ΜΕΡΟΣ IΙΙ ΠΑΡΟΧΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ
Πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης

10.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου που αφορούν το κύρος της σύναψης σύμβασης, η σύναψη σύμβασης πίστωσης υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(β) Η σύμβαση πίστωσης καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και περιέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

(2) Αντίγραφο της σύμβασης πίστωσης δίδεται σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

(3) Στη σύμβαση πίστωσης προσδιορίζονται με τρόπο σαφή και συνοπτικό:

(α) ο τύπος της πίστωσης·

(β) τα στοιχεία ταυτότητας και οι γεωγραφικές διευθύνσεις των συμβαλλομένων μερών καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και η γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

(γ) η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και οι όροι που διέπουν τις αναλήψεις·

(ε) στην περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία ή στην περίπτωση συνδεδεμένης σύμβασης πίστωσης, το αγαθό ή η υπηρεσία και η τιμή του τοις μετρητοίς·

(στ) το χρεωστικό επιτόκιο, οι όροι που διέπουν την εφαρμογή του εν λόγω επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, κάθε δείκτης ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς επίσης και οι περίοδοι, οι όροι και οι διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, προσδιορίζονται οι πληροφορίες αυτές σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·

(ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, υπολογιζόμενο κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού·

(η) το ποσό, ο αριθμός και η περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, η σειρά με την οποία κατανέμονται οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

(θ) σε περίπτωση απόσβεσης του κεφαλαίου σύμβασης πίστωσης που έχει σταθερή διάρκεια, το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει δωρεάν, κατόπιν αίτησης, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων.

(ι) εάν υπάρχει καταβολή εξόδων και τόκων χωρίς να υπάρχει απόσβεση κεφαλαίου, η κατάσταση των περιόδων και των όρων καταβολής τόκων και τυχόν σχετικών περιοδικών και μη περιοδικών δαπανών·

(ια) κατά περίπτωση, οι χρεώσεις για την τήρηση ενός ή περισσότερων λογαριασμών, στους οποίους να καταγράφονται τόσο οι καταβολές όσο και οι αναλήψεις, εκτός εάν το άνοιγμα του λογαριασμού είναι προαιρετικό, καθώς και οι χρεώσεις για τη χρήση ενός μέσου πληρωμής τόσο για τις καταβολές όσο και για τις αναλήψεις, καθώς και κάθε άλλη χρέωση που προκύπτει από τις συμβάσεις πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν οι χρεώσεις αυτές·

(ιβ) το εφαρμοζόμενο επιτόκιο υπερημερίας, όπως ισχύει κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης πίστωσης, οι ρυθμίσεις για την προσαρμογή του και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής·

(ιγ) η προειδοποίηση για τις συνέπειες της παράλειψης καταβολής·

(ιδ) κατά περίπτωση, η επιβολή συμβολαιογραφικών τελών·

(ιε) οι τυχόν απαιτούμενες εγγυήσεις και ασφάλειες·

(ιστ) η ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης, η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να ασκηθεί και άλλοι όροι που διέπουν την άσκησή του εν λόγω δικαιώματος, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλλει το αναληφθέν κεφάλαιο και οι τόκοι σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 14, και το ποσό των καταβλητέων τόκων σε ημερήσια βάση·

(ιζ) πληροφορίες για τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 15 καθώς και οι όροι άσκησης των δικαιωμάτων αυτών·

(ιη) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης, η διαδικασία πρόωρης εξόφλησης και, κατά περίπτωση, το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και ο τρόπος καθορισμού της αποζημίωσης αυτής·

(ιθ) η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την άσκηση του δικαιώματος τερματισμού της σύμβασης πίστωσης·

(κ) η ύπαρξη ή μη εξωδικαστικών διαδικασιών και μηχανισμών επανόρθωσης στις οποίες έχει πρόσβαση ο καταναλωτής και, σε περίπτωση που υπάρχουν, ο τρόπος πρόσβασης σε αυτούς·

(κα) τυχόν άλλοι συμβατικοί όροι και προϋποθέσεις·

(κβ) κατά περίπτωση, η ονομασία και η διεύθυνση της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

(4) Σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου (θ) του εδαφίου (3), ο πιστωτικός φορέας διαθέτει στον καταναλωτή, δωρεάν και οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων.

