ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ορισμός εμπιστευτικής πληροφορίας.

5.(1) Ως «εμπιστευτικές πληροφορίες» νοούνται οι συγκεκριμένες πληροφορίες οι οποίες δεν έχουν καταστεί δημόσια γνωστές και αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες χρηματοοικονομικών μέσων ή ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα, και οι οποίες αν καθίσταντο δημόσια γνωστές θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά, κατά την κρίση της Επιτροπής, την τιμή αυτών των χρηματοοικονομικών μέσων ή την τιμή των συνδεόμενων ΅ε αυτά παράγωγων μέσων:

Νοείται ότι πληροφορίες που αν καθίσταντο δημόσια γνωστές  θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά, την τιμή αυτών των χρηματοοικονομικών μέσων ή την τιμή των συνδεόμενων με αυτών παράγωγων μέσων περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία που ένας ορθολογικός επενδυτής ενδέχεται να λάβει υπόψη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων.

(2) Σχετικά ΅ε τα παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα (derivatives on commodities), ως «εμπιστευτικές πληροφορίες» νοούνται οι συγκεκριμένες πληροφορίες, οι οποίες δεν έχουν καταστεί δημόσια γνωστές και αφορούν άμεσα ή έμμεσα ένα ή περισσότερα τέτοια παράγωγα μέσα, και τις οποίες οι συμμετέχοντες των αγορών, στις οποίες γίνεται διαπραγμάτευση αυτών των παράγωγων μέσων, θα αναμενόταν να λάβουν σύμφωνα ΅ε τις αποδεκτές πρακτικές που ισχύουν στις αγορές αυτές.

Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος εδαφίου θεωρείται ότι οι χρήστες των αγορών, στις οποίες διαπραγματεύονται παράγωγα μέσα εμπορευμάτων αναμένουν να λάβουν πληροφορίες που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα από αυτά τα παράγωγα μέσα, εφόσον οι πληροφορίες αυτές:

(α)  Τίθενται σε τακτική βάση στη διάθεση των χρηστών   των αγορών αυτών, ή

(β) πρέπει να γνωστοποιούνται δυνάμει των ισχυουσών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, των κανόνων της αγοράς ή των σχετικών συμβολαίων, ή σύμφωνα ΅ε τις συνήθειες της αγοράς του υποκείμενου εμπορεύματος ή της αγοράς των παράγωγων μέσων εμπορευμάτων.

(3) Προκειμένου περί των προσώπων που είναι επιφορτισμένα ΅ε την εκτέλεση εντολών που αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα, ως εμπιστευτικές πληροφορίες νοούνται και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται από έναν πελάτη και σχετίζονται ΅ε τις εκκρεμείς εντολές του, και οι οποίες έχουν συγκεκριμένο χαρακτήρα, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα ΅ε έναν ή περισσότερους εκδότες χρηματοοικονομικών μέσων ή ΅ε ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα και, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την τιμή αυτών των χρηματοοικονομικών μέσων ή την τιμή των συνδεόμενων ΅ε αυτά παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων.

Πληροφορίες που καθίστανται δημόσια γνωστές.

6. Μια πληροφορία λογίζεται ότι κατέστη δημόσια γνωστή όταν προκύπτει μία, ή περισσότερες, από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α)Με οποιοδήποτε τρόπο τίθεται εις γνώση των επενδυτών, εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ή εφόσον ευχερώς δύναται, νομίμως, να αποκτηθεί·

(β)περιέχεται σε αρχεία ή άλλα έγγραφα κατά νόμο διαθέσιμα στο κοινό προς επιθεώρηση

(γ)απέρρευσε από πληροφορία που κατέστη δημόσια γνωστή έστω και αν μπορεί να αποκτηθεί επί τη βάσει δημόσια γνωστών πληροφοριών μόνο από πρόσωπα που επιδεικνύουν ειδική επιμέλεια ή εμπειρία ή  να αποκτηθεί επί τη βάσει δημόσια γνωστών πληροφοριών μόνο κατόπιν ειδικής παρατηρήσεως ή εκτιμήσεως.

Ορισμός συγκεκριμένης πληροφορίας.

7.Πληροφορία θεωρείται συγκεκριμένη αν περιλαμβάνει αναφορά σε κατάσταση η οποία υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει, ή αναφορά σε ένα γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα και εφόσον η πληροφορία αυτή είναι αρκετά συγκεκριμένη έτσι ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση αυτής της κατάστασης ή του γεγονότος στις τιμές των χρηματοοικονομικών μέσων ή των συνδεόμενων με αυτά παράγωγων μέσων (derivative financial instruments).

Κάτοχος εμπιστευτικής πληροφορίας.

8.(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, κάτοχοι εμπιστευτικής πληροφορίας θεωρούνται όσοι κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες:

(α)Λόγω της ιδιότητάς τους ως ΅έλους των διοικητικών, διευθυντικών, ή εποπτικών οργάνων του εκδότη, ή

(β)λόγω της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο του εκδότη, ή

(γ)λόγω της πρόσβασης που έχουν στις πληροφορίες αυτές κατά την άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους, ή

(δ)λόγω των παράνομων τους δραστηριοτήτων, ή

(ε)λόγω του γεγονότος ότι η πληροφορία προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από πηγή ή πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, ή

(στ)λόγω του ότι έχουν στενούς δεσμούς με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο εκτός αν η Επιτροπή ικανοποιηθεί ότι κάτω από το σύνολο των περιστάσεων δεν είχαν ευχέρεια ή ευκαιρία πρόσβασης ή γνώσης της σχετικής πληροφορίας:

Νοείται ότι κάτοχος εμπιστευτικής πληροφορίας συμπεριλαμβάνει κάθε πρόσωπο, πέραν των πιο πάνω, το οποίο κατέχει εμπιστευτική πληροφορία, ενώ το πρόσωπο αυτό γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτική.

