ΜΕΡΟΣ V ΕΓΚΑΙΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

18.-(1) Σε περίπτωση που μια ΚΕΠΕΥ παραβιάζει ή, λόγω, μεταξύ άλλων, μιας ταχέως επιδεινούμενης χρηματοπιστωτικής κατάστασης, συμπεριλαμβανόμενης και επιδεινούμενης κατάστασης από πλευράς ρευστότητας και αυξανόμενου επίπεδου μόχλευσης, μη εξυπηρετούμενων δανείων ή συγκέντρωσης ανοιγμάτων, όπως η κατάσταση αυτή αποτιμάται βάσει ενός συνόλου ορίων ενεργοποίησης, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για την ΚΕΠΕΥ προσαυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, ενδέχεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις -

(i) Του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή

(ii) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, ή

(iii) του Τίτλου II της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή

(iv) οποιουδήποτε από τα Άρθρα 3 έως 7, 14 έως 17 και 24, 25 και 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

η Επιτροπή μπορεί να λάβει, με την επιφύλαξη των μέτρων που αναφέρονται στο Άρθρο 30 της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14, κατά περίπτωση, τουλάχιστον οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

(α) απαιτεί από το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης ή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, να επικαιροποιήσει το σχέδιο ανάκαμψης αν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές του αρχικού σχεδίου ανάκαμψης και να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα του επικαιροποιημένου σχεδίου εντός ορισμένης προθεσμίας και με στόχο να εξασφαλιστεί ότι δεν ισχύουν πια οι συνθήκες έγκαιρης παρέμβασης·

(β) απαιτεί από το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ να εξετάσει την κατάσταση, να προσδιορίσει μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν και να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων, καθώς και χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του·

(γ) απαιτεί από το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ να συγκαλέσει συνέλευση και εάν το διοικητικό όργανο δεν συμμορφωθεί με αυτήν την απαίτηση, η Επιτροπή δύναται να συγκαλέσει άμεσα συνέλευση των μετόχων της ΚΕΠΕΥ:

Νοείται ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται να ορίσει την ημερήσια διάταξη, καθώς και να απαιτήσει την εξέταση ορισμένων αποφάσεων προς έγκριση από τους μετόχους·

(δ) απαιτεί να απομακρυνθεί ή να αντικατασταθεί ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού οργάνου ή ανώτατα διοικητικά στελέχη, εάν τα εν λόγω πρόσωπα κριθούν ακατάλληλα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το Άρθρο 13 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή με το Άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(ε) απαιτεί από το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ να καταρτίσει σχέδιο προς διαπραγμάτευση σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους με έναν ή όλους τους πιστωτές του σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, κατά περίπτωση·

(στ) απαιτεί την αναθεώρηση της επιχειρηματικής στρατηγικής της ΚΕΠΕΥ·

(ζ) απαιτεί την εισαγωγή αλλαγών στις νομικές ή επιχειρησιακές δομές της ΚΕΠΕΥ·

(η) απαιτεί και διαβιβάζει στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε η αρχή εξυγίανσης να είναι σε θέση να επικαιροποιήσει το σχέδιο εξυγίανσης και να προετοιμάσει την ενδεχόμενη εξυγίανση της ΚΕΠΕΥ και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της ΚΕΠΕΥ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 47 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 30, η Επιτροπή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρχή εξυγίανσης όταν διαπιστώνει ότι ΚΕΠΕΥ εμπίπτει στις συνθήκες έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).

(3) Για κάθε ένα από τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) η Επιτροπή δύναται με οδηγία της να θέτει κατάλληλη προθεσμία για την υλοποίηση του και προκειμένου να είναι σε θέση η Επιτροπή να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου.

Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου

19. Η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου της ΚΕΠΕΥ, είτε εν συνόλω είτε σε ατομική βάση, σε περίπτωση που -

(α) Υπάρχει σημαντική επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης μιας ΚΕΠΕΥ ή σημειώνονται σοβαρές παραβάσεις της νομοθεσίας ή σοβαρές διοικητικές παραβάσεις από την ΚΕΠΕΥ· και

(β) τα μέτρα που προβλέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 δεν επαρκούν, κατά την κρίση της Επιτροπής, για να αντιστραφεί η εν λόγω επιδείνωση:

Νοείται ότι, οποιοσδήποτε διορισμός νέων ανώτατων διοικητικών στελεχών ή νέου διοικητικού οργάνου της ΚΕΠΕΥ, που δύναται να πραγματοποιηθεί λόγω της απομάκρυνσης στελεχών ή διοικητικού οργάνου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), συμμορφώνεται με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ως διορθώθηκε ή οποιασδήποτε αντίστοιχης νομοθεσίας της Δημοκρατίας ή της Ένωσης που ισχύει κατά περίπτωση:

Νοείται περαιτέρω ότι, οποιοσδήποτε προαναφερόμενος διορισμός υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής.

Προσωρινός διαχειριστής

20.-(1) Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει τα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 19 μέτρα για την επανόρθωση της κατάστασης ως ανεπαρκή, δύναται να διορίσει έναν ή περισσότερους προσωρινούς διαχειριστές στην ΚΕΠΕΥ.

(2) Κατά το διορισμό του προσωρινού διαχειριστή, η Επιτροπή -

(α) Καθορίζει κατά πόσον ο προσωρινός διαχειριστής θα αντικαταστήσει προσωρινά το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ ή θα συνεργαστεί προσωπικά με το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ· και

(β) προσδιορίζει τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις εξουσίες του διοικητικού οργάνου της ΚΕΠΕΥ βάσει του καταστατικού της ΚΕΠΕΥ και βάσει του περί Εταιρειών Νόμου ως διορθώθηκε, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας του διαχειριστή να ασκεί ορισμένα ή όλα τα διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού οργάνου της ΚΕΠΕΥ· και

(γ) διευκρινίζει τα όρια του ρόλου και των καθηκόντων του προσωρινού διαχειριστή, που μπορούν να περιλαμβάνουν την επιβεβαίωση της χρηματοοικονομικής θέσης της ΚΕΠΕΥ, τη διαχείριση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή μέρος των εν λόγω δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης της ΚΕΠΕΥ, και τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της υγιούς και συνετής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ΚΕΠΕΥ.

(3) Εφόσον πρόκειται για διορισμό προσωρινού διαχειριστή που θα συνεργαστεί με το διοικητικό όργανο της ΚΕΠΕΥ, η Επιτροπή περαιτέρω διευκρινίζει-

(i) Το ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή· και

(ii) τυχόν υποχρεώσεις του διοικητικού οργάνου της ΚΕΠΕΥ ως προς το να ζητά τη γνώμη ή να εξασφαλίζει τη συναίνεση του προσωρινού διαχειριστή πριν από τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή την ανάληψη ορισμένων δράσεων.

(4) Η Επιτροπή οφείλει να δημοσιοποιεί το διορισμό οποιουδήποτε προσωρινού διαχειριστή, εκτός εάν ο προσωρινός διαχειριστής δεν έχει αρμοδιότητα εκπροσώπησης της ΚΕΠΕΥ.

(5) Η Επιτροπή διασφαλίζει πως ο κάθε προσωρινός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται προκειμένου να ασκεί τα καθήκοντά του και ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων.

(6) Αποκλειστική ευθύνη για το διορισμό και την παύση του προσωρινού διαχειριστή σε ΚΕΠΕΥ έχει η Επιτροπή, η οποία δύναται -

(α) Να απομακρύνει ένα προσωρινό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο·

(β) να τροποποιήσει τους όρους διορισμού ενός προσωρινού διαχειριστή ανά πάσα στιγμή σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(7) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί, ως προϋπόθεση, την πρότερη συγκατάθεσή της για ορισμένες δράσεις του προσωρινού διαχειριστή:

Νοείται ότι, η αρμόδια αρχή διευκρινίζει κάθε σχετική απαίτηση κατά τη στιγμή του διορισμού του προσωρινού διαχειριστή ή κατά τη στιγμή οποιασδήποτε τροποποίησης των όρων διορισμού του προσωρινού διαχειριστή:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε κάθε περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής δύναται να συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων της ΚΕΠΕΥ και να διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη μόνον με την πρότερη συγκατάθεση της Επιτροπής.

