Συντονισμός των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και διορισμός προσωρινού διαχειριστή για τους ομίλους

21.-(1) Σε περίπτωση που η Επιτροπή τελεί υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας όσον αφορά μητρική επιχείρηση της Ένωσης και πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 ή για το διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, η Επιτροπή ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας:

Νοείται ότι, στις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή συμμετέχει σε σώμα εποπτείας για μητρική επιχείρηση που εποπτεύεται σε ενοποιημένη βάση από άλλη αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υφίσταται αντίστοιχη ειδοποίηση και δυνατότητα διαβούλευσης.

(2) Μετά την ειδοποίηση και διαβούλευση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας -

(α) Αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 18 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 ως προς τη σχετική μητρική επιχείρηση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη· και

(β) κοινοποιεί την απόφασή της στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

(3) Σε περίπτωση που η Επιτροπή τελεί υπό την ιδιότητα της ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση, οντότητας που είναι θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης της Ένωσης και πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 18 ή για τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, και η Επιτροπή σκοπεύει να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, η Επιτροπή ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(4) Κατά την παραλαβή κοινοποίησης για λήψη αντίστοιχων μέτρων με αυτά που προβλέπονται στο εδάφιο (3) από άλλη αρμόδια αρχή, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται να αξιολογήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή μέτρων αντίστοιχων με αυτά που προβλέπονται στα άρθρα 18 ή 20 στο ίδρυμα που αφορά η κοινοποίηση, στον όμιλο ή σε οντότητες ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, και να διαβιβάσει την εν λόγω αξιολόγηση στην εν λόγω αρμόδια αρχή εντός τριών (3) ημερών από τη λήψη της κοινοποίησης.

(5) Μετά την ειδοποίηση και τη διαβούλευση που προβλέπεται στο εδάφιο (3), η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αρμόδια αρχή -

(α) Αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 18 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 ως προς την εν λόγω ΚΕΠΕΥ, συνεκτιμώντας δεόντως οποιαδήποτε αξιολόγηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας· και

(β) κοινοποιεί την απόφασή της στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ:

Νοείται ότι, αναφορικά με ίδρυμα που προβλέπεται στο εδάφιο (3) που εποπτεύεται σε μεμονωμένη βάση από άλλη αρμόδια αρχή, όπου η Επιτροπή συμμετέχει στο σώμα εποπτείας, υφίσταται αντίστοιχη ειδοποίηση και δυνατότητα διαβούλευσης.

(6) Σε περίπτωση που -

(α) Η Επιτροπή τελεί υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, και

(β) περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή ή να εφαρμόσουν οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 18 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα του ίδιου ομίλου,

η Επιτροπή εξετάζει μαζί με τις λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές εάν ενδείκνυται περισσότερο ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες ή αν ενδείκνυται η εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 18 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα, ώστε να διευκολυνθούν τυχόν ενέργειες αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής θέσης του σχετικού ιδρύματος· η αξιολόγηση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της Επιτροπής και των υπόλοιπων σχετικών αρμόδιων αρχών· η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), είναι αιτιολογημένη και κοινοποιείται εγγράφως από την Επιτροπή στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή είναι μία από τις λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές και εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (6), υφίσταται αντίστοιχη δυνατότητα εξέτασης και αξιολόγησης από την Επιτροπή.

(7) Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των αρμόδιων αρχών, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(8) Ελλείψει κοινής αποφάσεως δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6) εντός πέντε (5) ημερών, η Επιτροπή, τόσο υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όσο και υπό την ιδιότητα της ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία θυγατρικών, δύναται να λάβει η ίδια αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα ιδρύματα που τελούν υπό την εποπτεία της, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή οποιωνδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 18:

Νοείται ότι, υφίσταται αντίστοιχη δυνατότητα λήψης απόφασης για τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές και την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κατά περίπτωση.

(9) Σε περίπτωση που, σχετική αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με την απόφαση που έχει κοινοποιηθεί βάσει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (3) του παρόντος άρθρου, ή ελλείψει κοινής αποφάσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (10).

(10) Η ΕΑΤ μπορεί, κατ’ αίτηση οποιασδήποτε αρμόδια αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές που σκοπεύουν να εφαρμόσουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται -

(α) Στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, σε σχέση με τα σημεία (4), (10), (11) και (19) του Παραρτήματος Α του παρόντος Νόμου, ή

(β) στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, ή

(γ) στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου,

να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 19(3) Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(11) Η απόφαση κάθε αρμόδιας αρχής -

(α) Είναι αιτιολογημένη· και

(β) λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο διαβούλευσης σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) ή (3) ή το χρονικό διάστημα πέντε (5) ημερών σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6)· και

(γ) λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα σχετικά κράτη μέλη· και

(δ) διαβιβάζεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, και στις θυγατρικές από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (10) του παρόντος άρθρου, εάν, πριν από το τέλος της περιόδου διαβούλευσης που αναφέρεται στα εδάφια (1) και (3) του παρόντος άρθρου ή κατά το τέλος του χρονικού διαστήματος πέντε (5) ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19(3) Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές αρμόδιες αρχές αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε τις αποφάσεις τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Το πενθήμερο χρονικό διάστημα θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού.

Η Επιτροπή, τόσο υπό την ιδιότητα της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας όσο και υπό την ιδιότητα της ως αρμόδια αρχή -

(i) Αναβάλλει την απόφασή της· και

(ii) αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19(3) του εν λόγω κανονισμού· και

(iii) λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός τριών (3) ημερών· το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της πενθήμερης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(12) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός τριών (3) ημερών, εφαρμόζονται μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ή (3), ή (8) ή αντίστοιχων διαδικασιών που προνοούνται για άλλες αρμόδιες αρχές.