(2) Όταν πρόσωπο που αναφέρεται στο πιο πάνω εδάφιο είναι νομικό πρόσωπο, τότε περιλαμβάνει και τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στην απόφαση για τη διενέργεια της συναλλαγής για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.

(3) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση μιας απαιτητής υποχρέωσης για την απόκτηση ή διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων, όταν η υποχρέωση αυτή απορρέει από σύμβαση συναφθείσα πριν από την απόκτηση της εμπιστευτικής πληροφορίας από τον ενδιαφερόμενο.

Απαγόρευση ορισμένων πράξεων από κάτοχο εμπιστευτικών πληροφοριών και παραβάσεις.

9.(1) Απαγορεύεται στα πρόσωπα που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, άμεσα ή έμμεσα:

(α)Να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να αποκτήσουν ή να διαθέσουν ή για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ή διαθέσουν  για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ή μέσω προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με αυτούς,  άμεσα ή έμμεσα, χρηματοοικονομικά μέσα που αφορούν οι πληροφορίες αυτές·

(β) να ανακοινώνουν την εμπιστευτική αυτή πληροφορία σε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν ενεργούν στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους

(γ)να συνιστούν σε άλλο πρόσωπο, ή να το παρακινούν, βάσει αυτής της εμπιστευτικής πληροφορίας, να αποκτήσει ή να διαθέσει είτε ο ίδιος, είτε μέσω άλλου, τα χρηματοοικονομικά μέσα που αφορά η πληροφορία αυτή, ανεξάρτητα αν το άλλο πρόσωπο γνώριζε την πληροφορία αυτή.

(2) Οι απαγορεύσεις του εδαφίου (1) ισχύουν και σε κάθε χρηματοοικονομικό μέσο που δεν έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σε κράτος μέλος, αλλά του οποίου η αξία εξαρτάται από χρηματοοικονομικό μέσο εισηγμένο σε τέτοια αγορά.

(3) Απαγορεύεται η χρήση της πρακτικής που είναι γνωστή ως προπορευόμενες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των προπορευόμενων συναλλαγών για τα παράγωγα μέσα σε βασικά εμπορεύματα.

(4) Για να υπάρχει παράβαση του παρόντος άρθρου, δεν χρειάζεται να αποδειχτεί η αποκόμιση κέρδους ή οφέλους.

(5) Αποκλείεται το άδικο της πράξεως και ο υπαίτιος του κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν τιμωρείται, αν αποδείξει ότι κατά τη χρήση της πληροφορίας συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Με βάση το άρθρο 6 είχε την εύλογη πεποίθηση πως η πληροφορία αυτή ήταν δημόσια γνωστή, σε έκταση που να αποτρέπεται το ενδεχόμενο ότι ένεκα της χρήσης της πληροφορίας αυτή οποιοσδήποτε βρίσκεται σε προνομιακή θέση έναντι άλλου που δεν κατείχε την πληροφορία αυτή·

(β) θα τελούσε συναλλαγή οπωσδήποτε, έστω και αν δεν κατείχε την πληροφορία αυτή ως εκκαθαριστής, παραλήπτης, διαχειριστής πτωχεύσεως, εμπιστευματοδόχος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή άλλως πως·

(γ)  ότι δεν προσδοκούσε ότι εξαιτίας της χρήσης της πληροφορίας αυτής οποιοδήποτε πρόσωπο θα προέβαινε σε συναλλαγή σε χρηματοοικονομικά μέσα που αφορούσε η πληροφορία.

Παραβάσεις του άρθρου 9.

10.(1)  Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 9 υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που δεν υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων λιρών (Λ.Κ. 500.000) και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, ποσό που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο λίρες (Λ.Κ. 1.000.000) ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.

(2)  Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε όφελος από την παράβαση αυτή, το οποίο όφελος υπερβαίνει τα ποσά των διοικητικών προστίμων τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1), ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε από την παράβαση.

((3) (α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), παράβαση του άρθρου 9 συνιστά ποινικό αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δέκα έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατόν χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(β) Πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα που στοιχειοθετείται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο  στερείται, αυτόματα, του δικαιώματος να συναλλάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε χρηματοοικονομικά μέσα για διάστημα πέντε ετών από την καταδίκη του, εκτός εάν πρόκειται για την ολοκλήρωση προγενέστερων της καταδίκης του νόμιμων πράξεων.

(γ) Παράβαση των διατάξεων της παραγράφου (β) συνιστά ποινικό αδίκημα που σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(δ) Πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα που στοιχειοθετείται σύμφωνα με την παράγραφα (γ) στερείται του δικαιώματος να συναλλάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, σε κινητές αξίες, υπό τις ίδιες όπως και στην παράγραφο (β) προϋποθέσεις, για περαιτέρω διάστημα πέντε ετών από τη νέα αυτή καταδίκη.

(4) (α) Ποινική ευθύνη για το αδίκημα του εδαφίου (3) που τελείται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών,  ή ελεγκτικών οργάνων του που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε, με οποιοδήποτε τρόπο, στην τέλεση του αδικήματος.

(β) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλήψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.