(8) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από τον προσωρινό διαχειριστή να συντάσσει εκθέσεις με θέμα τη χρηματοοικονομική θέση της ΚΕΠΕΥ και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του διορισμού του, ανά χρονικά διαστήματα που η Επιτροπή ορίζει και κατά τη λήξη της θητείας του.

(9) Η Επιτροπή διορίζει προσωρινό διαχειριστή με τη μέγιστη διάρκεια διορισμού να μην υπερβαίνει το ένα έτος:

Νοείται ότι, η εν λόγω περίοδος μπορεί κατ’ εξαίρεση να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις διορισμού του προσωρινού διαχειριστή.

(10) Η Επιτροπή έχει αποκλειστική ευθύνη για την απόφαση του κατά πόσο οι συνθήκες επιτρέπουν την παραμονή του προσωρινού διαχειριστή και η Επιτροπή οφείλει να δικαιολογήσει κάθε σχετική απόφασή της στους μετόχους της ΚΕΠΕΥ.

(11) Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, οποιοσδήποτε διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των μετόχων ως αυτά προβλέπονται στον περί Εταιρειών Νόμο ως διορθώθηκε ή σε οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία της Δημοκρατίας ή της Ένωσης.

(12) Ο προσωρινός διαχειριστής οφείλει, το συντομότερο δυνατόν από την ημερομηνία του διορισμού του, να αποστείλει στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη ειδοποίηση ως προς τον διορισμό του στην ΚΕΠΕΥ, και οφείλει επίσης να αποστείλει το συντομότερο δυνατόν ανάλογη ειδοποίηση στον εν λόγω Έφορο κατά την παύση του.

Συντονισμός των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και διορισμός προσωρινού διαχειριστή για τους ομίλους

21.-(1) Σε περίπτωση που η Επιτροπή τελεί υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας όσον αφορά μητρική επιχείρηση της Ένωσης και πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 ή για το διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, η Επιτροπή ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας:

Νοείται ότι, στις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή συμμετέχει σε σώμα εποπτείας για μητρική επιχείρηση που εποπτεύεται σε ενοποιημένη βάση από άλλη αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υφίσταται αντίστοιχη ειδοποίηση και δυνατότητα διαβούλευσης.

(2) Μετά την ειδοποίηση και διαβούλευση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας -

(α) Αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 18 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 ως προς τη σχετική μητρική επιχείρηση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη· και

(β) κοινοποιεί την απόφασή της στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

(3) Σε περίπτωση που η Επιτροπή τελεί υπό την ιδιότητα της ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση, οντότητας που είναι θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης της Ένωσης και πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 18 ή για τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, και η Επιτροπή σκοπεύει να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, η Επιτροπή ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(4) Κατά την παραλαβή κοινοποίησης για λήψη αντίστοιχων μέτρων με αυτά που προβλέπονται στο εδάφιο (3) από άλλη αρμόδια αρχή, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται να αξιολογήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή μέτρων αντίστοιχων με αυτά που προβλέπονται στα άρθρα 18 ή 20 στο ίδρυμα που αφορά η κοινοποίηση, στον όμιλο ή σε οντότητες ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, και να διαβιβάσει την εν λόγω αξιολόγηση στην εν λόγω αρμόδια αρχή εντός τριών (3) ημερών από τη λήψη της κοινοποίησης.

