ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ
Τυποποιημένες πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε διαφήμιση

4.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμου και του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, κάθε διαφήμιση για συμβάσεις πίστωσης που αναφέρει συγκεκριμένο επιτόκιο ή οποιαδήποτε άλλα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν το κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή περιλαμβάνει τις τυποποιημένες πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

(2) Σε περίπτωση που διαφήμιση για συμβάσεις πίστωσης αναφέρει το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένο επιτόκιο ή οποιαδήποτε άλλα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τυχόν κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται.

(3) Οι τυποποιημένες πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) πρέπει να προσδιορίζουν κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και εμφανή, με χρήση αντιπροσωπευτικού παραδείγματος και κατά την ακόλουθη σειρά:

(α) το χρεωστικό επιτόκιο, σταθερό ή μεταβλητό ή αμφότερα, μαζί με πληροφορίες για τυχόν εφαρμοζόμενες χρεώσεις που περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή·

(β) το συνολικό ποσό της πίστωσης·

(γ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο·

(δ) κατά περίπτωση τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(ε) σε περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, την τιμή τοις μετρητοίς και το ποσό της τυχόν προκαταβολής· και

(στ) κατά περίπτωση, το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής και το ποσό των δόσεων.

(4) Σε περίπτωση που για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στη διαφήμιση, είναι υποχρεωτική η σύναψη σύμβασης που αφορά συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης, και ιδίως ασφάλισης και το κόστος της σύμβασης αυτής δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων, η υποχρεωτική αποδοχή αυτής πρέπει να αναφέρεται στη διαφήμιση κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και εμφανή, μαζί με το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο.

Παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη σύμβασης

5.-(1) Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχουν στον καταναλωτή, σε εύλογο χρονικό διάστημα και προτού ο τελευταίος δεσμευθεί από οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης ή σχετική προσφορά, βάσει των πιστωτικών όρων και προϋποθέσεων που προσφέρει ο πιστωτικός φορέας και, ενδεχομένως, των προτιμήσεων που έχει εκφράσει και των πληροφοριών που έχει παράσχει ο καταναλωτής, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση διάφορων προσφορών προκειμένου να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης.

(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, μέσω των τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης, που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ.

(3) Πιστωτικός φορέας που παρέχει τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης στον καταναλωτή δυνάμει του παρόντος Νόμου εκπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του περί της Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές Νόμου.

(4) Οι τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες περιλαμβάνουν-

(α) τον τύπο της πίστωσης·

(β) τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του πιστωτικού φορέα καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

(γ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και τους όρους που διέπουν τις αναλήψεις·

(δ) τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(ε) σε περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία και συνδεδεμένων συμβάσεων πίστωσης, το αγαθό ή την υπηρεσία και την τιμή του τοις μετρητοίς·

(στ) το χρεωστικό επιτόκιο, τους όρους που διέπουν την εφαρμογή του χρεωστικού επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, για κάθε δείκτη ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς επίσης και τις περιόδους, τους όρους και τις διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, ο καταναλωτής ενημερώνεται για τις πιο πάνω πληροφορίες σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·

(ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, που αναφέρει όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εν λόγω επιτοκίου·

Νοείται ότι, εφόσον ο καταναλωτής έχει πληροφορήσει τον πιστωτικό φορέα για ένα ή περισσότερα συστατικά στοιχεία της πίστωσης που προτιμά, όπως τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης και το συνολικό ποσό της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία αυτά:

Νοείται περαιτέρω ότι, εάν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει διαφορετικούς τρόπους ανάληψης με διαφορετικές χρεώσεις ή χρεωστικά επιτόκια και ο πιστωτικός φορέας εφαρμόζει το κριτήριο υπολογισμού του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου που αναφέρεται στο στοιχείο (β) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος ΙΙΙ, ο καταναλωτής ενημερώνεται ότι άλλοι μηχανισμοί ανάληψης για τον εν λόγω τύπο σύμβασης πίστωσης μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα υψηλότερα ετήσια πραγματικά επιτόκια·