(5)(α) Ο πίνακας χρεολυσίων περιλαμβάνει:

(i) τις απαιτούμενες καταβολές καθώς και τις περιόδους και τους όρους βάσει των οποίων πρέπει να καταβάλλονται τα ποσά αυτά·

(ii) ανάλυση κάθε περιοδικής εξόφλησης, ούτως ώστε να φαίνεται το κεφάλαιο που έχει αποσβεσθεί, ο τόκος που υπολογίζεται βάσει του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, οι συμπληρωματικές χρεώσεις ·

(β) Σε περίπτωση που το επιτόκιο δεν είναι σταθερό ή οι συμπληρωματικές χρεώσεις βάσει της σύμβασης πίστωσης είναι μεταβλητές, στον πίνακα χρεολυσίων επισημαίνεται με σαφή και συνοπτικό τρόπο ότι τα δεδομένα του πίνακα αυτού ισχύουν μόνον έως ότου επέλθει η επόμενη μεταβολή του επιτοκίου ή των συμπληρωματικών χρεώσεων κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση πίστωσης

(6) Σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης στο πλαίσιο της οποίας τα ποσά που καταβάλλει ο καταναλωτής δεν οδηγούν σε άμεση αντίστοιχη απόσβεση του συνολικού ποσού της πίστωσης, αλλά χρησιμοποιούνται για την ανασύσταση του κεφαλαίου κατά τις περιόδους και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης ή σε συμπληρωματική σύμβαση, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με το εδάφιο (3) περιλαμβάνουν σαφή και συνοπτική δήλωση ότι η εν λόγω σύμβαση πίστωσης δεν προβλέπει εγγύηση εξόφλησης του συνολικού ποσού της πίστωσης που αναλαμβάνεται, εκτός εάν δοθεί τέτοια εγγύηση.

(7) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 προσδιορίζονται με τρόπο σαφή και συνοπτικό τα ακόλουθα:

(α) ο τύπος της πίστωσης·

(β) τα στοιχεία ταυτότητας και οι γεωγραφικές διευθύνσεις των συμβαλλομένων μερών καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και η γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

(γ) η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και οι όροι που διέπουν τις αναλήψεις·

(ε) το χρεωστικό επιτόκιο, οι όροι που διέπουν την εφαρμογή του χρεωστικού επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, κάθε δείκτης ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς και οι περίοδοι, οι όροι και οι διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου και, εάν ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, οι πιο πάνω πληροφορίες προσδιορίζονται σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·

(στ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή που υπολογίζονται κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης πίστωσης καθώς επίσης όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εν λόγω επιτοκίου κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 19·

(ζ) ότι ο καταναλωτής δυνατόν να κληθεί οποτεδήποτε να εξοφλήσει στο ακέραιο το ποσό της πίστωσης ·

(η) οι όροι που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη συμφωνία πίστωσης· και

(θ) τα στοιχεία σχετικά με τις χρεώσεις που ισχύουν από το χρόνο της σύναψης τέτοιας σύμβασης και, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι χρεώσεις αυτές δύνανται να τροποποιηθούν.

Πληροφορίες για το χρεωστικό επιτόκιο

11.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο καταναλωτής, κατά περίπτωση, ενημερώνεται για:

(α) τυχόν μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, πριν από την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου,

(β) το ποσό των καταβολών μετά την έναρξη ισχύος του νέου χρεωστικού επιτοκίου και, εάν υπάρχει μεταβολή του αριθμού ή της περιοδικότητας των καταβολών, για τη μεταβολή αυτή.

