ΜΕΡΟΣ VI ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1-ΣΤΟΧΟΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

22.-(1) Κατά την εξακρίβωση από την αρχή εξυγίανσης της ύπαρξης προϋποθέσεων εξυγίανσης ως αυτές ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 και 43 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, η Επιτροπή δύναται-

(α) Να προβεί στη διαπίστωση, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, ότι μια ΚΕΠΕΥ τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), και

(β) να προβεί στη διαπίστωση, ενημερώνοντας την αρχή εξυγίανσης προς τούτο, ότι κανένα άλλο εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας, και καμία αναλαμβανόμενη εποπτική δράση έναντι της ΚΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 30(1) του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, δεν θα απέτρεπε την αφερεγγυότητα της ΚΕΠΕΥ εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους, και

(2) Κατά την εξακρίβωση από την αρχή εξυγίανσης της ύπαρξης προϋποθέσεων εξυγίανσης ως αυτές ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 και 43 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, η Επιτροπή δύναται-

(α) Να προβεί στη διαπίστωση, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, ότι οι ακόλουθοι τελούν υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3):

(i) τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του άρθρου 3 και τις μητρικές επιχειρήσεις τους που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία από την Επιτροπή· και

(ii) oι οντότητες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) ή (δ) του άρθρου 3.

(β) να ενημερώσει την αρχή εξυγίανσης σε περίπτωση που κανένα εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα και καμιά εποπτική δράση που αναλαμβάνεται έναντι των οντοτήτων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (α), συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή απομείωσης ή της μετατροπής των οικείων κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 26, δεν προσδοκάται εύλογα ότι θα αποτρέψει την αφερεγγυότητα τους εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους·

(3) Για σκοπούς των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια οντότητα που προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2) τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, εφόσον ισχύει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Η εν λόγω οντότητα παραβιάζει ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον τις απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η διατήρηση της άδειας λειτουργίας της, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων διότι η εν λόγω οντότητα έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων της·

(β) τα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω οντότητας υπολείπονται, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι τα περιουσιακά στοιχεία του πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να υπολείπονται, των υποχρεώσεών της·

(γ) η εν λόγω οντότητα δεν είναι σε θέση ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι η εν λόγω οντότητα δεν θα είναι σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να εξοφλήσει τις οφειλές της ή να ανταποκριθεί σε άλλες υποχρεώσεις της όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

(δ) απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη εκτός εάν, προκειμένου να αποτραπεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία ενός κράτους μέλους και να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη λάβει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:

(i) κρατική εγγύηση για την κάλυψη διευκολύνσεων ρευστότητας που παρέχονται από κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με τους όρους των κεντρικών τραπεζών, ή

(ii) κρατική εγγύηση για νεοκδοθείσες υποχρεώσεις, ή

(iii) εισφορά ιδίων κεφαλαίων ή αγορά κεφαλαιακών μέσων σε τιμές και με όρους που δεν παρέχουν πλεονέκτημα υπέρ του ιδρύματος, εφόσον δεν υφίστανται ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του παρόντος εδαφίου, ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 26, κατά τη στιγμή της χορήγησης της κρατικής στήριξης:

Νοείται ότι, σε καθεμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii), τα αναφερόμενα εγγυοδοτικά ή ισοδύναμα μέτρα περιορίζονται σε φερέγγυα ιδρύματα και υπόκεινται σε έγκριση δυνάμει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων στην Ένωση. Τα μέτρα αυτά έχουν προληπτικό και προσωρινό χαρακτήρα, είναι αναλογικά ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής και δεν χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν ζημίες που ήδη έχει υποστεί η οντότητα ή είναι πιθανό να υποστεί στο εγγύς μέλλον:

Νοείται περαιτέρω ότι, τα μέτρα στήριξης της υποπαραγράφου (iii) περιορίζονται στις εισφορές τις αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη κεφαλαίων που έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο εθνικό, ενωσιακό ή ενιαίου μηχανισμού εποπτείας, ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου ελέγχου εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της ΕΑΤ ή των εθνικών αρχών, κατά περίπτωση, με επιβεβαίωση από την αρμόδια αρχή.

(4) Η διαπίστωση που προβλέπεται στο εδάφιο (3) δύναται να πραγματοποιηθεί και από την αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Για την τεκμηρίωση της αξιολόγησης της αρχής εξυγίανσης, η Επιτροπή παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην αρχή εξυγίανσης κάθε σχετική πληροφορία τυχόν ζητηθεί από την αρχή εξυγίανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2-ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Μέτρο πώλησης εργασιών

23.-(1) Στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου VI του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου για ΚΕΠΕΥ και της εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών από την αρχή εξυγίανσης δυνάμει των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί από τις διατάξεις του άρθρου 48 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον ο προτιθέμενος αγοραστής διαθέτει τη δέουσα άδεια λειτουργίας ΚΕΠΕΥ προκειμένου να διεκπεραιώσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες αναλαμβάνει όταν πραγματοποιείται η μεταβίβαση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 48 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου:

Νοείται ότι, η Επιτροπή εξασφαλίζει την έγκαιρη εξέταση της αίτησης χορήγησης άδειας, σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση.

(2) Ανεξάρτητα από τα Άρθρα 10(3), 11(1) και (2), 12 και 13 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, καθώς και από την απαίτηση κοινοποίησης του Άρθρου 11(3) της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση που μια μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών της ΚΕΠΕΥ θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ΚΕΠΕΥ, του είδους που αναφέρεται στο Άρθρο 11(1) της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή πραγματοποιεί εγκαίρως την αξιολόγηση που προβλέπεται στα εν λόγω Άρθρα, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του μέτρου πώλησης εργασιών και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης ως αυτή ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

(3) Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν έχει ολοκληρώσει την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) κατά την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών της ΚΕΠΕΥ -

(α) Εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (8) του άρθρου 48 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου· και

(β) αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από την Επιτροπή, η Επιτροπή ειδοποιεί εγγράφως την αρχή εξυγίανσης και τον αγοραστή αναφορικά με την έγκριση η αντίταξη στη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή·

Μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων

24. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του μέτρου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 50 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, και παρά τις διατάξεις των υποπαραγράφων (v) και (vii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 51 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου σχετικά με τη σύσταση μεταβατικού ιδρύματος, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν σχετικού αιτήματος από την αρχή εξυγίανσης, και εφόσον αυτό απαιτείται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης, να αποφασίσει την χορήγηση άδειας για σύσταση και αδειοδότηση μεταβατικού ιδρύματος, χωρίς να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να χορηγήσει την εν λόγω άδεια, υποδεικνύει την περίοδο για την οποία το μεταβατικό ίδρυμα απαλλάσσεται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων.

Μεταχείριση των μετόχων σε περιπτώσεις λήψης μέτρων αναδιάρθρωσης χρεών και υποχρεώσεων ή απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων

25.-(1) Ανεξάρτητα από τα άρθρα 10(3), 11(1) και (2), 12 και 13 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και από την απαίτηση κοινοποίησης του Άρθρου 11(3) της εν λόγω Οδηγίας, σε περίπτωση που -

(α) Η εφαρμογή από την αρχή εξυγίανσης, του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, δυνάμει των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί από τις διατάξεις του άρθρου 53 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, ή

(β) η μετατροπή κεφαλαιακών μέσων από την αρχή εξυγίανσης δυνάμει των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί από τις διατάξεις του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου,

θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ΚΕΠΕΥ, του είδους που αναφέρεται στο Άρθρο 11(1) της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή πραγματοποιεί εγκαίρως την αξιολόγηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του μέτρου αναδιάρθρωσης χρεών ή τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

(2) Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν έχει ολοκληρώσει την αξιολόγηση που απαιτείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) κατά την ημερομηνία εφαρμογής του μέτρου αναδιάρθρωσης χρεών ή της μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων από την αρχή εξυγίανσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 23, σε σχέση με κάθε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής από τον αποκτώντα που προκύπτει από την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα ή τη μετατροπή κεφαλαιακών μέσων.

Πώληση επιλέξιμων μέσων χαμηλής κατάταξης σε ιδιώτες πελάτες

25Α.-(1) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε οντότητα η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (7) (εφεξής, στο παρόν άρθρο ‟ο πωλητήςˮ) και η οποία προτίθεται να πωλήσει-

(α) επιλέξιμες υποχρεώσεις οι οποίες πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του Άρθρου 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση των προϋποθέσεων του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του Άρθρου 72α του εν λόγω Κανονισμού και των προϋποθέσεων των  παραγράφων 3 έως 5 του Άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού ή/και

(β) άλλα μέσα που χαρακτηρίζονται ως ίδια κεφάλαια ή υποχρεώσεις υποκείμενες στο μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα.

(2)Πωλητής δύναται να πωλήσει υποχρεώσεις ή μέσα, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), σε ιδιώτη πελάτη ως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, μόνο εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο πωλητής έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 26 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου∙

(β) ο πωλητής έχει πειστεί, με βάση τον έλεγχο που προβλέπεται στην παράγραφο (α), ότι οι υποχρεώσεις ή/και τα μέσα είναι κατάλληλα για τον εν λόγω ιδιώτη πελάτη∙

(γ) ο πωλητής τεκμηριώνει την καταλληλότητα σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 26 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου.