(η) το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία κατανέμονται οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

(θ) κατά περίπτωση, τις χρεώσεις για την τήρηση λογαριασμού ή λογαριασμών στους οποίους εγγράφονται τόσο οι καταβολές όσο και οι αναλήψεις, εκτός εάν είναι προαιρετικό το άνοιγμα λογαριασμού, τις χρεώσεις για τη χρήση ενός μέσου πληρωμής τόσο για τις καταβολές όσο και για τις αναλήψεις καθώς επίσης τις τυχόν χρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιούνται αυτές οι χρεώσεις·

(ι) κατά περίπτωση, την ύπαρξη εξόδων, τα οποία καταβάλλει ο καταναλωτής σε συμβολαιογράφο κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης·

(ια) την τυχόν υποχρέωση σύναψης σύμβασης για συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως ασφάλισης, όταν η σύναψη σύμβασης για την υπηρεσία αυτή είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·

(ιβ) το επιτόκιο που προβλέπεται σε περίπτωση καθυστέρησης των καταβολών καθώς και τις λεπτομέρειες για την προσαρμογή του και, ενδεχομένως, τα έξοδα σε περίπτωση μη καταβολής ·

(ιγ) προειδοποίηση, για τις συνέπειες της παράλειψης καταβολής·

(ιδ) κατά περίπτωση, τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις·

(ιε) την ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης·

(ιστ) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης και, κατά περίπτωση, το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και τον τρόπο καθορισμού της αποζημίωσης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 16·

(ιζ) το δικαίωμα του καταναλωτή να λαμβάνει άμεση και δωρεάν ενημέρωση για το αποτέλεσμα έρευνας σε βάση δεδομένων για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 9·

(ιη) το δικαίωμά του καταναλωτή να λαμβάνει δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης, κατόπιν αιτήσεως, εκτός εάν ο πιστωτικός φορέας, κατά την υποβολή της αίτησης, δεν επιθυμεί να προβεί στη σύναψη σύμβασης πίστωσης με τον καταναλωτή· και

(ιθ) κατά περίπτωση, το χρονικό διάστημα για το οποίο δεσμεύεται ο πιστωτικός φορέας από τις πληροφορίες τις οποίες παρέχει πριν από τη σύναψη της σύμβασης.

(4Α) Σε περίπτωση που η σύμβαση πίστωσης αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς, όπως αυτός ορίζεται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει το όνομα του δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές, σε χωριστό έγγραφο προοριζόμενο για τους καταναλωτές, το οποίο μπορεί να επισυνάπτεται στο έντυπο τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης.

(5) Κάθε πρόσθετη πληροφορία που επιθυμεί να παράσχει στον καταναλωτή ο πιστωτικός φορέας, παρέχεται σε χωριστό έγγραφο που δύναται να επισυνάπτεται στις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης.

(6) Στις περιπτώσεις επικοινωνιών φωνητικής τηλεφωνίας κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 του περί Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Νόμου, η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας που δίδεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 περιλαμβάνει τουλάχιστον-

(α) τα στοιχεία που προβλέπονται στις παραγράφους (γ), (δ), (ε), (στ) και (η) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου∙

(β) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, με τη βοήθεια αντιπροσωπευτικού παραδείγματος∙ και

(γ) το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής.

(7) Εάν η σύμβαση έχει συναφθεί κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, το οποίο δεν επιτρέπει την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στα εδάφια (4) και (5), και ιδίως στην περίπτωση του εδαφίου (6), ο πιστωτικός φορέας παρέχει στον καταναλωτή πλήρη προσυμβατική πληροφόρηση με βάση το έντυπο για τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.

(8) Επιπρόσθετα από τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης, ο καταναλωτής λαμβάνει δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης, κατόπιν αιτήσεώς του:

Νοείται ότι, ο καταναλωτής δεν λαμβάνει δωρεάν αντίγραφο εάν κατά την υποβολή της αίτησης ο πιστωτικός φορέας δεν επιθυμεί να προβεί στη σύναψη σύμβασης πίστωσης με τον καταναλωτή.