(2) Τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν στη σύμβαση πίστωσης ότι, οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή κατά περιόδους στην περίπτωση κατά την οποία η μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου οφείλεται σε αλλαγή του ποσοστού αναφοράς και το νέο ποσοστό αναφοράς δημοσιοποιείται καταλλήλως και οι σχετικές με το νέο ποσοστό αναφοράς πληροφορίες είναι επίσης διαθέσιμες στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού φορέα.

Υποχρεώσεις σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης

12.-(1) Όταν σύμβαση πίστωσης συνάπτεται υπό τη μορφή δυνατότητας υπερανάληψης, ο καταναλωτής ενημερώνεται περιοδικά μέσω ανάλυσης λογαριασμού εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, η οποία περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) την ακριβή περίοδο, την οποία αφορά η ανάλυση του λογαριασμού·

(β) τα αναληφθέντα ποσά και τις ημερομηνίες των αναλήψεων·

(γ) το υπόλοιπο από την προηγούμενη ανάλυση λογαριασμού και την ημερομηνία της προηγούμενης ανάλυσης·

(δ) το νέο υπόλοιπο·

(ε) τις ημερομηνίες και τα ποσά των καταβολών που πραγματοποιήθηκαν από τον καταναλωτή·

(στ) το εφαρμοσθέν χρεωστικό επιτόκιο·

(ζ) οποιεσδήποτε επιβληθείσες χρεώσεις·

(η) κατά περίπτωση, το ελάχιστο καταβλητέο ποσό.

(2) Ο καταναλωτής ενημερώνεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για τις μεταβολές του χρεωστικού επιτοκίου ή των τυχόν πληρωτέων χρεώσεων πριν οι μεταβολές αυτές αρχίσουν να ισχύουν.

(3) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου οφείλεται σε αλλαγή του ποσοστού αναφοράς, τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν στη σύμβαση πίστωσης ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις μεταβολές του χρεωστικού επιτοκίου παρέχονται κατά τον προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) τρόπο.

(4) Στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (3), το νέο ποσοστό αναφοράς δημοσιοποιείται καταλλήλως και οι σχετικές με το νέο ποσοστό αναφοράς πληροφορίες είναι διαθέσιμες στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού φορέα.

Συμβάσεις πίστωσης αόριστης διάρκειας

13.-(1) Ο καταναλωτής δύναται να τερματίσει σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας οποτεδήποτε και χωρίς χρέωση, εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.

(2) Εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης, μετά από συμφωνία των μερών, ο πιστωτικός φορέας δύναται να καταγγείλει σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας, νοουμένου ότι -

(α) τηρεί προθεσμία προειδοποίησης τουλάχιστον δύο (2) μηνών, και

(β) επιδίδει στον καταναλωτή σχετική δήλωση εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.

(3)(α) Εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης, μετά από συμφωνία των μερών, ο πιστωτικός φορέας δύναται, για αντικειμενικούς λόγους, να καταγγέλλει το δικαίωμα του καταναλωτή να προβαίνει σε αναλήψεις πιστώσεων από σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας.

(β) Πριν από την καταγγελία ή το αργότερο αμέσως μετά από αυτήν, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή για την καταγγελία και τους σχετικούς λόγους εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, εκτός εάν η παροχή των πληροφοριών αυτών απαγορεύεται από νομοθεσία που ενσωματώνει κοινοτικές νομικές πράξεις ή αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στη δημόσια ασφάλεια.

Δικαίωμα υπαναχώρησης

14.-(1) Ο καταναλωτής δύναται, χωρίς να αναφέρει τους λόγους, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης εντός προθεσμίας δεκατεσσάρων (14) ημερών.

(2) Η προθεσμία υπαναχώρησης αρχίζει:

(α) από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης πίστωσης· ή

(β) από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής παραλαμβάνει τους όρους της σύμβασης και τις πληροφορίες όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, σε περίπτωση που αυτή ακολουθεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) ημερομηνία.

(3) Σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης-

(α) για να προβεί στην υπαναχώρηση πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ενημερώνει εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου τον πιστωτικό φορέα βάσει των πληροφοριών που παρέχει ο πιστωτικός φορέας σύμφωνα με την παράγραφο (ιστ) του εδαφίου (3) του άρθρου 10·

(β) καταβάλλει στον πιστωτικό φορέα το κεφάλαιο και τους δεδουλευμένους τόκους επί του κεφαλαίου αυτού από την ημερομηνία ανάληψης της πίστωσης μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του κεφαλαίου στον πιστωτικό φορέα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την αποστολή της κοινοποίησης της υπαναχώρησης στον πιστωτικό φορέα.

(4) Για σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (3), η κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1) προθεσμία υπαναχώρησης θεωρείται ότι τηρείται εάν η ειδοποίηση αποσταλεί πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, εφόσον αυτή έχει υποβληθεί εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου που τίθεται στη διάθεση του πιστωτικού φορέα και στο οποίο ο τελευταίος έχει πρόσβαση.

(5) Οι τόκοι που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) υπολογίζονται βάσει του συμφωνηθέντος χρεωστικού επιτοκίου.

(6) Στην περίπτωση υπαναχώρησης κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου 3, ο πιστωτικός φορέας δε δικαιούται άλλης αποζημίωσης από τον καταναλωτή, εκτός της αποζημίωσης για μη επιστρεφόμενα τέλη τα οποία κατέβαλε ο πιστωτικός φορέας σε οποιοδήποτε κυβερνητικό τμήμα.

(7) Εάν ο πιστωτικός φορέας ή τρίτος παρέχει συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης βάσει συμφωνίας μεταξύ του τρίτου και του πιστωτικού φορέα, ο καταναλωτής μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν δεσμεύεται ως προς τη συμπληρωματική υπηρεσία εάν ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πίστωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(8) Τα άρθρα 10 έως 15 του περί Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές Νόμου και το άρθρο 8 του περί Σύναψης Καταναλωτικών Συμβάσεων εκτός Εμπορικού Καταστήματος Νόμου, δεν εφαρμόζονται όταν ο καταναλωτής έχει δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Συνδεδεμένες συμβάσεις πίστωσης

15.-(1) Σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση παροχής αγαθών ή υπηρεσιών, σύμφωνα με νομοθεσία που ενσωματώνει κοινοτικές νομικές πράξεις, τότε αυτός δε δεσμεύεται εφεξής από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης.

(2) Σε περίπτωση που τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που καλύπτονται από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης δεν παρέχονται ή παρέχονται μόνο εν μέρει ή δεν πληρούν τους όρους της σύμβασης παροχής τους, ο καταναλωτής δύναται να στραφεί κατά του πιστωτικού φορέα, εφόσον έχει ήδη στραφεί κατά του προμηθευτή και αποτύχει να λάβει από αυτόν την ικανοποίηση την οποία δικαιούται δυνάμει νόμου ή της σύμβασης παροχής αγαθών ή υπηρεσιών.

(3) Το δικαίωμα του καταναλωτή εναντίον του πιστωτικού φορέα μπορεί να ασκηθεί μόνο αφού προηγουμένως επιδιώξει δικαστικώς ικανοποίηση της αξίωσής του από τον προμηθευτή και αποτύχει είτε ολικώς είτε μερικώς να ικανοποιηθεί από αυτόν.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις νόμου σύμφωνα με τις οποίες ο πιστωτικός φορέας είναι από κοινού και εξολοκλήρου υπεύθυνος για οποιαδήποτε αξίωση του καταναλωτή κατά του προμηθευτή, εάν η αγορά των αγαθών ή των υπηρεσιών από τον προμηθευτή έχει χρηματοδοτηθεί με σύμβαση πίστωσης.

Πρόωρη εξόφληση

16.-(1) Ο καταναλωτής δύναται οποτεδήποτε να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης.

(2) Σε περίπτωση που ασκηθεί το προβλεπόμενο από το εδάφιο (1) δικαίωμα, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που αποτελείται από τους τόκους και τις χρεώσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.

