σχεδιασμός των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 11(3)(α1) συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.

(β) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία λήψης, από την αρχή εξυγίανσης, των πληροφοριών που διαβιβάζονται από την μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δυνάμει του Άρθρου 11 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί τη βοήθεια της ΕΑΤ για να βοηθήσει στη κατάληξη κοινής συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (5), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου.

(β) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010 και η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, η αρχή εξυγίανσης, όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, λαμβάνει τη δική της απόφαση και, όπου αρμόζει, προσδιορίζει την οντότητα εξυγίανσης και καταρτίζει και διατηρεί χωριστό σχέδιο εξυγίανσης για τον όμιλο εξυγίανσης, ο οποίος αποτελείται από οντότητες υπό τη δικαιοδοσία της.

(β) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη, αναφέρει τους λόγους διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των αρμόδιων αρχών και αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (α) στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης.

(δ) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την απόφαση που η ΕΑΤ δυνατόν να λάβει σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ και η περίοδος τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την απόφασή της.

(8) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών και η αρχή εξυγίανσης, όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, δεν διαφωνεί στο πλαίσιο του εδαφίου (7), δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που ούτε αυτές έχουν διαφωνήσει, σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό την δικαιοδοσία τους.

(9) Η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει ως οριστικές και εφαρμόζει τις κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) και (8) και τις κοινές ή μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνονται από αρχές εξυγίανσης σε περίπτωση που διαφωνεί κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (6) και (7).

(10) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση και αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους λόγω διαφωνίας είτε με το προτεινόμενο από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής στη Δημοκρατία που καταρτίζει η αρχή εξυγίανσης, είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής σε άλλο κράτος μέλος που καταρτίζεται από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω θυγατρικής, ζητά τη βοήθεια της ΕΑΤ για την επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ.

Συμμετοχή αρχής εξυγίανσης στην ετοιμασία σχεδίων εξυγίανσης ιδρύματος κράτους μέλους με υποκατάστημα στη Δημοκρατία

16. Η αρχή εξυγίανσης διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τον καταρτισμό σχεδίου εξυγίανσης ιδρύματος στο εν λόγω κράτος μέλος με σημαντικό υποκατάστημα στη Δημοκρατία.

Διαβίβαση σχεδίων εξυγίανσης στις αρμόδιες αρχές

17.-(1) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις αρμόδιες αρχές.

(2) Η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών.