Πρόωρη εξόφληση

16.-(1) Ο καταναλωτής δύναται οποτεδήποτε να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης.

(2) Σε περίπτωση που ασκηθεί το προβλεπόμενο από το εδάφιο (1) δικαίωμα, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που αποτελείται από τους τόκους και τις χρεώσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.

(3)(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογης και αντικειμενικά αιτιολογημένης αποζημίωσης για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης, νοουμένου ότι, η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό.

(β) Η αποζημίωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα τοις εκατόν (1%) του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα, εφόσον το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας λήξης της σύμβασης πίστωσης υπερβαίνει το ένα (1) έτος.

(γ) Σε περίπτωση που το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η αποζημίωση που δικαιούται ο πιστωτικός φορέας δεν δύναται να υπερβαίνει το 0,5 % του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα.

(4) Ο πιστωτικός φορέας δε δύναται να αξιώσει αποζημίωση για πρόωρη εξόφληση:

(α) όταν η εξόφληση πραγματοποιείται δυνάμει ασφαλιστικού συμβολαίου, το οποίο προβλέπει παροχή εγγύησης για την εξόφληση της πίστωσης·

(β) σε περιπτώσεις διευκολύνσεων υπερανάληψης· ή

(γ) όταν η εξόφληση πραγματοποιηθεί εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο δεν είναι σταθερό.

(5)(α) Ο πιστωτικός φορέας δύναται:

(i) να αξιώνει αποζημίωση μόνο όταν το ποσό της πρόωρης εξόφλησης υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) σε οποιοδήποτε διάστημα δώδεκα (12) μηνών·

(ii) να απαιτεί, κατ’ εξαίρεση, υψηλότερη αποζημίωση, εάν μπορεί να αποδείξει ότι η ζημιά που υπέστη από την πρόωρη εξόφληση υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται στο εδάφιο (3).

(β) Σε περίπτωση που η αποζημίωση που αξιώνει ο πιστωτικός φορέας υπερβαίνει την πραγματική ζημιά, ο καταναλωτής δύναται να αξιώνει ανάλογη μείωση.

(γ) Για σκοπούς της παραγράφου (β), η ζημιά συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που συμφωνήθηκε αρχικά με το επιτόκιο κατά το οποίο ο πιστωτικός φορέας είναι σε θέση να δανείσει στην αγορά το ποσό που εξοφλήθηκε πρόωρα, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο της πρόωρης εξόφλησης στα διοικητικά έξοδα.

(6) Αποζημίωση που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει τους τόκους που θα είχε καταβάλει ο καταναλωτής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας ημερομηνίας λήξης της πιστωτικής σύμβασης.