(3)(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογης και αντικειμενικά αιτιολογημένης αποζημίωσης για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης, νοουμένου ότι, η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό.

(β) Η αποζημίωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα τοις εκατόν (1%) του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα, εφόσον το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας λήξης της σύμβασης πίστωσης υπερβαίνει το ένα (1) έτος.

(γ) Σε περίπτωση που το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η αποζημίωση που δικαιούται ο πιστωτικός φορέας δεν δύναται να υπερβαίνει το 0,5 % του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα.

(4) Ο πιστωτικός φορέας δε δύναται να αξιώσει αποζημίωση για πρόωρη εξόφληση:

(α) όταν η εξόφληση πραγματοποιείται δυνάμει ασφαλιστικού συμβολαίου, το οποίο προβλέπει παροχή εγγύησης για την εξόφληση της πίστωσης·

(β) σε περιπτώσεις διευκολύνσεων υπερανάληψης· ή

(γ) όταν η εξόφληση πραγματοποιηθεί εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο δεν είναι σταθερό.

(5)(α) Ο πιστωτικός φορέας δύναται:

(i) να αξιώνει αποζημίωση μόνο όταν το ποσό της πρόωρης εξόφλησης υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) σε οποιοδήποτε διάστημα δώδεκα (12) μηνών·

(ii) να απαιτεί, κατ’ εξαίρεση, υψηλότερη αποζημίωση, εάν μπορεί να αποδείξει ότι η ζημιά που υπέστη από την πρόωρη εξόφληση υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται στο εδάφιο (3).

(β) Σε περίπτωση που η αποζημίωση που αξιώνει ο πιστωτικός φορέας υπερβαίνει την πραγματική ζημιά, ο καταναλωτής δύναται να αξιώνει ανάλογη μείωση.

(γ) Για σκοπούς της παραγράφου (β), η ζημιά συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που συμφωνήθηκε αρχικά με το επιτόκιο κατά το οποίο ο πιστωτικός φορέας είναι σε θέση να δανείσει στην αγορά το ποσό που εξοφλήθηκε πρόωρα, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο της πρόωρης εξόφλησης στα διοικητικά έξοδα.

(6) Αποζημίωση που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει τους τόκους που θα είχε καταβάλει ο καταναλωτής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας ημερομηνίας λήξης της πιστωτικής σύμβασης.

Εκχώρηση δικαιωμάτων

17.-(1) Όταν τα δικαιώματα του πιστωτικού φορέα από σύμβαση πίστωσης ή η ίδια η σύμβαση εκχωρούνται σε τρίτο πρόσωπο, ο καταναλωτής δικαιούται να αντιτάσσει κατά του τρίτου αυτού προσώπου τα ίδια δικαιώματα που είχε κατά του αρχικού πιστωτικού φορέα, συμπεριλαμβανομένου του συμψηφισμού.

(2) Ο αρχικός πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή για την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) εκχώρηση, εκτός εάν, σε συμφωνία με το τρίτο πρόσωπο στο οποίο γίνεται η εκχώρηση, ο αρχικός πιστωτικός φορέας εξακολουθεί να καταβάλλει την πίστωση έναντι του καταναλωτή.

Υπέρβαση

18.-(1)(α) Σε περίπτωση σύμβασης ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού, που περιλαμβάνει δυνατότητα να επιτραπεί υπέρβαση στον καταναλωτή, η σύμβαση αυτή περιέχει και τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 6.

(β) Ο πιστωτικός φορέας παρέχει εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου σε τακτά χρονικά διαστήματα τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α).

(2) Σε περίπτωση σημαντικής υπέρβασης, η οποία διαρκεί πάνω από ένα (1) μήνα ο πιστωτικός φορέας πρέπει να ενημερώνει αμελλητί τον καταναλωτή, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για:

(α) το γεγονός της υπέρβασης·

(β) το σχετικό ποσό·

(γ) το χρεωστικό επιτόκιο·

(δ) τις ποινές, χρεώσεις ή τόκους υπερημερίας.