ΜΕΡΟΣ IV ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Επιλογή διαμεσολαβητή

14.-(1) Σε περίπτωση που τα μέρη συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς ή των διαφορών τους, επιλέγουν εκ συμφώνου διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών:

Νοείται ότι, αν τα μέρη δεν συμφωνούν ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, δεν λαμβάνει χώρα η διαμεσολάβηση.

(2) Ο διαμεσολαβητής δύναται να αρνηθεί το διορισμό του χωρίς αιτιολογία.

Παραπομπή σε διαμεσολάβηση από δικαστήριο

15.-(1) Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται δικαστική διαδικασία για υπόθεση το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης -

(α) να καλέσει τους διάδικους να παραστούν ενώπιόν του για ενημέρωση αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολάβησης και τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς τους με την διαδικασία αυτή· και

(β) κατόπιν κοινής αίτησης όλων των διαδίκων, ή κατόπιν αίτησης ενός από τους διάδικους και με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης να αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να λάβει χώρα διαμεσολάβηση.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε από τους διάδικους δεν συμφωνεί στην προσφυγή στη διαμεσολάβηση, το δικαστήριο προχωρεί με τη δικαστική διαδικασία.

(3) Στην απόφαση του δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στη συναίνεση των διαδίκων και στη διάρκεια της διαμεσολάβησης, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

(4) Με τη συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας που καθορίζεται στην απόφαση του δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης και, σε περίπτωση που δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία συμβιβασμού, δύνανται να ζητήσουν παράταση της διάρκειας της διαμεσολάβησης για περίοδο που δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

(5) Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διάδικου, να διακόψει τη διαδικασία διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της καθορισμένης δυνάμει του παρόντος άρθρου προθεσμίας.

(6) Απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (4) ή του εδαφίου (5) δεν υπόκειται σε έφεση.

Συμφωνία διαμεσολάβησης

16. Χωρίς επηρεασμό των προνοιών του άρθρου 15 και του εδαφίου (3) του άρθρου 21, πριν την έναρξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης, τα μέρη συμφωνούν, σε συνεννόηση με το διαμεσολαβητή, τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας, τη διάρκειά της, την υποχρέωση τήρησης του απορρήτου της διαδικασίας, τον τρόπο καθορισμού της αμοιβής του διαμεσολαβητή και τους όρους πληρωμής του, οποιαδήποτε άλλα έξοδα της διαδικασίας και κάθε άλλο ζήτημα κρίνουν αναγκαίο:

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε όρο της συμφωνίας, τα μέρη δύνανται να τερματίσουν τη διαδικασία διαμεσολάβησης οποτεδήποτε το επιθυμούν.

Έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης

17. Η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας διαμεσολάβησης είναι η ημερομηνία κατά την οποία υπογράφηκε η συμφωνία διαμεσολάβησης, όπου αυτή είναι γραπτή, ή, στην περίπτωση του άρθρου 15, η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του εν λόγω άρθρου ή, σε κάθε άλλη περίπτωση, η ημερομηνία κατά την οποία ο διαμεσολαβητής προέβηκε σε συγκεκριμένες ενέργειες στα πλαίσια της διαμεσολάβησης.

Διαδικασία διαμεσολάβησης

18.-(1) Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και η εμπιστευτικότητα δεσμεύει οποιονδήποτε λαμβάνει μέρος σε αυτή.

(2) Ο διαμεσολαβητής δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να επικοινωνεί και να διεξάγει χωριστές συναντήσεις με τα μέρη και οποιαδήποτε πληροφορία λάβει σε τέτοια συνάντηση είναι εμπιστευτική και δεν κοινοποιείται στο άλλο μέρος ή σε τρίτο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του μέρους από το οποίο λήφθηκε η πληροφορία αυτή.

(3) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η διαδικασία διαμεσολάβησης δύναται να διενεργείται με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας.

Καθορισμός τόπου και χρόνου διεξαγωγής της διαμεσολάβησης

19.-(1) Ο διαμεσολαβητής ορίζει τον τόπο διεξαγωγής της διαμεσολάβησης, αφού πρώτα λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό διαμεσολάβηση διαφοράς, καθώς και τις απόψεις των μερών σε σχέση με την εύκολη πρόσβασή τους.

(2) Ο διαμεσολαβητής διαβουλεύεται με τα μέρη προκειμένου να διευθετούνται κατάλληλες ημερομηνίες για τη διεξαγωγή διαμεσολάβησης.

Γλώσσα διαμεσολάβησης

20. Ο διαμεσολαβητής, σε συμφωνία με τα μέρη, ορίζει τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες διεξάγεται η διαδικασία διαμεσολάβησης και στις οποίες διατυπώνεται η συμφωνία συμβιβασμού.

Εμφανίσεις

21.-(1) Τα μέρη παρίστανται ενώπιον του διαμεσολαβητή αυτοπροσώπως ή μαζί με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, περιλαμβανομένου δικηγόρου.