(9) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης στο πλαίσιο της οποίας τα ποσά που καταβάλλει ο καταναλωτής δεν οδηγούν στην άμεση αντίστοιχη απόσβεση του συνολικού ποσού της πίστωσης, αλλά χρησιμοποιούνται για την ανασύσταση του κεφαλαίου κατά τις περιόδους και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης ή σε συμπληρωματική σύμβαση, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με τα εδάφια (4) και (5) πρέπει να περιλαμβάνουν σαφή και συνοπτική δήλωση ότι αυτές οι συμβάσεις πίστωσης δεν προβλέπουν εγγύηση εξόφλησης του συνολικού ποσού της πίστωσης που αναλαμβάνεται, εκτός εάν δοθεί τέτοια εγγύηση.

(10) O πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων, παρέχει επαρκείς για τον καταναλωτή εξηγήσεις, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αξιολογεί εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική του κατάσταση.

(11) Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων, όπου κρίνεται σκόπιμο-

(α) δίδει τις δέουσες επεξηγήσεις αναφορικά με τις πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (4) και (5)· και

(β) επισημαίνει τα βασικά χαρακτηριστικά των προτεινόμενων προϊόντων και τις συγκεκριμένες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής της οφειλής από τον καταναλωτή.

Συμβάσεις πίστωσης που έχουν τη μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και ειδικές συμβάσεις πίστωσης

6.-(1) Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει στον καταναλωτή εγκαίρως, πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής από οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης ή από οποιαδήποτε προσφορά σχετική με σύμβαση πίστωσης όπως καθορίζεται στα εδάφια (2), (4), (5) ή (6) του άρθρου 3, βάσει των πιστωτικών όρων και προϋποθέσεων που προσφέρει ο πιστωτικός φορέας και, ενδεχομένως, των προτιμήσεων που έχει εκφράσει και των πληροφοριών που έχει παράσχει ο καταναλωτής, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση διάφορων προσφορών και τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης.

(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) προσδιορίζουν:

(α) τον τύπο της πίστωσης·

(β) τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του πιστωτικού φορέα καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

(γ) το συνολικό ποσό της πίστωσης·

(δ) τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

(ε) το χρεωστικό επιτόκιο, τους όρους που διέπουν την εφαρμογή του χρεωστικού επιτοκίου και κάθε δείκτη ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο· τις χρεώσεις που εφαρμόζονται από το χρόνο της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και, κατά περίπτωση, τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να μεταβάλλονται οι χρεώσεις αυτές·

(στ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, μέσω αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων που αναφέρουν όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του εν λόγω επιτοκίου·

(ζ) τους όρους και τη διαδικασία καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης·

(η) στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, κατά περίπτωση, ότι ο καταναλωτής μπορεί να κληθεί να εξοφλήσει πλήρως το ποσό της πίστωσης ανά πάσα στιγμή·

(θ) το εφαρμοζόμενο επιτόκιο υπερημερίας, τις ρυθμίσεις για την προσαρμογή του και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής·

(ι) το δικαίωμα που έχει ο καταναλωτής, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 9, να λαμβάνει άμεση και δωρεάν ενημέρωση για το αποτέλεσμα έρευνας που διεξάγεται σε βάση δεδομένων για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητάς του·

(ια) στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, τα έξοδα που ισχύουν από το χρόνο σύναψης τέτοιων συμβάσεων πίστωσης καθώς και, κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα έξοδα αυτά μπορεί να τροποποιηθούν·

(ιβ) κατά περίπτωση, το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πιστωτικός φορέας δεσμεύεται από τις πληροφορίες τις οποίες παρέχει πριν από τη σύναψη της σύμβασης.

(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και είναι όλες εξίσου ευδιάκριτες.

(4) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) δύναται να παρέχονται και μέσω των ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης.