(3) Σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και το χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών μέσων του ιδιώτη πελάτη δεν υπερβαίνει, κατά τον χρόνο της αγοράς, τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), ο πωλητής διασφαλίζει, με βάση τις πληροφορίες που του παρέχονται από τον ιδιώτη πελάτη δυνάμει του εδαφίου (4), ότι κατά τη στιγμή της αγοράς πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Το συνολικό ποσό που επενδύει ο ιδιώτης πελάτης σε υποχρεώσεις και μέσα, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν (10%) του χαρτοφυλακίου χρηματοοικονομικών μέσων του∙

(β) το ποσό της αρχικής επένδυσης που επενδύθηκε σε μία ή περισσότερες υποχρεώσεις ή/και σε ένα ή περισσότερα μέσα, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ανέρχεται τουλάχιστον σε δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).

(4)(α) Ο ιδιώτης πελάτης παρέχει στον πωλητή ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών μέσων του, περιλαμβανομένων τυχόν επενδύσεων σε υποχρεώσεις ή/και μέσα, που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(β) Σε περίπτωση που ο ιδιώτης πελάτης παραλείψει να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) και η παράλειψη περιέλθει σε γνώση του πωλητή, ο πωλητής  προειδοποιεί τον ιδιώτη πελάτη ότι ο πωλητής δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει κατά πόσο οι υποχρεώσεις ή/και τα μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι συμβατά με τον ιδιώτη πελάτη:

Νοείται ότι, η προειδοποίηση δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

(5)  Για τους σκοπούς των εδαφίων (3) και (4), το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων του ιδιώτη πελάτη περιλαμβάνει καταθέσεις μετρητών και χρηματοπιστωτικά μέσα, αποκλειομένων τυχόν χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν δοθεί ως ασφάλεια.

(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε υποχρεώσεις ή/και μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και που έχουν εκδοθεί πριν, κατά ή μετά την 28η Δεκεμβρίου 2020.

(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ‟πωλητήςˮ σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες οντότητες:

(α) ΚΕΠΕΥ, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

(β) Εταιρεία Διαχείρισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου, της οποίας κράτος μέλος καταγωγής είναι η Δημοκρατία και η οποία έχει αδειοδοτηθεί για να παρέχει τις υπηρεσίες του άρθρου 109(4) του ιδίου Νόμου·

(γ) ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου, ο οποίος έχει αδειοδοτηθεί για να παρέχει τις υπηρεσίες του άρθρου 6(6) του ιδίου Νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3-ΑΠΟΜΕΙΩΣΗ Ή ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
Απομείωση ή μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων

26.-(1) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε ΚΕΠΕΥ και σε οντότητες που εμπίπτουν στις διατάξεις των παραγράφων (β), (γ) ή (δ) του άρθρου 3.

(2) Η Επιτροπή, ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου να προβεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, σε απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, που εκδίδονται από ΚΕΠΕΥ ή οντότητες που προβλέπονται στο εδάφιο (1), όταν -

(α) Διαπιστώσει, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ότι πληρούνται σε σχέση με την ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1), οι προϋποθέσεις εξυγίανσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22· ή

(β) διαπιστώσει ότι, αν η αρχή εξυγίανσης δεν προβεί σε απομείωση ή μετατροπή όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, η ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) θα παύσει να είναι βιώσιμη· ή

(γ) η Επιτροπή, είτε υπό την ιδιότητα της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή θυγατρικής, διαπιστώσει από κοινού με την ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής ή την αρχή ενοποιημένης εποπτείας αντίστοιχα, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σε κεφαλαιακά μέσα που:

(i) έχουν εκδοθεί από ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) που είναι θυγατρική, και

(ii) αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση,

ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος:

Νοείται ότι, η διαπίστωση έχει τη μορφή κοινής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 94 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου· ή

(δ) η Επιτροπή υπό την ιδιότητα της αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαπιστώσει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος, αναφορικά με κεφαλαιακά μέσα που:

(i) έχουν εκδοθεί από ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) που είναι μητρική επιχείρηση, και

(ii) αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης ή σε ενοποιημένη βάση· ή

(ε) απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3) του άρθρου 22.