(5) Μετά την ειδοποίηση και τη διαβούλευση που προβλέπεται στο εδάφιο (3), η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αρμόδια αρχή -

(α) Αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 18 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 ως προς την εν λόγω ΚΕΠΕΥ, συνεκτιμώντας δεόντως οποιαδήποτε αξιολόγηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας· και

(β) κοινοποιεί την απόφασή της στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ:

Νοείται ότι, αναφορικά με ίδρυμα που προβλέπεται στο εδάφιο (3) που εποπτεύεται σε μεμονωμένη βάση από άλλη αρμόδια αρχή, όπου η Επιτροπή συμμετέχει στο σώμα εποπτείας, υφίσταται αντίστοιχη ειδοποίηση και δυνατότητα διαβούλευσης.

(6) Σε περίπτωση που -

(α) Η Επιτροπή τελεί υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, και

(β) περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή ή να εφαρμόσουν οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 18 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα του ίδιου ομίλου,

η Επιτροπή εξετάζει μαζί με τις λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές εάν ενδείκνυται περισσότερο ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες ή αν ενδείκνυται η εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 18 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα, ώστε να διευκολυνθούν τυχόν ενέργειες αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής θέσης του σχετικού ιδρύματος· η αξιολόγηση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της Επιτροπής και των υπόλοιπων σχετικών αρμόδιων αρχών· η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), είναι αιτιολογημένη και κοινοποιείται εγγράφως από την Επιτροπή στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή είναι μία από τις λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές και εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (6), υφίσταται αντίστοιχη δυνατότητα εξέτασης και αξιολόγησης από την Επιτροπή.

(7) Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των αρμόδιων αρχών, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(8) Ελλείψει κοινής αποφάσεως δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6) εντός πέντε (5) ημερών, η Επιτροπή, τόσο υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όσο και υπό την ιδιότητα της ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία θυγατρικών, δύναται να λάβει η ίδια αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα ιδρύματα που τελούν υπό την εποπτεία της, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή οποιωνδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 18:

Νοείται ότι, υφίσταται αντίστοιχη δυνατότητα λήψης απόφασης για τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές και την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κατά περίπτωση.

(9) Σε περίπτωση που, σχετική αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με την απόφαση που έχει κοινοποιηθεί βάσει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (3) του παρόντος άρθρου, ή ελλείψει κοινής αποφάσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (10).

(10) Η ΕΑΤ μπορεί, κατ’ αίτηση οποιασδήποτε αρμόδια αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές που σκοπεύουν να εφαρμόσουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται -

(α) Στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, σε σχέση με τα σημεία (4), (10), (11) και (19) του Παραρτήματος Α του παρόντος Νόμου, ή

(β) στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, ή

(γ) στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου,

να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 19(3) Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(11) Η απόφαση κάθε αρμόδιας αρχής -

(α) Είναι αιτιολογημένη· και

(β) λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο διαβούλευσης σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) ή (3) ή το χρονικό διάστημα πέντε (5) ημερών σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6)· και

(γ) λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα σχετικά κράτη μέλη· και

(δ) διαβιβάζεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, και στις θυγατρικές από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (10) του παρόντος άρθρου, εάν, πριν από το τέλος της περιόδου διαβούλευσης που αναφέρεται στα εδάφια (1) και (3) του παρόντος άρθρου ή κατά το τέλος του χρονικού διαστήματος πέντε (5) ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19(3) Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές αρμόδιες αρχές αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε τις αποφάσεις τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Το πενθήμερο χρονικό διάστημα θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού.

Η Επιτροπή, τόσο υπό την ιδιότητα της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας όσο και υπό την ιδιότητα της ως αρμόδια αρχή -

(i) Αναβάλλει την απόφασή της· και

(ii) αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19(3) του εν λόγω κανονισμού· και

(iii) λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός τριών (3) ημερών· το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της πενθήμερης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(12) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός τριών (3) ημερών, εφαρμόζονται μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ή (3), ή (8) ή αντίστοιχων διαδικασιών που προνοούνται για άλλες αρμόδιες αρχές.