(5) Ο πιστωτικός φορέας τεκμαίρεται ότι εκπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 4 και 5 του περί Εξ’ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Νόμου εφόσον παρέχει στον καταναλωτή τις ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης.

(6) (α) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καθορίζεται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 3 οι πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή δυνάμει του εδαφίου (1) προσδιορίζουν, επιπρόσθετα από τα στοιχεία που καθορίζονται στο εδάφιο (2), τα ακόλουθα:

(i) Το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από αυτόν και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία κατανέμονται οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης· και

(ii) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης και, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και τον τρόπο καθορισμού της αποζημίωσης αυτής.

(β) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου.

(7) Στην περίπτωση επικοινωνιών φωνητικής τηλεφωνίας εφόσον ο καταναλωτής έχει ζητήσει να είναι αμέσως διαθέσιμη η δυνατότητα υπερανάληψης, η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας περιλαμβάνει:

(α) τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ), (ε), (στ) και (η) του εδαφίου (2), και

(β) αναφορικά με συμβάσεις πίστωσης που καθορίζονται στο εδάφιο (6), εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α), τον προσδιορισμό της διάρκειας της σύμβασης πίστωσης.

(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που χορηγείται υπό μορφή διευκόλυνσης υπερανάληψης και η οποία πρέπει να εξοφλείται σε διάστημα ενός (1) μηνός, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (7).

(9) Ο καταναλωτής λαμβάνει, κατόπιν υποβολής αιτήματος, δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 10:

Νοείται ότι, εάν, κατά την υποβολή του αιτήματος, ο πιστωτικός φορέας δεν επιθυμεί να προβεί στη σύναψη σύμβασης πίστωσης με τον καταναλωτή, δεν παρέχεται σ’ αυτόν δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης.

(10) Εάν η σύμβαση έχει συναφθεί κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως που δεν επιτρέπει την παροχή στον καταναλωτή των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (2), (3), (4), (5), (6) και (7) ο πιστωτικός φορέας, αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του δυνάμει των εδαφίων (2) έως (6) παρέχοντας τις σχετικές με τη σύμβαση πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 10.

Εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης προσυμβατικών πληροφοριών

7. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του πιστωτικού φορέα να παρέχει στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της σύμβασης τις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 6 δεν εφαρμόζονται για τους προμηθευτές αγαθών ή υπηρεσιών που διαμεσολαβούν ως μεσίτες πιστώσεων στο πλαίσιο συμπληρωματικής δραστηριότητας.

Υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή

8.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Προσωπικών Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου και ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης, με βάση επαρκή στοιχεία που λαμβάνονται, κατά περίπτωση, από τον καταναλωτή και, όπου χρειάζεται, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων που λειτουργεί νόμιμα στη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση που τα μέρη συμφωνούν να αλλάξουν το συνολικό ποσό της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας προσαρμόζει στα πρόσφατα δεδομένα τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του σχετικά με τον καταναλωτή και αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από οποιαδήποτε σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού της πίστωσης.

Πρόσβαση πιστωτικού φορέα άλλου κράτους μέλους σε βάσεις δεδομένων

9.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου, σε περίπτωση διασυνοριακής πίστωσης, πιστωτικός φορέας άλλου κράτους μέλους έχει δικαίωμα πρόσβασης σε βάσεις δεδομένων που νόμιμα λειτουργούν στη Δημοκρατία για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των καταναλωτών σύμφωνα με τους όρους που αφορούν μη διασυνοριακή πίστωση.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), εάν η απόρριψη αίτησης πίστωσης βασίζεται σε έρευνα βάσης δεδομένων, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή, αμέσως και δωρεάν:

(α) σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας, και

(β) με τα στοιχεία της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων.

(3) Η ενημέρωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2), δεν παρέχεται μόνον σε περίπτωση που η παροχή της απαγορεύεται από νομοθεσία που ενσωματώνει κοινοτικές νομικές πράξεις ή αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στη δημόσια ασφάλεια.