(3) Για σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (2), οι ΚΕΠΕΥ και οι άλλες οντότητες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) ή ο όμιλος αυτών, θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμες, μόνο όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η εν λόγω ΚΕΠΕΥ, οντότητα ή όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας·

(β) λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου και άλλων σχετικών παραμέτρων, καμία δράση, περιλαμβανομένης της εναλλακτικής δράσης του ιδιωτικού τομέα ή της εποπτικής δράσης, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, πλην της απομείωσης ή της μετατροπής κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, δεν αναμένεται ευλόγως να αποτρέψει την αφερεγγυότητα της ΚΕΠΕΥ, της οντότητας ή του ομίλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(4) Για σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3)-

(α) ΚΕΠΕΥ και άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν ισχύει οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 22·

(β) ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν παραβιάζει ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια που καταδεικνύουν ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις ενοποιημένης προληπτικής εποπτείας με τρόπο που να δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημιές οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.

(5) Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρική δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.

(6) Σε περίπτωση που η Επιτροπή καταλήξει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2), την γνωστοποιεί αμέσως στην αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ΚΕΠΕΥ ή άλλης οντότητας που προβλέπεται στο εδάφιο (1).

(7) Σε περίπτωση που η Επιτροπή καταλήξει στη διαπίστωση ότι ένας όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, την γνωστοποιεί αμέσως στην αρμόδια αρχή εξυγίανσης.

(8) Πριν καταλήξει στη διαπίστωση που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2), όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται για τους σκοπούς κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η Επιτροπή εφαρμόζει τις απαιτήσεις γνωστοποίησης και διαβούλευσης που προβλέπονται στο άρθρο 28.

Αρχές αρμόδιες για τη διαπίστωση σχετικά με την απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων

27.-(1) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση, σύμφωνα με το Άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει σε διαπιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου αναφορικά με ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου είναι η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους από όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας η ΚΕΠΕΥ ή η σχετική οντότητα, σύμφωνα με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(1Α) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 25Ε του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου αναφορικά με ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, είναι η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως ενδεδειγμένη αρχή της Δημοκρατίας από όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας η ΚΕΠΕΥ ή η οντότητα σύμφωνα με τον Τίτλο ΙΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(2) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται από ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου που είναι θυγατρική, και αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, η Επιτροπή είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου ως ακολούθως:

(α) Σχετικά με ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου η Επιτροπή είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο η ΚΕΠΕΥ ή η οντότητα που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

(β) σχετικά με ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου που είναι θυγατρική, η Επιτροπή είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 είτε υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους ενοποιημένης εποπτείας ή είτε υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η εν λόγω θυγατρική, σύμφωνα με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

Νοείται ότι, η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης μεταξύ των ενδεδειγμένων αρχών του κράτους μέλους ενοποιημένης εποπτείας και θυγατρικής, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου.

Ενοποιημένη εφαρμογή και διαδικασία διαπίστωσης

28.-(1) Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Ε του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου σε ατομική βάση, ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και ενοποιημένη βάση, προτού προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) ή (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, όσον αφορά τη θυγατρική, διασφαλίζει ότι συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(α) όταν εξετάζει κατά πόσο θα προβεί στην εν λόγω διαπίστωση, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης της σχετικής οντότητας εξυγίανσης, αποστέλλει κοινοποίηση, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη διαβούλευση με την εν λόγω αρχή εξυγίανσης-

(i) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

(ii) στις αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν άμεσα ή έμμεσα υποχρεώσεις κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 25Ε του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, από οντότητα που υπόκειται στις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 25Ε του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

(β) όταν εξετάζει κατά πόσο θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε επιχείρηση επενδύσεων ή οντότητα που αναφέρεται στο Άρθρο 1(1)(β), (γ) ή (δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, που έχει εκδώσει σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, εάν πραγματοποιηθεί η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις ενδεδειγμένες αρχές του κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(2) Σε περίπτωση που προβαίνει σε διαπίστωση που προβλέπεται στις παραγράφους (γ), (δ) ή (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, όσον αφορά την εξυγίανση ΚΕΠΕΥ ή ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία η ΚΕΠΕΥ ή ο όμιλος ασκεί δραστηριότητα.

(3) Η Επιτροπή συνοδεύει την κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) με την επεξήγηση των λόγων για τους οποίους προτίθεται να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.

(4) Αφού προβεί στην κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή εξετάζει τα ακόλουθα ζητήματα, μετά από διαβούλευση με τις άλλες αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) ή με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1):

(α) Εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 26·

(β) εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·

(γ) εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, και κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη μια διαπίστωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26:

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, «εναλλακτικά μέτρα» σημαίνει τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 30(1) της οδηγίας ΟΔ144-2014-14 ή η μεταβίβαση πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.

(5) Εάν, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), εξασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων αυτών.

(6) Εάν, στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (4), μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26, η οποία είναι υπό εξέταση.

(7) Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, αποστέλλει αμελλητί  κοινοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 94 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου. Ελλείψει κοινής απόφασης, δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26.