(2) Σε περίπτωση που το ένα από τα μέρη είναι νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται από φυσικό πρόσωπο που είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο να ενεργεί για λογαριασμό του και, για τον σκοπό αυτό, πριν την έναρξη της διαμεσολάβησης, προσκομίζει στον διαμεσολαβητή την σχετική απόφαση του νομικού προσώπου.

(3) Σε περίπτωση που μέρος στη διαμεσολάβηση εμφανίζεται με δικηγόρο τα σχετικά έξοδα βαρύνουν το μέρος αυτό.

Κατάθεση εμπειρογνώμονα

22.-(1) Εμπειρογνώμονας δύναται να καταθέσει στη διαδικασία διαμεσολάβησης εάν κληθεί από-

(α) το διαμεσολαβητή, με τη συναίνεση των μερών και λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα της διαφοράς, ή

(β) οποιοδήποτε μέρος στη διαμεσολάβηση.

(2) Σε περίπτωση όπου ο εμπειρογνώμονας καλείται από μέρος στη διαμεσολάβηση, τα έξοδα αυτού βαραίνουν το μέρος που τον έχει καλέσει.

Εμπιστευτικότητα της διαμεσολάβησης

23.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 18 και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο νόμο, και εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά, ο διαμεσολαβητής και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εμπλέκεται διοικητικά ή άλλως πως στη διαδικασία διαμεσολάβησης, υποχρεούται να μην προσκομίσει, σε οποιαδήποτε αστική δικαστική διαδικασία ή διαιτησία, οποιοδήποτε στοιχείο που έχει προκύψει από διαδικασία διαμεσολάβησης ή έχει σχέση με αυτήν, παρά μόνο -

(α) εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης της Δημοκρατίας, κυρίως για να εξασφαλιστεί η προστασία των πρωταρχικών συμφερόντων των παιδιών ή να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική ή ψυχολογική ακεραιότητα προσώπου, ή

(β) όταν η κοινολόγηση του περιεχομένου της συμφωνίας που προέκυψε από τη διαμεσολάβηση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή ή την εκτέλεση αυτής της συμφωνίας.

(2) Η υποχρέωση του διαμεσολαβητή για τήρηση της εμπιστευτικότητας υφίσταται και μετά τον τερματισμό των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων ως διαμεσολαβητή, τόσο για το διάστημα που είναι εγγεγραμμένος ως διαμεσολαβητής, όσο και μετά τη διαγραφή του, για οποιοδήποτε λόγο, από το Μητρώο Διαμεσολαβητών.

Δηλώσεις ενώπιον διαμεσολαβητή

24. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 23 του παρόντος Νόμου, δήλωση η οποία γίνεται ενώπιον διαμεσολαβητή κατά τη διάρκεια διαδικασίας διαμεσολάβησης δεν είναι δεκτή ως μαρτυρία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ενώπιον του δικαστηρίου.

Παράλειψη ή αδυναμία προς εκπλήρωση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή

25.-(1) Σε περίπτωση νομικής ή πραγματικής αδυναμίας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή ή σε περίπτωση παράλειψής του να ενεργήσει χωρίς αναίτια καθυστέρηση, η εντολή του ως διαμεσολαβητής τερματίζεται, αν ο ίδιος παραιτηθεί ή αν τα μέρη συμφωνήσουν προς τούτο ή εάν το ένα εκ των μερών τερματίσει την εντολή του προς διαμεσολάβηση.

(2) Παραίτηση διαμεσολαβητή ή συμφωνία των μερών ή απόφαση του ενός των μερών προς τερματισμό της εντολής διαμεσολαβητή υπό τις περιστάσεις του παρόντος άρθρου, δεν επάγεται παραδοχή των προβαλλόμενων ισχυρισμών.

Αντικατάσταση διαμεσολαβητή

26. Ο διαμεσολαβητής αντικαθίσταται σε περίπτωση διαγραφής του από το Μητρώο Διαμεσολαβητών δυνάμει του άρθρου 8 ή τερματισμού της εντολής του δυνάμει του άρθρου 25 ή ανάκλησης της εντολής του με συμφωνία των μερών ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση τερματισμού της εντολής του και η επιλογή αντικαταστάτη αυτού διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14.

Αποτελέσματα της διαμεσολάβησης στην παραγραφή και στις αποσβεστικές προθεσμίες

27.-(1) Η έναρξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 επάγεται αναστολή του χρόνου της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας καθ’όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

(2) Σε περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ο χρόνος παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας που αναστάληκε συνεχίζει να τρέχει από την ημερομηνία τερματισμού της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

(3) Το εδάφιο (1) δεν θίγει τις περί παραγραφής ή λήξεως αποσβεστικής προθεσμίας διατάξεις των διεθνών συμφωνιών στις οποίες είναι συμβαλλόμενη η Δημοκρατία.